Δίκη της Χρυσής Αυγής, άγνωστα σημεία και προεκτάσεις – Ο μύθος των δύο άκρων

αναδημοσίευση από τον ιστότοπο The Blast

Η δίκη της Χρυσής Αυγής παραμένει στο επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος ακόμα κι έναν χρόνο μετά, ιδίως τώρα που υπάρχει εκ νέου έξαρση της ακροδεξιάς επιθετικότητας, και «το τείχος της δημοκρατίας ενάντια στο φασισμό» έχει διαρραγεί με την κυβερνητική παράταξη να έχει κεντρικό της αφήγημα τη θεωρία των δύο άκρων. Για να εκτιμήσουμε όμως τον αντίκτυπο αυτή της δικής συνολικά πρέπει να πάμε λίγο πίσω στον χρόνο.

Πριν ακόμα από την έκδοση της απόφασης με την οποία κρίθηκε πρωτοδίκως ως εγκληματική οργάνωση, η αντιπαράθεση είχε χτυπήσει κόκκινο. Εντός και εκτός βουλής, στο διαδίκτυο, στον τύπο και στα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης που φιλοξενούσαν απόψεις και οπτικές γύρω από την εξέλιξη της δίκης. Ωστόσο κάποια πράγματα περίτεχνα έχουν μείνει στο σκοτάδι, δεν συζητήθηκαν ιδιαίτερα, δεν τονίστηκαν ιδιαίτερα κι αυτό σίγουρα δεν είναι άνευ σημασίας. Μπορεί μέσα στα εφτά χρόνια που υφίστατο η δικογραφία εναντίον της Χρυσής Αυγής κάποια από αυτά να είχαν ακουστεί λιγότερο ή περισσότερο, ακόμα και εντός της δικαστικής αιθούσης, σε κάποιο άρθρο ίσως, σε κάποια τοποθέτηση στα social media, αλλά ποτέ δεν μπήκαν στον δημόσιο διάλογο ηχηρά, με πάταγο και με κρότο, ως θα όφειλαν.

Το πρώτο είναι το τι σηματοδοτεί η δίωξη της Χρυσής Αυγής ως απλής εγκληματικής οργάνωσης. Όπως είναι γνωστό η Χρυσή Αυγή είναι πολιτική οργάνωση του ακροδεξιού χώρου ήδη από το 1990, με καταστατικές θέσεις υπέρ του ναζισμού, υπέρ της κατάργησης του δημοκρατικού πολιτεύματος, και υπέρ της βίας. Από τις αρχές της ίδρυσής της η Χρυσή Αυγή φέρεται να έχει εμπλακεί σε πολλά επεισόδια βίας, πολλά από αυτά επώνυμα, καθώς ανελάμβανε την ευθύνη μέσα από τα έντυπά της, ενώ ο λόγος της συνιστούσε διαρκή διέγερση σε ρατσιστικά και άλλα εγκλήματα. Στη συνέχεια η Χρυσή Αυγή μορφοποιείται σε πολιτικό κόμμα φτάνοντας να έχει εκπροσώπηση σε δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, ακόμα και στην ίδια τη Βουλή ως τρίτο κόμμα. Πρόκειται επομένως για ένα πολιτικό μόρφωμα δεδηλωμένα εχθρικό προς την αστική δημοκρατία το οποίο ασπάζεται και υιοθετεί πρακτικές πολιτικής βίας. Άρα δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε συμμορία του κοινού ποινικού δικαίου αλλά για μια πολιτική εξτρεμιστική οργάνωση, και από όσο ξέρουμε, η διεθνής τάση και πρακτική είναι, εδώ και δεκαετίες, τέτοιου τύπου οργανώσεις να αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές, και να διώκονται με αντίστοιχα νομοθετικά πλαίσια.

