Ένα νέο φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Αυτήν τη φορά δεν είναι το φάντασμα ενός κινήματος ταξικής αλλαγής, αλλά μιας αρκετά έως πολύ σημαντικής κοινωνικής αλλαγής. Εναλλακτικά ένα κίνημα που επιθυμεί να μετουσιώσει και να επέμβει επάνω στο κοινωνικό φαντασιακό, μετασχηματίζοντας τις υπάρχουσες σαθρές κοινωνικές σχέσεις που έχουν χτιστεί για χρόνια από τον κόσμο της κυριαρχίας. Το εν λόγω «φάντασμα» είναι το φάντασμα του φεμινισμού με όλα τα διαφορετικά κύματα και αντιλήψεις εντός του. Ενώ καλώς ή κακώς ο χώρος το φεμινισμού δεν διακατέχεται από ένα συνεκτικό και ενωτικό καθολικό πρόταγμα πέραν των βασικών αιτημάτων περί ισότητας των δύο φύλων, έχει καταφέρει να ανοίξει μια μείζωνος σημασίας συζήτηση περί ταυτότητας, προτύπων και σχέσεων εξουσίας. Δεδομένου λοιπόν ότι περάσαμε ένα καλοκαίρι που χαρακτηρίστηκε από απανωτές περιπτώσεις γυναικοκτονιών, ακραίων περιστατικών κακοποίησης και σεξουαλικών παρενοχλήσεων θα ήταν σώφρων, εφόσον και εάν θέλουμε πραγματικά να λύσουμε το πρόβλημα, να αναλογιστούμε την κοινωνική/συλλογική ευθύνη ή αλλιώς τα λεγόμενα «κοινωνιολογικά αίτια» που δημιουργούν κακοποιητικές συμπεριφορές όπως αυτές που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2021.
Θα πρέπει να αναλογιστούμε λοιπόν τα κοινωνικά αίτια και ευθύνες γιατί, εφόσον ως νοήμοντα όντα που τείνουν και επιλέγουν να οργανώνονται σε κοινωνίες και κοινότητες δεν έχουμε πραγματικά την δυνατότητα ούτε και την ευχέρεια να επεμβαίνουμε στο απομονωμένα ατομικό. Από την άλλη θα ήταν παράλογο να θεωρήσουμε πως ένα πρόβλημα που φαίνεται να επιμένει να εμφανίζεται ανα τακτά χρονικά διαστήματα είναι απόρροια μονομερών ατομικών ευθυνών των ιθυνόντων. Μια πράξη, πέραν του ότι μετά και εφόσον έχει πάρει μέρος δεν υπάρχει πραγματικά σοβαρός λόγος να εμμένουμε στο μεμονωμένο του περιστατικού, δεν μπορεί να κριθεί εκτός του πλαισίου εντός του οποίου διαπραγματώθηκε. Ειδικότερα δε όταν αυτή η πράξη είναι εξόφθαλμα μη μεμονωμένη, άλλα γίνεται σειρά πράξεων όπου και την συνιστά «φαινόμενο». Το φαινόμενο λοιπόν των γυναικοκτονιών, βιασμών, παρενοχλήσεων και κακοποιητικών συμπεριφορών – όπου εάν και διαφορετικής κλίμακας έχουν κοινό παρονομαστή – δεν μπορούν να απομονωθούν από την ελληνική πραγματικότητα ούτε και από την πραγματικότητα της πατριαρχίας και των ιδεολογικών της καταλοίπων. Αρά αυτό που επείγει να συζητηθεί δεν είναι κατά πόσο ήταν κάθαρμα ο εκάστοτε βιαστής ούτε και μονάχα πως θα τους αντιμετωπίσουμε. Το ζήτημα είναι το πως και υπό ποια πραγματικότητα δημιουργείται ο βιαστής.
