Αναδημοσίευση από το athens.indymedia.org
Κείμενο υποστήριξης της καταγγελίας της Κ. (5/5/21) από τον «Συντονισμό αναρχικών συλλογικοτήτων, φεμινιστικών ομάδων και συντροφισσών, σε αλληλεγγύη (αυτήν τη φορά) με την Κ.»
*Το κείμενο σε pdf
Στις 5/5/21, δημοσιοποιήθηκε ακόμη μια καταγγελία σεξουαλικής κακοποίησης, αυτή τη φορά με κακοποιητή τον αναφερόμενο ως «Άλεξ Κ.». Συγκροτήσαμε έναν συντονισμό αναρχικών συλλογικοτήτων, φεμινιστικών ομάδων και συντροφισσών, προκειμένου να σταθούμε αλληλέγγυα ως προς την επιζώσα1, αλλά και για να στηρίξουμε έμπρακτα την κίνησή της, αναγνωρίζοντας πρώτα απ’ όλα την τεράστια δύναμη και το κουράγιο που χρειάστηκε για να κάνει αυτό το δύσκολο βήμα. Συζητήσαμε τη συγκεκριμένη καταγγελία διεξοδικά, ωστόσο επιλέξαμε σε αυτό το κείμενο να μην εστιάσουμε αποκλειστικά εκεί. Δεν επιθυμούμε να απευθυνθούμε στον συγκεκριμένο ή στον οποιονδήποτε κακοποιητή, ούτε και να μπούμε σε έναν διάλογο μέσω απαντητικών κειμένων. Ορμώμενα από την εν λόγω καταγγελία και τη μεταξύ μας ζύμωση, θέσαμε ως στόχο μας την κατάδειξη μιας γενικευμένης και κανονικοποιημένης συνθήκης, τόσο σε σχέση με τη σεξουαλικοποιημένη βία όσο και με άλλες προεκτάσεις της πατριαρχίας που μας καταπιέζει όλα μας, σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά…
Αλληλεγγύη στην επιζώσα
Για να καταλάβουμε τη δυσκολία που αντιμετωπίζει μια θηλυκότητα2 που αποφασίζει να ανοίξει ένα περιστατικό έμφυλης βίας στο δημόσιο πεδίο, θα πρέπει να αναλογιστούμε όλους εκείνους τους ανασταλτικούς παράγοντες που εξαρχής την αποτρέπουν ώστε να ορατοποιήσει το βίωμά της.
Αρχικά, η επιζώσα αναμετράται με την ίδια της την εαυτή. Μεγαλωμένα όλα μας εντός της πατριαρχίας, συχνά η αυτό-ενοχοποίηση και η αυτο-αμφισβήτηση του βιώματός μας έρχεται ως αποτέλεσμα του εσωτερικευμένου σεξισμού και της φυσικοποιημένης κακοποίησης που μαθαίνουμε και φέρουμε, σε ένα περιβάλλον όπου η έμφυλη βία κανονικοποιείται σε διάφορα επίπεδα. Έτσι, οι πρώτες ερωτήσεις αμφισβήτησης γίνονται από εμάς τα ίδια: «Μήπως προκάλεσα τη συμπεριφορά αυτή; Μήπως φλερτάραμε και έδωσα χώρο; Μήπως ντύθηκα περίεργα; Μήπως φταίω εγώ που δεν είχα τα αντανακλαστικά να το αποτρέψω; » κ.ά. Επίσης, η επιζώσα έρχεται σε αντιπαράθεση με όλα τα κοινωνικά στερεότυπα που υφίστανται γύρω από το έμφυλο ζήτημα. Η ντροπή του στιγματισμού της ως «θύματος», η συνήθης προτροπή από το γύρω περιβάλλον για συγκάλυψη και σιωπή με ατάκες όπως «έλα μωρέ δεν ήταν και τόσο σοβαρό» και ο φόβος για τυχόν «καταστροφή» της ζωής του κακοποιητή, φόβος δυσανάλογος σε σχέση με τη βαρύτητα του δικού της τραύματος, είναι μόνο μερικά από τα υψωμένα τείχη που βρίσκει μπροστά της μια επιζώσα. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, που εντάσσονται σε ένα γενικότερο κλίμα κανονικοποίησης τέτοιων παραβιαστι- κών συμπεριφορών, και η αναβίωση του τραύματος μέσα σε ένα περιβάλλον μη ασφαλές και φροντιστικό καταλήγουν να είναι ο βασικός λόγος αποτροπής της κατάδειξης τέτοιων φαινομένων.
Ακόμα και στην περίπτωση που η επιζώσα καταφέρει να ξεπεράσει τα προαναφερόμενα εμπόδια και να σπάσει τη σιωπή ‒όποτε είναι έτοιμη και όποτε το επιθυμεί, με τρόπο ηχηρό ή μη‒, συνήθως στη συνέχεια έχει να αντιμετωπίσει και την υποτίμηση του βιώματός της από τον ίδιο τον κακοποιητή, τον περίγυρο αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Έτσι, εμείς έχουμε διαλέξει την πλευρά μας. Αναγνωρίζουμε και δίνουμε τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζεται το κάθε άτομο για να αντιληφθεί συνολικά και να εξωτερικεύσει τα τραύματα ή τα βιώματά του και στεκόμαστε αλληλέγγυες στην επιζώσα. Στηρίζουμε όλες τις θηλυκότητες απέναντι στα πατριαρχικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και του νόμου, στην αμφισβήτηση και την υποτίμηση που δέχονται όταν τολμούν να απειλήσουν την εξαργύρωση του κυρίαρχου cis ανδρικού προνομίου.
Πιστεύουμε a priori την κάθε επιζώσα και είμαστε δίπλα της, επειδή κοινωνικοποιούμαστε και χειραφετούμαστε ως γυναίκες, και κατ’ επέκταση χτίζουμε σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ μας και αντιλαμβανόμαστε ότι τέτοιου είδους βιώματα δεν συμβαίνουν σε κενό τόπο και χρόνο, αλλά στα πλαίσια συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας, εκείνων που επιβάλλει η πατριαρχία. Στεκόμαστε ακλόνητα στο πλευρό της κάθε επιζώσας, επειδή ζούμε επί χρόνια στο πετσί μας την πατριαρχία, ακονίζοντας διαρκώς την ενσυναίσθηση του έμφυλου βιώματος. Ακούμε ακόμα και τις λιγότερο ηχηρές φωνές των καταπιεσμένων διπλανών μας και διακρίνουμε την αόρατη βία των υποτιμημένων σωμάτων μας από τα γεννοφάσκια τους, πίσω από «ασφαλείς» οικίες και στους χώρους εργασίας, τόσο εμφανώς όσο και συγκαλυμμένα στη δημόσια σφαίρα. Το καθημερινό μας βίωμα, ίδιο με της φίλης, της συντρόφισσας, της γειτόνισσας και της καθεμιάς, έγινε αντίληψη, η αντίληψη μετουσιώθηκε σε θέση και αυτή με τη σειρά της συγκροτήθηκε σε πολιτικό πρόταγμα.
Απαντάμε με συλλογική διαχείριση του τραύματος και φεμινιστική ενδυνάμωση, γι’ αυτό άλλωστε συναντιόμαστε, ζυμωνόμαστε, συνδεόμαστε και τέλος αφουγκραζόμαστε με την πρέπουσα προσοχή τα βιώματα και τις επιθυμίες της καθεμιάς. Ενάντια στα μαζικά θεάματα και τα προσωπικά συμφέροντα που τα συνοδεύουν, πολιτικοποιούμε τις καταπιέσεις μας, οχυρώνουμε τις αρνήσεις και τις αντιστάσεις μας, πρωτίστως απέναντι στις ίδιες τις εαυτές μας ως έμφυλα υποκείμενα εντός της πατριαρχίας και του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και μέσα σε αυτή τη διαδικασία, η επιζώσα εκφράζει την αλήθεια και επιλέγουμε να είμαστε μαζί της, σπάζοντας την κουλτούρα της σιωπής.
