σημεία από την ελλαδική πραγματικότητα των τελευταίων ετών – οπαδικό φαινόμενο, καταστολή μαφία και καθεστωτική δημοσιογραφία

Ι
Στις 7 Δεκέμβρη 2023, στο περιθώριο αγώνα βόλεϊ στο κλειστό γήπεδο του Ρέντη «Μ. Μερκούρη», μετά από συγκρούσεις οπαδών του Ολυμπιακού με ΜΑΤ, τραυματίζεται θανάσιμα ο ΜΑΤατζής Γιώργος Λυγγερίδης.
Σαν έτοιμο από καιρό, το κατασταλτικό επιτελείο επιδεικνύει άμεσα αντανακλαστικά για τη διαχείριση του γεγονότος: Το γήπεδο περικυκλώνεται από μπάτσους, που δεν επιτρέπουν σε κανέναν να μπει ή να βγει. Το παιχνίδι διακόπτεται. Κατόπιν, οι μπάτσοι εξασκούν τα εξειδικευμένα έμφυλα και ηλικιακά εργαλεία τους, κάνοντας διαλογή των φιλάθλων, επιτρέποντας στις γυναίκες και τα άτομα κάτω των 15 ετών να αποχωρήσουν. Απομένουν 424 άντρες, που μεταφέρονται σε κλούβες της αστυνομίας, ξυλοκοπούνται και προσάγονται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη. Χωρίς να γνωρίζουν αν βρίσκονται σε καθεστώς σύλληψης ή προσαγωγής, χωρίς πρόσβαση στα κινητά τους, χωρίς παρουσία δικηγόρου και χωρίς καμία επικοινωνία, παραμένουν σε μια γκρίζα ζώνη ως προς το νομικό καθεστώς της κράτησής τους μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Η κατασταλτική επιχείρηση κορυφώνεται με την επιβολή υποχρεωτικής λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού από όλους τους προσαχθέντες, με πρόφαση την ταυτοποίηση των εμπλεκόμενων στην επίθεση στα ΜΑΤ (υποχρεωτικότητα που προβλέπεται αποκλειστικά για το καθεστώς σύλληψης), και με την ταυτόχρονη απειλή η ενδεχόμενη άρνηση «συμμετοχής» να λειτουργήσει επιβαρυντικά. Οι προσαχθέντες ξεκινούν να αφήνονται σχεδόν δύο ημέρες μετά, το απόγευμα της Παρασκευής 09/12, διαδικασία που ολοκληρώνεται ως το μεσημέρι της επόμενης ημέρας.
Για την υπόθεση κατηγορούνται συνολικά 142 άτομα με τον νόμο 187 (περί εγκληματικής οργάνωσης).Ο ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας δήλωσε πως στην οργάνωση αποδίδονται «αξιόποινες πράξεις από το 2019, και συσχέτιση της αθλητικής βίας με το οργανωμένο έγκλημα».
ΙΙ
Η υπόθεση του Ρέντη παρουσιάζεται από το επικοινωνιακό επιτελείο του υπουργείου καταστολής ως φλέγον ζήτημα κορυφαίου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Ένα νέο επεισόδιο ηθικού πανικού στήνεται, με την «ανεξέλεγκτη οπαδική βία» να ανάγεται –για ακόμα μια φορά– σε εσωτερικό εχθρό. Η επιχείρηση βασίστηκε στον –ήδη υπάρχων– στιγματισμό της οπαδικής ταυτότητας: Από τη μία ο υπερθεματισμός στον «φανατισμό και την τυφλή, αδικαιολόγητη και χωρίς αιτία βία», στην οποία αποδόθηκε ο θάνατος Λυγγερίδη, και από την άλλη η μιντιακή αποσύνδεσή των οπαδικών χώρων από το κοινωνικό τους περιβάλλον (μέσα από το οποίο μπορεί να κατανοηθεί η δραστηριότητά τους) έχουν κατασκευάσει μια συνθήκη κοινωνικής απομόνωσης, η οποία ανακινείται κατά το δοκούν στον κυρίαρχο λόγο.