Το 2002 το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε σχετική απόφαση-πλαίσιο (2002/475/ΔΕΥ) με την οποία καλούσε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να εναρμονιστούν στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, με τις αντίστοιχες οδηγίες όπως αυτές διατυπώνονταν στη σχετική απόφαση. Οι ελληνικές αρχές, έχοντας ως τότε νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης, προέβησαν σε σχετικές διώξεις την περίοδο 2002-2004 βάσει αυτού. Έκτοτε με τον νόμο 3251/2004 εναρμονίζεται και η ελληνική νομοθεσία με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με το άρθρο 187α του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει και ορίζει τι συνιστά τρομοκρατία για το ελληνικό νομικό σύστημα. Η τρομοκρατική δράση αποκτά επομένως τη δική της νομική τυποποίηση η οποία περιγράφεται ως τέλεση κακουργήματος ή οποιουδήποτε εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης ή εγκλήματος κατά της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες ή με τέτοιον τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.


Από τη στιγμή που αριστερές ή αναρχικές πολιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις διώκονται τουλάχιστον δυο δεκαετίες στη χώρα μας βάσει αυτού του νομικού πλαισίου, θα περίμενε κανείς να δει και μια εξτρεμιστική οργάνωση του ακροδεξιού χώρου να εμπίπτει στο ίδιο πλαίσιο, καθόσον πέρα της ιδεολογικής διαφοροποίησης που υποθετικά ούτως ή άλλως δεν λαμβάνει υπόψη του ο νομοθέτης (καθώς ήδη από την ευρωπαϊκή σύμβαση 1977 υπάρχει σχετική σύσταση ώστε τα εγκλήματα τρομοκρατίας να μην μπορούν να θεωρηθούν ως πολιτικά εγκλήματα, εγκλήματα συναφή με πολιτικό έγκλημα ή εγκλήματα εμπνεόμενα από πολιτικά κίνητρα), δεν προκύπτει κάποια άλλη εμφανή διαφορά στο πλαίσιο δράσης.

Ωστόσο η Χρυσή Αυγή δεν διώχθηκε ποτέ με αυτό το πλαίσιο κάτι που, ανεξάρτητα από το ποια είναι η γενικότερη θέση οποιου(ας)δήποτε από μας απέναντι στη λογική και το πνεύμα της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, συνιστά μια παραδοχή από μέρους, αν όχι όλου, του πολιτικού συστήματος, ότι η δράση της Χρυσής Αυγής, παρότι πολιτική οργάνωση, παρότι πολιτικό κόμμα, δεν συνιστά πολιτικό εξτρεμισμό όπως τον αντιλαμβάνονται και τον περιγράφουν οι σχετικές αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, αλλά μια απλή οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Αυτό φυσικά συνεπάγεται και τα ακόλουθα πολιτικά τετελεσμένα πάνω στα οποία μπορούν να εξαχθούν με μια σχετική ασφάλεια και τα ανάλογα συμπεράσματα.

Μένει λοιπόν ως θέσφατο ότι ο πολιτικός και νομικός κόσμος τη χώρας δεν αντιλαμβάνεται μια νεοναζιστική εξτρεμιστική οργάνωση που φέρεται να διαπράττει σωρεία κακουργημάτων, ανάμεσά τους ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονίας, οργανωμένες ρατσιστικές επιθέσεις, διακεκριμένες φθορές σε ιδιοκτησίες με βανδαλισμούς, εμπρησμούς ή εκρήξεις, αντιποιήσεις αρχής, πλαστογραφίες, προμήθεια και κατοχή οπλισμού (ή εκρηκτικών ανά περίπτωση) ως τρομοκρατική, και ούτε τη δράση της ως τρομοκρατία. Συνεπώς το ότι ένα βίαιο πολιτικό κόμμα νεοναζιστικής ιδεολογίας που διέπραττε τα ως άνω εγκλήματα διεκδικούσε την εξουσία στις εθνικές εκλογές ενώ αποτελούσε ήδη μέρος των κατά τόπους συμβουλίων τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, δεν είναι αρκετό γεγονός από μόνο του για να διαταραχθεί η δημόσια τάξη με τέτοιον τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό. Αυτό επειδή τη προηγούμενη φορά που ένα τέτοιο κόμμα πήρε την εξουσία σε μια χώρα (Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα Γερμανίας) είδαμε πόσο καλά πήγε για την ίδια –αλλά και άλλες– και τους διεθνείς οργανισμούς της εποχής (ΚτΕ).