Δημόσια καταγγελία
Η δημόσια καταγγελία δεν είναι απλώς μια κατάδειξη ενός γεγονότος, αλλά ένας τρόπος διαχείρισης των περιστατικών έμφυλης βίας, θυμίζοντας και επιμένοντας ότι το προσωπικό είναι πολιτικό. Αποτελεί μια αδιαμεσολάβητη και μη θεσμική πολιτική πράξη, που καθιστά ορατή στις κοινότητές μας οποιαδήποτε παραβιαστική ή κακοποιητική συμπεριφορά ως απότοκο της πατριαρχικής κοινωνίας. Τοποθετεί περαιτέρω το ζήτημα στις πολιτικές του διαστάσεις, το κάνει ορατό πέρα από κλειστές πόρτες, καταδεικνύοντας ότι οι κακοποιητές δεν είναι κάποιοι έξω από τους κύκλους μας, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι και άτομα από το φιλικό, συντροφικό και συγγενικό μας περιβάλλον. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ακόμα και μέσα στους κινηματικούς χώρους, άνθρωποι που υποτίθεται ότι μάχονται κάθε εξουσία αναπτύσσουν και ασκούν εξουσιαστικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό, ένας πολιτικός χώρος που αντιστέκεται και παλεύει ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης δεν θα πρέπει να ιεραρχεί ή να αφήνει απ’ έξω ζητήματα που αφορούν τους σεξιστικούς διαχωρισμούς και την καταπίεση που επιβάλλει η πατριαρχία, αλλά οφείλει να παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι σε αυτά. Για εμάς, η συλλογικοποίηση που προέκυψε για να διαχειριστεί αυτή την καταγγελία, είναι μια διαδικασία ορατότητας που μας κάνει να εξελισσόμαστε οι ίδιες και να αναπτύσσουμε περαιτέρω τα αναλυτικά μας εργαλεία.
Πρωταρχική μας μέριμνα είναι η επιζώσα να μπορεί να υπάρξει με ασφάλεια σε έναν χώρο, αλλά και να διαχειριστούμε συλλογικά το οτιδήποτε ακολουθήσει. Η δημόσια καταγγελία δεν βγαίνει, λοιπόν, απλώς για να εγκαλέσουμε κάποιον ή για να αντιπαρατεθούμε μαζί του. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τα ζητήματα έμφυλης βίας και η διαχείρισή τους να τίθενται συνεχώς σε ένα δημόσιο πεδίο συζήτησης και να παίρνουν σάρκα και οστά. Όταν μιλάμε για δημόσια καταγγελία, δεν μιλάμε για διαπόμπευση, αλλά για μια διαδικασία που διεκδικεί την ανάληψη ευθύνης και εντάσσει το περιστατικό στην ευρύτερη συζήτηση ενάντια στον σεξισμό, συγκεκριμένα η καταγγελία της Κ. αφορά τη σεξουαλικοποιημένη βία και την κουλτούρα του βιασμού. Η καταγγελία δεν είναι κάτι που διαχειριζόμαστε μόνο με συναισθηματικούς, αλλά και με πολιτικούς όρους. Αποτελεί ένα εργαλείο που δίνει θάρρος και ενδυνάμωση στην επιζώσα, καθώς επίσης αναγκάζει τους κακοποιητές και τον περίγυρο να πάρουν θέση απέναντι στο περιστατικό, ακυρώνοντας στην πράξη τα «δεν ήξερα, δεν κατάλαβα», ενώ θέτει όρια στη συνύπαρξη μεταξύ μας, ώστε να μη διαιωνίζονται αντίστοιχες συμπεριφορές. Ακόμα, προστατεύει άλλα άτομα από τον συγκεκριμένο κακοποιητή και μπορεί να ετοιμάσει το έδαφος για άλλες καταγγελίες. Τέλος, η δημόσια καταγγελία πιθανώς να οδηγήσει τον κακοποιητή ‒σε περίπτωση που είναι δεκτικός‒ σε αυτοκριτική και αναστοχασμό, μέσω της συλλογικής επεξεργασίας, δημόσια και με κοινή διαχείριση. Να γίνει δηλαδή η στάση αυτή κτήμα των κοινοτήτων μας και να μην είναι πάντα και αποκλειστικά θέμα των «ειδικών» του έμφυλου ή, πιο απλά, να μην χρειάζεται να έρθουν οι φεμινίστριες να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.
Το παραπάνω επισημαίνεται επειδή συχνά, ως επακόλουθο της δημόσιας καταγγελίας του, ο κακοποιητής μπαίνει σε μία διαδικασία ανταπάντησης σε προσωπικό επίπεδο, απαξιώνει την κρίση και την αντιληπτική ικανότητα της καταγγέλλουσας (αποκαλώντας την «τρελή» ή «υστερική») και χρησιμοποιεί προσχηματικά τα εργαλεία και το λεξιλόγιο των φεμινισμών για να τοποθετηθεί, ακριβώς επειδή καταγγέλλεται δημόσια. Ενώ ταυτόχρονα, μπορεί να μην έχει κάνει καμία προσπάθεια αυτοκριτικής και αξιολόγησης της στάσης του στο παρελθόν, παρόλο που πιθανώς να είχε ευκαιρίες και χρόνο στη διάθεσή του. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως και στη συγκεκριμένη, η άμεση απάντηση του κακοποιητή δείχνει ότι αυτή δεν είναι αποτέλεσμα ειλικρινούς απολογισμού και συνειδητοποίησης, αλλά πρόθεση ξεπλύματος και άμεσης επίλυσης, χωρίς κόπο. Στην ουσία όμως, υποτιμάει επιπλέον το βίωμα και την κρίση της επιζώσας. Κάνοντας gaslighting3, αμφισβητεί την τραυματική εμπειρία της και την επίδραση της κακοποιητικής πράξης του στον ψυχισμό της και προωθεί τη «δική» του πλευρά, προκειμένου να καταδείξει ότι τα γεγονότα δεν έγιναν έτσι, χωρίς καμία ανάληψη ευθύνης από μεριάς του και χωρίς κάποια αίσθηση συναίνεσης και αλληλοσεβασμού. Επίσης, συχνό είναι το φαινόμενο να σχολιάζει τη χρονική επιλογή της καταγγελίας (τώρα το θυμήθηκε;), λες και εκείνος θα κρίνει το πότε θα ανασύρουμε το τραύμα μας ή λες και χρωστάμε να απολογηθούμε σε κανέναν.
Ακόμα, ο περίγυρος των κακοποιητών, σε πολλές περιπτώσεις, λειτουργεί συγκαλυπτικά και σαφώς προβληματικά, έχει δηλαδή μια νοοτροπία που οδηγεί στη διαιώνιση της πατριαρχίας, με όποια έκφανση κι αν αυτή έχει. Δεν είναι λίγες οι φορές που φίλοι και σύντροφοι του κακοποιητή προσπαθούν να ελέγξουν την «αξιοπιστία» της καταγγέλλουσας, ενώ με μικροαστισμό συλλέγουν πληροφορίες για την «ηθικότητα» του πρότερου βίου της, ακολουθώντας έτσι μια λογική αντίστοιχη της αστικής δικαιοσύνης. Επίσης, συχνά ενεργούν με αγελαία συμπεριφορά με εκφράσεις του τύπου «έλα μωρέ δεν έγινε έτσι», με φιλικά-υποστηρικτικά χτυπήματα στην πλάτη κλπ. Αναλώνονται στο ότι θα υποσκαπτεί η φήμη τους και θα διαρρηχθούν οι κοινωνικές τους σχέσεις, μιας και η καταγγελία αντιμετωπίζεται από αυτούς σαν ζήτημα τιμής. Το μόνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι ο κίνδυνος του αποκλεισμού ή η απώλεια των προνομίων που φέρουν. Από την άλλη, εμείς θέλουμε να μην προτεραιοποιούνται με γαλόνια οι αγώνες απέναντι σε οποιαδήποτε εκμετάλλευση, να ανοίξει ο διάλογος για τη διαχείριση όλων των περιστατικών έμφυλης βίας και να μη διαιωνίζονται οι εξουσιαστικές-πατριαρχικές-πατερναλιστικές συμπεριφορές εντός των κοινοτήτων μας.