Προφανώς σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί το εν λόγω άρθρο να δικαιολογήσει αλλά να αιτιολογήσει, να εισχωρήσει εις βάθος στην ταυτότητα που επιβάλλεται στα αγόρια και την ταυτότητα και προσωπικότητα που οικοδομείται κατά αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης που ξέρουμε και ξέρετε. Το να μεγαλώνεις και να γίνεσαι άντρας είναι μια διαδικασία σκληραγώγησης και πλύσης εγκεφάλου όπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους εθνικούς μας μύθους και την μανία αυτού του κόσμου με την δύναμη και την εξουσία.
Αναλύουμε και μαθαίνουμε την ιστορία σαν μια αφήγηση συγκρούσεων δυνάμεων και εξουσιών. Εξαίσιων αντρών και χαρισματικών ηγετών. Η ρώμη, η δύναμη και η εξουσία είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από τον μοχλό της ιστορίας, σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση. Αν θεωρείτε ότι η σχέση του ατόμου με την αντίληψη του για το κοινωνικό ιστορικό γίγνεσθαι είναι άτοπη σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα, θα ήσασταν λάθος. Η φαινομενική αυτή ανάγκη επιβολής, η όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ρώμη των ηγετικών μας προτύπων είναι δομικό συστατικό της οικοδομησθήσας αντρικής ταυτότητας. Αν και απαρχαιωμένη ως αντίληψη δεν παύει να καθορίζει την ανατροφή των αγοριών ακόμη και στο σήμερα. Δημιουργείται κατά αυτόν τον τρόπο μία υποτιθέμενη ανάγκη σκληραγώγησης ειδικότερα των αγοριών σε συνάρτηση με τα ήδη υπάρχοντα πατριαρχικά πρότυπα. Το γεγονός ότι κατά κανόνα η βιολογική υπόσταση των αντρών τους προσάπτει σχεδόν αναμφισβήτητα φυσική υπεροχή σε καμία περίπτωση δεν είναι βοηθητικό σε συνδυασμό με την εξιδανίκευση της εξουσίας από την παιδαγώγησή μας.
Δευτερευόντως, η ιστορία, σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, φαίνεται να είναι μία αμιγώς αντρική υπόθεση. Προφανώς δεν μπορούμε να αρνηθούμε πώς όλοι όσοι φέρονται να είναι σημαντικοί ή μάλλον σημαντικότεροι από όλα τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου είναι κατά κανόνα άντρες. Προφανώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι το γεγονός αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω από φυσική απόρροια της ιστορίας της πατριαρχίας που για χρόνια απέτρεπε γυναίκες από το να αποκτήσουν θέσεις εξουσίας. Παρά ταύτα, αυτή η αντίληψη περί της ιστορίας είναι απολύτως ψευδής και αγνοεί την συμβολή των από κάτω στην πορεία της ανθρωπότητας.
Αυτό λοιπόν το ιστορικό βάρος καλείται να σηκώσει ένα «αγόρι» στην πορεία του να γίνει «άντρας». Γενικότερα η ανατροφή ενός αγοριού χαρακτηρίζεται από πολλά τέτοια βάρη και απαιτήσεις, οι οποίες οδηγούν στην πεποίθηση ότι χρήζει ειδικής εκτίμησης και φροντίδας από τον περίγυρο του. Αυτό γιατί φαινομενικά ένα αγόρι πρέπει να μάθει να είναι σκληρό, όχι μόνο γιατί είναι αξιακά σωστό, αλλά γιατί παρουσιάζεται σαν απαραίτητο για τον άντρα να είναι, εάν πρόκειται να επιβιώσει έξω στην κοινωνία. Όπως αναφέρει η Alice Miller ότι κατά κανόνα σε κάποιο βαθμό είμαστε όλοι τραυματισμένα παιδιά, έτσι και τα περισσότερα αγόρια μεγαλώνουν με έναν τρόπο που σίγουρα θα ήταν τραυματικός. Ένα αγόρι θα αφεθεί να κλαίει χωρίς στήριξη από τους γονείς του ή ακόμα χειρότερα αυτή του η έκφραση αγνού συναισθήματος θα ποινικοποιηθεί καθώς ένας άντρας δεν δύναται να αφήνεται στα συναισθήματά του κατά αυτόν τον τρόπο.
