Όταν η επανάσταση γίνεται με like
Πριν λίγο καιρό αποφάσισα, παρ’ όλους τους όποιους δισταγμούς μου, ν’ ανοίξω μια σελίδα (ή «τοίχο» όπως λέγεται) στο facebook, για λόγους αντιπληροφόρησης και ενημέρωσης από τα κάτω. Το έκανα, παρ’ όλο που γνώριζα ότι το συγκεκριμένο μέσο κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι στη συνεργασία του με τους λογής κατασταλτικούς μηχανισμούς των κρατών. Μπήκα κι εγώ λοιπόν στον «θαυμαστό κόσμο» του facebook (ή «φατσοβιβλίου» ελληνιστί).
Το πρώτο που ανακάλυψα ήταν το πλήθος γνωστών και φίλων που είχαν σελίδα εκεί. Ακόμη και ανθρώπων που γνώριζα πριν πολλά χρόνια και είχα άλλα τόσα να μάθω νέα τους. Ανθρώπων που γνωρίζω ή γνώριζα εκ του φυσικού και όχι… fake-book «φίλων». Το πώς τους «ανακάλυψα» δεν οφείλεται στις προσωπικές μου γνώσεις ως «ντετέκτιβ» (τις οποίες δεν διαθέτω), αλλά στον ναρκισσισμό του κάθε χρήστη του εν λόγω κοινωνικού δικτύου. Αναφέρομαι επίτηδες στον ναρκισσισμό των χρηστών, γιατί (προς το παρόν το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο δεν σε υποχρεώνει να αναγράψεις τα αληθινά σου στοιχεία ή όποια άλλη πληροφορία που αφορά προσωπικά δεδομένα).
Σχεδόν το 95% των χρηστών του facebook έχουν αναρτημένο στην προσωπική τους σελίδα ο καθένας το πλήρες ονοματεπώνυμό του, το πού μένουν, πού σπούδασαν, τι σπούδασαν, κι ακόμα, τις προσωπικές τους συνήθειες και επιλογές, μαζί με πλήθος φωτογραφιών από τις κοινωνικές ή προσωπικές τους στιγμές.
Φαντάζομαι ότι οι κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας (αλλά και το παρακράτος των λογής φασιστών και ελλαδεμπόρων) ευγνωμονούν (κυρίως) τους χρήστες και το facebook για τις υπηρεσίες που τους προσφέρουν. Εθελοντικά οι χρήστες του, και με οικονομικά φυσικά ανταλλάγματα το facebook, καθώς είναι γνωστό ότι στον καπιταλισμό τίποτα δεν είναι τσάμπα. Οι χρήστες μέσω του συγκεκριμένου κοινωνικού δικτύου συμμετέχουν με πάθος στο (αυτο)φακέλωμά τους. Ονόματα, πρόσωπα, τόποι κατοικίας, μέρη που επισκέφτηκαν, αλλά και πλήρη αναφορά και κατ’ επέκταση καταγραφή πλήθους άλλων πληροφοριών για το άτομό τους, από τις καταναλωτικές τους επιλογές μέχρι ακόμη και τι ώρα βρίσκονται στο σπίτι τους, τι κάνουν εκείνη τη στιγμή, με ποιους συνομιλούν, με ποιους γνωρίζονται σε φυσικό επίπεδο, με ποιους συμφωνούν ή διαφωνούν στις πολιτικές τους ιδέες. Και ο «οργουελιανός» κατάλογος κάθε φορά εμπλουτίζεται με όλο και περισσότερα προσωπικά δεδομένα.
