Μια ιστορική-κοινωνική αναδρομή στο «παλαιστινιακό ζήτημα»

Εισαγωγή

Η απαρχή του λεγόμενου «παλαιστινιακού ζητήματος» τοποθετείται χρονικά στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Κατά την ενασχόλησή μας με το ζήτημα, κρίναμε σκόπιμη τη φιλοξενία μιας σύντομης ιστορικής αναδρομής στα γεγονότα που σημάδεψαν την ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Η ανάδειξή τους υπογραμμίζει πως το «παλαιστινιακό ζήτημα» είναι πιο σύνθετο, και η εξάντλησή του στην υποστήριξη των Παλαιστίνιων, αφήνει περιθώρια σε αντισημιτικές προσεγγίσεις. Ταυτόχρονα, δεδομένης της υποστήριξης μιας μερίδας του ανταγωνιστικού κινήματος (ειδικά της κεντρικής Ευρώπης) προς το κράτος του Ισραήλ, «καλούμαστε» να επαναλάβουμε πως η περίπτωσή του, όπως είναι εύλογο, είναι μία ακόμα ψηφίδα στην αιματοβαμμένη ιστορία του έθνους-κράτους. Η τραγική υποστήριξη που λαμβάνει ακόμα και από μερίδα του αντικρατικού κινήματος, δείχνει τον βαθμό των αντιφάσεων που έχουμε να ξεπεράσουμε.

Οφείλουμε να επισημάνουμε πως ο περιορισμός του χώρου της εφημερίδας δεν επιτρέπει μια αναλυτική παράθεση των γεγονότων που έχουν σημαδέψει την καρδιά της Μέσης Ανατολής, παρά μόνο μια ενδεικτική συνοπτική αναφορά.

Το εβραϊκό ζήτημα – Ένα σύντομο ιστορικό

Στα μέσα το 19ου αιώνα η περιοχή του Λεβάντε, απαρτίζεται από πολυποίκιλες κουλτούρες, με πλούσιο κοινωνικό μωσαϊκό, φατρίες παλαιστίνιων Αράβων, παλαιστινίων Εβραίων, μειονότητες χριστιανών, αλλά και την διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακολουθεί μια αρκετά βίαιη περίοδος καθώς στην περιοχή της σημερινή Παλαιστίνης-Ισραήλ διεξήχθη ο Α’ και Β’ Αιγυπτοθωμανικός πόλεμος, με την επικράτηση του εγιαλετιού της Αιγύπτου στον Α’, και της Ο.Α. στον Β’.

Με την εμφάνιση του «σιωνιστικού κινήματος» επανέρχεται, στα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάγκη ίδρυσης εβραϊκού κράτους. Η γέννηση του σιωνισμού αποδίδεται στον Τέοντορ Χερτζλ, ουγγρουεβραίο σοσιαλιστή δημοσιογράφο, ο οποίος το 1896 εκδίδει το βιβλίο «Το εβραϊκό κράτος». Εκεί υποστηρίζει τη δημιουργία ενός κράτους, εντός του οποίου θα ζει με ασφάλεια ο εβραϊκός πληθυσμός, που για αιώνες βιώνει την καταπίεση και τον στιγματισμό, και τα δύο απότοκα του διάχυτου αντισημιτισμού παγκοσμίως.
Στα τέλη του 19ου πραγματοποιείται η πρώτη λεγόμενη αλίγια, η πρώτη μαζική μετανάστευση Εβραίων, κυρίως από την Ρωσική αυτοκρατορία, το Μαρόκο, την Υεμένη και τη Περσία προς τα εδάφη της Παλαιστίνης, κίνηση που ενισχύεται με τη «διακήρυξη του Μπάλφουρ», το 1917. Ο Μπάλφουρ, Βρετανός υπουργός εξωτερικών, για πρώτη φορά αναφέρθηκε επίσημα σε εβραϊκή πατρίδα εντός της Παλαιστίνης, την ώρα που ο γηγενής αραβικός πληθυσμός εξέφραζε την αντίθεσή του.