Δεν θεωρούμε, βέβαια, πως η δημόσια καταγγελία είναι το μόνο εργαλείο διαχείρισης ή αντίδρασης. Μπορεί μια επιζώσα να επιλέξει την αντιβία, την αυτοάμυνα, τη συλλογική διαχείριση μαζί με κοντινότερα άτομα ή την κλειστή συλλογική επεξεργασία με ομάδες. Επίσης, στεκόμαστε αλληλέγγυα με όποιον τρόπο διαχείρισης και αν επιλέξει μια επιζώσα που πιθανώς να μην έχει πρόσβαση σε υποστηρικτικό περιβάλλον, ώστε να διαχειριστούν όλα μαζί μια τραυματική κακοποιητική εμπειρία. Έτσι, μπορεί για κάποια η αστική δικαιοσύνη να είναι μονόδρομος, επιλογή κατανοητή, καθώς δεν διαθέτουμε ακόμα εκείνες τις συλλογικές δομές στήριξης ατόμων που έχουν δεχτεί κακοποίηση και θα διαχειρίζονται αντίστοιχες καταστάσεις. Παρόλα αυτά, πρέπει να είναι σαφές ότι είναι η ίδια η αστική δικαιοσύνη που χαράζει προνόμια και τάξεις, είναι έμφυλη, ταξική και ρατσιστική, ενώ βάζει την επιζώσα να ξαναζήσει το βίωμα και το τραύμα της με χείριστους όρους. Ούτως ή άλλως, οι δικαστές/εισαγγελείς, ανεξαρτήτως φύλου, ως θεσμικοί εκπρόσωποι της εξουσίας και της κυριαρχίας, επικυρώνουν και ανανεώνουν το πατριαρχικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας. Η αστική δικαιοσύνη, βασικός υπηρέτης του καπιταλιστικού συστήματος, αποδεικνύει τα φυλετικά, έμφυλα και ταξικά χαρακτηριστικά της τόσο στις καταγγέλλουσες, για τις οποίες τίθεται θέμα πρόσβασης, όσο και στους δράστες, με την ποινικοποίηση ατόμων που φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Έτσι, το κράτος καθίσταται μοναδικός ρυθμιστής της ζωής μας. Εμείς, μέσω της συλλογικής επεξεργασίας προσπαθούμε φροντιστικά να λειτουργούμε προς επούλωση του τραύματος της επιζώσας, μιας που όλες έχουμε κοινά βιώματα και τραύματα στην οικογένεια, την εργασία, τον δρόμο, τους αθλητικούς χώρους, το σχολείο κ.α. Έχουμε βιώσει στο πετσί μας τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης, πολλές φορές σε περιβάλλοντα που δεν επιλέξαμε, αλλά και σε χώρους στους οποίους κινούμαστε και υποτίθεται ότι οι σχέσεις είναι ισότιμες. Η στήριξη και η αλληλεγγύη στην επιζώσα, δεν αρχίζει και δεν τελειώνει σε μία καταγγελία. Πρόκειται για μια συνεχή διαδικασία λόγου, δράσης και σχέσεων, και όχι για μια ιστορία με αρχή και τέλος.
Εδώ και αρκετούς μήνες, παρακολουθώντας τις δημόσιες καταγγελίες μέσα από το #metoo, παρότι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία και το θάρρος των επιζωσών να σπάσουν τη σιωπή, κρίνουμε παράλληλα ότι μέσω της θεσμικής διαχείρισης δεν αναδεικνύονται ακριβώς αυτές οι πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις που διέπουν το ζήτημα της σεξουαλικοποιημένης βίας. Το ελληνικό #metoo αναλώθηκε κατά βάση στις ένδικες διαδικασίες, αναδεικνύοντας κυρίως περιπτώσεις κακοποιημένων ατόμων που έχουν αναγνωρισιμότητα, διαθέτουν πρόσβαση και κάποιες φορές την οικονομική δυνατότητα να προσφεύγουν δικαστικά ενάντια στους κακοποιητές τους. Αντιθέτως, ένα άλλο άτομο που έχει δεχτεί κακοποίηση και δεν ανήκει στις παραπάνω κατηγορίες δεν θα μπορούσε να έχει ούτε το βήμα ούτε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει δικονομικά εργαλεία. Σημαντικό βέβαια σε όλη αυτή την υπόθεση ήταν ότι η συλλογικοποίηση των από τα κάτω έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημοσιοποίηση των υποθέσεων. Το #metoo αποτέλεσε στιγμή ορατότητας των επιζώντων ατόμων στη δημόσια σφαίρα και ανέδειξε ως κακοποιητές άτομα από τα οικεία περιβάλλοντα τους, που κατείχαν θέσεις εξουσίας σε χώρους καθημερινής συναναστροφής, όπως τους εργασιακούς και τους αθλητικούς (προπονητές, σκηνοθέτες κ.ά.). Ακόμα, το ξέσπασμα αυτό εκφράστηκε κυρίως από το ίντερνετ και τα social media, ενώ εν μέσω πανδημίας τα «μένουμε σπίτι» και «μένουμε ασφαλείς» αποτελούσαν το κυρίαρχο δόγμα των από τα πάνω. Ωστόσο, το #metoo δεν ήρθε τυχαία, καθώς είναι απότοκο των φεμινισμών και των κινημάτων. Η μιντιακή διαχείρισή του βέβαια επιχειρεί να το αποπολιτικοποιήσει και τελικά να το κάνει αφομοιώσιμο από κράτος και ΜΜΕ. Η αναπαραγωγή των καταγγελιών από τα σάπια αυτά ΜΜΕ είναι μονομερής και συνήθως αρκείται στην ανάδειξη του γεγονότος ως άλλο ένα καταναλωτικό προϊόν με όρους θεάματος και εμπορευματοποίησης. Τα ίδια μέσα σε άπειρες περιπτώσεις προάγουν, αναπαράγουν και πρεσβεύουν τον σεξισμό και την αντικειμενοποίηση των σωμάτων, την κουλτούρα του βιασμού και την τερατοποίηση των κακοποιητών. Tους προβάλλουν ως «ανώμαλους», βγάζοντάς τους έτσι εκτός της κοινωνικής σφαίρας και προωθώντας συγκεκριμένους ανθρωπότυπους κακοποιητών, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άντρες καθημερινούς.
Πατριαρχία – Καπιταλισμός
Έχουμε όλα μας μεγαλώσει και κοινωνικοποιηθεί εντός της πατριαρχικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας δομημένης με όρους επιβολής, που νομιμοποιεί και κανονικοποιεί την έμφυλη βία και τους έμφυλους ρόλους. Θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η έμφυλη βία έχει πολλές μορφές και εκφράζεται σε όλα τα πεδία της καθημερινότητάς μας (λεκτική-ψυχολογική-σωματική). Εκφράζεται όχι μόνο στον δρόμο και τη δουλειά, αλλά και εντός των καθημερινών και οικογενειακών μας σχέσεων.