Ποτέ άλλοτε μια υπηρεσία ασφαλείας οποιασδήποτε χώρας δεν θα μπορούσε να μαζέψει τόσα πολλά στοιχεία σε μαζικό επίπεδο για τους πολίτες της, χωρίς αυτή να καταβάλει τον παραμικρό κόπο. Εδώ μπορεί φυσικά να εκφραστούν και λογής αντίλογοι, από τον μικροαστικό συντηρητικό ο οποίος λέει: «όταν δεν έχεις τίποτα να κρύψεις δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», μέχρι το ότι: «οι αγωνιστές και οι επαναστάτες μιλάνε χωρίς να κρύβουν τα πρόσωπά τους, γιατί ο λόγος τους είναι η φωνή της αλήθειας και της ελευθερίας». Με το δεύτερο δεν διαφωνώ γενικότερα, και θα συμφωνούσα πλήρως αν δεν ζούσαμε σε μια κατάσταση η οποία διαμορφώνεται και κανοναρχείται από το κράτος και τους λογής θεσμικούς του μηχανισμούς. Και η κατάσταση αυτή μας έχει διδάξει ότι η κάθε εξουσία επιτρέπει να υπάρχουν ακόμη και φωνές εναντίον της μέχρι το βαθμό που η ίδια αντιλαμβάνεται ότι δεν κινδυνεύει η υπόστασή της. Είναι αυτό που ονομάζουμε «δημοκρατία δυτικού τύπου», η οποία φυσικά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική έννοια της δημοκρατίας έτσι όπως την έχουμε διδαχτεί μέσω της ιστορίας των ελληνιστικών κλασσικών χρόνων. Ας μην πάω όμως τόσο παλιά ώστε να αναλύσω τη σημειολογική έννοια της δημοκρατίας – άλλη είναι η αφορμή για το παρόν κείμενο. Εκτός του εθελούσιου φακελώματος τού κάθε χρήστη από τις υπηρεσίες ασφαλείας των λογής καθεστώτων (μιλώ στον πληθυντικό γιατί τα κοινωνικά δίκτυα ή social media είναι παγκόσμια πλατφόρμα επικοινωνίας και δεν αφορούν μόνο τη χώρα που κάποιοι βάφτισαν Ελλάδα), αυτό που μου έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι το πλήθος «επαναστατών» και «αγωνιστών» που έχω συναντήσει στο facebook. Μιλάμε πραγματικά για έναν οργασμό αναρτήσεων γεμάτες από φλογισμένα επαναστατικά κείμενα, ιστορικά και σύγχρονα, χιλιάδες αντικαπιταλιστικά και αντικρατικά συνθήματα, δεκάδες χιλιάδες φωτογραφίες από συγκρούσεις με τα μαντρόσκυλα του (κάθε) κράτους, εκατοντάδες χιλιάδες γραφήματα με εικόνες που εξυμνούν την ελευθερία, καταγγέλλουν ή ακόμη που ζητούν εκδίκηση για το κάθε φασιστικό μόρφωμα, πράξη ή συμπεριφορά. Μια στιγμή… αυτό όμως είναι η αντιπληροφόρηση από τα κάτω. Η ανταλλαγή γνώσεων και πληροφοριών, η ενημέρωση, ο άμεσος συντονισμός όταν χρειαστεί. Μ’ αυτό συμφωνούμε.
Το ζήτημα όμως δεν είναι η αντιπληροφόρηση αλλά οι άνθρωποι που είναι πίσω από κάθε δημοσίευση μιας πληροφορίας, μιας γνώμης, ενός σχολίου. Αυτοί που είναι έτοιμοι (κατά τα ιντερνετικά τους σχόλια και γραπτά) να συγκρουστούν με την άθλια εξουσία των λίγων. Όλοι αυτοί οι αποφασισμένοι, οι έτοιμοι να ανατρέψουν κάθε μορφή καταπίεσης, από την κρατική μέχρι τους εξουσιαστικούς θεσμούς των θρησκειών, της πατριαρχίας, του μιλιταρισμού.
Το βράδυ πέφτει. Πρέπει να κλείσω τον υπολογιστή μου και να πάω να κοιμηθώ λιγάκι, γιατί την επομένη πρέπει να ξυπνήσω νωρίς για να πάω στην απεργιακή πορεία που έχει εξαγγελθεί εδώ και μερικές μέρες. Κλείνω τον υπολογιστή έχοντας διαβάσει εκατοντάδες σχόλια για την αυριανή πορεία και την απεργία. Από το ότι «έρχεται το τέλος τους», μέχρι το «αύριο είναι η τελευταία μέρα της κυβέρνησης» και «έρχονται οι δικές μας μέρες».