Η λήξη του Α’ Π.Π. αφήνει την ευρύτερη περιοχή (που ως τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) τεμαχισμένη και υπό την κατοχή των «νικητήριων» δυνάμεων της Ανταντ (κυρίως Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία). Παραμένει υπό αυτό το καθεστώς για όλο το διάστημα του μεσοπολέμου με τη σιωνιστο-παλαιστινιακή διαμάχη να διαμεσολαβείται από την επιτήρηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Ολοκαύτωμα, στη συνέχεια, το τραγικό αποκορύφωμα του Β’ Π. Π. και του αντισημιτικού κυνηγιού που προηγήθηκε, αποτέλεσε το όχημα πάνω στο οποίο το πρόταγμα του σιωνισμού για σύσταση αυτόνομου εβραϊκού κράτους εδραιώθηκε διεθνώς, με όλο και περισσότερους Εβραίους να εγκαθίστανται στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης.

Η ιδρυτική διακήρυξη του Ισραήλ έρχεται στις 14 Μαΐου του 1948 (λίγες ώρες πριν την λήξη της βρετανικής κατοχής στην περιοχή) με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Ενώ για τον εβραϊκό πληθυσμό η μέρα αυτή σηματοδοτεί το «τέλος των διωγμών» με την «επιστροφή στη γη της Επαγγελίας», για τον ντόπιο αραβικό πληθυσμό που αποτελούσε την πλειοψηφία των κατοίκων της Παλαιστίνης, η μέρα αυτή μένει στην ιστορία ως Nakba (ημέρα της καταστροφής), σηματοδοτώντας την «έξοδο από τα δικά τους πατρογονικά εδάφη».

Το παλαιστινιακό ζήτημα – Ιντιφάντα

Στον ιδεολογικό πυρήνα του νεοσύστατου ισραηλινού κράτους (και των πιο αντιδραστικών ρευμάτων του σιωνισμού), η «εγκληματοποίηση» των Παλαιστίνιων εκκινεί από τη μη αναγνώρισή τους ως ξεχωριστή οντότητα στο εσωτερικό του αραβικού πληθυσμού. Δεν αναγνωρίζεται καμία σχέση του πληθυσμού που ήδη κατοικεί στα υπό διεκδίκηση εδάφη, με τα ίδια αυτά εδάφη, και ως εκ τούτου «αφαιρείται» από αυτόν το δικαίωμα να παραμένει εκεί: Από το 1948, ο επεκτατισμός του κράτους του Ισραήλ υλοποιείται με πολεμικές επιχειρήσεις, διαρκείς εποικισμούς, εκτοπισμό και ξεριζωμό των Παλαιστίνιων, στρατιωτική κατοχή, επιθετικότητα εποίκων και στρατιωτών, διάχυτη επιτήρηση και έλεγχο, στρατιωτικά φυλάκια και σημείου ελέγχου, χιλιόμετρα τειχών, επιβαλλόμενη φτώχεια, πολύχρονες φυλακίσεις, δυσκολία μετακινήσεων, σφαίρες «στο ψαχνό» που οδηγούν σε μαζικούς ακρωτηριασμούς και θανάτους. Πρόκειται για μια καθημερινή συνθήκη, η οποία έχει μετατρέψει τη Λωρίδα της Γάζας στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου, και –το πιο σημαντικό– έχει αναγάγει τη ζωή στην Παλαιστίνη σε «κατεχόμενη ζωή».

Η συνθήκη αυτή συμπληρώνεται από την πολιτική νομιμοποίηση της διεθνούς κοινότητας –με πρωτεργάτριες για ακόμα μία φορά τις Η.Π.Α– αλλά και με συμπαιγνίες του Ισραήλ με τα γειτονικά αραβικά κράτη, και τις ανά καιρούς ηγεσίες των Παλαιστίνιων.

Από την πλευρά των Παλαιστίνιων οι αντιστάσεις είναι πολύμορφες, άλλοτε μειοψηφικές και άλλοτε μαζικές: Από τις επιθέσεις εκτός των τειχών, τις ρουκέτες, τις «επιθέσεις μαρτύρων», μέχρι το ξέσπασμα της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα (στα αραβικά εξέγερση). Ο όρος έχει επικρατήσει ως συμβολισμός για «το ξέσπασμα της αξιοπρέπειας των καταπιεσμένων, που πραγματώνει τη γενικευμένη αντικατοχική σύγκρουση με κοινωνικά χαρακτηριστικά, χωρίς να συμπυκνώνεται πολιτικά –όχι ρητά τουλάχιστον– στην επιδίωξη συγκρότησης παλαιστινιακού κράτους, και που καλλιεργεί μια νέα αίσθηση αλληλεγγύης και δυνατοτήτων αντίστασης στο εσωτερικό των Παλαιστίνιων, στρέφοντας ταυτόχρονα τη “διεθνή προσοχή” στο παλαιστινιακό ζήτημα».2

