η γεωπολιτική του έθνους – συμμαχίες και «Φιλίες»
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,
το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου
– Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…
~Βύρων Λεοντάρης
απόσπασμα από το ποίημα «Είμαστε μεσοπόλεμος σου λέω»
ποιητική συλλογή «Ψυχοστασία», 1972
Η στήλη «200 χρόνια νέα εθνική μυθολογία» θα φιλοξενείται στα φύλλα της Άπατρις, για όσο χρόνο το επίσημο ελληνικό κράτος επενδύει στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την «επανάσταση του 1821». Στο πρώτο μέρος (φύλλο #47, Μάρτιος-Απρίλιος 2021) επισημάναμε πως η στήλη αυτή θα καταπιαστεί με τις μικρές και μεγάλες «αλήθειες», πάνω στις οποίες δομήθηκε η νεότερη ελληνική (εθνική) μυθολογία. Σε αυτό το μέρος θα ασχοληθούμε με τα υλικά οφέλη που είχε για τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής αφενός η συγκρότηση και η συντήρηση ενός έθνους-κράτους στον βυθό των Βαλκανίων, και αφετέρου η επίτευξη της ειρήνης, άρα και της οικονομικής σταθερότητας, στη λεκάνη της Μεσογείου.
Η διεθνής συγκυρία στις αρχές του 19ου αιώνα
Η πρόσβαση στη θάλασσα και η αντίστοιχη ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων συνθέτουν το βασικό οικονομικό πεδίο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η απουσία από αυτό το πεδίο αποτελεί σημείο αδυναμίας, που σε βάθος χρόνου θα φέρει σε δυσμενέστερη θέση σχηματισμούς όπως η αυστριακή αυτοκρατορία.
Σε δεύτερο επίπεδο, η απελευθέρωση του εμπορίου, ως οικονομική δραστηριότητα, συνεπάγεται την απελευθέρωση από τις παραγωγικές σχέσεις της φεουδαρχίας, την εμφάνιση της μισθωτής εργασίας, και την ανάδυση του πρώιμου καπιταλισμού. Το παραγωγικό μοντέλο γίνεται πιο ευέλικτο, και καθώς προϋποθέτει διαφορετικές –εξίσου ευέλικτες– μορφές πολιτικής οργάνωσης, το έθνος-κράτος εμφανίζεται ως ιδεολογικός μηχανισμός και πολιτική δομή, με σκοπό να καλύψει ακριβώς αυτό το οργανωτικό κενό. Καπιταλισμός και έθνος-κράτος αποτελούν συμπληρωματικές μορφές συνολικά μιας πιο ευέλικτης και αποδοτικής κοινωνικής οργάνωσης. Οι κρατικοί σχηματισμοί που επιτυγχάνουν να αντιληφθούν την αναγκαιότητα αυτής της μετάβασης, και να την ενσωματώσουν, είναι φανερό πως πολλαπλασιάζουν τον ρυθμό ανάπτυξής τους, έναντι των «ξεπερασμένων» –πλέον– δυσκίνητων αυτοκρατοριών.
Στην αρχή του 19ου αιώνα η κατάσταση στον πολιτικό χάρτη έχει ως εξής:
-Η Αγγλία αποτελεί τη θαλασσοκράτειρα δύναμη, έχοντας επικρατήσει ήδη σε αρκετές ναυτικές συρράξεις με την έτερη θαλάσσια δύναμη, Γαλλία, και η οικονομία της βασίζεται εν πολλοίς στο θαλάσσιο εμπόριο, αλλά και στις αποικίες που συντηρεί. Πολιτικά, είναι το πρώτο κράτος που επιτυγχάνει να απεμπλακεί από τη φεουδαρχική-θεοκρατική κοινωνική οργάνωση, που είναι δυσκίνητη, και έχει πατήσει πιο σταθερά στη βάρκα του πρώιμου καπιταλισμού.
-Η Γαλλία είναι επίσης μία από τις ισχυρές δυνάμεις, με φρέσκο το αποτύπωμα της Γαλλικής Επανάστασης, που εισήγαγε στη χώρα την αστική φιλοσοφία, πάνω στις αρχές του Διαφωτισμού. Στο εσωτερικό της λαμβάνει χώρα η μετάβαση στην πιο ευέλικτη κρατική-καπιταλιστική οργάνωση, όπως σκιαγραφείται από το αγγλικό πρότυπο.