Η απόσταση από το συναίσθημα – τουλάχιστον σε βαθμό που είναι ειλικρινής – και η υποτιθέμενη αυτή δυνατότητα να παραμένεις ανεπηρέαστος και βαρύς είναι δύο από τους πολύ βασικούς πυλώνες που συνιστούν τον μύθου του άντρα. Θεωρητικά και ειδικότερα μετά την ανάδυση του καπιταλισμού και της «πυρηνικής οικογένειας» αυτό θα αποσκοπούσε στην προετοιμασία του να σηκώσει το βάρος της ηγεσίας της οικογένειας. Στην σύγχρονη κοινωνία, μετά τις αλλαγές που επακολούθησαν της βιομηχανικής επανάστασης, οι ήδη υπάρχοντες πατριαρχικοί συσχετισμοί μεταξύ αντρών και γυναικών απέκτησαν και μια αναβαθμισμένη οικονομική και ταξική υπόσταση και συσχετισμούς. Με την μαζική μετανάστευση στα αστικά κέντρα και την μετάβαση από την αγροτική εργασία στην βιομηχανική, υποτιμάται η οικιακή εργασία προς όφελος της «αντρικής» εργασίας στο εργοστάσιο. Κατά αυτούς του καιρούς ο άντρας πατέρας γίνεται ο εν αγγλιστί «breadwinner» του σπιτιού, αυτός που δηλαδή φέρνει το κεφάλαιο στο σπίτι και την οικογένεια και κατ’ επέκταση, η ίδια οικογένεια θεωρείται κατά αυτόν το τρόπο κτήμα/ιδιοκτησία του.
Προφανώς αυτή η εξέλιξη έχει κατά κύριο λόγο τρομακτικά αρνητικές επιπτώσεις στον γυναικείο πληθυσμό όπου θεωρείται «αγαθό» που επιβραβεύει τον επιτυχημένο άντρα ως φαινομενικά του αξίζει. Επιπροσθέτως όμως, η διαδικασία υποταγής των αγοριών σε αυτό το μοντέλο άντρα δημιουργεί ένα ιδιαίτερα εύθραυστο και πληγωμένο εγώ, ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να διαχειριστεί το συναίσθημά του καθώς έχει εξαναγκαστεί μέσω της γαλούχησής του, να μάθει να παίρνει απόσταση από αυτό. Το μόνο συναίσθημα που επιτρέπεται είναι αυτό του θυμού και η μόνη συναισθηματικά φορτισμένη συμπεριφορά αυτή της επιβολής δύναμης.
Σύμφωνα με πολλαπλές έρευνες που έχουν διεξαχθεί επάνω στο ζήτημα – αυτό της καταπίεσης των συναισθημάτων – έχει πολυποίκιλες επιπτώσεις στην υγεία του ατόμου όχι μόνο επί του ψυχολογικού αλλά και στην σωματική του υγεία. Πέραν όμως αυτών των σχετικά αποδεδειγμένα αντικειμενικών επιπτώσεων, μεγαλώνοντας τα αγόρια μας με τον τρόπο με τον οποίο το κάνουμε τα οδηγούμε με σχεδόν μαθηματικό τρόπο στην αποτυχία και στην απομόνωση. Στον κόσμο των ενηλίκων τα αντρικά αυτά πρότυπα των επιβλητικών αντρών δεν είναι όσο αποδεκτά όσο το πολιτισμικό zeitgeist μας έχει δώσει να καταλάβουμε. Ο σκληρός και μοναχικός καουμπόι τύπου Τζον Γουέιν, στην πραγματική κοινωνία είναι ένας φοβερά δυσλειτουργικός και απωθητικός άνθρωπος. Ταυτοχρόνως όμως στην σχιζοφρενική πραγματικότητα του άντρα, το αντίστροφο, δηλαδή ένα εναλλακτικό πρότυπο ενός ευαίσθητου και ανοικτά ευάλωτου άντρα φαίνεται να μην είναι ούτε αυτό αποδεκτό – ή τουλάχιστον αυτό νιώθει ένα αγόρι που έχει μεγαλώσει να γίνει «άντρας».
