Χθες: Η θεωρία και η πράξη
Μια συνέλευση κοινότητας στα βουνά της νοτιοανατολικού Μεξικού. Πρέπει να διανύουμε τους μήνες Ιούλιο με Αύγουστο μιας πρόσφατης χρονιάς, με την πανδημία του κορωνοϊού να έχει κυριεύσει τον πλανήτη. Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε συνέλευση. Όχι μόνο λόγω της τρέλας που την καλεί, αλλά και λόγω της εμφανούς απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στις καρέκλες, και γιατί τα χρώματα των μασκών θαμπώνουν πίσω από τις χνωτισμένες διάφανες μάσκες.
Εκεί βρίσκονται οι πολιτικο-οργανωτικοί και κάποιοι στρατιωτικοί διοικητές του EZLN, αλλά παραμένουν σιωπηλοί εκτός εάν τους ζητηθεί να παρέμβουν για κάτι συγκεκριμένο.
Είναι αρκετά περισσότεροι από ό,τι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Εκεί υπάρχουν τουλάχιστον 6 ιθαγενικές γλώσσες, όλες τους με ρίζες από τους μάγια, και χρησιμοποιούν τα ισπανικά ή «τα καστιλιάνικα» ως γέφυρα για να επικοινωνούν μεταξύ τους.
Αρκετοί από τους παρευρισκόμενους είναι «βετεράνοι», ήταν στην εξέγερση που ξεκίνησε την 1η Γενάρη του 1994, και, με τα όπλα στα χέρια, είχαν κατέβει στις πόλεις μαζί με χιλιάδες ακόμα συντρόφισσες και συντρόφους, ως ακόμα ένας, ως ακόμα μια. Υπάρχουν και «οι νέοι», άντρες και γυναίκες που εντάχθηκαν σταδιακά στην ζαπατιστική διοίκηση ύστερα από πολλά μαθήματα. Η πλειοψηφία των «νέων» είναι «νέες», γυναίκες όλων των ηλικιών και διαφορετικών γλωσσών.
Η συνέλευση καθ’ αυτή, η εξέλιξή της, οι χρόνοι και οι τρόποι της, αναπαράγει τις συνελεύσεις που πραγματοποιούνται στις κοινότητες. Υπάρχει κάποιος που συντονίζει, και κάποιος άλλος που δίνει το λόγο και υποδεικνύει τα θέματα συζήτησης τα οποία έχουν συμφωνηθεί εξαρχής. Δεν υπάρχει περιορισμός χρόνου για κάθε παρέμβαση, έτσι ο εδώ χρόνος αποκτά άλλους ρυθμούς.
Κάποιος, τώρα, αφηγείται μια ιστορία ή ένα παραμύθι ή ένα μύθο. Κανείς δεν νοιάζεται αν αυτό που διηγείται είναι αλήθεια ή μυθοπλασία. Το σημαντικό είναι αυτό που λέγεται μέσω αυτού.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Ένας άντρας ζαπατίστας περνά από ένα χωριό. Φορά τα καλύτερα του ρούχα και το καινούργιο του καπέλο γιατί, όπως λέει, ψάχνει κοπέλα. Ο αφηγητής μιμείται το βήμα και τις κινήσεις που είχε δει σε κάποια από τις ταινίες που κυκλοφόρησαν με αφορμή το Φεστιβάλ Κινηματογράφου “Puy Ta Cuxlejaltic” I. Η συνέλευση γελά όταν, αυτός που λέει την ιστορία, παίρνει το ύφος του Cochiloco (ρόλο που είχε υποδυθεί ο Joaquín Cosío στην ταινία «El Infierno» του Luis Estrada, 2010), και βγάζει το καπέλο για να χαιρετίσει μια φανταστική γυναίκα που περνά δίπλα του με ένα φανταστικό μουλάρι που κουβαλά ξύλα. Ο αφηγητής αναμειγνύει τα ισπανικά με κάποια από τις γλώσσες των μάγια, με αποτέλεσμα, στη συνέλευση, να μεταφράζει ο ένας στην άλλη, χωρίς, ωστόσο, να τον διακόπτουν.