-Η ρωσική αυτοκρατορία αναζητεί διέξοδο στη Μεσόγειο, και βρίσκεται σε μία συνθήκη «προαιώνιας αντιπαλότητας» με την οθωμανική αυτοκρατορία.
-Στην κεντρική Ευρώπη, η αυστριακή αυτοκρατορία αποτελεί ισχυρό παίχτη, με βασικό μειονέκτημα όμως, την αδυναμία πρόσβασης στη θάλασσα, όπου κυριαρχούν η Αγγλία και η Γαλλία.
-Η οθωμανική αυτοκρατορία διανύει την παρακμή της, και είναι ολοφάνερο πως θα συρρικνωθεί άμεσα.
Το ξέσπασμα της «ελληνικής επανάστασης»
Η έναρξη των εχθροπραξιών στην Πελοπόννησο και σε κάποια από τα νησιά του Αιγαίου, σηματοδοτεί την αρχή της «ελληνικής επανάστασης». Η αμφισβήτηση της οθωμανικής κυριαρχίας στο μεσογειακό «ελληνικό» φιλέτο, αποτελεί ευκαιρία πρώτης τάξεως για τις μεγάλες δυνάμεις, που –για να παραμείνουν μεγάλες– οφείλουν να μην χάσουν μερίδιο από την πίτα της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας. Η ρωσική αυτοκρατορία είναι η πρώτη δύναμη που επιδίωξε να μπει σε αυτό το παιχνίδι. Μέσω των Υψηλάντη (πρωτοστάτης στη «Φιλική Εταιρία») και Καποδίστρια (ο οποίος είχε διατελέσει μάλιστα και υπουργός εξωτερικών της ρωσικής αυτοκρατορίας), έτρεφε τη φιλοδοξία να «βάλει χέρι» στις διαδικασίες πολιτικής συγκρότησης που θα ακολουθούσαν μια ενδεχόμενη ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, βρίσκοντας επιτέλους την πολυπόθητη διέξοδο προς τη θάλασσα της Μεσογείου.
Ως το 1823, το φιλελληνικό αίσθημα ευδοκιμεί αποκλειστικά στη Ρωσία. Μέχρι τότε οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις θεωρούν πως είναι προς το συμφέρον τους να έχουν απέναντί τους τη μεγάλη οθωμανική αυτοκρατορία, παρά ένα σύνολο μικρών αυτόνομων κρατιδίων. Αυτό αλλάζει όταν η Αγγλία, μέσω του Τζωρτζ Κάνιγκ, απαγκιστρώνεται από αυτή τη θέση, και αναγνωρίζει έμμεσα την «κυβέρνηση των Ελλήνων» (στις 25/03/1823), άρα κατ’ επέκταση και το ελληνικό κράτος – πριν ακόμα συσταθεί. Ως επιστέγασμα της φιλελληνικής στροφής έρχεται η χορήγηση δανείου 800.000 στερλινών από όμιλο Άγγλων τραπεζιτών στο τέλος της ίδιας χρονιάς, για την κάλυψη των «αναγκών της επανάστασης».
Η φανερή υποστήριξη από τη μεγαλύτερη δύναμη της εποχής γίνεται πάνω στη λογική της καλύτερης εξυπηρέτησης των αγγλικών συμφερόντων στο Αιγαίο, αναδεικνύοντας τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η Αγγλία τη γεωπολιτική της στρατηγική: Όσο οι πολεμικές επιχειρήσεις λαμβάνουν χώρα ανεξέλεγκτα, ο θαλάσσιος δρόμος της Μεσογείου, από τον οποίο η Αγγλία αποκομίζει τεράστια έσοδα, είναι στην καλύτερη περίπτωση δυσλειτουργικός. Χρειάζεται λοιπόν να εδραιωθεί ένας τοποτηρητής, που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα και την οικονομική ασφάλεια στο Αιγαίο. Οι Άγγλοι ποντάρουν στους Έλληνες, προσβλέποντας στη δημιουργία ενός στιβαρού έθνους κράτους, λαμβάνοντας υπόψη τόσο πως οι τελευταίοι αποτελούν θαλασσινό λαό, όσο και το ότι η οθωμανική αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια. Η αρχή μιας οριστικής λύσης περνάει μέσα από τη σύσταση νέου κράτους (που τυχαίνει να είναι το ελληνικό), και όχι από την υποστήριξη μιας αυτοκρατορίας, που ούτως ή άλλως θα καταρρεύσει τις επόμενες δεκαετίες.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Κάνιγκ την αντιληπτική του ικανότητα. Φαίνεται πως είχε κατανοήσει πλήρως τα πλεονεκτήματα της συγκρότησης του κράτους πάνω στο έθνος, και πώς αυτή η συγκρότηση εξυπηρετεί και τροφοδοτείται από την οικονομική δραστηριότητα. Αυτή η ικανότητα, που επιφανειακά προσλαμβάνεται ως «φιλελληνισμός», καταφέρνει να προσδέσει τους «αγωνιζόμενους Έλληνες» στα αγγλικά συμφέροντα, παρά τις ισχυρές συνδέσεις και την ορθόδοξη συγγένεια με τη ρωσική αυτοκρατορία.