Η Χαμάς

Η Χαμάς ιδρύεται κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, από τον Αχμέτ Γιασίν, που πρόσκειται στους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Γάζας – οργάνωση που έχαιρε της αναγνώρισης του Ισραήλ και των ΗΠΑ, αφενός λόγω της αποχής της από βίαιες ενέργειες, και αφετέρου ως υπολογίσιμο «ανάχωμα στις κοσμικές και αριστερόστροφες δυνάμεις» που πλαισίωναν την παλαιστινιακή αντίσταση. Η Χαμάς, όμως, σύντομα θα αναπτύξει επιθετική δραστηριότητα κατά ισραηλινών στόχων, στηρίζοντας την ύπαρξή της μέχρι και σήμερα σε τρεις βασικούς άξονες: Αδιαπραγμάτευτη άρνηση αναγνώρισης του κράτους τους Ισραήλ, οργάνωση και εξοπλισμός του στρατιωτικού της βραχίονα, επένδυση σε κοινωνικές υποδομές (χτίσιμο σχολείων, εξοπλισμός νοσοκομείων, οργάνωση και παροχή συσσιτίων για τους φτωχότερους).

Στις αρχές της χιλιετίας, από τη μία η στοχοποίηση των ηγετών των αντιστασιακών οργανώσεων, με τις αλλεπάλληλες συλλήψεις και δολοφονίες τους3, και από την άλλη η συνεργασία μερίδας των παλαιστινιακών οργανώσεων με το Ισραήλ, αφήνουν ένα κενό ως προς την «πολιτική» εκπροσώπηση της αντίστασης. Το κενό αυτό «καλύπτεται» από τη Χαμάς, που κερδίζει τις κοινοβουλευτικές εκλογές τον Γενάρη του 2006, εξαργυρώνοντας αφενός τη συνεπή εχθρική στάση της απέναντι στο Ισραήλ, και αφετέρου το έρεισμα της κοινωνικής πολιτικής της. Η Χαμάς διατηρεί μέχρι και σήμερα τον έλεγχο στη Γάζα, πλέον χαίροντας εκτίμησης και στη Δυτική Όχθη.

Άνω τελεία

Η θέση των γραφόντων είναι πως αυτό που διαδραματίζεται στην Παλαιστίνη είναι μια αποικιοκρατική επιχείρηση, που επιδιώκει να αφήσει πίσω της ένα κατεστραμμένο πεδίο για καπιταλιστική συσσώρευση· μία γενοκτονία με χαρακτήρα εθνοκάθαρσης, που φιλοδοξεί να αφήσει πίσω της μια όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφη πληθυσμιακή σύνθεση για το στρατοκρατικό καθεστώς του Ισραήλ.

Η επεξεργασία του ζητήματος εξ ολοκλήρου με (αντι)ιμπεριαλιστικά εργαλεία, εστιάζοντας στην παντοδυναμία του Ισραήλ και των υποστηρικτών του, και στην ανισοτιμία που δημιουργεί ο συσχετισμός δυνάμεων, προσπερνάει το εβραϊκό ζήτημα ως υπάρχουσα κοινωνική προβληματική: Ένα βαθιά κοινωνικό ζήτημα, που βρήκε την κατ’ επίφαση «επίλυσή» του στην ίδρυση του Ισραήλ, διαστρεβλώθηκε μέσα από τα μονοπάτια του κρατισμού με τον πλέον καταχρηστικό τρόπο, για να υποστηρίξει συμφέροντα που ελάχιστα έχουν να κάνουν με τον πόλεμο στον αντισημιτισμό. Είναι αυτονόητο πως το κράτος του Ισραήλ λειτουργεί όπως κάθε κράτος –δεν θα μπορούσε να επιβιώσει διαφορετικά άλλωστε– υπηρετώντας πρωτίστως οικονομικά συμφέροντα, αναπτύσσοντας τον πλέον δολοφονικό αποικιοκρατικό μηχανισμό της εποχής μας· βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο αυτή τη δυσεπούλωτη πληγή στην ιστορία, που γεωγραφικά συμπιέζεται στην Παλαιστίνη.