Εκείνος που αφηγείται την ιστορία υπενθυμίζει ότι είναι η εποχή του καλαμποκιού και η συνέλευση γνέφει επιβεβαιώνοντας το. Συνεχίζει την αφήγηση:
Ο άντρας με το καπέλο πέφτει πάνω σε ένα γνωστό του. Χαιρετιούνται. «Έλα ρε, που να σε γνωρίσω έτσι ομορφάντρας που είσαι και με αυτό το καπέλο», του λέει ο γνωστός του. Ο ερωτώμενος απαντά: «Είμαι έτσι γιατί ψάχνω μια κοπέλα». Ο άλλος συνεχίζει: «Και πώς λέγεται η κοπέλα σου και πού ζει;». Αυτός με το καπέλο απαντά: «Δεν ξέρω». Ο άλλος τον ξαναρωτά: «Πώς δεν ξέρεις;». Αυτός με το καπέλο αποκρίνεται: «Μα γι’ αυτό σου είπα ότι ψάχνω, αν την είχα βρει ήδη θα ήξερα και το όνομά της και πού μένει». Ο άλλος εξετάζει για μια στιγμή αυτή την πειστική λογική και κάθεται σιωπηλός.
Είναι η σειρά αυτού με το καπέλο: «Κι εσύ τι κάνεις;». Ο άλλος απαντά: «Φυτεύω αραποσιτιά γιατί θέλω καλαμπόκι». Αυτός με το καπέλο μένει για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας τον άλλο, ο οποίος άνοιγε τρύπες, με ένα κοντάρι σκούπας, στη μέση του χαλικοστρωμένου δρόμου. Λέει, λοιπόν, στον άλλο: «Άκου κουμπάρε, με όλο το σεβασμό, αλλά είσαι πολύ μαλάκας». Και ο άλλος: «Μα γιατί; Αφού δουλεύω με τόση όρεξη και είμαι αποφασισμένος να φάω καλαμπόκι».
Αυτός με το καπέλο κάθεται, ανάβει ένα τσιγάρο, το δίνει στον άλλο και μετά ανάβει άλλο ένα για τον εαυτό του. Δε φαίνονται να βιάζονται: ούτε αυτός με το καπέλο για να βρει κοπέλα ούτε ο άλλος για να φάει καλαμπόκι. Το απόγευμα μακραίνει και το λιγοστό φως κόβει με τα δόντια του τη νύχτα. Δεν βρέχει ακόμα, αλλά ο ουρανός αρχίζει να απλώνει σύννεφα για να βρει καταφύγιο. Το φεγγάρι παραμονεύει πίσω από τα δέντρα. Μετά από μια μακρά σιωπή, αυτός με το καπέλο εξηγεί:
«Άκου, λοιπόν, κουμπάρε. Για να δούμε αν θα με καταλάβεις: καταρχήν υπάρχει είναι το έδαφος. Σε αυτόν τον πετρότοπο δε πρόκειται να πιάσει το καλαμπόκι. Εκεί ο σπόρος θα πεθάνει από το ποδοπάτημα και δε θα έχει πού να ριζώσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σπόρος θα πεθάνει. Μετά είναι η σκούπα σου, την οποία εσύ χρησιμοποιείς ως coa[i], αλλά η σκούπα είναι σκούπα και η coa είναι coa , γι’ αυτό η καημένη η σκούπα είναι εντελώς σπασμένη και γεμάτη μπαλώματα».
Ο άντρας με το καπέλο παίρνει τη σκούπα, εξετάζει τα μπαλώματα που έχει κάνει ο άλλος με κολλητική ταινία και θηλιές, και συνεχίζει λέγοντας: «Μη συνεχίσεις, κουμπάρε, γιατί αν δει η κουμπάρα ότι κατέστρεψες τη σκούπα της, θα σε στείλει να κοιμηθείς στο βουνό».
Και συνεχίζει: «Το αραποσίτι λοιπόν, κουμπάρε, δεν το φυτεύουμε οπουδήποτε, ούτε με οτιδήποτε, αλλά έχει το πού και το με τί του. Επιπλέον, τώρα δεν είναι η εποχή της σποράς αλλά του θερισμού. Και για να θερίσεις θα πρέπει να έχεις δουλέψει σκληρά στο χωράφι. Με άλλα λόγια, η γη δεν είναι για να της συμπεριφέρεσαι τύπου: «έλα γριά, ήρθα, δώσ’ μου το pozol και τις τορτίγιες μου» όπως φώναζες εσύ στην κουμπάρα, – μέχρι που πήγε στις συνελεύσεις των «ως γυναίκες που είμαστε» και άντε τώρα να σε δω, τέλος οι φωνές. Αυτό είναι δική της δουλειά, κουμπάρε. Αυτό που λέω είναι ότι τη γη δεν τη διατάζουμε, της εξηγούμε, της μιλάμε, την τιμάμε, της λέμε ιστορίες για να την ενθαρρύνουμε. Και δεν μπορεί να ακούσει οποτεδήποτε, αλλά όπως θα ‘λεγε κανείς, έχει το δικό της ημερολόγιο. Πρέπει να υπολογίσεις σωστά τις μέρες και τις νύχτες, να παρατηρείς τη γη και τον ουρανό για να δεις πότε ακριβώς πρέπει να φυτέψεις το σπόρο».