Η πατριαρχία διαπλέκεται με τον καπιταλισμό και, παρότι είναι κατά πολύ προγενέστερή του, αποτελεί δομικό στοιχείο του. Είναι προφανές ότι ένα σύστημα το οποίο αναπαράγεται και συντηρείται μέσα από τις ανισότητες, την έννοια της ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση, θα προάγει και τις σχέσεις εξουσίας και επιβολής με όρους φυλετικούς, ταξικούς και έμφυλους. Ο ρόλος της γυναίκας δεν επιτελείται μόνο μέσα από το κοινωνικό στερεότυπο της συζύγου, της νοικοκυράς και της μάνας, αλλά και μέσα από τη θέση της στην παραγωγή ως εργαζόμενη ή ως αφεντικίνα, και όλα αυτά υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού και του κέρδους, αναπόσπαστα στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος.
Έτσι, βλέπουμε να προωθείται προσχηματικά μέσω ποσοστώσεων η ένταξη της γυναίκας σε θέσεις εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα, ως εργαζόμενες, γινόμαστε καθημερινά αποδέκτριες σεξιστικού λόγου και παραβιαστικών συμπεριφορών από τα αφεντικά μας ‒αλλά και από τους συναδέλφους μας‒, επιβεβαιώνοντας έτσι σε κάθε περίπτωση την ταξική και/ή έμφυλη υπεροχή τους. Όλο αυτό συντελεί στο να κρατούμαστε σε καθεστώς φόβου, υποτίμησης και μη διεκδίκησης. Την ίδια στιγμή, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του κεφαλαίου, το βάρος της κοινωνικής αναπαραγωγής, μέσα από την αόρατη οικιακή εργασία, ακόμα εξακολουθεί να βαραίνει τις γυναίκες του κάθε σπιτιού, εργαζόμενες ή μη, σε διαφορετική περίπτωση το επωμίζονται ανασφάλιστες μετανάστριες, ως το απόλυτα υποτιμημένο εργατικό δυναμικό.
Τέλος, όσον αφορά τους δοτούς στερεοτυπικούς ρόλους η γυναίκα πρέπει να είναι είτε ευάλωτη, ρομαντική, σεμνή, φροντιστική και υπομονετική, είτε ανθεκτική μπροστά «στις δυσκολίες της ζωής», και σίγουρα εμφανίσιμη, αρεστή, περιποιημένη και καταναλωτική με βάση τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς, τα οποία φυσικά και απορρέουν από τα πάνω (ΜΜΕ, διαφήμιση κλπ) και εν συνεχεία αναπαράγονται κατά κόρον στην κοινωνική βάση. Ταυτόχρονα, ο άντρας οφείλει να ταυτίζεται με το ρόλο του στυλοβάτη, του σκληρού, του αλύγιστου (οι άντρες δεν κλαίνε), του παραγωγικού, του μαχητικού και φυσικά με τον ρόλο του θηρευτή. Όλοι οι παραπάνω έμφυλοι ρόλοι θέτουν εξαρχής τις μεν αδύναμες και υποδεέστερες απέναντι στους δε. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαπαιδαγωγούμαστε με δεδομένο το ότι τα σώματά μας αποτελούν σημείο κριτικής, επιβολής, υποτίμησης και αξιολόγησης. Από την κού-νια, όπου και μας αποδίδεται η έμφυλη ταυτότητά μας, μαθαίνουμε να προσέχουμε τι λέμε, πού πάμε και τι φοράμε, να κοιτάμε πίσω από την πλάτη μας στον δρόμο, να είμαστε επιφυλακτικές όχι μόνο με τους ανθρώπους γύρω μας αλλά και με τον κοντινό φιλικό και συγγενικό περίγυρο, ακόμα και να είμαστε δεκτικές απέναντι στη σεξουαλικοποιημένη βία ως κομμάτι μιας πραγματικότητας που «οφείλουμε» να αντιμετωπίσουμε.
Κουλτούρα Βιασμού ‒ Συναίνεση
Η αντίληψη που φυσικοποιεί τη σεξουαλικοποιημένη βία και εδραιώνει την αντρική επιβολή πάνω στο σώμα της θηλυκότητας είναι η κουλτούρα του βιασμού. Ως κουλτούρα του βιασμού ορίζουμε όλες εκείνες τις καθημερινές συμπεριφορές και τις εκφάνσεις της έμφυλης βίας που προάγουν την έμφυλη υποτίμηση και αντικειμενοποιούν το γυναικείο σώμα, καθιστώντας το βορά στις ορέξεις της τοξικής αρρενωπότητας. Είναι η νοοτροπία που αφήνει περιθώρια στους άντρες να ασκούν εξουσία και τιμωρητικούς βιασμούς, συνήθως πάνω σε οποιοδήποτε άτομο απέχει ή αποκλίνει από τον κυρίαρχο έμφυλο προσδιορισμό ή την ετεροκανονικότητα (λοατκια+ άτομα, αλλά ακόμα και cis straight άντρες που δεν είναι αρκετά μάτσο). Είναι ακόμα αυτή η νοοτροπία που θέλει τις γυναίκες κτήμα και ιδιοκτησία των αντρών, επομένως εκείνοι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν πάνω στα σώματά μας. Από τα παραβιαστικά βλέμματα και τα απειλητικά πειράγματα στον δρόμο, έως το πώς εκλαμβάνουν ως σεξουαλικό κάλεσμα και δείκτη διαθεσιμότητας την ενδυματολογική επιλογή, την ευγένεια και το χαμόγελό μας, ως και το τι ώρα επιλέξαμε να βγούμε. Η κουλτούρα του βιασμού, δηλαδή, θέτει το άτομο που εισπράττει τη βία ως αποκλειστικά υπεύθυνο για ό,τι του συμβεί (victim blaming, slut shaming, «τα ’θελε» κλπ) και δεν αναγνωρίζει καμία ευθύνη στο άτομο που παρενόχλησε καθώς «έτσι είναι οι άντρες».
Μας είναι πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο, λόγω της συχνότητας μέσα στα χρόνια, να περιγράψουμε με λόγια, απαριθμώντας γεγονότα, το πόσο εχθρικά αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον που έχει στήσει η πατριαρχία γύρω μας και το πόσοι φόβοι αθροίζονται και κρύβονται μέσα μας, εντός και εκτός της οικίας μας. Άλλωστε, η έμφυλη βία και οι διαστάσεις της πολλές φορές δεν βιώνονται με τον ίδιο τρόπο από όλα τα υποκείμενα, για αυτό και το καθένα από μας έχει βρει τους τρόπους του να παλεύει εντός αυτής της κατάστασης, ώστε να μπορεί να έχει μια βιώσιμη καθημερινότητα. Τα συναισθήματα που νιώθουμε κατά τη διάρκεια και μετά από μια παρενοχλητική συμπεριφορά, ανάλογα και με τη στιγμή ή το πλαίσιο που αυτή συμβαίνει, μπορεί να είναι ντροπή, φόβος και οργή. Επίσης, μπορεί να αντιμετωπίσουμε ένα παραβιαστικό περιστατικό με απάθεια, ακριβώς γιατί η συχνότητα με την οποία το βιώνουμε μας κάνει να μην έχουμε το κουράγιο να αντιδρούμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, ή η απάθεια να είναι απλά αμυντικός μηχανισμός για να μπορούμε να υπάρχουμε. Μπορεί, λοιπόν, το βίωμα της κουλτούρας του βιασμού να μη γίνεται εύκολα αντιληπτό σε κάποιους λόγω της προνομιακής έμφυλης θέσης που κατέχουν, παρόλα αυτά, για μας, το επίδικο δεν είναι να γίνουμε όλα όσα το βιώνουμε γενναία και σκληρά σε ατομικό επίπεδο, αλλά να οργανωθούμε και να αντισταθούμε συνολικά και συλλογικά για να αντιμετωπίσουμε και να εξαλείψουμε τέτοιες συμπεριφορές.