Έχοντας εξασφαλισμένη αυτήν τη συνθήκη, ο θάνατος αστυνομικού εν ώρα υπηρεσίας αποτελεί ιδανικό πρόσχημα ώστε ο κατασταλτικός μηχανισμός να επιχειρήσει την αναβάθμιση των επιχειρησιακών πρακτικών, και την επέκταση των πεδίων νομικής ισχύος του.1 Σε πρώτο χρόνο, λοιπόν, πάνω στο συλλογικό σώμα των οπαδών που αποκλείστηκαν μέσα στο γήπεδο ασκήθηκε μία σειρά από παρατυπίες που εκκινεί από τον αποκλεισμό του γηπέδου, και κορυφώνεται στην αναγκαστική λήψη DNA και αποτυπωμάτων από άτομα που δεν αντιμετωπίζουν καμία κατηγορία, και επομένως δεν είναι αναγκασμένα από κανένα νομικό πλαίσιο να το κάνουν. Το αμέσως επόμενο διάστημα, τα δελτία ειδήσεων εμβαθύνουν τα ρεπορτάζ τους πάνω στο οπαδικό φαινόμενο. Ο μιντιακά κατασκευασμένος φόβος απογειώνεται, μόνο και μόνο για να «ανακουφιστεί» στον νέο ποινικό κώδικα, με ειδικές διατάξεις όσον αφορά τη γηπεδική βία. Για ακόμα μία φορά, η επικοινωνιακή περιθωριοποίηση των οπαδών εξασφάλισε την εισαγωγή και την κοινωνική εξοικείωση με κατασταλτικές «καινοτομίες» σε επιχειρησιακό και ποινικό επίπεδο, ταυτόχρονα με τον –προκαταβολικό– παροπλισμό των ενδεχόμενων αντιστάσεων απέναντι σε αυτές ακριβώς τις «καινοτομίες».2
ΙΙΙ
Εδώ και χρόνια, στον κόσμο της μαύρης οικονομίας λαμβάνουν χώρα τεκτονικές αλλαγές. Παρ’ όλο που δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει, το γεγονός ότι κάθε χρόνο εκτελούνται «συμβόλαια θανάτου» υποδεικνύει πως ο συσχετισμός δύναμης στην «εγχώρια μαφία» αλλάζει, και φαίνεται πως –μέχρι στιγμής– δεν έχει βρει ισορροπία.
Οι σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με την αστυνομία είναι αδιαμφισβήτητες.3 Με αυτό δεδομένο, οι «εκκαθαρίσεις» που πραγματοποιούνται μέσα στην αστυνομία δεν γίνονται με στόχο την «εξυγίανση» του σώματος, ούτε στο όνομα της «διαφάνειας». Μια τέτοια –αφελής– άποψη θα σήμαινε πως το ελληνικό κράτος, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη στο τιμόνι, φιλοδοξεί να «πατάξει το έγκλημα», και να σκορπίσει γενναιόδωρα «αγνό» νόμο και τάξη.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν στέκει – η «διαφθορά» άλλωστε είναι απλώς μια άλλη προβολή της εξουσίας. Ο δικός μας ισχυρισμός είναι πως το ελληνικό κράτος σε αυτή τη φάση διεκδικεί την «κηδεμονία» ολοένα μεγαλύτερου κομματιού της παράνομης οικονομίας, με καθοδήγηση από το στενό πρωθυπουργικό περιβάλλον, και επίβλεψη από τον υπουργό καταστολής, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Στην αθέατη δραστηριότητά της, η αστυνομία επιτελεί τον ρόλο του μπράβου που –με επίσημη άδεια οπλοφορίας/οπλοχρησίας και νομική ασυλία– διασφαλίζει τα «σκιώδη» συμφέροντα των κρατικών στελεχών και των συνεργατών τους.
IV
Η πρώτη κίνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, λίγες ημέρες αφού εξελέγη τον Ιούλιο του 2019, ήταν να θέσει υπό την εποπτεία του πρωθυπουργού την ΕΡΤ και το ΑΠΕ-ΜΠΕ, που αποτελεί το μοναδικό πρακτορείο ειδήσεων. Ο έλεγχος της πληροφορίας, έτσι, τέθηκε εξαρχής ως ύψιστη προτεραιότητα. Υπήρξε, μάλιστα, τόσο διεξοδικός, ώστε η συντριπτική πλειοψηφία των ειδήσεων των εγχώριων «επιφανών» μέσων ενημέρωσης ευθυγραμμιζόταν με τα κρατικά αφηγήματα, και οι παραφωνίες αποτέλεσαν σπάνιο φαινόμενο.
V
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι εφοπλιστής, πρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, και ιδρυτής του ελληνικού ομίλου μέσων μαζικής ενημέρωσης Alter Ego Media. Είναι επίσης ο βασικός αντίπαλος του ελληνικού κράτους στην διαδικασία ανακατανομής του ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος. Με πολιτικούς όρους θα λέγαμε πως συνιστά την αξιωματική «αντιπολίτευση», χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα πως υστερεί στον συσχετισμό δύναμης.