«Εκεί, λοιπόν, είναι η το πρόβλημα, όπως λένε κάποιοι. Λάθεψες σε όλα, και νομίζεις ότι επειδή το θέλεις, και επειδή δουλεύεις με όρεξη και είσαι αποφασισμένος θα πραγματοποιηθεί κιόλας η επιθυμία σου. Αυτό που χρειάζεσαι, είναι η γνώση. Τα πράγματα δεν βγαίνουν επειδή δούλεψες πολύ και είσαι αποφασισμένος. Πρέπει να επιλέξεις ένα έδαφος καλό, μετά τα σωστά εργαλεία, και στη συνέχεια τους χρόνους για την κάθε εργασία. Δηλαδή, όπως λένε, θέλει θεωρία και πράξη με γνώση, και όχι τις ανοησίες που κάνεις, για τις οποίες θα έπρεπε να ντρέπεσαι γιατί όλοι σε κοιτάνε και γελούν».
«Και είναι ηλίθιοι που γελάνε, γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι από τις βλακείες που κάνεις θα ζημιωθούν και αυτοί, αφού εκεί που τώρα σκάβεις, πρώτα θα γεμίσει λάσπη, και μετά, όταν τρέξει το νερό, θα γίνουν κάτι αυλάκια σαν τις ρυτίδες της γιαγιάς σου, κουμπάρε – γιατί η δική μου είναι ήδη στον ουρανό. Και δεν θα μπορεί να περάσει το αμάξι του Συμβουλίου Καλής Διακυβέρνησης, γιατί θα κολλήσει, και τα υλικά ή τα προϊόντα που θα μεταφέρει, θα πρέπει να τα κουβαλήσουν στην πλάτη τους, και με τη λασπουριά θα καταστραφούν οι μπότες και τα παντελόνια τους, ιδίως αν είναι όμορφα ντυμένοι όπως εγώ τώρα, και ουδεπόποτε θα βρουν κοπέλα. Και οι συντρόφισσες, ακόμη χειρότερα, κουμπάρε, γιατί αυτές είναι άγριες. Θα περάσουν δίπλα σου με το γαϊδούρι φορτωμένο πράγματα, και θα πουν: “Ορίστε υπάρχει κάποιος που είναι πιο πεισματάρης και ανόητος από το γαϊδούρι μου”. Λέγοντάς σας ξεκάθαρα: “Ακούστε, κύριε, όταν εγώ λέω “εμπρός μαλακισμένο γαϊδούρι”, μην παρεξηγηθείτε, στο ζωάκι μου μιλάω”».
«Τι συνέβη, κουμπάρε, θα συνεχίσουμε να λέμε χοντράδες;», λέει ο άλλος αγανακτισμένος.
Ο άντρας με το καπέλο του απαντά: «Όχι, έτσι απλά σου το λέω. Πάρ’ το ως συμβουλή ή σύσταση, δεν πρόκειται για διαταγή. Όπως, όμως, συνήθιζε να λέει και ο μακαρίτης ο Sup: “Καλύτερα να κάνεις αυτό που σου λέω, γιατί αν όχι, όταν πάει στραβά, θα σου πω «δεν μου αρέσει να λέω ότι στα λεγα, αλλά εγώ στα λεγα ”. Γι’ αυτό καλύτερα να με ακούσεις, κουμπάρε».
Τον ρωτά, λοιπόν, ο άλλος: «Επομένως η γη αυτή δεν κάνει; Ούτε η coa μου; Ούτε είναι η κατάλληλη εποχή;»
Αυτός με το καπέλο του απαντά: «όχι, όχι και όχι».
«Και πότε είναι η κατάλληλη εποχή λοιπόν;»
«Ου, πέρασε πια. Τώρα πρέπει να περιμένεις την επόμενη σπορά. Εκεί, γύρω στον Απρίλιο, Μάιο, και για να μην σου λείψει το νερό, στις 3 Μαΐου πρέπει να προσφέρεις στη γη γλυκό ψωμάκι, αναψυκτικό για τη ζέστη, ίσως και τσιγάρο από φύλλα καπνού, κεριά, και ποιος ξέρει, και, φρούτα, λαχανικά, μέχρι και λίγη κοτόσουπα. Έλεγε ο μακαρίτης ο Sup, μόνο κολοκύθα δεν κάνει, αν δώσεις στη γη κολοκύθα, τότε θα αγριέψει και θα βγάλει μόνο φίδια. Νομίζω, πάντως, ότι αυτό ήταν ένα ψέμα του μακαρίτη, το έλεγε γιατί δεν του πολυάρεσε η κολοκύθα».