Ενάντια, λοιπόν, σε αυτή την κουλτούρα που δεν σέβεται τα όρια και τα θέλω των υποτιμημένων σωμάτων μας, θα πρέπει η συναίνεση να είναι ξεκάθαρη σε κάθε βήμα αλληλεπίδρασης μεταξύ μας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά με τη διαρκή επικοινωνία. Θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι το «όχι» είναι απλά ΟΧΙ, αλλά και ότι το «ναι» ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει σε ΟΧΙ. Δεν είναι δηλαδή καθόλου αυτονόητο ότι επειδή φλερτάραμε το «ναι» δεν μπορεί να αλλάξει σε ΟΧΙ και ότι θα συνεχίσουμε σε κάποια σεξουαλική πράξη, το ότι κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης μπορεί να θέλουμε να διακόψουμε ή να μην θέλουμε να προχωρήσουμε σε κάτι άλλο (στάδια) ή το ότι επειδή κάναμε μία φορά κάτι με κάποιο άτομο σημαίνει και ότι θα ξανακάνουμε στο μέλλον. Ως προς το κομμάτι της συναίνεσης που θα πρέπει να εξασφαλίζεται, οφείλουμε να κάνουμε μια μικρή σημείωση. Δεν παραγνωρίζουμε τη συνθήκη μέσα στην οποία γαλουχηθήκαμε, αλλά και που μας διαμορφώνει καθημερινά. Τη συνθήκη αυτή, που στερεοτυπικά ως γυναίκες μας θέλει να λέμε πάντα «ναι» στα θέλω των άλλων. Το στερεότυπο των «συζυγικών καθηκόντων», για παράδειγμα, που καθορίζει και τις ερωτικές μας σχέσεις σε μεγάλο βαθμό, ορίζει ότι το σεξ είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα των αντρών και κατά συνέπεια υποχρέωση των γυναικών. Επομένως, ακόμα και το «ναι» σε κάποιες περιπτώσεις εμφανώς δεν είναι ναι, όταν πίσω από αυτό υπάρχουν οικονομικοί ή ψυχολογικοί εκβιασμοί εντός των οικογενειακών ή ερωτικών σχέσεών μας. Έτσι, η έννοια της συναίνεσης οφείλει να γίνεται αντιληπτή και απολύτως σεβαστή ως προς τη μεταξύ μας συνύπαρξη.
Προνόμια – Άμυνες
Αρκετά συχνά, υπάρχουν άμυνες και αντιδράσεις στο άκουσμα ότι ένας cis-straight άντρας που βιώνει την ταξική καταπίεση μπορεί ταυτόχρονα να βρίσκεται σε προνομιακή θέση σε σχέση με άλλα άτομα. H μη αναγνώριση των προνομίων που διαθέτουμε φλερτάρει όμως με φιλελέ αφηγήσεις περί «κοινωνίας των πολιτών», «των ίσων ευκαιριών στη ζωή» κλπ. Θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο ότι σε μια καπιταλιστική, πατριαρχική, ετεροκανονική, ρατσιστική, ομοφοβική, τρανσφοβική, χοντροφοβική κοινωνία, σε μια κοινωνία που αποκλείει και στιγματίζει π.χ. τα άτομα με αναπηρία και τα νευροδιαφορετικά, δεν εισπράττουμε όλα μας την ίδια βία και την ίδια υποτίμηση. Η κατοχή προνομίου δεν σημαίνει ότι ζεις μια άνετη και μη καταπιεστική ζωή, σημαίνει όμως ότι κάποια άτομα υποτιμώνται σε πολλαπλά επίπεδα καθημερινά. Για παράδειγμα, μια μη λευκή εργάτρια έχει να αντιμετωπίσει περισσότερες καταπιέσεις σε σχέση με μια λευκή εργάτρια, αντίστοιχα μια trans γυναίκα εισπράττει έμφυλη βία σε διάφορα επίπεδα σε σχέση με μια cis γυναίκα. Επίσης, η προνομιακή θέση δεν αποτελεί κάποιου είδους προσβολή ή κατηγορία. Ούτως ή άλλως, δεν επιλέγουμε αρκετά από τα προνόμια που μας αποδίδονται. Δεν επιλέξαμε για παράδειγμα να γεννηθούμε με το λευκό, δυτικό προνόμιο. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν δεν τα αναγνωρίζουμε ή ακόμα χειρότερα όταν τα χρησιμοποιούμε σε βάρος άλλων, μη προνομιούχων ομάδων. Κι εμείς τα ίδια αναγνωρίζουμε από ποια θέση μιλάμε και αγωνιζόμαστε καθημερινά για να σπάσουμε τα στερεότυπα, ενώ προσπαθούμε να αντιλαμβανόμαστε και να εναντιωνόμαστε στα προνόμια που κατέχουμε (ή απολαμβάνουμε), μέχρι την πλήρη κατάργησή τους.
Ως εκ τούτου, ένας cis straight άντρας πρέπει να έχει επίγνωση της ευθύνης την οποία φέρει, να έχει αντίληψη της θέσης ισχύος στην οποία βρίσκεται και να μην κάνει χρήση των προνομίων του, πόσο μάλλον για να επιβληθεί, να καταπιέσει και να δράσει κακοποιητικά. Θα πρέπει να αναγνωρίσει το κυρίαρχο σύστημα έμφυλων ρόλων και να αρχίσει να σκέφτεται έξω από τις κυρίαρχες προσταγές της πατριαρχίας.
Για κάποιον, που λόγω της θέσης του δεν του γίνεται άμεσα κατανοητό, θα πρέπει να καταλάβει ότι δεχόμαστε όλη τη σαπίλα του σεξισμού και της πατριαρχίας κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας. Ο αγώνας που δίνουμε είναι αδιάκοπος, πολυδιάστατος και είναι αγώνας επιβίωσης. Σε αυτό τον αγώνα, τα άτομα που δεν βιώνουν άμεσα τον σεξισμό μπορούν να είναι σύμμαχοί μας, αρκεί να έχουν τη διάθεση να κάνουν την απαραίτητη δουλειά τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, να σκεφτούν πώς θα αλλάξουν και να αναλογιστούν το ότι και τους ίδιους τους επηρεάζει επίσης η πατριαρχία. Τέλος, θα πρέπει να δείξουν τον απαραίτητο σεβασμό και κατανόηση στα βιώματα και στους αγώνες των υποκειμένων που βάλλονται. Αυτά είναι κάποια βασικά βήματα ώστε να μετατοπιστούν και να ξεπεραστούν κάποιες παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις που φέρουν επί χρόνια.
Κίνημα και κριτική
Η πατριαρχική δόμηση της κοινωνίας, αντανακλάται και μέσα στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Για πολλά χρόνια οι συνελεύσεις μας είχαν μικρή συμμετοχή θηλυκοτήτων. Πολλές από εμάς δεν μιλούσαμε με άνεση. Κάποιες μπορεί να ήμασταν πιο ενδυναμωμένες, και κάποιες να αναπαραγάγαμε ασυνείδητα σεξιστικές και μάτσο συμπεριφορές, όλα όσα μας καταπιέζουν δηλαδή. Τα πολιτικά εργαλεία ανάλυσης, τα οποία είναι περισσότερο προσβάσιμα και εδραιωμένα τα τελευταία χρόνια, συνεισφέρουν όλο και περισσότερο ώστε να αναγνωριστούν και να ξεπεραστούν τα έμφυλα ζητήματα εντός του κινήματος. Η μεταξύ μας ζύμωση, αλληλοστήριξη και ενδυνάμωση, καθώς και η άνθιση των queer και φεμινιστικών κινημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν συμβάλλει καθοριστικά ώστε η παρουσία συντροφισσών σε δράσεις και διαδικασίες να αυξηθεί, η συμμετοχή μας να είναι πλέον πιο εμφανής και να διεκδικεί να γίνει ισότιμη.