Πάνω σε αυτή την παράνοια του αντρικού φαντασιακού, έρχεται να προστεθεί η αναλωσιμότητα του αντρικού πληθυσμού που καλείται να ανταποκριθεί στις προσταγές της εξουσίας σε όλους του εν δυνάμει πολέμους, είτε μιλιταριστικούς είτε στις πολεμικού τύπου συνθήκες της σύγχρονης μισθωτής εργασίας εντός των οποίων συνθηκών η άρνηση του να συμμορφωθεί ποινικοποιείται παράφορα, καθώς όπως αναφέρθηκε προηγουμένως είναι αυτός που καλείται να σηκώσει το βάρος της οικογένειας. Προφανώς βέβαια αυτός ο ρόλος είναι τοξικός για όλους καθώς λειτουργεί ως δικαιολογία της εξουσίας του επί των θηλυκοτήτων στην ζωή του, τις οποίες φέρεται να «προστατεύει». Παρά το αυξημένο αυτό άγχος που αναγκάζεται να αντιμετωπίσει, το ίδιο το σύστημα που τον τοποθετεί σε αυτή την δυσμενή θέση, δεν του παρέχει τις απαραίτητες δομές συναισθηματικής και ψυχολογικής υποστήριξης. Ταυτοχρόνως ή ίδια του η διαπαιδαγώγηση δεν αφήνει τον ίδιο αυτό άντρα να αποδεχτεί το πως αυτή η πραγματικότητα τον καταπιέζει ή και τον πληγώνει/επιζημιώνει ψυχολογικά, όχι μονάχα για λόγος ιδεοληψίας όπου δεν «πρέπει» να δείξει αδυναμία, αλλά γιατί φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να το νιώσει, το οποίο εξυπηρετεί την ενίσχυση βιαιότερων συμπεριφορών.
Όσο επίσης η κοινωνία εξελίσσεται τόσο λιγότερο αποδεκτό γίνεται αυτό το παλιό στύφνο θέαμα της αντρικής πραγματικότητας που προβάλλεται. Προφανώς αυτή η εξέλιξη δεν είναι η ουσία του προβλήματος αλλά το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στην άρνηση αυτού του παλιού κόσμου να πεθάνει κάτι το οποίο οφείλεται και στις παθογένειες αυτού του παλιού πατριαρχικού κόσμου και φαντασιακού. Το πρότυπο του άντρα ιππότη – που νομοτελειακά σχεδόν καταλήγει στην ματσό εξουσία – βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ του αποδεκτού και μη και η άρνηση του να τοποθετηθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας οδηγεί σε μύρια επιπλέον προβλήματα. Η σχιζοφρενική αυτή λοιπόν πραγματικότητα, όπου ένα μέρος τους κοινωνίας αδυνατεί να αφήσει πίσω της δημιουργεί το τέρας που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι θηλυκότητες αυτού του κόσμου, κάτι που είδαμε να αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο πέρας αυτού το αιματηρού καλοκαιριού.
Ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία δεν είναι μονάχα ο αγώνας ενάντια στο αποτελέσμα του κοινωνικού της φαντασιακού – τους βιαστές, κακοποιητές «ματσό» άντρες – αλλά ο αγώνας ενάντια στα πλαίσια και τις δομές που τους δημιουργούν. Εάν και εφόσον θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο – και προφανώς και θεωρούμε πως είναι – να λυθεί πραγματικά το πρόβλημα της έμφυλης βίας και κακοποίησης είναι καιρός να σκοτώσουμε τον «ματσό εξουσιαστή άντρα» που κουβαλάμε μέσα μας, τα δηλητηριώδη αυτά ιδανικά της παλιάς και απαρχαιωμένης αρρενωπότητας που μας εμφυσήσανε.
Ας μάθουμε επιτέλους να μεγαλώνουμε τα αγόρια μας αλλιώς, να τα εκπαιδεύσουμε στην αλληλεγγύη και την αδερφοσύνη και όχι στην επιβολή και στην εξουσία.
Αρσέν Λου(μ)πέν