Από την πλευρά του, ο «παλαιστινιακός λαός» έχει επιδείξει αξιοσημείωτα παραδείγματα «ηρωικής αντίστασης». Η πρώτη Ιντιφάντα αποτέλεσε ένα ξέσπασμα, μια διάχυτη κοινωνική διεργασία, χωρίς άμεση σχέση με οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία. Γι’ αυτό έκτοτε, σε τοπικό επίπεδο βρίσκεται στο στόχαστρο της στρατοκρατίας του ισραηλινού κράτους ως σύμβολο, μνήμη και δυνατότητα της αντίστασης. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα διεθνές «πρότυπο» για τις διαδρομές μέσα από τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί η αυθόρμητη κοινωνική οργή όταν δεν καναλιζάρεται από τις βλέψεις οποιασδήποτε εξουσίας.

Κλείνοντας, με αυτό το κείμενο επιχειρούμε να αναδείξουμε μια μεθοδολογία προσέγγισης (των πρωταγωνιστών) του ζητήματος, που συμπυκνώνεται στην ακόλουθη προτροπή: Παράλληλα με την επεξεργασία για το αν συμφωνούμε με την πολιτική και τις πρακτικές της Χαμάς, ή αν πράγματι το Ισραήλ διεξάγει μια «αμυντικού τύπου πολεμική επιχείρηση», οφείλουμε να αναζητάμε ποια είναι η «κοινωνική δυναμική» (και η συλλογιστική) που δημιουργεί τα γεγονότα. Η καπήλευση του διάχυτα κοινωνικοποιημένου εβραϊκού ζητήματος στα μεθεόρτια του Β’ Π.Π. οδήγησε στο κράτος του Ισραήλ, και κατ’ επέκταση στο παλαιστινιακό ζήτημα. Αντίστοιχα, ο αγώνας ενάντια στην «κατεχόμενη ζωή» στην Παλαιστίνη έχει φέρει στο προσκήνιο διαφορετικές πολιτικές μορφές ανά περιόδους. Η επίθεση της Χαμάς δεν μπορεί να σχετιστεί ευθέως με τις μορφές αγώνα που γέννησε η πρώτη Ιντιφάντα, αν και συνεχίζει στην ίδια «αγωνιστική παράδοση». Παρ’ όλο που τα περιεχόμενά της δεν συνάδουν με το όραμα του απελευθερωτικού κινήματος –με τα δικά μας κριτήρια πάντα–, αναγνωρίζουμε πως έχει κατακτήσει με συνέπεια την κοινωνική νομιμοποίησή της στο ιδιαίτερο περιβάλλον της Παλαιστίνης.

Από εμάς μια υπενθύμιση και ένα πρόταγμα

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ (ακόμα και οι πιο «ευαισθητοποιημένες») ΓΕΝΝΟΥΝ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ

ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Doritos

Υποσημειώσεις

  1. Σε μερικές ενδιαφέρουσες αναλύσεις η απαρχή του ρατσισμού εντοπίζεται στον αντιτσιγγανισμό και τον αντισημιτισμό. Τόσο ο εβραϊκός, όσο και ο πληθυσμός των Ρομά, όπως επίσης σε γενικές γραμμές και ο αραβικός πληθυσμός, ιστορικά δεν αναπτύσσουν στενή σχέση με το έδαφος, και δεν «κατηγοριοποιούνται» σε έθνη-κράτη, τουλαχιστον με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις εθνο-φυλετικές ταυτότητες στον δυτικό κόσμο. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι ενδεχομένως οι πρώτοι αποδέκτες του ρατσισμού είναι πληθυσμοί που δεν χωράνε στην πολιτική μορφή του έθνους-κράτους εκ των προτέρων, διατηρώντας χαρακτηριστικά που είχαν πριν την ανάδυσή του.
  2. Το απόσπασμα, όπως και κάποιοι όροι που χρησιμοποιούνται στο κείμενο, αντλούνται από τη μπροσούρα με τίτλο «Intifada σημαίνει εξέγερση – μικρή συμβολή για την κατανόηση του παλαιστινιακού ζητήματος» από τους/τις «αναρχικούς/ές από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά» (2008). Η συγκεκριμένη μπροσούρα παρέχει ένα εκτενές χρονολόγιο, και μπορεί να βρεθεί στον σύνδεσμο: https://athens.indymedia.org/media/upload/2023/12/15/Dutika_Intifada_2008-04.pdf
  3. Στοχοποίηση που «νομιμοποιείται» στο πλαίσιο της παγκόσμιας «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» με τον βαθιά αντιμουσουλμανικό χαρακτήρα της, μετά τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους.