Πώς πέρασαν 50 μέρες…
Κι άλλαξε η ζωή μας προς το καλύτερο, με περισσότερη ελπίδα και περισσότερη αξιοπρέπεια. Πόσο χαίρομαι που τους γνώρισα όλους τους.
Στην Υπατία δόθηκε ένας πολιτικός αγώνας.
300 μετανάστες εργάτες, που οι περισσότεροι μένανε και δούλευαν στα Χανιά, οργανώθηκαν για να έρθουν στην Αθήνα και να ζητήσουν να αποκτήσουν πρόσωπο, δικαίωμα στην νοσοκομειακή περίθαλψη, δυνατότητα να κυκλοφορούν ελεύθεροι χωρίς να φοβούνται πως ενώ ζουν, δουλεύουν και πληρώνουν όπως όλοι και όλες μας, ανά πάσα στιγμή μπορούν να βρεθούν σε καθεστώς σύλληψης και απέλασης γιατί δεν έχουν χαρτιά.
Ήρθανε αποφασισμένοι να διεκδικήσουν το δικαίωμα να μπορούν να ζουν εδώ νόμιμα και να μπορούν να επισκεφτούν τις πατρίδες τους, και τους γονείς τους.
Όλες οι συγκυρίες πολιτικά ήταν εναντίον τους τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Όλα καθορίστηκαν από τους όρους που οι ίδιοι οι απεργοί έβαλαν.
Ξεκινώντας την απεργία πείνας στη Νομική άνοιξε μια μεγάλη κουβέντα και κερδήθηκε αναπόφευκτα η δημοσιότητα που χρειαζότανε ένα τόσο μεγάλο γεγονός οργανωμένο από απλούς καταπιεσμένους εργάτες.
Η κυβέρνηση πολλές φορές άστοχα νόμισε ότι με τις πράξεις της, μπορεί να υποτιμήσει, να εκφοβίσει ή και να κοροϊδέψει τους απεργούς. Δεν τα κατάφερε όμως. Κάθε απόφαση οριζότανε από τις συνελεύσεις των ίδιων των απεργών. Το ότι κάποιοι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους λόγω καταγωγής, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν και θέληση και μυαλό και αυτοσεβασμό. Σημαίνει όμως, ότι η κοινωνία που επιτρέπει κάτι τέτοιο, δείχνει τον ρατσισμό της και όχι την πολιτική αντιμετώπιση ενός τέτοιου ζητήματος.
Δίπλα τους στάθηκαν αλληλέγγυοι από την Κρήτη και την Αθήνα, άνθρωποι και οργανώσεις. Η αλληλεγγύη αναζητήθηκε παντού, και βρέθηκε ανάμεσά μας. Μετρηθήκαμε και βρεθήκαμε εκεί με πολλούς τρόπους. Από την αρχή, στις πρώτες μέρες της Νομικής ερχότανε κόσμος κι έφερνε ρούχα, κουβέρτες, υπνόσακους, χρήματα, από την Αθήνα, με εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε πόλεις μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Πολλές οργανώσεις με αγεφύρωτες αντιθέσεις βρέθηκαν μαζί να στήνουν σκηνές, να κάνουν βάρδιες περιφρούρησης, να είναι μαζί συνοδοί των απεργών στα νοσοκομεία. Ξαναβρέθηκε και ξανασυζήτησε πολύς κόσμος. Σχεδόν αυτή η απεργία πείνας μας ένωσε. Έγιναν πορείες, συνεντεύξεις, γράφτηκαν τραγούδια, συζητήθηκε στο ραδιόφωνο, υποθέτω και στην τηλεόραση, αλλά μετά την πρώτη-δεύτερη φορά που η διαστρέβλωση της πραγματικής κατάστασης που ζούσαμε ξεπέρασε κάθε φαντασία, προκειμένου να υπηρετήσει μια απολογία στην άκρα δεξιά που συνεχώς υποδαυλίζει τον ρατσισμό, έκλεισε και δεν ξαναλειτούργησε.
