Ο δόκτωρ Φρανκενστάιν του καπιταλισμού δημιούργησε ένα τέρας που αφέθηκε ελεύθερο να πλέει στο μεγάλο ποτάμι του πλανήτη, διψασμένο για τη σάρκα και το αίμα κάθε ζωντανού πλάσματος που φιλοξενείται επάνω του. Το τέρας δεν μοιάζει με τα γνωστά τέρατα των παραμυθιών της γιαγιάς. Δεν έχει σαφές πρόσωπο, μοιάζει με ένα υπερκράτος υπεράνω των κρατών, μια αόρατη εξουσία που κυβερνά τους πάντες, παρ’ ότι κανείς δεν την έχει εκλέξει. Το όνομά του είναι θηλυκού γένους, αλλά δεν έχει τίποτα από τη λεπτή ομορφιά μιας γυναίκας, και στο άκουσμα του ονόματος αυτού ρίγη διαπερνούν τον πλανήτη (ηδονικά για τους λίγους, και τρόμου για τους πολλούς): ονομάζεται «Αγορά» και ο περήφανος μπαμπάς του το έχει προικίσει με αδηφάγα πλεονεξία, κυνικότητα, συναισθηματική κενότητα χωρίς καμία ηθική και ανθρωπιά. Το τέρας, πλέοντας στο ποτάμι του πλανήτη, μεταφέρει χρηματικά κεφάλαια, ρίχνει τιμές, μαδάει απερίσκεπτους, καταστρέφει χώρες ταΐζοντας τους υπηρέτες του, και σε χρόνο μηδέν κατασκευάζει εκατομμυριούχους και ζητιάνους.
Στον κόσμο μας υπάρχει πάρα πολλή δυστυχία, η οποία είναι τα καύσιμο των μηχανών που τυπώνουν λεφτά για τους πιστούς υπηρέτες του τέρατος αυτού, που κινεί τις προπέλες του γεμίζοντας με τεράστιο πλούτο τα χρηματοκιβώτιά τους και την άδεια τους ψυχή. Κάποιες κυβερνήσεις χωρών ζητούν συχνά από το τέρας να τις πάρει έστω και για λίγο στην αγκαλιά του, ώστε να μπορέσουν να ζεστάνουν τα άδεια τους χρηματοκιβώτια παραχωρώντας του Γη κι Ελευθερία, την οποία σφετερίζονται από τους λαούς τους λες και είναι ο μοναδικός κληρονόμος τους και ιδιοκτήτης. Το τέρας, ανταποκρινόμενο στα παρακάλια των ξεπεσμένων πολιτικών ανδρείκελων, παίρνει πίσω με το εμπορικό του χέρι ό,τι δανείζει με το χρηματοπιστωτικό του, προστάζοντας απόλυτη υπακοή στις εντολές του: «θα μου δώσεις ό,τι πατάς και αναπνέεις, δεν θα υψώνεις τη φωνή, δεν θα αντιστέκεσαι στον πόθο μου, θα είσαι μπροστά μου πάντα γονατισμένος, δεν θα έχεις γνώμη σε ό,τι σε προστάζω, και θα εκτελείς χωρίς να ρωτάς γιατί. Θα σε ρωτώ τι ώρα είναι και θα μου απαντάς: «ό,τι ώρα προστάξετε».
Το τέρας όμως δεν είναι αλάθητο. και συχνά υπολογίζει χωρίς αυτούς που το κάνουν να πλέει, γιατί τίποτα δεν πλέει χωρίς την ύπαρξη του ποταμού που λέγεται Άνθρωπος, κι αυτός ο τελευταίος, την κρίσιμη στιγμή γεμίζει από υλικά συναισθημάτων όπως αυτό της αξιοπρέπειας, σηκώνοντας φράγματα στον αμέριμνο πλου του τέρατος. Η ανάγκη της επιβίωσης εφευρίσκει συνεχώς τρόπους ώστε να συνεχίσει το ανθρώπινο ποτάμι να χαράσσει αυλακιές αντίστασης επάνω στον πλανήτη, αναγκάζοντας το τέρας να έχει την αστάθεια ενός νηπίου που κάνει τα πρώτα του βήματα, το οποίο πιο συχνά πέφτει παρά περπατά.
Οι άνθρωποι γενικότερα είναι περίεργα όντα, των οποίων τις κινήσεις από τη μια πλευρά μπορείς να προβλέψεις, ενώ από την άλλη, εκεί που είσαι σίγουρος για το πώς θα κινηθούν, μπορεί να σε αφήσουν άλαλο με την επιλογή τους, και αυτό γιατί είναι κατά βάση όντα που τους αρέσει η περιέργεια, η εφευρετικότητα και ο πειραματισμός. Πράγματα που ανέκαθεν ήταν από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια τους και οι άνθρωποι –άσχετα από την ηλικία τους– τη χαρά του παιχνιδιού δεν την ξέχασαν ποτέ. Μπορεί μεγαλώνοντας να την κλείδωσαν σ’ ένα μικρό κουτάκι στη βιβλιοθήκη του μυαλού τους, και στην πορεία να ξέχασαν πού έχουν βάλει το κλειδί, αυτή όμως είναι πάντα εκεί, καλά φυλαγμένη, περιμένοντας είτε το κλειδί που θα ανακαλυφθεί ξανά στο συρτάρι που είχε αφεθεί ξεχασμένο, είτε το κατσαβίδι που θα παραβιάσει την κλειδαριά.
Firewater