Η φιέστα της πιο απολίτικης εκλογικής διαδικασίας στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης έλαβε τέλος. Η «ελπίδα νίκησε το φόβο», κι όλοι, απ’ την Αυγή μέχρι το Βήμα, απ’ τον κατακρεουργημένο οικονομικά εργάτη ως τη Γιάννα Αγγελοπούλου, γιορτάζουν «για πρώτη φορά Αριστερά».
Οι πρώτες εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης καλλιεργούν μεγάλες προσδοκίες για όσους βίωσαν το άδικο στο πετσί τους τα τελευταία χρόνια. Οι απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι θα επαναπροσληφθούν, οι φυλακές τύπου Γ θα καταργηθούν, τα παιδιά των μεταναστών θα πάρουν την ελληνική ιθαγένεια, οι κατασχέσεις πρώτης κατοικίας θα σταματήσουν. Όλα αυτά, βέβαια, δίχως να έχει κανείς υπόψιν του ποιο ακριβώς θα είναι το αντιστάθμισμα ώστε να συνεχιστεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, η βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών και του κράτους. Διότι αυτό ακριβώς είναι η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α-ΑΝ.ΕΛ.: ένας νέος διαχειριστής του κράτους, ένας νέος ρυθμιστής του ελληνικού καπιταλισμού.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως η κυβέρνηση θα καταφέρει να εξασφαλίσει κούρεμα του χρέους και κάλυψη των αναγκών της σε δανεικό χρήμα, πράγμα δύσκολο έως απίθανο με τις υπάρχουσες συνθήκες στην Ευρωζώνη. Στόχος της σ’ αυτή την περίπτωση θα είναι κυρίως η στήριξη των μικρών αφεντικών, της λεγόμενης «ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας», που σήμερα μαραζώνει απ’ την έλλειψη ρευστότητας και καταναλωτικής ζήτησης. Παράλληλα, θα προσπαθήσει να υφάνει ένα δίχτυ προστατευτισμού, πιστό στο κεϋνσιανό μοντέλο, που θα θέσει και πάλι, όπως το 1983, αλλά με πολύ δυσμενέστερες συνθήκες σήμερα, το κράτος ως κυρίαρχο πατερούλη κάθε κλάδου της οικονομικής λειτουργίας. Αυτό σημαίνει την απόπειρα (επαν)εκκίνησης ενός κύκλου που έχει ήδη κλείσει, καθώς οι καταναλωτές αδυνατούν (διεθνώς) ν’ απορροφήσουν την ολοένα και μεγαλύτερη προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών. Δηλώνει το ψευδές όραμα δημιουργίας μιας μικρής καπιταλιστικής όασης, τη στιγμή που το παγκόσμιο οικονομικοπολιτικό σύστημα βρίσκεται, προς το παρόν, σε αδιέξοδο και πανικό.
Το κλίμα που διαφαίνεται πως θα επιδιώξει να καλλιεργήσει η «αριστερή» κυβέρνηση είναι το εξής: «δεν αξίζει πια ν’ αγωνιστείς για κάτι, αφού εμείς αγωνιζόμαστε για σένα». Οι βασικοί πυλώνες της καπιταλιστικής συνθήκης μένουν, φυσικά, στο απυρόβλητο. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης, ο καθορισμός της οικονομικής (και όχι μόνο) ζωής απ’ τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, η αλλοτρίωση που προκύπτει απ΄την ανθρώπινη εργασία, η ιδιοκτησία κι ο φετιχισμός του καταναλωτισμού, μέσω της δημιουργίας ψευδεπίγραφων αναγκών, αποτελούν ζητήματα που μένουν πάντα εκτός των προεκλογικών ή μετεκλογικών εξαγγελιών, εκτός της ατζέντας της δημόσιας συζήτησης, που καθορίζεται, ως επί το πλείστον, απ’ τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Είναι ζητήματα στα οποία μόνο ένα πολύμορφο αντικαπιταλιστικό κίνημα μπορεί να απαντήσει, κατανοώντας την πραγματικότητα και προτάσσοντας τη ριζική της μεταστροφή.
Η κυβέρνηση είναι βέβαιο πως θα αξιοποιήσει ένα βασικό όπλο του καπιταλισμού (και της θεσμικής αριστεράς), ώστε να εξουδετερώσει τα ριζοσπαστικά κινήματα: την αφομοίωση, δηλαδή την επανανοηματοδότηση και επιφανειακή υιοθέτηση προταγμάτων τους, όπως η αυτοοργάνωση, η αλληλεγγύη, η αντιιεραρχία, ο αντιφασισμός. Η καταστολή των κοινωνικών αντιστάσεων είναι πιθανό να λάβει διαφορετική μορφή, αυτή του περιορισμού τους σε ακίνδυνους διεκδικητικούς αγώνες, μέσω της δημιουργίας ή/και αναγέννησης διόδων θεσμικής έκφρασης των διαμαρτυριών.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, θεωρούμε πως οι αντιθεσμικές πολιτικές ομάδες, οι συνελεύσεις γειτονιών, τα σωματεία βάσης εργαζομένων, όλα τα πολιτικά μορφώματα που συντέθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και προτάσσουν τη ρήξη με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, δε θα πρέπει να περιμένουν τίποτε, ούτε για μία ημέρα. Αντιθέτως, θα πρέπει να επανεξετάσουν τις μεθόδους και τις επί μέρους στοχεύσεις τους, απαντώντας ριζοσπαστικά στην απόπειρα ενσωμάτωσης τους και υιοθετώντας μια στρατηγική ευρείας διάχυσης των προταγμάτων τους, μέσω της εφαρμογής τους, όχι σε ένα μακρινό παράδεισο, αλλά στο εδώ και στο τώρα.
Τα έδρανα της Βουλής κι οι άμβωνες των τηλεοπτικών παραθύρων δε γεννούν καμία ελπίδα για όσους/ες αντιλαμβάνονται πως ο αγώνας για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση δεν κερδίζεται με ψηφοδέλτια στις κάλπες, ούτε περνάει μέσα από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς διαχείρισης της εξουσίας. Το αντικαπιταλιστικό κίνημα δε θ’ αποτελέσει την αντιπολίτευση της «αριστερής» διακυβέρνησης, αλλά την έμπρακτη αντιπρόταση για ένα κόσμο ισότητας, ελευθερίας, κοινωνικής αλληλεγγύης.
συντακτική ομάδα Ιωαννίνων