«Πότε ακριβώς λοιπόν;»
«Χμμ, λοιπόν κοίτα: είμαστε σχεδόν ήδη, στον Οκτώβρη, όπως λένε, επομένως 6 μήνες. Άρα τον Απρίλιο-Μάιο. Αλλά εξαρτάται».
«Σκατά, και τι θα κάνω αν θέλω καλαμπόκι τώρα αμέσως;». Ο άλλος το σκέφτεται, και ξαφνικά, προσθέτει: «Ξέρω τί θα κάνω! Θα ζητήσω από τις αυτόνομες αρχές να μου δανείσουν μερικά καλαμπόκια».
Ο άντρας με το καπέλο τον ρωτά: «Και μετά πώς θα τα επιστρέψεις στις αρχές;»
«Θα ζητήσω δανεικά από το Συμβούλιο Καλής Διακυβέρνησης και έτσι θα τα επιστρέψω. Και για να ξεπληρώσω το Συμβούλιο, θα δανειστώ από τους Tercios. Και για να δώσω τα χρήματα πίσω στους Tercios θα δανειστώ ξανά από τις αρχές, τέλος πάντων, θα καταλάβουν τελικά ότι πράγματι θα τους ξεπληρώσω».
Αυτός με το καπέλο, ξύνοντας το κεφάλι του, του λέει: «Που να πάρει, κουμπάρε, τελικά όντως, όπως στην ταινία αυτή της Vargas, αποδεικνύεσαι μάλλον μαλάκας παρά ωραίος. Αν σκέφτεσαι έτσι , όπως οι κακές κυβερνήσεις, θα έπρεπε να γίνεις βουλευτής, γερουσιαστής ή κυβερνήτης ή κάποιος από αυτούς τους ηλίθιους».
«Τι έγινε, κουμπάρε; Εγώ μόνο από αντίσταση και εξέγερση ξέρω. Θα δω, λοιπόν, τι θα κάνω».
Ο άντρας με το καπέλο αποκρίνεται: «Εντάξει λοιπόν, πάω τώρα γιατί αν δεν φύγω, δεν πρόκειται να βρω κοπέλα. Τα λέμε, κουμπάρε».
Και ο άλλος: «Ο Θεός μαζί σου και αν βρεις κοπέλα, ρωτήσέ την μήπως η οικογένειά της έχει λίγο καλαμπόκι να μου δανείσει, και τους το επιστρέφω αργότερα».
Ο αφηγητής της ιστορίας απευθύνεται στη συνέλευση: «Λοιπόν, τι είναι καλύτερο: να δανείσουμε καλαμπόκι στον κουμπάρο ή να εφαρμόσει το “θεωρία και πράξη με γνώση;”»
-*-
Ήρθε η ώρα για το pozol. Η συνέλευση διαλύεται, ο SupGaleano, από πείσμα, λέει φεύγοντας στον Υποδιοικητή Moisés: «Γι΄ αυτό, λοιπόν, εγώ μόνο καλαμπόκι ποπ κορν», και κατευθύνεται προς την καλύβα του. Ο Υποδιοικητής Moisés του αντιγυρνά: «Και με την πικάντικη σάλτσα τι γίνεται;» Ο SupGaleano δεν απαντά, αλλά αλλάζει κατεύθυνση στο βήμα του. «Πού πας, λοιπόν;» τον ρωτά ο SubMoy. Ο Sup, απομακρύνεται και σχεδόν φωνάζει: «Πάω να δανειστώ τη σάλτσα από το μαγαζάκι των ανταρτισσών».
Βεβαιώνω.
Μιάου-Γαβ.
Το Γατόσκυλo, ήδη λαθρεπιβάτης στο Βουνό.
(Εεε, μα δεν έφτασαν τα χρήματα, και εκτός αυτού, υπάρχει μια πινακίδα στην είσοδο του La Montaña που λέει: «Δεν επιτρέπονται γάτες, σκύλοι… ούτε σχιζοφρενικά σκαθάρια»).
Μεξικό, ακόμη – Απρίλιος 2021
[i] Εργαλείο παρόμοιο με την τσάπα που το χρησιμοποιούν οι ιθαγενείς λαοί της Κεντρικής Αμερικής και του Μεξικού για να ανοίγουν τρύπες στη γη. Αποτελείται από ένα μακρύ κοντάρι η άκρη του οποίου είναι μυτερή ή καταλήγει σε μεταλλική μύτη σε σχήμα φτυαριού ή σπάτουλας.Το κείμενο αλιεύτηκε από το http://enlacezapatista.ezln.org.mx/