Στην ίδια λογική δεν φαίνεται να προκύπτει κίνδυνος σοβαρής βλάβης ή ακόμα και καταστροφής των θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών ή οικονομικών δομών της χώρας από ένα κόμμα με τις παραπάνω προδιαγραφές το οποίο φανερά και διακηρυγμένα εξυμνεί δικτατορίες και πραξικοπήματα. Έχει νόημα αυτό. Υποθέτουμε πως το ίδιο κόμμα σίγουρα δεν θα είχε την πρόθεση να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή. Κι αυτό έχει νόημα. Από την άλλη οι οργανωμένες επιθέσεις του κόμματος σε άλλες πολιτικές παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα ή και σε ολόκληρες ομάδες μεταναστών και προσφύγων δεν συνιστούν σκοπό σοβαρού εκφοβισμού ενός πληθυσμού. Μάλλον γιατί οι παραπάνω δεν νοούνται ως πληθυσμοί δυνάμενοι να εκφοβιστούν, ή γενικά ως πληθυσμοί (;).

Όπως και να έχει η νομική και πολιτική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής ως απλής εγκληματικής οργάνωσης αφήνει πίσω ως παρακαταθήκη το γεγονός ότι ο πολιτικός κόσμος στιγματίζει ως τρομοκρατία μονάχα την πολιτική βία που προέρχεται από την αριστερά και τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά ανάγει σε επίπεδο βίαςσυμμοριών την πολιτική βία της ακροδεξιάς. Κατανοούμε γιατί. Παρά τις κορώνες για θεωρίες των δύο άκρων και άλλες ανυπόστατες παραφιλολογίες, η συγκεκριμένη μεροληψία υφίσταται γιατί το ελληνικό πολιτικό σύστημα της χώρας, παρά τις κατά καιρούς μεταβάσεις του, διατηρεί έναν εθνικόφρονα προσανατολισμό στον οποίο υποκύπτουν εν είδει ρεαλισμού, και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και αυτές της αριστεράς. Ζώντας στον αστερισμό της εθνικοφροσύνης είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τα δεδομένα της Ελλάδας να στιγματιστεί ως τρομοκρατική μια παράταξη της δεξιάς πολυκατοικίας, όπως αντίστοιχα συμβαίνει σε ευρωπαϊκές χώρες σαν τη Γερμανία, καθώς οι μετέπειτα πολιτικοί συσχετισμοί και ο δημόσιος πολιτικός διάλογος θα επηρεαστεί δραματικά. Είναι σαν να έχει επιβληθεί λοιπόν ένα άτυπο status quo ότι η τρομοκρατία στην Ελλάδα θα προέρχεται μόνο από τα αριστερά. Η δίκη της Χρυσής Αυγής δεν θα μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει αυτό το συμπέρασμα.

Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο μείζον ζήτημα της συγκεκριμένης δίκης που έχει μείνει στο σκοτάδι. Έστω λοιπόν ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι πολιτική εξτρεμιστική οργάνωση αλλά μια συμμορία που δρα εγκληματικά, επειδή ξύπνησε μια μέρα και αυτό ήθελε να κάνει, αντί π.χ. να ιδρύσει έναν σύλλογο φιλοτελιστών. Από τη στιγμή που της αποδίδεται ο χαρακτήρας της εγκληματικής οργάνωσης, μιας οργάνωσης με κάθετη ιεραρχία που έχει διευθύνοντα στελέχη, στα οποία αποδίδεται κιόλας η κατηγορία της διεύθυνσης, θα περίμενε κανείς να δει και την απόδοση ηθικών αυτουργιών στη διάπραξη των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ποτέ. Κάτι πρωτοφανές για υπόθεση του 187 στην οποία έχει αποδοθεί διεύθυνση οργάνωσης σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Από την απόδοση του κατηγορητηρίου δεν υπάρχει διατύπωση ηθικής αυτουργίας στα θεωρούμενα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης. Ενώ αναγνωρίζεται ότι αυτοί διηύθυναν την εν λόγω οργάνωση, άρα καθόριζαν το πλαίσιο δράσης της και ωθούσαν τα μέλη της στο να διεκπεραιώνουν αυτή τη δράση, κι ενώ καταδικάζονται για αυτό, από την άλλη φαίνεται να μην προκύπτει καμία εμπλοκή τους στη διεκπεραίωση της δράσης της οργάνωσης. Τουλάχιστον αυτής που εξετάζεται στη συγκεκριμένη δικογραφία. Αυτό δημιουργεί δύο τετελεσμένα:

α) ότι η ηγεσία της Χρυσής Αυγής ήταν διακοσμητική και δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν κάτι διακοσμητικούς αντιπροέδρους ΔΣ που εμφανίζονται μόνο στην κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας, και δεν έχουν επιπλέον πάρε-δώσε. Ένα καθαρά εικονικό αξίωμα, έτσι τιμητικά για τη συμβολή τους και την παρουσία τους στον χώρο της ακροδεξιάς.

β) ότι η βάση της Χρυσής Αυγής είχε αυτονομηθεί από την ηγεσία της, οπότε έπαιρνε και εκτελούσε αποφάσεις εκτός πλαισίων της οργάνωσης, άρα οι εξεταζόμενες στο κατηγορητήριο πράξεις δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο δράσης της οργάνωσης Χρυσής Αυγής.

Ουσιαστικά η απόφαση του δικαστηρίου της 7ης Οκτώβρη του 2020 μας είπε ότι ένα από τα δύο ισχύει, δημιουργώντας ταυτόχρονα άριστο νομικό έρεισμα για την αμφισβήτηση της καταδίκης στην επανάληψή της σε δεύτερο βαθμό, αφού οι μεν μπορούν να αμφισβητήσουν μια διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης που δεν συσχετίζεται με καμία εγκληματική πράξη, και οι δε να προσβάλουν ότι η δράση τους εμπίπτει στα πλαίσια μιας ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, εφόσον δεν προκύπτει ότι έλαβαν από κάπου εντολές για να κάνουν κάτι. Καλό έτσι; Μην πέσουμε από κανένα σύννεφο αν στο εφετείο εξαφανιστεί ακόμα και η κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης.

Η μη απόδοση ηθικής αυτουργίας στη Χρυσή Αυγή ούτε τυχαία είναι ούτε βασίζεται στην ανυπαρξία σχετικών στοιχείων. Στοιχεία ότι τουλάχιστον ο αρχηγός του κόμματος είχε γνώση του τι συνέβαινε, και πως έδινε, ή δεν έδινε, έγκριση ανά περίπτωση για να συμβεί κάτι, προέκυψαν στη διάρκεια της διαδικασίας. Ο ίδιος ο αρχηγός του κόμματος είχε βγει δημοσίως σε ομιλία του πριν τις εθνικές εκλογές του 2015 και είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πολιτική ευθύνη για ποινική πράξη συνήθως συνεπάγεται αυτόματα και αναγνώριση ποινικής ευθύνης. Όχι όμως εδώ. Συνηθίζει επιπλέον να συνεπάγεται έστω μια γνώση, μια συνυπευθυνότητα, μια εμπλοκή. Κάτι που νομικά θα μπορούσε να μεταφραστεί έστω σε ψυχική συνέργεια, κατηγορία που από μόνη της είχε κοστίσει 20 χρόνια φυλακής σε άλλες περιπτώσεις (δίκες μελών ΣΠΦ για εκατοντάδες ενέργειές τους για τις οποίες δεν υπήρχε κανένα στοιχείο). Αλλά μάλλον τα μέλη οργανώσεων του άλλου «άκρου» έχουν αποκλειστικότητα στο να συνδράμουν ψυχικά σε ενέργειες για τις οποίες δεν προκύπτουν από πουθενά στοιχεία της εμπλοκής τους.

