Αναδιανομή από τα κάτω προς τα πάνω: Το παράδειγμα της Γερμανίας

«Ειρήνη στα σπίτια, πόλεμο στα παλάτια»


Ο καπιταλισμός τρέφεται από τον ανταγωνισμό και την παραγωγή λίγων κερδισμένων και πολλών χαμένων. Αυτό αυτό γίνεται ξεκάθαρο σε διεθνές επίπεδο π.χ. ο συσχετισμός μεταξύ Γερμανίας και των χωρών του νότου, αλλά και στο εσωτερικό αυτών με την αυξανόμενη φτωχοποίηση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, σε διαφορετικό βαθμό μεν, προς την ίδια κατεύθυνση δε.

Γερμανία: οι μύθοι και οι πραγματικότητες ενός κράτους πρόνοιας

Η μεταπολεμική δυτική Γερμάνια παραδοσιακά θεωρείται ως ένα κράτος πρόνοιας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας που παρείχε υψηλό βιοτικό επίπεδο σε μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, ιδιαίτερα την περίοδο ανταγωνισμού με τα «σοσιαλιστικά» κράτη. Αμέσως μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου εντατικοποιήθηκε η διαδικασία αποδόμησης του κοινωνικού κράτους. Στον τομέα της δημόσιας υγείας, παιδείας, στην αγορά εργασίας και κατοικίας η ψαλίδα μεταξύ των τάξεων όλο και άνοιγε, παράλληλα με την εξέλιξη εθνικιστικών αντιλήψεων στην κοινωνία και την πολιτική.

Το μοντέλο πρόνοιας Hartz IV που εισήχθη από τους πράσινους και τους σοσιαλδημοκράτες εξαναγκάζει πολλούς ανθρώπους σε μία νέα μορφή σκλαβιάς. Με το μότο «όποιος δεν παράγει, δεν αξίζει» τους εκβιάζει να αποδεχθούν θέσεις εργασίας για τις οποίες αναγκάζονται να μετακομίσουν και να παραιτούνται από τα εργασιακά τους δικαιώματα για να λαμβάνουν χαμηλότατους μισθούς. Όποιος δεν αποδέχεται τους όρους αυτούς χάνει κάθε δικαίωμα σε επιδόματα, στερώντας του έτσι κάθε μέσο επιβίωσης. Πολλοί έχουν δουλείες με απολαβές που δεν αρκούν για να ζήσουν δίχως τα επιδόματα.

Στον τομέα της δημόσιας υγείας και παιδείας:

Όποιοι δεν έχουν τα χρήματα να ασφαλιστούν στον ιδιωτικό τομέα δεν έχουν πια καμία πρόσβαση στην περίθαλψη, το ίδιο συμβαίνει στην ανώτατη παιδεία. Ειδικά ο τομέας της στέγασης είναι υπό βρασμό, μίας και όποιος δεν έχει μισθό ή επίδομα δεν έχει και δικαίωμα στέγης. Είναι λοιπόν η στέγη ανθρώπινο δικαίωμα ή εμπόρευμα;

Στις πόλεις της Γερμανίας το ενοίκιο είναι η βασική μορφή κατοικίας. Λόγω του όλο και πιο ακριβού ενοικίου και της έλλειψης διαμερισμάτων η στέγη εξελίσσεται σε προνόμιο για λίγους. Μεταξύ 2002 και 2010 μειώθηκε ο αριθμός των εργατικών κατοικιών από 2,7 εκατομμύρια σε 1,66 εκατομμύρια, παράλληλα ο αριθμός όσων τις έχουν ανάγκη αυξήθηκε. Το 2012 περίπου 254.000 άνθρωποι ήταν άστεγοι, από τους οποίους 24.000 ζούσαν στο δρόμο. Αυτό αποτελεί μια αύξηση της τάξεως του 10% σε μόλις δύο χρόνια. Στον αντίποδα, τα έσοδα των πλούσιων αυξήθηκαν κατά 10%.

Στο Μόναχο, τη Φρανκφούρτη και το Αμβούργο μόνο όσοι έχουν ένα καλό μισθό μπορούν να νοικιάσουν. Όσοι δεν τον έχουν πρέπει να μετακομίσουν στα προάστια και τον περίγυρο. Όσοι έχουν ακόμη παλιά (φτηνά) συμβόλαια ζουν υπό καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας, μιας και οι ιδιοκτήτες προσπαθούν με κάθε μέσο να τους κάνουν έξωση ώστε να τα ενοικιάσουν ακριβότερα.

