Στις 5 Οκτώβρη στο δικαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού ξεκίνησε η δίκη για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα, με κατηγορούμενους τους αγωνιστές Νίκο Μαζιώτη, Πόλα Ρούπα και Κώστα Γουρνά, οι οποίοι έχουν αναλάβει και την πολιτική ευθύνη για την οργάνωση, και τους Σαράντο Νικητόπουλο, Βαγγέλης Σταθόπουλο και Χριστόφορο Κορτέση, οι οποίοι αρνούνται τις κατηγορίες, και διώκονται εξαιτίας των φιλικών-συντροφικών τους σχέσεων, και της μακρόχρονης αναρχικής τους δράσης. Μαζί τους δικάζονται η σύντροφος του Κώστα Γουρνά, Μαρί Μπεραχά, της οποίας η δίωξη είναι καθαρά εκδικητικής φύσεως επειδή είναι σύζυγος του Κ. Γουρνά, και ο αναρχικός Κώστας Κάτσενος, ο οποίος αρνείται το σύνολο των κατηγοριών.
Σημειώνεται ότι οι Ν. Μαζιώτης, Π. Ρούπα και Κ. Γουρνάς αποφυλακίστηκαν με περιοριστικούς όρους στις 11 Οκτώβρη λόγω συμπλήρωσης της 18μηνης προφυλάκιςής τους, ενώ οι Σ. Νικητόπουλος, Β. Σταθόπουλος και Χ. Κορτέσης έχουν ήδη αποφυλακιστεί με βούλευμα με τη συμπλήρωση 12μηνης προφυλάκισης τον περασμένο Απρίλη. Προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό παραμένει ο Κ. Κάτσενος, ο οποίος καταζητούταν έως τις 30 Σεπτέμβρη οπότε και παρουσιάστηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών.
Έως σήμερα (28 Νοέμβρη) έχουν πραγματοποιηθεί συνολικά 7 συνεδριάσεις, στις οποίες κάθε φορά καταδεικνύεται η πολιτική φύση της δίκης, τόσο κυρίως από τον λόγο των συντρόφων μέσα στο δικαστήριο, όσο και από τις αποφάσεις των δικαστών. Μπορεί το κράτος να μην παραδέχεται επίσημα ότι έχει πολιτικούς κρατούμενους, όπως άλλωστε δεν έχει κάνει σχεδόν ποτέ για τους κοινωνικούς αγωνιστές και τους επαναστάτες, όμως το πλαίσιο και η ροή της δίκης δείχνουν για άλλη μια φορά το αντίθετο. Ειδικό δικαστήριο (έκτακτο τρομοδικείο, κατά τα έκτακτα στρατοδικεία του παρελθόντος), ειδικοί νόμοι (τρομονόμοι), καταγραφή και φακέλωμα του ακροατηρίου με την κράτηση και φωτοτύπιση ταυτοτήτων κατά την είσοδο, απόρριψη όλων των σημαντικών ενστάσεων-αιτήσεων της υπεράσπισης με έωλα έως ατεκμηρίωτα επιχειρήματα, καταπάτηση των ίδιων των νόμων τους όποτε δεν τους βολεύουν κ.ο.κ. Περιληπτικά, ως τώρα έχουν απορριφθεί οι εξής ενστάσεις-αιτήσεις της υπεράσπισης:
- Ένσταση επί του βουλεύματος, μιλώντας για ένα κατηγορητήριο αόριστο και άκρως γενικευμένο. Συγκεκριμένα ανέφεραν: «Πώς γίνεται όλοι να είναι υπεύθυνοι για όλα;» Οι πράξεις για να αποδοθούν κατ’ ιδίαν, πρέπει να αναφερθεί τι συγκεκριμένες ενέργειες έχει κάνει ο καθένας. Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης δεν αποτελεί τυποποίηση αδικήματος. Η πράξη είναι αυτή που πρέπει να τυποποιείται σε αδίκημα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) σύμφωνα με τη δικογραφία, στο ΑΤ Ν. Ιωνίας πυροβόλησε ένα άτομο. Δεν μπορείς, λοιπόν, να αποδίδεις σε εφτά άτομα το ίδιο πράγμα. β) Κατά την επίθεση στην κλούβα των ΜΑΤ στο Γουδή, ενώ οι πυροβολισμοί ήταν 5 με 6, οι απόπειρες ανθρωποκτονίας για τις οποίες κατηγορούνται είναι 17. Ουσιαστικά οι δικαστές βασίζονται στο δόγμα της συλλογικής ευθύνης, επειδή δεν μπορούν να αποδώσουν συγκεκριμένες κατηγορίες.