Το κτίριο της Υπατίας με τρόπους πολύ ειρωνικούς απέδωσε ακριβώς την υποκρισία της κυβέρνησης απέναντι στη μεταναστευτική μη πολιτική της. Ένα μέγαρο που δεν υποδέχεται, δεν ζεσταίνει, αλλά κοιμίζει στριμωγμένους ανθρώπους στα κρύα πατώματα και σε σκηνές στον κήπο της, χωρίς θέρμανση και τουαλέτες, δημιουργώντας μόνη της τις συνθήκες για τσαντίρια μέσα στον χώρο, για να προστατευτούν οι άνθρωποι από το κρύο, τη βροχή ακόμη και το χιόνι που είδαμε αυτές τις 50 μέρες.
Και βέβαια πάνω από όλα μένουν οι στιγμές. Οι μικρές στιγμές ανάμεσα στους απεργούς που κέρδισαν όλον τον σεβασμό, και ανάμεσα σε αλληλέγγυους και γιατρούς που δεν έπαψαν να απαντούν σε κάθε ώρα του εικοσιτετράωρου στα τηλέφωνα, στις ερωτήσεις, στις διευθετήσεις, στην οργάνωση των αναγκών.
Άνθρωποι νυσταγμένοι που δεν γκρίνιαξαν, που ήταν εκεί με το χαμόγελο και την διάθεση να προσφέρουν. Άνθρωποι που προσπέρασαν τον χρόνο και τις καθημερινές τους συνήθειες.
Στιγμές ανάμεσα στους απεργούς που λειτούργησαν συλλογικά συγκινητικά και ανθρώπινα, ακόμη και στα νοσοκομεία, ακόμη κι όταν δεν μπορούσαν να κλείσουν τη γροθιά τους για να τους πάρουν αίμα. Ακόμη και τότε δεν ακούστηκε ήχος πόνου ή δυσφορίας, αλλά ακούστηκαν πολλά ευχαριστώ προς τους αλληλέγγυους συνοδούς που δεν τους άφησαν μόνους τους στα ράντζα, στα δωμάτια και στους διαδρόμους. Στιγμές χαράς, όταν έφτασε η ανακοίνωση της τελικής διαπραγμάτευσης και έσπασε η συνήθης ησυχία τους από κραυγές χαράς. Όταν οι πρώτοι απεργοί κατέβηκαν από το ισόγειο στον κήπο, κάθισαν στις καρέκλες του κήπου κι έλεγαν: «θα πάω να δω τη μάνα μου».
Μετά τις ανακοινώσεις των τελικών διαπραγματεύσεων υπήρξε μια διαφωνία που έφτασε ως το τέλος να συνοδεύει κάποιους για το αν ήταν νίκη των απεργών το καθεστώς ανοχής που επιτεύχθηκε, και κατά πόσο έπρεπε να τηρηθεί μια πιο σκληρή στάση, που πιθανότατα θα απέβαινε μοιραία για κάποιους πιο εξασθενημένους απεργούς πείνας και δίψας, αλλά αυτό είναι μια κουβέντα που θα γινότανε και πάλι πατώντας πάνω στην πλάτη των απεργών μεταναστών.
Αυτοί οι 300 γενναίοι μετανάστες, με τη θέλησή τους να ζήσουν, μας έδωσαν πίσω και τη δική μας αξιοπρέπεια, μας έδειξαν πώς χωρίς να πέσει ούτε μια πέτρα, μπορείς να αγωνίζεσαι για το δίκιο σου, να βιώνεις τη μέθη της αλληλεγγύης, να κερδίζεις κομμάτια του ονείρου σου και να συνεχίζεις, γιατί όταν τα αυτονόητα γίνονται αγώνας, τότε κανείς δεν είναι ξένος πουθενά.
Μαργαρίτα μια αλληλέγγυα