Ξημερώνει η μέρα της απεργίας. Κατεβαίνω στην προσυγκέντρωση της διαδήλωσης. Γύρω μου τα ίδια πρόσωπα που βλέπω τα τελευταία χρόνια σε πορείες και συγκεντρώσεις, οι σύντροφοι/σσες, οι φίλοι/ες, οι γνωστοί/ες. Οι μερικές δεκάδες άνθρωποι που γνωρίζω από τις συνελεύσεις, τις πορείες, τις συγκεντρώσεις αλληλεγγύης, τις μικροφωνικές. Τα ίδια πρόσωπα, μερικά πιο νέα, άλλα με το βάρος του χρόνου πάνω τους. Στην περίπτωση της πόλης που ζούμε… οι κλασσικοί «τρελοί του χωριού».
Ας μην μιλήσω για μένα, και στη θέση μου ας βάλουμε έναν άνθρωπο που τα τελευταία χρόνια άρχισε να σκέφτεται πολιτικά λόγω της οικονομικής επίθεσης που δεχτήκαμε, και η βασική του πηγή αντιπληροφόρησης και πολιτικής συζήτησης είναι το internet και τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτός ο άνθρωπος αποφασίζει να κατέβει ίσως και για πρώτη φορά στον δρόμο, δίπλα-δίπλα με τους «φίλους» του στο facebook, με πάθος και οργή εναντίον των δυναστών μας. Τον φαντάζομαι να κοιτά τον αριθμό των ανθρώπων που είναι στο δρόμο, σαν ψάρι έξω απ’ το νερό, με τα μάτια γουρλωμένα, γεμάτα απορία και ερωτήματα:«μα καλά, πού είναι όλοι αυτοί που έγραφαν χτες τόσο πύρινα επαναστατικά κείμενα και σχόλια στον “τοίχο” τους; Πού είναι ο Κώστας Δ. που έγραφε χτες να κατεβούμε και να μην αφήσουμε τίποτα όρθιο; Και η Μαρία Γ. που κοινοποιούσε σε εκατοντάδες χρήστες εδώ και τόσες μέρες -να δημιουργήσουμε λαϊκές συνελεύσεις με οριζόντιες διαδικασίες, να πολεμήσουμε κράτος και αφεντικά, να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας- γιατί δεν είναι εδώ;»… Ας αφήσω όμως το λογοτεχνικό ύφος.
Ο Gill Scot Heron (Αμερικάνος πολιτικός ακτιβιστής και συνθέτης της δεκαετίας του ’60, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ο «πατέρας» της rap) είχε γράψει το 1974 το τραγούδι-ύμνο “The Revolution Will Not Be Televised” (Η επανάσταση δεν θα μεταδοθεί τηλεοπτικά). Σε σχέση με το παρόν κείμενο θα μπορούσα να παραφράσω τον τίτλο του τραγουδιού λέγοντας: «Η επανάσταση δεν θα γίνει με like». Είπαμε, καλά είναι τα μέσα δικτύωσης. Εργαλείο μόρφωσης, ανταλλαγής πληροφοριών και ενημέρωσης το internet, αλλά αγαπητέ/ή αναγνώστη/τρια, αν δεν σηκώσεις το κορμί σου από την καρέκλα και δεν βγεις από το σπίτι σου στον δρόμο, αν δεν τραβήξεις τα χέρια σου από το πληκτρολόγιο και δεν σκύψεις να πιάσεις καμιά πέτρα, αν δεν αφήσεις το ποντίκι και δεν πιάσεις τα μαντρόσκυλα του κράτους από τον λαιμό, αν δεν τραβήξεις το βλέμμα σου από την οθόνη και δεν κλείσει ο λαιμός σου φωνάζοντας συνθήματα, όχι επανάσταση και στιγμές ελευθερίας δεν πρόκειται να ζήσεις, αλλά να ξέρεις κιόλας ότι έχεις εθελουσίως υπογράψει το συμβόλαιο της υποδούλωσής σου με ένα απλό κλικ στην οθόνη, σ’ ένα κουμπί που γράφει “accept” («αποδέχομαι»).
Ευάγριος Αληθινός