Στον αγώνα μας κατά της πατριαρχίας εντός και εκτός του κινήματος, εισπράττουμε και την αλληλεγγύη όσων συντρόφων αντιλαμβάνονται ότι ένας απελευθερωτικός αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι πεδίο συνολικής αμφισβήτησης. Υπάρχει παρόλα αυτά και μια μερίδα συντρόφων και συντροφισσών που υποστηρίζουν ότι εφόσον έχουμε ως αναφορά την αναρχία, προάγουμε και λειτουργούμε a priori με όρους αντι-ιεραρχίας και ισότητας, επομένως δεν υπάρχει ανάγκη για φεμινισμούς. Δεν συμμεριζόμαστε καθόλου αυτή την άποψη, αφού η εμπειρία μάς δείχνει ακριβώς το αντίθετο από αυτή τη θεωρητική βεβαιότητα. Οι αγώνες συχνά διαβαθμίζονται και μπαίνουν σε ζυγαριές. Αλήθεια, σε τι είδους ζυγαριά αρμόζει να μπαίνουν γενικά τα πολιτικά ζητήματα και ποια ζυγαριά μπορεί να σηκώσει το βάρος όλων των γυναικοκτονιών, βιασμών, ψυχικών επιπτώσεων και αυτοκτονιών παγκοσμίως; Δυστυχώς, ο αναρχικός χώρος δεν έχει καταφέρει να γίνει όσο συμπεριληπτικός θα όφειλε να είναι σε σχέση με αυτά που προάγει.
Η κριτική συντρόφων/ισσών απέναντι στον αντισεξιστικό/αντιπατριαρχικό αγώνα συχνά βάζει ως αιχμή της αντιπαράθεσης την πολιτική των ταυτοτήτων και το γεγονός ότι οι ταυτοτικοί αγώνες αφομοιώνονται εύκολα από κράτος και κεφάλαιο. Εδώ θα θέλαμε να σταθούμε λίγο παραπάνω. Για χρόνια οι φεμινιστικοί αγώνες υπήρξαν και δικαιωματικοί και ταυτοτικοί. Το σημαντικό όμως είναι ότι τη δεκαετία του 1970 οι μαύρες φεμινίστριες, φέροντας οι ίδιες πολλαπλές ταυτότητες, εισήγαγαν στην πράξη τη διαθεματικότητα, την αλληλοδιαπλοκή δηλαδή των αγώνων, ώστε αυτοί να μην διεξάγονται αυτόνομα, ανεξάρτητα και μονοθεματικά, επομένως να υπάρχει σύνδεση περιεχομένων. Χαρακτηριστική εκείνης της περιόδου είναι η Combahee River Collective, η οποία είναι και αυτή που έθεσε επί της ουσίας στο επίκεντρο την ταυτότητα της μαύρης λεσβίας εργάτριας. Και αυτό με τη σειρά του βοήθησε στο να δοθεί στους αγώνες, πέρα από το ταξικό πρόσημο, το έμφυλο και το φυλετικό. Έτσι, όταν η γυναικεία ταυτότητα είχε αποκτήσει κάποια ορατότητα, οι φεμινισμοί συνέδεσαν τις καταπιέσεις που πηγάζουν από τα φύλα με εκείνες που πηγάζουν από την ταξική θέση και τη φυλή/εθνικότητα. Στο σήμερα, λοιπόν, οι ταυτοτικοί αγώνες αφορούν συνήθως τις ταυτότητες εκείνες που δεν είναι ακόμα αρκετά ορατές ή αποδεκτές ως ίσες, με σκοπό κυρίως την ενδυνάμωσή τους ή την κατοχύρωση ανύπαρκτων μέχρι πρότινος δικαιωμάτων π.χ. lgbtqia+, συναίνεση, σύμφωνο συμβίωσης κλπ.
Η κριτική κατά της πολιτικής των ταυτοτήτων, ως κριτική απέναντι στον αντισεξιστικό/ αντιπατριαρχικό αγώνα που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια με συνέπεια από κομμάτια του αναρχικού κινήματος, είναι άτοπη και δυστυχώς αποτελεί μια ξεκάθαρα αντιφεμινιστική ρητορική. Αντιφεμινιστική, όταν αναφέρεται ως επιχείρημα για να κρίνει τους συγκεκριμένους αγώνες, υποδεικνύοντας μόνο τα λάθη ή τις αστοχίες τους, αποσιωπώντας την ορμή που αυτοί οι αγώνες δημιουργούν. Μια κριτική η οποία δεν γίνεται με την ίδια ένταση σε κινήματα όπως το BlackLivesMatter ή την αλληλεγγύη σε μετανάστριες και Ρομά. Άτοπη, γιατί η ευκολία του καπιταλιστικού συστήματος να αφομοιώνει τους αιτηματικούς, δικαιωματικούς, ταυτοτικούς αγώνες και η από τα πάνω προσπάθεια εκτόνωσης των ίδιων των αντιδράσεων που δημιουργούν οι ανισότητες γίνεται εύκολα αντιληπτή από ένα κίνημα σαν το αναρχικό με τα αναλυτικά εργαλεία που αυτό διαθέτει. Μέσα στα χρόνια, το αναρχικό κίνημα έχει βρει τρόπους να ριζοσπαστικοποιεί τέτοιου είδους προτάγματα, τα οποία αντιθέτως το σύστημα διαρκώς προσπαθεί να κάμψει ή να ρυθμίσει εντός των θεσμικών ορίων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα αναρχικά κινήματα παράγουν πολιτικό λόγο και δράση με συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος πηγάζει μέσα από την αντίληψη και την εμπειρία που μας δίνει η ίδια η ιστορία των κινημάτων παγκοσμίως. Είναι πολλές οι περιπτώσεις των αγώνων στους οποίους αναδεικνύεται μια ταυτότητα, η οποία εσκεμμένα αορατοποιείται από τους κυρίαρχους (εκτός αν το κράτος επιλέξει να την ορατοποιήσει για να την εντάξει σε κάποιο καθεστώς εξαίρεσης ή για να την αφομοιώσει π.χ. μειονότητες), για να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα/συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της πάνω στα οποία βασίζεται και η εκμετάλλευσή της (πχ. εργάτης, μετανάστρια, κρατούμενη). Στη συνέχεια, η ταυτότητα συμπεριλαμβάνεται σε αυτό που αναλύουμε ως κοινωνική βάση και οι κοινοί αγώνες δεν έχουν σε καμία περίπτωση στόχο να προσπεράσουν τις επιμέρους ταυτότητες, αλλά να τις εντάξουν μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης των από τα κάτω, που εναντιώνεται στο σύμπλεγμα των εξουσιών που μας καταπιέζει. Ως αναρχικές-οι και ως άτομα που κινούμαστε στο ευρύτερο ριζοσπαστικό κίνημα, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψιν όλες τις συστημικές διακρίσεις και τις κοινωνικά κατασκευασμένες κατηγορίες (φύλο, φυλή, σεξουαλικότητα, τάξη, αναπηρία, θρησκεία, ικανότητα κλπ), που οδηγούν σε διάφορες μορφές καταπίεσης και περιθωριοποίησης. Ο ευρύτερος αγώνας ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο να γίνεται υπό το πρίσμα μιας συνολικής ματιάς και διαθεματικότητας, που θα στοχεύει στην αλληλεγγύη και τη συμπεριληπτικότητα.
Επιπλέον, το βίωμα, ως μέσο και αναφορά πολιτικού αγώνα, δεν θα πρέπει να απαξιώνεται, καθώς οι δυσάρεστες εμπειρίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι θηλυκότητες και τα λοατκια+ άτομα λόγω του φύλου τους ή λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού μπορεί να δράσουν ως καταλύτης στην ευρύτερη πολιτικοποίησή τους. Οι πολλαπλές καταπιέσεις ανοίγουν παράλληλα και τον δρόμο για πολλαπλά πεδία αντίστασης και αλληλεπίδρασης. Ανοίγουν τον δρόμο για συμπόρευση, στήριξη και ενότητα μεταξύ όλων των υποκειμένων.