- Αίτημα για δημόσια κάλυψη της δίκης από ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το οποίο απορρίφθηκε με τη δικαιολογία ότι η παρουσία κάμερας δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, ενώ παράλληλα ο εισαγγελέας είπε ότι τον αποπροσανατολίζει από την εκτέλεση των καθηκόντων του. Στο σημείο αυτό ο Ν. Μαζιώτης ανέφερε ότι «τα ΜΜΕ απουσιάζουν γιατί το κράτος και οι δικαστές δεν θέλουν να γίνει το δικαστήριο πεδίο πολιτικής προπαγάνδας. Οι ειδικές συνθήκες υποβαθμίζουν τη δημοσιότητα και θέτουν τους κατηγορούμενους ως εγκληματίες. Εγκληματική όμως είναι η ίδια η φύση του καθεστώτος». Η Π. Ρούπα είπε ότι «αν ο λόγος τους συνέφερε το καθεστώς τότε θα πλημμύριζε η αίθουσα με ΜΜΕ. Το καθεστώς τρέμει την ανοιχτή δίκη και την αναμετάδοσή της, τρέμει τη διάχυση του πολιτικού λόγου του Ε.Α.».
- Αίτημα για μεταφορά της δίκης στο Εφετείο, μιας και η διεξαγωγή της δίκης στον Κορυδαλλό κάμπτει τη δημοσιότητά της. Επίσης όλοι οι κατηγορούμενοι δεν είναι πλέον κρατούμενοι, πλην του Κ. Κάτσενου του οποίου η μεταγωγή είναι εύκολη. Το αίτημα απορρίφθηκε με την τυπική δικαιολογία ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη αίθουσα για το διάστημα που εκτιμάται ότι θα διαρκέσει η δίκη.
- Αίτημα για μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση των πρακτικών, και υλικοτεχνική υποδομή για την κάλυψη της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και πάλι με την τυπική δικαιολογία ότι υπηρεσιακώς δεν διατίθεται υποδομή και προσωπικό για να συνδράμει τη γραμματέα.
- Ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, λόγω του πολιτικού χαρακτήρα των αδικημάτων, η οποία απορρίφθηκε παραπέμποντας –κατά την πάγια τακτική που ακολουθείται σ’ αυτές τις δίκες– στο μέλλον για την επιχειρηματολογία (όταν καθαρογράψουν την απόφαση, δηλαδή).
Στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι αξίζει να παραθέσουμε κάποια μέρη από την τοποθέτηση της Π. Ρούπα η οποία έθεσε το ερώτημα: «Αυτοί που τους κυνηγάει ο κόσμος και κρύβονται θα πουν ότι εμείς είμαστε εγκληματικά στοιχεία; Εμείς δεν θέλαμε να υποβάλουμε αυτή την ένσταση, γιατί δεν θεωρούμε ότι υπάρχει δικαστήριο για να μας δικάσει. Εμείς θα έπρεπε να είμαστε ελεύθεροι, για να συμμετέχουμε στους κοινωνικούς αγώνες, στους αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση. Να τιμωρούνται θα ’πρεπε οι διάφοροι Μπάφετ και Σόρος, τα καθάρματα του χρηματιστηρίου που εξοντώνουν ολόκληρους λαούς, οι διάφοροι Τρισέ, Μπαρόζο και Λαγκάρντ, η διεθνής και η ελληνική πολιτική ελίτ, οι καπιταλιστές. Ένα λαϊκό δικαστήριο θα αποφάσιζε πολύ σκληρή τιμωρία για όλους αυτούς. Ο αποκλεισμός των ΜΟΔ (σημ. Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια, δηλαδή με ενόρκους-πολίτες) από αυτές τις υποθέσεις εκφράζει την ανασφάλεια του κράτους, και γι’ αυτό συμβαδίζει με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου. Είναι διάχυτος ο φόβος τους να μην αφεθούν αυτές οι υποθέσεις στα χέρια ανθρώπων που δεν ελέγχονται, όπως ελέγχονται οι δικαστές. Η ένσταση ήταν μια καλή ευκαιρία για να εκφράσουμε τις απόψεις μας».
Στη συνέχεια, η Π. Ρούπα ασχολήθηκε με την ανάλυση του πολιτικού χαρακτήρα των κινήτρων, συγκρίνοντας τα κίνητρα του Ε.Α. με τα κίνητρα των πολιτικών του εχθρών. «Οι κυβερνώντες», είπε, αναφερόμενη ενδεικτικά σε πολιτικές οικογένειες όπως των Καραμανλή και Μητσοτάκη, και πολιτικούς όπως οι Ρουσόπουλος και Δούκας, «έχουν καθαρά ιδιοτελή κίνητρα. Κλέβουν το ψωμί των ανθρώπων και φτιάχνουν αμύθητες περιουσίες, με τις οποίες ζουν ακόμη και όταν φεύγουν από την πολιτική. Το δικό μας συμφέρον ταυτίζεται με το συμφέρον της τάξης των προλετάριων. Στον αγώνα χάσαμε έναν σύντροφό μας, τον Λάμπρο Φούντα, εμείς μπήκαμε στη φυλακή και αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μας στην οργάνωση, για να μπορέσουμε να υπερασπιστούμε και τον νεκρό σύντροφό μας, κι αυτό δείχνει όχι μόνο ότι τα κίνητρά μας δεν ήταν ταπεινά, αλλά ότι ήταν τα πλέον κοινωνικά κίνητρα. Ταυτίσαμε τον εαυτό μας με τον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση. Αυτό το δικαστήριο θα έπρεπε να ντρέπεται και μόνο που συστήθηκε».