Στα δημοσιογραφικά τεκταινόμενα, η αντιπαλότητα αυτή αποτυπώνεται με τον πιο έκδηλο τρόπο. Η πρότερη δημοσιογραφική «σύμπνοια», όπως περιγράφεται παραπάνω, έχει παρέλθει. Τα μέσα του ομίλου Μαρινάκη αντιπαρατίθενται στην ελληνική κυβέρνηση, ανά διαστήματα την εκθέτουν και τη λοιδορούν, ενώ ασκούν δριμεία κριτική στις πολιτικές που εφαρμόζει.
Η υπόθεση των Τεμπών αποτελεί κομβικό σταθμό. Το ελληνικό κράτος έχει επιστρατεύσει όλα τα μέσα, στήνοντας έναν αποτυχημένο μεν, τεράστιο και πολυεπίπεδο δε μηχανισμό συγκάλυψης της εγκληματικής εμπλοκής του. Σε αυτήν την υπόθεση, που είναι κρίσιμο να εξασφαλίσει τον μόνο λόγο ώστε να μην αφεθεί κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της κρατικής αφήγησης, παρατηρείται και η πιο ξεδιάντροπη σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών μέσων ενημέρωσης. Ενδεικτική η κόντρα ανάμεσα στο «Πρώτο Θέμα» του Τάσου Καραμήτσου, με το Mega του Μαρινάκη, για το χαλκευμένο ηχητικό που διακίνησε το πρώτο – ηχητικό που αποδίδει την ευθύνη του δυστυχήματος στο «ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη».
VI
Η δίωξη της διοίκησης του Ολυμπιακού για τον θάνατο Λυγγερίδη, στο πλαίσιο της εγκληματικής οργάνωσης, οφείλει να τοποθετηθεί στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο – αυτό της αντιπαλότητας για τον έλεγχο του «οργανωμένου εγκλήματος». Αυτός είναι ο λόγος που μήνες μετά τις αρχικές διώξεις, ο Βαγγέλης Μαρινάκης και 4 ακόμα μέλη της διοίκησης διώκονται με τις πλημμεληματικού τύπου κατηγορίες της υποστήριξης-χρηματοδότησης εγκληματικής οργάνωσης και της υποκίνησης αθλητικής βίας. Η δίωξη αποτελεί μια συμβολική ενέργεια απέναντι σε έναν αντίπαλο, που έχει επιδείξει ευθαρσώς πως είναι ισχυρότερος του νόμου, όταν απαλλάχθηκε για την υπόθεση των 2,1 τόνων ηρωίνης που μεταφέρθηκαν με το πλοίο Noor1, μετά την «εκκαθάριση» περισσότερων από δέκα μαρτύρων που εμπλέκονταν στην υπόθεση, τις αλλεπάλληλες παραιτήσεις δικαστικών, και τις απειλές σε δημοσιογράφους.
VII
Το παρόν άρθρο καταπιάνεται επιφανειακά με κομβικά σημεία του εγχώριου κοινωνικού γίγνεσθαι, με αρχικό σκοπό να αναδείξει τις συνδέσεις τους: Το «οπαδικό κίνημα», οι καναλάρχες εφοπλιστές που ταυτόχρονα επηρεάζουν στρατιές οπαδών, η «ελευθερία του Τύπου», το μεγάλο μαφιόζικο ξεκαθάρισμα, και – βέβαια– η εντεινόμενη καταστολή, δεν αποτελούν «φαινόμενα που έτυχε να εξελιχθούν στον καιρό μας». Και σαφώς τα περιεχόμενά τους είναι πολλά περισσότερα από αυτά που αναδεικνύει ο κυρίαρχος λόγος.
Πέραν των παραπάνω συνδέσεων, έχει σημασία να κρατήσουμε το εξής: Η καθεστωτική δημοσιογραφία θα είναι πάντοτε προσδεδεμένη σε μεγάλα (οικονομικά) συμφέροντα, όσο κι αν προφασίζεται την ανιδιοτέλειά της στην «ενημέρωση του κοινού»
Αν λοιπόν αποδεχόμαστε ως «σκοτεινή» τη δράση της αστυνομίας που αφορά την επιβολή των όρων του κράτους στον «κόσμο της νύχτας», ας «φωτεινή» όψη της είναι εξίσου βρώμικη. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Το ελληνικό κράτος έχει εξουσιοδοτήσει τους μπάτσους ως άμεσους ρυθμιστές όλο και περισσότερων («έκτακτων») καταστάσεων, και συνολικά των κοινωνικών σχέσεων. Στο φως της ημέρας, αλλά και στα σκοτάδια της νύχτας, οι προλετάριοι, οι φτωχοί, οι καταπιεσμένες, όλα τα απόκληρα, όλα τα μη προνομιούχα υποκείμενα είναι καταδικασμένα να κολυμπούν σε κόκκινα νερά. Στο αίμα και τα σκατά που επιβάλλει η ολοκληρωτική διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης.