Είναι χαρακτηριστικό πως δύο χρόνια μετά, τον Σεπτέμβριο του 1825, μία επιτροπή των «αγωνιζόμενων Ελλήνων» συναντάει τον Κάνιγκ στο Λονδίνο, όπου του παραδίδει την «Πράξη Υποτέλειας» (act of submission). Πρόκειται για έγγραφο προς την αγγλική κυβέρνηση, όπου δηλώνεται «επίσημα» πως οι Έλληνες της αναθέτουν εκούσια την προστασία της «εθνικής ανεξαρτησίας» τους. Η Αγγλία δεν μπορεί ακόμα να δεχτεί κάτι τέτοιο, καθώς θα διαρρηχθούν οι ισορροπίες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, μιας και η υπόθεση της αυτονόμησης των Ελλήνων, και της συγκρότησης νέου κράτους δεν έχει πραγματοποιηθεί. Αυτό το τελευταίο βέβαια ελάχιστα απασχολεί τους Έλληνες, που επιδίωξαν να «υποτάξουν» το κράτος τους, προτού ακόμα το ιδρύσουν!
Τα χρόνια λίγο πριν και μετά την οριστική επικράτηση της «Επανάστασης» η δανειοδότηση, κυρίως αγγλική, συνεχίστηκε, και τα χρήματα αυτά αποτέλεσαν αρκετές φορές την πραγματική αιτία των πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Το «όραμα» ήταν η αρπαγή των δανείων για την ικανοποίηση ιδιοτελών σκοπών, σαφώς όχι «εθνικών», παράδοση που φαίνεται να διατηρείται ως και τις μέρες μας, με κατοχυρωμένη πλέον «προστατευόμενη ονομασία προέλευσης».
Επιμύθιο
Χωρίς τη συμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων είναι σχεδόν βέβαιο πως τα πράγματα για το ελληνικό κράτος θα ήταν διαφορετικά. Ακόμα και ο «φιλελληνισμός», που πλασαρίστηκε ως ευρωπαϊκό ρεύμα, είχε υλικό υπόβαθρο, που βρέθηκε σε άμεση συνάφεια με τη γεωστρατηγική των ισχυρών.
Από την επίσημη αφήγηση της «ηρωικής αντίστασης απέναντι στον κατακτητή» απουσιάζουν εσκεμμένα τόσο η εξωτερική βοήθεια, όσο και οι εσωτερικές έριδες. Αμφότερες, απομυθοποιούν τα «επικά κατορθώματα των αγωνιζόμενων Ελλήνων», αναδεικνύοντας τα οικονομικά συμφέροντα πίσω από αυτά [τα κατορθώματα], και διαρρηγνύουν καίρια σημεία που συγκροτούν την εθνική ιδεολογία έως και σήμερα, όπως είναι η αδιαίρετη στάση των Ελλήνων, και η ηρωική αντίσταση για το «ιδανικό» της πατρίδας.
Ο Μίλαν Κούντερα είχε πει πως «ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη». Για τη δική «μας» περίπτωση, όπου η επίσημη ιστορία του ελληνικού κράτους είναι γεμάτη από ανακρίβειες, ψέματα και μύθους, ο αγώνας για τη συγκρότηση και την κοινωνικοποίηση ανταγωνιστικής μνήμης έχει ακόμα πολύ δρόμο. Οφείλουμε να τον ενσωματώσουμε στο ευρύτερο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού, καθώς ενυπάρχει στα τρέχοντα επίδικα της ταξικής πάλης και των κοινωνικών αντιστάσεων· στον αγώνα για αυτοοργάνωση, ελευθερία και αξιοπρέπεια. «Ας πάμε λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε»…
Γκονζάλο