Αυτό που μας φέρνει σε κατάσταση διαχωρισμού είναι η λογική που θέλει τον αγώνα απέναντι στην πατριαρχία να αντιμετωπίζεται ως αγώνας ήσσονος σημασίας, και όχι η λεγόμενη ενασχόληση με «μονοθεματικούς αγώνες». Η ανάδειξη των βιωμάτων που απορρέουν από την πατριαρχία γίνεται στα πλαίσια της κατανόησής τους, ενώ η άρνηση αποδοχής και αντίληψης τόσο των καταπιέσεων όσο και των προνομίων διασπά τη συλλογική οργάνωση, δυσκολεύει τη συνολική επίθεση απέναντι στις αλλοτριωμένες καπιταλιστικές σχέσεις και μας κρατάει ακόμη στην ενδιάμεση θέση διεκδίκησης των ορίων της μεταξύ μας συνύπαρξης. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως για χρόνια ο α/α χώρος υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις μη συμπεριληπτικός ως προς τους φεμινιστικούς αγώνες και δεν τους έθετε ως κεντρικό πολιτικό πρόταγμα. Έτσι, τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, πολλές/α συντρόφισσες/ια στράφηκαν στο να δημιουργήσουν αμιγώς γυναικείες, φεμινιστικές ή queer ομάδες, με σκοπό να θέσουν κεντρικά τα ζητήματα περί έμφυλου. Τώρα είμαστε σε θέση ‒και αυτό είναι αποτέλεσμα εξέλιξης εργαλείων και διάδοσης του αντισεξιστικού λόγου‒ οι φεμινισμοί να μπορούν να υπάρξουν και να εκφραστούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό εντός του αναρχικού κινήματος. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας ακόμη να διανύσουμε, αλλά γίνονται συνεχώς βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε, ο αγώνας ενός επαναστατικού κινήματος για την ολική απελευθέρωση και την καταστροφή του καπιταλισμού, του κράτους και των κυρίαρχων σχέσεων, μέσα από τον επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα ένας αγώνας αλληλεγγύης, συντροφικότητας και σεβασμού που μας χωράει όλα μας.
Διαχείριση περιστατικών έμφυλης βίας εντός του α/α χώρου
Έχουμε επαναλάβει ήδη αρκετές φορές ότι όλα μας έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε μια πατριαρχική καπιταλιστική συνθήκη, την οποία προσπαθούμε να ανατρέψουμε όχι μόνο γύρω μας, αλλά και δίπλα μας και μέσα μας. Ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν καθαρές συμπεριφορές, απαλλαγμένες ολότελα από τη σαπίλα της πατριαρχίας, του σεξισμού και της ομοφοβίας. Ταυτόχρονα όμως, θεωρούμε ότι δεν βρισκόμαστε στο μηδέν. Τα τελευταία χρόνια, τα queer και φεμινιστικά κινήματα έχουν διεκδικήσει έδαφος και έχουν κατορθώσει να αναδείξουν το έμφυλο ζήτημα. Έτσι, όχι μόνο δεν βρίσκεται στο περιθώριο, αλλά αναδεικνύεται κοινωνικά και κινηματικά ως κεντρική πολιτική θεματική. Το παράδειγμα της δολοφονίας της Zackie Oh και του πρόσφατου βιασμού της εργαζόμενης στα Πετράλωνα κάνουν σαφές το πέρασμα σε μια διαφορετική συνθήκη.
Σ’ αυτή τη διαφορετική, λοιπόν, συνθήκη οι δικαιολογίες είναι λιγότερες και οι απαιτήσεις περισσότερες, ειδικά όταν μιλάμε για άτομα του α/α κινήματος που έχουν επιλέξει να αμφισβητούν, να οργανώνονται και να πολεμούν την κυριαρχία με κάθε μέσο και σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους. Όσο νέο κι αν είναι το έδαφος πάνω στο οποίο θέλουμε να βαδίσουμε και να χτίσουμε, σίγουρα δεν είναι πρωτόγνωρο, και αυτό θα πρέπει να εγγράφεται στη συλλογική συνείδηση, ώστε να μην χρειάζεται κάθε φορά να μετράμε απ’ την αρχή. Κι είναι αυτό το πλαίσιο που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τους τρόπους με τους οποίους επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε τα διάφορα περιστατικά έμφυλης βίας και κακοποίησης, ιδιαίτερα εντός του α/α χώρου. Με λίγα λόγια, πρέπει να συνυπολογίζουμε ότι στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ο κακοποιητής δεν επιδρά μόνο η πατριαρχία ως αναγκαστική και επιβεβλημένη συνθήκη, αλλά και οι αγώνες που δίνονται για το ξεπέρασμα και την κατάργησή της.
Πέρα όμως από την εξέταση και την αξιολόγηση του κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα οι παραβιαστικές και κακοποιητικές συμπεριφορές, το ζήτημα που προκαλεί αμηχανία, εξακολουθεί να είναι οι τρόποι με τους οποίους ο εκάστοτε κακοποιητής αντιμετωπίζεται, τόσο από το άτομο που τον καταγγέλλει όσο και από την κοινότητα στην οποία ανήκει ή τον πολιτικό χώρο στον οποίο κινείται, και ο πληθυντικός που επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε για να αναφερθούμε στους τρόπους αυτούς μόνο τυχαίος δεν είναι.
Η οργή και το μίσος μας απέναντι σε κάθε μορφή έμφυλης υποτίμησης, καταπίεσης, κακοποίησης μάς οπλίζουν στον πόλεμο που έχουμε κηρύξει ενάντια στην πατριαρχία. Έναν πόλεμο που θέλουμε να τον κερδίσουμε και όχι απλά να τον διεξάγουμε. Έχοντας το βλέμμα μας στραμμένο όχι μόνο στην επόμενη μέρα, αλλά και σε μια επαναστατική προοπτική οργάνωσης της κοινωνίας, θα θέλαμε να αναφερθούμε στην επιλογή του αποκλεισμού ως έναν από τους τρόπους αντιμετώπισης του εκάστοτε κακοποιητή.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο αποκλεισμός του κακοποιητή από πολιτικές διαδικασίες του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου είναι μια επιλογή τα όρια της οποίας είναι ρευστά και ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Αυτό συμβαίνει διότι το εύρος των περιστατικών είναι μεγάλο και εκτείνεται από λεκτική, σε ψυχολογική, σωματική, όσο και σεξουαλικοποιημένη βία. Το κάθε περιστατικό έμφυλης βίας αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με τις ανάγκες του ατόμου που κάνει την καταγγελία, τη στάση που τηρεί ο καταγγελλόμενος μετά την καταγγελία, τη διάθεσή του ή όχι να μπει σε μια διαδικασία αναγνώρισης του προβλήματος, ενδοσκόπησης, αυτομόρφωσης, παραδοχής και μεταστροφής.
Πρακτικά, αν η πράξη που καταγγέλλεται είναι τέτοια που δημιουργεί στο άτομο που κάνει την καταγγελία ή σε εμάς, την ανάγκη να απομακρυνθεί ο κακοποιητής οριστικά από την κοινότητα (μιας και το ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δομικό και αφορά τις αξίες που ο α/α χώρος φέρει), αν η σχέση του καταγγελλόμενου με το κίνημα εξαντλείται στο να την επικαλείται ως «απόδειξη» της αθωότητάς του, αν η παρουσία του, όχι μόνο στις διαδικασίες, αλλά και σε στέκια, καταλήψεις, πολιτικούς χώρους και δράσεις, οδηγεί στον αποκλεισμό άλλων ατόμων που δεν αντέχουν ή δεν ανέχονται την παρουσία του, αν η στάση του μετά την καταγγελία είναι υποτιμητική, επιθετική ή προσχηματική χωρίς ίχνος ειλικρινούς αυτοκριτικής και ανάληψης των ευθυνών του, τότε ‒όσο και αν θεωρούμε ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο να «καθαρίσουμε» τον χώρο μας, αλλά και να τον αλλάξουμε‒ ο αποκλεισμός είναι μια επιλογή που εκ των πραγμάτων πρέπει να γίνει, τη στιγμή που οι κοινότητες πρέπει να προστατεύουν τα μέλη τους και να διαχειρίζονται την εκάστοτε συνθήκη πολιτικά.