Παράρτημα: Για την αποκατάσταση της οπαδικής ταυτότητας
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως το γήπεδο είναι ένας ζωντανός κοινωνικός χώρος, που αποτελεί σημείο συνάντησης πολλών διαφορετικών ταυτοτήτων, και κοινό πεδίο διαλόγου και ζύμωσης αυτών. Ένας χώρος που αντιλαμβάνεται τη σημασία ορισμένων γεγονότων και συνθηκών, δηλώνει το δικό του παρόν, διεκδικεί τον λόγο του και τοποθετείται δημόσια, παρά την εντεινόμενη προσπάθεια για την αποπολιτικοποίησή του τόσο από τις διοικήσεις των ομάδων, όσο και από τις παρεμβάσεις του κράτους.
Στην υπόθεση των Τεμπών οι οπαδοί έχουν πάρει θέση: Απορρίπτουν το «ατύχημα», μιλάνε για δολοφονία, και δεν αποκηρύσσουν την κοινωνική αντιβία.
Η κοινωνία κοχλάζει μετά από πολυετή «συμπίεση». Κοχλάζει και σείεται. Σε μια τέτοια συγκυρία, που η κυριαρχία έχει διαχύσει τον φόβο στην κοινωνία και οι κοινωνικές αντιστάσεις είναι αποδυναμωμένες, είναι σημαντικό πως διαφορετικοί κοινωνικοί χώροι συσπειρώνονται και τοποθετούνται πάνω στα πράγματα. Οι πολιτικοί χώροι, άλλωστε, δεν είναι οι αποκλειστικοί αρμόδιοι να «τρέξουν» ζητήματα, και να συγκρουστούν με το κράτος-μαφία.
Ανεξαρτήτως περιόδου, ως αγωνιζόμενα υποκείμενα οφείλουμε να επιδιώκουμε διαρκώς την εμπλοκή του κοινωνικού παράγοντα στα «πολιτικά» ζητήματα, και να την ενισχύουμε. Να κρατήσουμε ζωντανές τις επαφές και τα ριζώματά μας στους χώρους που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε. Και –κυρίως– το μυαλό μας ανοιχτό…
ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Μυλοκόπι
Υποσημειώσεις
1. Τα άμεσα αντανακλαστικά εξυπηρετούν και την αποκατάσταση του κύρους της αστυνομίας, και απευθύνονται τόσο προς το εσωτερικό της, όσο και προς την κοινωνία. Είναι ενδεικτικά της πυγμής που επιχειρεί να παραδειγματίσει ολόκληρο το κοινωνικό (υπο)σύνολο από το οποίο προήλθε η θανάσιμη επίθεση, και τους ενδεχόμενους υποστηρικτές του, ενώ παράλληλα διασφαλίζει στους ένστολους μισθοφόρους πως το κράτος λαμβάνει μέτρα και εγγυάται την τιμωρία εκείνων που πλήττουν το «σώμα».
2. «Είναι πολλές οι περιπτώσεις μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, που το κράτος έχει νομοθετήσει και λειτουργήσει κατασταλτικά απέναντι στους οπαδούς, χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο χώρο ως δοκιμαστικό σωλήνα για ευρύτερες κατασταλτικές μεθοδεύσεις απέναντι σε άλλες κοινωνικές ομάδες, αντιστεκόμενους/-ες, απεργούς, διαδηλωτές/τριες, εξεγερμένους/-ες».
Απόσπασμα από το κείμενο «Όταν ακούς “δημόσια τάξη” και “καταπολέμηση της βίας” να περιμένεις περισσότερους μπάτσους, καταστολή και κρατική βία», που περιέχει μια διεξοδική ανάλυση των πολιτικών συμφραζόμενων στη διαχείριση της υπόθεσης του Ρέντη, μαζί με μια μικρή κριτική στην οπαδική κουλτούρα, «συνέλευση αναρχικών ενάντια στα αυτονόητα του κόσμου της εξουσίας», Γενάρης 2024, https://athens.indymedia.org/post/1628417/
3. Για όποιο έχει αμφιβολία παραπέμπουμε στις κάποιες πασίγνωστες υποθέσεις με εμπλοκή μπάτσων: Εκβίαση –σε βαθμό κακουργήματος– ιδιοκτητών νυχτερινών κέντρων και πώληση προστασίας από τον Νίκο Ξανθουδάκη, διοικητή του τμήματος τροχαίας στον Β.Ο.Α.Κ. στα Χανιά, υπόθεση trafficking στην Ηλιούπολη, υπόθεση Μίχου Στον Κολωνό, “Greek Mafia”).