Στη συνέχεια, έκανε μια εκτενή ανάλυση της ιστορικής διαδρομής των τελευταίων δεκαετιών, με αναφορές στην πορεία της κρίσης, στις παρεμβάσεις του ΔΝΤ, στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ως επίθεση του συστήματος εναντίον όλων των κοινωνικών κατακτήσεων για να συνεχιστεί η συσσώρευση με άλλους όρους, την οποία συνδύασε με τις πολιτικές εξελίξεις καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, που οδήγησαν σε μεταστροφή του συστήματος σε σχέση με την αντιμετώπιση των ένοπλων οργανώσεων. Μεταστροφή που αποτυπώθηκε στους διαδοχικούς τρομονόμους, που έφτασαν τελικά στην εισαγωγή της έννοιας της «τρομοκρατίας». «Πλέον το κράτος δεν έχει ανάγκη να φτιάχνει περιτυλίγματα του νομικού πλαισίου για τη δίωξη των εχθρών του. Έπεται ο χαρακτηρισμός ως «τρομοκρατικής» κάθε δράσης που αμφισβητεί το σύστημα, ακόμη και με μη ένοπλα μέσα, έπεται η δίωξη ακόμη και του φρονήματος. Είναι τόσο ανασφαλείς που θα διώξουν ακόμη και λέξεις και φράσεις. Γι’ αυτό θα μας καταδικάσετε», συνέχισε, «ακόμη και χωρίς στοιχεία». Έφερε, δε, ως παράδειγμα καταδίκες στην υπόθεση της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, χωρίς κανένα στοιχείο. «Καταδίκες που έγιναν βάσει της λογικής ότι δεν μας ενδιαφέρει τι λένε αυτοί ή αν υπάρχουν στοιχεία, αλλά αρκεί ότι τους αναγνωρίζουμε εμείς ως δεδηλωμένους εχθρούς του συστήματος. Αν πάρουμε μία προς μία όλες τις ενέργειες του Ε.Α. δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι πολιτικό και στην επιλογή των στόχων και στην ανάλυση. Όλες οι ενέργειες είχαν συγκεκριμένη πολιτική στόχευση (έφερε παραδείγματα). Αν αυτά δεν είναι πολιτικές επιλογές, τότε τι είναι; Δεν περιμένουμε αναγνώριση από το δικαστήριο», κατέληξε, «αλλά στην Ιστορία έτσι θα καταγραφεί ο Ε.Α.». - Ένσταση για την αντισυνταγματικότητα και αοριστία του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα (τρομονόμος). Όπως είπε ο Σ. Νικητόπουλος «όποτε οξύνονται οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, το κατασταλτικό οπλοστάσιο ενισχύεται, και το τεκμήριο αθωότητας καταργείται. Το συγκεκριμένο άρθρο του Π.Κ. δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για τους μεγαλοαπατεώνες και για σκάνδαλα τύπου Siemens, αλλά χρησιμοποιείται συστηματικά για τη δίωξη αγωνιστών του αντικαπιταλιστικού κινήματος». Το δικαστήριο απέρριψε και αυτήν την ένσταση, με το σκεπτικό ότι και το συγκεκριμένο άρθρο του Π.Κ. δίνει τη δυνατότητα στους δικαστές να αξιολογήσουν επί της ουσίας τις κατηγορίες.
- Ένσταση επί της εξέτασης του μάρτυρα Κ. Παπαθανασάκη, Τμηματάρχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, μιας και υπάλληλοι που έχουν εκτελέσει ανακριτικά και προανακριτικά καθήκοντα δεν μπορούν να είναι μάρτυρες, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Και αυτό γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν διαμορφώσει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το πλαίσιο μέσα στο οποίο η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο για να κριθεί. Επομένως, θεωρείται εκ προοιμίου ότι δεν είναι απροκατάληπτοι μάρτυρες, αλλά έχουν άποψη για την υπόθεση και για τους κατηγορούμενους, και συχνά προσωπικό συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Κ.Παπαθανασάκης ήταν αυτός ο οποίος ξεκίνησε την προανάκριση για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ήταν αυτός που ζήτησε την άρση απορρήτου κάποιων τηλεφωνικών γραμμών, έδωσε την εντολή να διερευνηθούν κάποια πειστήρια, έγραψε το σύνολο των καταλόγων αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό. Στην προανακριτική κατάθεση δεν ανάφερε κανένα πραγματικό περιστατικό, προέβη όμως σε αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων.