Ο πρόεδρος του κόμματος της Χρυσής Αυγής εξάλλου ένιωσε την ανάγκη να προβεί σε αυτή τη διακήρυξη πριν τις εθνικές εκλογές, όχι σε μια ξαφνική κρίση ειλικρίνειας, αλλά για να τεστάρει την ψυχολογική αντοχή και συνοχή του κομματικού του ακροατηρίου, η οποία απεδείχθη ακμαία, μιας και η Χρυσή Αυγή παρέμεινε τρίτο κόμμα στην Ελληνική Βουλή παρά τη σχετική δήλωση και του τι αυτή συνεπάγεται. Υπήρξε στρατηγικός στόχος του ίδιου του προέδρου της Χρυσής Αυγής να συνδέσει άμεσα τον φόνο του Φύσσα με την οργάνωση λίγο πριν τις εκλογές, αλλάζοντας την ως τότε γραμμή του κόμματος που κινείτο στην αντίθετη κατεύθυνση, αποποιούμενη κάθε σχετική σύνδεση με την πράξη, προκειμένου να προκαλέσει σοκ στο πολιτικό σύστημα την επαύριο των εκλογών. Επρόκειτο για μια επίδειξη πολιτικής ισχύος, αλλά το θέμα είναι πως ό,τι κι αν ήταν, σε κάθε άλλη περίπτωση, σε κάθε άλλη υπόθεση, αυτό θα συνεπαγόταν ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία, δηλαδή ποινή ισοβίων.

Από αυτήν τη σκοπιά η καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση χωρίς καταδίκες σε ηθική αυτουργία είναι σχεδόν ανέκδοτο. Αν δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η ηγεσία καθοδηγούσε μέλη της οργάνωσης σε συγκεκριμένες πράξεις τότε η καταδίκη στηρίζεται στο βουλευτικό τους αξίωμα, κάτι αυθαίρετο διότι μπορεί να υπήρχε άλλο κέντρο λήψης απόφασης για τις νόμιμες ενέργειες της οργάνωσης και άλλο για τις παράνομες. Το γεγονός ότι ήταν βουλευτές του κόμματος της Χρυσής Αυγής λοιπόν δεν συνεπάγεται από μόνο του ότι ήξεραν για όλες, ή κάποιες από, τις παράνομες δράσεις, πόσο μάλλον ότι τις διηύθυναν κιόλας, καθοδηγώντας και ασκώντας επιρροή σε άλλους να τις φέρουν εις πέρας, ασκώντας δηλαδή το λειτουργικό κομμάτι της διεύθυνσης.

Άρα εδώ υπάρχει νομικό έδαφος αμφισβήτησης της καταδίκης διότι αυτή είναι έωλη. Ουσιαστικά είτε έχουμε διευθυντές άνευ καθηκόντων, είτε οι διευθυντές είναι άλλοι που ακόμα δεν έχουν εντοπιστεί. Όπως υποτίθεται ότι συνέβαινε με τη δράση των ομάδων Rangers και Κένταυροι της ΟΝΕΔ. Μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία της Νέας Δημοκρατίας καθώς όπως είναι πλέον γνωστό, η δράση των δικών της ταγμάτων εφόδου είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από τον Γιάννη Καλαμπόκα σε σχολείο έξω από την Πάτρα. Φυσικά τότε η Νέα Δημοκρατία δεν παραπέμφθηκε σε δίκη για να στιγματιστεί και να καταδικαστεί ως εγκληματική οργάνωση με την ηγεσία της να καταδικάζεται ως διευθυντήριο αυτής. Αν τότε υπήρχαν πλοκάμια στο εσωτερικό της ΝΔ που δρούσαν ανεξέλεγκτα, γιατί να μην υπάρχουν και τώρα στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής; Κι αν προκύπτει από στοιχεία ότι δεν υπήρχαν ανεξέλεγκτα πλοκάμια τότε γιατί δεν υπάρχει απόδοση ηθικής αυτουργίας για συγκεκριμένες πράξεις στα μέλη του διευθυντηρίου από την αρχή της διαδικασίας;