Η δουλειά όμως που πρέπει να γίνει δεν αρχίζει και δεν τελειώνει εδώ, καθώς η επίλυση τέτοιων ζητημάτων στο εδώ και στο τώρα διαμορφώνει τα εργαλεία εκείνα με τα οποία θα αυτοoργανώσουμε μια επαναστατική κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, χωρίς σεξισμό και πατριαρχία. Με αυτή την προοπτική μελετάμε διαρκώς μοντέλα διαχείρισης περιστατικών έμφυλης βίας και κακοποίησης που προτείνονται από φεμινιστικές και queer ομάδες απ’ όλο τον κόσμο, συζητάμε και προβληματιζόμαστε πάνω σε πιο σύνθετες διαδικασίες, που θα έχουν ως στόχο την επανένταξη του κακοποιητή, διαδικασίες βέβαια που θα απαιτούν όχι μόνο την ειλικρινή επιθυμία του κακοποιητή να αναλάβει την ευθύνη της πράξης του και να αλλάξει, αλλά και τη δημιουργία μεικτών ομάδων εργασίας, που θα τον επιτηρούν και θα τον συμβουλεύουν σε όλη αυτή τη μακρόχρονη διαδικασία μεταστροφής και επανένταξης. Γνωρίζουμε ότι η δημιουργία τέτοιου είδους διαδικασιών αποτελεί υπερβολικά προωθημένο αίτημα σε σχέση με τα αντανακλαστικά του κινήματος σήμερα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μπαίνει διαρκώς στο τραπέζι της συζήτησης. Εξάλλου, κανένα μας δεν ησυχάζει όταν ο κακοποιητής απλά αποκλείεται από έναν συγκεκριμένο χώρο, καθώς το ενδεχόμενο να συνεχίζει να πράττει κακοποιητικά κάπου αλλού παραμένει ορθάνοιχτο…
Συνεπώς, ο αποκλεισμός δεν είναι πανάκεια για κάθε σεξιστική συμπεριφορά, αλλά ένα εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας αυτή τη στιγμή για την προστασία της καταγγέλλουσας, τη δική μας και των προταγμάτων μας, αναλογιζόμενα πάντα το εκάστοτε περιστατικό. Το εύρος των συμπεριφορών που εκπορεύονται από την πατριαρχία άλλωστε, όπως έχει περιγραφεί και πιο πάνω, είναι τεράστιο και εκφράζεται, αναπαράγεται ή γίνεται ανεκτό σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από σχεδόν όλα μας. Δεν μπορούμε άλλωστε να παραβλέψουμε τις δυσκολίες (συναισθηματικές ή μη) που δημιουργεί η διαχείριση ενός περιστατικού έμφυλης βίας, όταν οι κακοποιητές αποτελούν άτομα με τα οποία είχαμε συντροφικές σχέσεις. Η υποτίμηση βάσει φύλου (εντός και εκτός διαδικασιών), η ματσίλα, το προσβλητικό σεξιστικό ή ρατσιστικό λεξιλόγιο, η επιλογή της βίας ως τρόπου επίλυσης ενδοκινηματικών ζητημάτων κλπ αποτελούν ζητήματα τα οποία τίθενται για να συζητιούνται/ αποδομούνται/ αμφισβητούνται σε πολιτικό επίπεδο σε διαδικασίες, ομάδες και παρέες. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο αποκλεισμός συνήθως δεν επιλέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς αποτελεί ένα ρηξιακό εργαλείο και είναι αναντίστοιχο να εφαρμόζεται καθολικά.
Με το βλέμμα, τη σκέψη και τη δράση μας στραμμένα προς την κοινωνική επανάσταση και απελευθέρωση, πρέπει να αντιληφθούμε ότι όσο και να αυτοοργανωνόμαστε, όσο και να έχουμε κατοχυρώσει αξιακούς κώδικες και πολιτικές θέσεις που μας διαχωρίζουν από άλλα κοινωνικά σύνολα, η μάχη για την ισότητα ακόμα διεξάγεται.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως αλληλεγγύη στην συντρόφισσα Κ. Η τρομακτική συχνότητα με την οποία δημοσιοποιούνται πλέον τα περιστατικά έμφυλης βίας και κακοποίησης (παρά το μούδιασμα που μας προκαλεί το γεγονός της άγνοιας που έχουμε για άλλα πόσα) κάνουν εμφανές ότι έχουν δημιουργηθεί πλέον οι συνθήκες ανάδειξης και αντιμετώπισης των ζητημάτων αυτών, με φροντίδα και στήριξη των ατόμων που προβαίνουν σε καταγγελίες. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, επιλέγουμε να αποτυπώσουμε την οπτική, τους προβληματισμούς, αλλά και τα όριά μας. Το παρόν κείμενο εστιάζει και απευθύνεται κυρίως στο α/α κίνημα και στα άτομα που κατά καιρούς το πλαισιώνουν, παρόλα αυτά δεν αποτελεί κάποιου είδους εγχειρίδιο και δεν συντάχθηκε για να δώσει λύσεις, αλλά για να αναδείξει την ανάγκη που δημιουργούν τα προτάγματά μας στο να βρίσκουμε συλλογικά, οριζόντια και από τα κάτω τους τρόπους εκείνους με τους οποίους θα τα πραγματώσουμε. Επιχειρεί ταυτόχρονα, να συμβάλλει στη συζήτηση του επαναπροσδιορισμού της συνύπαρξής μας εντός του α/α χώρου.
Ο δρόμος προς την υπέρβαση κάθε κοινωνικού και έμφυλου διαχωρισμού, η συνολική αποδόμηση των ρόλων που εκπαιδευόμαστε να υπηρετούμε και η καταστροφή του κράτους, του κεφαλαίου και όλων των σχέσεων εξουσίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν μπορούν να αφήνουν ζητήματα όπως το έμφυλο στον πάγο. Δεν υπάρχει μετά, ο χρόνος είναι τώρα, έχουμε ήδη αργήσει, και όσο καθυστερούμε οι κακοποιήσεις συνεχίζονται, τα τραύματα συσσωρεύονται και η συνολικότερη επαναστατική μας προοπτική χωλαίνει και αναβάλλεται διαρκώς. Η επιβίωσή μας και μόνο εντός της πατριαρχικής πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να μας αρκεί. Αν αξιώνουμε την οικοδόμηση μιας πραγματικά αταξικής, αντιεξουσιαστικής, χειραφετημένης και ελεύθερης πραγματικότητας, τότε ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία αφορά όλα μας, είναι κοινός και είναι επιτακτικό να δοθεί ουσιαστικά και χωρίς υποσημειώσεις.
Συντονισμός αναρχικών συλλογικοτήτων, φεμινιστικών ομάδων και συντροφισσών
σε αλληλεγγύη (αυτή τη φορά) με την Κ.
Αθήνα, Ιούλιος 2021
- Επιζώσα: Άτομο το οποίο έχει υποστεί έμφυλη/σεξουαλικοποιημένη βία και έχει μπει στη διαδικασία διαχείρισης του τραύματός του
2. Θηλυκότητα: Άτομo που εκφράζει και βιώνει την ταυτότητα του φύλου του ως θηλυκό, ασχέτως με το βιολογικό φύλο που του έχει αποδοθεί
3. Gas-lighting: Μέθοδος ψυχολογικής χειραγώγησης με σκοπό τη σπορά αμφιβολιών σχετικά με τις μνήμες και την αντίληψη των ατόμων που έχουν υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά
Το κείμενο της καταγγελίας: https://athens.indymedia.org/post/1612353/