Παρά τα απολύτως νομικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα των συνηγόρων υπεράσπισης, το δικαστήριο απέρριψε τελικά και αυτήν την ένσταση, με το αιτιολογικό ότι ο Παπαθανασάκης άσκησε τα συνήθη υπηρεσιακά του καθήκοντα (sic!), και δεν έκανε ανακριτικές πράξεις! Ουσιαστικά δηλαδή οι δικαστές αποφάσισαν να κάνουν δίκη με βασικό μάρτυρα το σεναριογράφο της αντιτρομοκρατικής, κουρελιάζοντας τους ίδιους τους νόμους τους, και εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο, κατά την οποία θα φέρνουν έναν αρχιασφαλίτη ως αυθεντία, και το σενάριο που αυτός θα παρουσιάζει θα θεωρείται αδιάψευστο αποδεικτικό μέσο.
Στην κατάθεσή του ο Παπαθανασάκης, στο 80% των ερωτήσεων που του τέθηκαν απάντησε «δεν θυμάμαι» ή «δεν γνωρίζω», όταν αντιλήφθηκε ότι το «δεν απαντώ», που το δοκίμασε στην αρχή, δεν μπορεί να σταθεί. Ένα άλλο δικαστήριο, που θα δίκαζε μια συνήθη ποινική υπόθεση, θα τον είχε αποπέμψει μ’ ένα περιφρονητικό «πηγαίνετε, κύριε». Όμως, το τρομοδικείο τον δέχτηκε ως βασικό μάρτυρα. Η εξέτασή του από την έδρα ήταν εξοργιστικά διεκπεραιωτική. Μερικές τυπικές ερωτήσεις από τον πρόεδρο, χωρίς καμιά αμφισβήτηση της αυθεντίας, ακόμη και εκεί που οφθαλμοφανώς «μπάζει» το σενάριο.
Αντίθετα με την έδρα, οι συνήγοροι υπεράσπισης τον «ξετίναξαν» με τις ερωτήσεις τους, και στο τέλος της διαδικασίας ο Παπαθανασάκης είχε αποδειχτεί ένας παντελώς αναξιόπιστος μάρτυρας. Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 12 Δεκέμβρη με την εξέτασή του από τους υπόλοιπους συνηγόρους.
Επίσης, κατά την 4η συνεδρίαση (9 Νοέμβρη), οι Π. Ρούπα και Ν. Μαζιώτης ζήτησαν να κληθούν ως μάρτυρες αναγκαίοι για τη διαδικασία τρεις κατηγορίες ατόμων: α) πρόσωπα σχετιζόμενα με τις ενέργειες του Ε.Α., όπως π.χ. οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας, ο αμερικανός πρέσβης, ο πρόεδρος του Χρηματιστήριου κ.ά. β) υψηλόβαθμα στελέχη των μηχανισμών καταστολής, όπως ο τέως διοικητής της ΚΥΠ, Κοραντής, και ο τέως υπουργός Δημόσιας Τάξης, Μαρκογιαννάκης, που είχαν πει ότι η παρακολούθηση του Ν. Μαζιώτη ουδέποτε διακόπηκε, και τα στελέχη της «Αντιτρομοκρατικής», Χωριανόπουλος, Παπαγεωργίου και Μπαλάκος, και γ) χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί, φύλακες υπουργείων και άλλοι, που είχαν καταθέσει στη φάση της προανάκρισης, αλλά δεν κλητεύθηκαν στη δίκη. Αυτοί πρέπει να κληθούν να καταθέσουν σχετικά με το ότι ο Ε.Α. πάντοτε έπαιρνε όλα τα μέτρα για να μην υπάρξουν θύματα στις ενέργειές του, ενώ σε περιπτώσεις που κινδύνεψαν πολίτες αυτό συνέβη γιατί η αστυνομία δεν πήρε έγκαιρα μέτρα, παρά τις προειδοποιήσεις της οργάνωσης.
Το δικαστήριο, μετά και την παρέμβαση της υπεράσπισης, που θύμισε πως απόρριψη τέτοιων αιτημάτων χωρίς αιτιολογία οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, επιφυλάχτηκε ν’ αποφασίσει κατά την πρόοδο της δίκης.
De Cleyre
Πηγές και περισσότερες λεπτομέρειες για την εξέλιξη της δίκης:
http://www.eksegersi.gr/
http://safa.espiv.net/