Η τρέχουσα κρίση επιδεινώνει το πρόβλημα, λόγω των χαμηλών επιτοκίων η επένδυση στα ακίνητα θεωρείται σχετικά ασφαλής, ιδίως στη Γερμανία. Οι επενδυτές δείχνουν ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον για το Βερολίνο, όπου το ξεπούλημα είναι σε πλήρη εξέλιξη και απειλεί να το μετατρέψει σε μια νεκρή πόλη. Οι πρακτικές συνέπειες για όσους νοικιάζουν είναι αύξηση των ενοικίων και των εξώσεων, ο φόβος για το μέλλον.

Ποιος λοιπόν θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα της πλειονότητας;

Η πόλη του Βερολίνου χρωστά 61 εκατομμύρια, και αυτό επειδή τα κέρδη της ιδιωτικοποιούνται και τα έξοδα της κοινωνικοποιούνται. Το τραπεζικό σκάνδαλο 3, σχετικά με την κατασκευή αεροδρομίου κ.α., ήταν τεράστια επιβάρυνση για τα δημόσια οικονομικά. Από τις εγγυήσεις των δισεκατομμυρίων δολαρίων επωφελούνται οι λίγοι, αλλά οι πολλοί θα πρέπει να τις πληρώσουν. Ο δημόσιος τομέας ιδιωτικοποιήθηκε βήμα βήμα (ύδρευση, ενέργεια, δημοτικοί κατασκευαστικοί συνεταιρισμοί), η κοινωνική αποστολή των υπόλοιπων δημοτικών στεγαστικών εταιρειών έχει ξεχαστεί, ο ρόλος τους πλέον είναι να παράγουν κέρδη.

Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες απαιτούν από κόσμο να μετακομίσει σε πιο φτηνές κατοικίες, οι οποίες στην ουσία δεν υπάρχουν. Άνθρωποι πετιούνται στον δρόμο, παιδιά στέλνονται στα ιδρύματα, οι ξενώνες αστέγων αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες.

Μέσω μιας δαιδαλώδους γραφειοκρατίας και ενός αυστηρού νομικού πλαισίου οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, ασθενείς, ηλικιωμένοι, φτωχοί, αναλφάβητοι) ποινικοποιούνται και χάνουν κάθε ελπίδα να δικαιωθούν νομικά. Η ίδια η δικαιοσύνη στρέφεται καθαρά ενάντια στα λουμπενοποιημένα στρώματα και τάσσεται στο πλευρό των επενδυτών. Τα ΜΜΕ συμπληρώνουν το κάδρο λοιδορώντας τις κοινωνικές αυτές ομάδες, παρουσιάζοντάς τες ως παράσιτα. Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιούν τις όλο και αυξανόμενες εξώσεις που το 2012 ήταν γύρω στης 25.000, 25% περισσότερες απ’ ό,τι τα τελευταία δύο χρόνια, αυτό ισοδυναμεί με 22 ημερησίως μόνο στο Βερολίνο.

Υπάρχουν αντιστάσεις;

Τον Φεβρουάριο του 2012 περίπου 1000 γείτονες και αλληλέγγυοι μπλόκαραν μια διαδικασία έξωσης. Η αστυνομία αναγκάστηκε να παρατάξει 815 μπάτσους και ένα ελικόπτερο για να πετάξει στον δρόμο μια πενταμελή οικογένεια. Η μάχη αυτή έδωσε δύναμη και κουράγιο, και έτσι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να στηρίζουν όσους επιλέγουν να αντισταθούν στην έξωσή τους. Τα ΜΜΕ, στα οποία δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης, εγκληματοποιούν τις δράσεις.

Οι συνέπειες

Ανταγωνισμός, παραίτηση, φόβος, αυτοκτονία, ενδοοικογενειακή βία, ψυχικές διαταραχές. Οι άνθρωποι αρχίζουν να κάνουν οικονομία στο φαγητό για να εξοικονομήσουν χρήματα για το ενοίκιο ή αρχίζουν να τρέφονται από τους κάδους σκουπιδιών. Όσοι επιλέγουν να υπερασπίσουν τα σπίτια τους χρειάζεται να οπλιστούν με επιμονή, γνώση και νομική στήριξη. Η συλλογική και αυτοοργανωμένη αντίσταση κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, γείτονες και αλληλέγγυοι οργανώνουν κοινά ταμεία και μπλόκα στις εξώσεις, και διαδηλώνουν μαζικά έξω από αρμόδιες υπηρεσίες.

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Μπορούμε να χώσουμε το κεφάλι μας στην άμμο και να περιμένουμε τη σειρά μας, μπορούμε να παραταχθούμε στο πλευρό των ισχυρών χάνοντας την αξιοπρέπειά μας. Η άλλη επιλογή είναι να αναρωτηθούμε σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζήσουμε και να παλέψουμε για αυτήν:

Συλλογικά, Συγκεκριμένα, Πολιτικά, Αλληλέγγυα, Διεθνιστικά.

Annete