Ερωτήματα που σίγουρα δεν θα απαντηθούν, και που δημιουργούν ένα αρκετά σκοτεινό σύννεφο γύρω από αυτή τη δίκη που πλέον θεωρείται ορόσημο της μάχης κατά του φασισμού στη χώρα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όπως και αν το εννοεί ο καθένας. Σκοτεινό σημείο όμως είναι και αυτή η ιδιότυπη ομερτά που υπήρξε, ιδίως στο θέμα της ηθικής αυτουργίας της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, ενώ φάνηκε ότι ήταν εξαρχής μια μεθόδευση ώστε τα στελέχη του κόμματος να γλυτώσουν δύο ισόβιες και δεκάδες χρόνια φυλάκισης. Το συγκεκριμένο γεγονός ενώ θα μπορούσε να γίνει κεντρικό σημείο πολιτική αντιπαράθεσης, ακόμα και καθαρά εργαλειακά, για στείρα αντιπολίτευση δηλαδή, μπήκε κάτω από το χαλάκι. Ποτέ δεν σηκώθηκε στη δημόσια σφαίρα με τον θόρυβο που του άξιζε, δεν έγινε σημείο πολιτικής τριβής στη Βουλή, δεν γράφτηκαν μαχητικές ανακοινώσεις κομμάτων και παρατάξεων, δεν έγιναν συνεντεύξεις τύπου. Το αν ειπώθηκε σποραδικά και ταπεινά, λίγο εδώ, λίγο εκεί, δεν είναι αυτό που αναλογεί στην περίσταση, κι αυτό φυσικά θα απασχολήσει περισσότερο στο μέλλον, αν δεν απασχολεί ήδη.

Αν κάτι προκύπτει σίγουρα από τα παραπάνω, είναι ότι αν ήταν κάτι αυτή η δίκη, ήταν σίγουρα μια μάχη εντυπώσεων. Όσο κι αν σε συμβολικό επίπεδο ήταν ένα πλήγμα η πιο radical πτέρυγα της ελληνικής εθνικοφροσύνης να αποκτά με δικαστική απόφαση το στίγμα της εγκληματικής οργάνωσης, τα ηγετικά στελέχη της γλύτωσαν με ποινές χάδι, συγκριτικά με τη διάσταση της υπόθεσης, και αποσυνδέθηκαν εντελώς από το πλαίσιο δράσης αυτής ωσάν να ήταν η Χρυσή Αυγή στον αυτόματο πιλότο. Αλήθεια πιστεύουμε ότι αυτό είναι κάτι που επηρέασε αρνητικά τη ψυχολογία των οπαδών της χρυσής αυγής ή άλλων ακροδεξιών γκρουπούσκουλων, ή ότι ενίσχυσε έτσι περισσότερο την αυτοπεποίθησή τους να δρουν όπως δρούσαν; Έναν χρόνο από την καταδικαστική απόφαση δεν βλέπουμε τους φασίστες στις τρύπες τους, άλλα έξω από αυτές να αλωνίζουν ελεύθερα ξανά. Να υποθέσουμε επομένως ότι το περιβόητο τείχος της Δημοκρατίας μάλλον δεν έκανε και τόσο καλή δουλειά ή είναι λίγο νωρίς για τέτοιες εκτιμήσεις;