Ανάμεσα στα πολλά που συνέβησαν από το προηγούμενο φύλλο μέχρι σήμερα, στο παρόν κείμενο κάνου με την επιλογή να αναφερθούμε σε δύο σημαντικά γεγονότα που αποκρυσταλλώνουν με τρόπο συμβολικό και υλικό την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση, την επίθεση από το κράτος και το κεφάλαιο και πτυχές της κρατικής διαχείρισης.
Το πρώτο γεγονός αφορά τη δολοφονία ενός ατόμου γκέι, οροθετικού από τα χέρια μαφιόζων, αφεντικών, φασιστών, νοικοκυραίων και κρατικών υπαλλήλων, μπροστά σε περαστικούς. Τα υποκείμενα που φέρουν τις ταυτότητες που έφερε η Zackie/Ζακ, και όχι μόνο αυτές, λόγω θέσης και χαρακτηριστικών, περιθωριοποιούνται συστηματικά και υποτιμούνται, καθίστανται αόρατα και γίνονται αντικείμενα πειθάρχησης και εκμετάλλευσης. Αποτελούν υποτιμημένα σώματα- αντικείμενα άσκησης βιοπολιτικής εξουσίας, η οποία επιτελείται κοινωνικά, τόσο από τους κρατικούς μηχανισμούς, όσο και από τους φασίστες και τον κοινωνικό εκφασισμό. Έτσι, το γεγονός της δολοφονίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη συνέχεια αλλά και με το κοινωνικό προϋπάρχον υπόβαθρο. Από τη μία, είδαμε τον τρόπο κατασκευής της αφήγησης και της πρακτικής που προστάτευσε τους δολοφόνους και από την άλλη τα όρια της ανοχής απέναντι στη ληστεία, στην τοξικοεξάρτηση και στη διαφορετική ταυτότητα. Εκεί διακρίνεται μια εικόνα των χαρακτηριστικών του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Η δολοφονία ενός υποκειμένου με τις ταυτότητες της Zackie/του Ζακ δεν αναδεικνύει απλώς ότι οι φασίστες, τα αφεντικά, οι νοικοκυραίοι και οι μπάτσοι είναι εν δυνάμει δολοφόνοι, αλλά ότι κάποιες ζωές θεωρούνται ότι δεν αξίζουν να βιωθούν και ότι αυτή η υποτίμηση της ζωής τείνει να νομιμοποιείται κοινωνικά. Η φυσικοποίηση της υποτίμησης και του εγκλεισμού των μεταναστευτικών πληθυσμών, των ψυχικά ασθενών και άλλων πληθυσμών έχει συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση.
Ένα ακόμη γεγονός της τρέχουσας συγκυρίας που επιλέξαμε να σχολιάσουμε, χαρακτηρίζεται από την επανεμφάνιση και συσπείρωση αντιδραστικών στοιχείων στο δημόσιο πεδίο. Η επαναφορά στο προσκήνιο της συζήτησης για την ονομασία της γειτονικής χώρας και για την ελληνικότητα μιας ιστορίας, αποτελεί την αφορμή για αυτό.
Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια που ξεκινούν κατά τον περασμένο Γενάρη και εξακολουθούν με διαλείμματα μέχρι το καλοκαίρι, δεν αποτελούν απλώς όχημα για την (ακρο)δεξιά να ασκήσει αντιπολίτευση, αλλά λειτουργούν ως καταλύτης για τη συγκρότηση του εθνικοπατριωτικού όχλου στον δρόμο. Εξαιτίας αυτών των κινήσεων -από τη μία- και της άρνησης μεγάλου μέρους του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος να απεμπολήσει τον πατριωτικό λόγο -από την άλλη-, η αφήγηση του εθνικού κορμού και ο αλυτρωτισμός κερδίζουν έδαφος στον δημόσιο λόγο και όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο. Βρισκόμαστε αντιμέτωπα, πλέον, όχι με μια αμιγώς νεοναζιστική τάση, αλλά με μια (τόσο υποκινούμενη, όσο και από τα κάτω) κινητοποίηση ετερόκλητων κοινωνικών κομματιών που ταυτίζουν τη ζωή τους με τα εθνικά συμφέροντα, και με κάποιο κατασκευασμένο ένδοξο ελληνικό-εθνικό παρελθόν.
Η πρόσφατη έκφραση αυτού, οι εθνικιστικές καταλήψεις στα σχολεία τις τελευταίες ημέρες, αναδεικνύει πως το κίνημα έρχεται αντιμέτωπο γενικότερα, με έναν αντιδραστικό αγώνα. Ενώ, η αποτυχημένη απόπειρα εθνικιστικής προβοκάτσιας στην άλλη γειτονική χώρα από τον φασίστα Κατσίφα, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου -που τελείωσε με τον τελευταίο να πηγαίνει να βρει τον Σολωμό Σολωμού και άλλους ομοϊδεάτες- επιχειρείται να αξιοποιηθεί από το αναδυόμενο εθνικοπατριωτικό μπλοκ με νέο γύρο κινητοποιήσεων, με πιο έντονο ρατσιστικό και φασιστικό χαρακτήρα αυτή τη φορά.
Σήμερα η κοινωνική πραγματικότητα ξεδιπλώνει μπροστά μας τις πολλές όψεις του ελληνικού φασισμού. Αυτό που μένει να δούμε είναι πώς θα απαντήσουμε μαζί με τις μετανάστριες και τους μετανάστες, τα αποκλεισμένα υποκείμενα και τους φτωχοδιάβολους. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τον εχθρό εκεί που βρίσκεται, στο (ντόπιο) κράτος και κεφάλαιο.
Συντακτική Ομάδα Ρεθύμνου