Bαλκανικοί πόλεμοι, εθνικισμός και ιστορία

«Η χριστιανοσύνη εναντίον των οθωμανών»: Προπαγανδιστική αφίσα του Α' βαλκανικού πολέμου. Μερικούς μήνες μετά η χριστιανοσύνη θα αλληλοσφάζεται...

Αυτόν το Οκτώβρη κλείνουν 100 χρόνια από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Περιοδικά, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές βγάζουν αφιερώματα για τις μεγάλες και ξεχασμένες επιτυχίες του ελληνισμού, που θα πρέπει να ανακτηθούν στην ιστορική μνήμη σε μια περίοδο κρίσης.

Τι όμως ήταν οι πολεμικές εκστρατείες των βαλκανικών πολέμων; Ήταν η εθνική απελευθέρωση των υπόδουλων ελλήνων στην περιοχή της μακεδονίας, στρατιωτικοί/πατριωτικοί ηρωισμοί, ή κάτι άλλο; Τι εξυπηρετεί η εξιστόρηση εκείνης της περιόδου από την πλευρά της κυριαρχίας;

Βαλκανικοί πόλεμοι

Για αρκετές δεκαετίες η τύχη της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι το μήλον της έριδος για πολλά κράτη που διψούν για την κατάκτηση εδαφών, ή για την επιρροή τους στη γεωστρατηγική κατάσταση που θα προκύψει από αυτή τη διάλυση. Είναι το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα. Σε περιφερειακή εμβέλεια, για την περιοχή των βαλκανίων, τρεις κύριοι εθνικισμοί ανταγωνίζονται για την απόσπαση και κατάκτηση εδαφών (και πληθυσμών) της Αυτοκρατορίας: ο ελληνικός, ο σέρβικος και ο βουλγάρικος.

Οι βαλκανικοί πόλεμοι διεξάγονται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση (Οκτώβρης 1912-Μάης 1913) το ελληνικό, το σέρβικο και το βουλγάρικο κράτος (μαζί με το μαυροβούνιο) πολεμούν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη δεύτερη φάση (Ιούνης-Ιούλης 1913), ωστόσο, η ένταση των ανταγωνισμών για την τελική διανομή των κατακτηθέντων εδαφών οδηγεί σε πολεμική σύρραξη το σέρβικο και το ελληνικό κράτος εναντίον του βουλγάρικου. Το βασικό διακύβευμα είναι η περιοχή της μακεδονίας, της θράκης, του αιγαίου, και φυσικά η πόλη της Θεσσαλονίκης, την οποία πρώτο το ελληνικό κράτος πρόλαβε να κατακτήσει.

Εθνογραφία των κατακτηθέντων εδαφών

Ο κυρίαρχος λόγος μιλά για έναν πόλεμο απελευθέρωσης προαιώνιων ελληνικών εδαφών. Ποια είναι όμως η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού των εδαφών που λαχταρούν οι διάφοροι εθνικισμοί; Ενδεικτικά για την περιοχή της ευρύτερης μακεδονίας το 1912 κατοικούν: 900.000 μουσουλμάνοι, 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί, 360.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, 100.000 βλάχοι, 70.000-90.000 εβραίοι και μια πανσπερμία άλλων μικρότερων ομάδων (αρβανίτες, τσιγγάνοι, πομάκοι, γκαγκαούζι). Ο πολυεθνικός χαρακτήρας επικρατεί με διάφορες αναλογίες στη θράκη, την ηπείρο, την αλβανία, το ανατολικό αιγαίο, τον βόσπορο ακόμα και την Ισταμπούλ, όπου η εθνική ταυτότητα του «έλληνα» είτε μειοψηφεί, είτε είναι ανύπαρκτη, ενώ είναι ελάχιστες οι περιοχές που πλειοψηφεί.

Επομένως οι βαλκανικοί πόλεμοι ως εκστρατεία απελευθέρωσης προαιώνιων ελληνικών εδαφών στερούνται νοήματος, αφού το «ελληνικό στοιχείο» δεν είναι παρά μια ακόμη ψηφίδα στο κατεξοχήν πολυεθνικό μωσαϊκό της μακεδονικής περιοχής. Μιλάμε συνεπώς ξεκάθαρα για κατάκτηση εδαφών που φέρνουν στα κράτη περισσότερους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση, και γεωστρατηγική αναβάθμιση στην πάντα κρίσιμη περιοχή των βαλκανίων και του αιγαίου.

Πάντως, με βάση αυτήν την εθνογραφία, δεν θέλουμε να πούμε ότι αν το «ελληνικό στοιχείο» ήταν κυρίαρχο σε αυτές τις περιοχές θα δικαιολογούνταν ένας απελευθερωτικός πόλεμος· καταρχάς γιατί η εθνική ταυτότητα του «έλληνα», όπως τη γνωρίζουμε σήμερα (ή του σέρβου, του βούλγαρου κ.λπ.), είναι ένα εντελώς πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο που προκύπτει από τη μήτρα της γέννεσης των εθνικισμών στον ευρωπαϊκό κόσμο (τέλη 18ου αιώνα).

Την περίοδο εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε μόνο θρησκευτικές διαφορές, και όχι εθνικές. Λόγω των ταξικών διαφορών οι σλαβόφωνοι χριστιανοί της υπαίθρου ελάχιστα κοινά είχαν με τους πλούσιους ελληνόφωνους χριστιανούς εμπόρους των πόλεων, όπως και η στρατιωτική κάστα των μουσουλμάνων γενίτσαρων τίποτα κοινό δεν είχε με τους μουσουλμάνους σκλάβους. Η έννοια του «έλληνα» τότε αντανακλούσε περισσότερο την κοινωνική άνοδο όποιου ήθελε να μάθει ελληνικά, αφού ήταν η γλώσσα κύρους των πλούσιων και ισχυρών. Η μεγάλη πλειοψηφία των πληβείων ταύτιζε τα ελληνικά με την εξουθενωτική φορολογία και τη διαφθορά, αφού οι ελληνόφωνοι παπάδες και προεστοί τούς άρμεγαν κανονικά.

Γι’ αυτό οι συγκρούσεις λόγω εθνικών διαχωρισμών δεν έπαιζαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην κοινωνική ζωή (σε αντίθεση με ταξικές, θρησκευτικές κ.ά. συγκρούσεις). Επιπλέον, η «εθνική ταυτότητα» είναι ένα από τα ιδεολογικά όπλα που επικαλείται η κυριαρχία για την πολεμική κινητοποίηση του πληθυσμού, για σκοπούς που εξυπηρετούν το κράτος και τα αφεντικά, και σίγουρα όχι τους εκμεταλλευόμενους. Άλλωστε είδαμε πώς το ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε την «κυριαρχία» του «ελληνικού στοιχείου» στη σμύρνη το 1919 (περίπου 40%) για να πατήσει πόδι, και να εισβάλει αργότερα στα αχανή βάθη της Αυτοκρατορίας γνωρίζοντας τη συντριπτική ήττα. Μια ήττα που οδήγησε το 1923 στην εκατέρωθεν εκδίωξη, από το ελληνικό και τούρκικο κράτος, περίπου 2.200.000 ανθρώπων από τις εστίες τους. Το κριτήριο της Ανταλλαγής πληθυσμών ήταν το θρήσκευμα (και όχι η –υπό κατασκευή– εθνική ταυτότητα) με 1.650.000 χριστιανούς να εκδιώκονται στην ελλάδα και 600.000 μουσουλμάνους στην τουρκία.

Η Σφαγή του Κιλκίς από τον ελληνικό στρατό (1913)

Ελληνοποίηση της μακεδονίας και εθνοκάθαρση

Τα εδαφικά κέρδη που είχε το ελληνικό κράτος από τους βαλκανικούς πολέμους δεν σήμαναν και το τέλος του πολέμου. Αυτή τη φορά όμως όχι απέναντι σε άλλα κράτη, αλλά εναντίον των πληθυσμών που είχαν κατακτηθεί. Υπήρχε ένα πρόβλημα: η πανσπερμία εθνοτήτων της μακεδονίας έπρεπε να ομογενοποιηθεί, δηλαδή να ελληνοποιηθεί.

Κι αυτό γιατί έπρεπε να συνάδει με την ελληνοπρεπή εικόνα ενός κράτους που δεν μπορούσε να λέγεται ελληνικό, όταν τεράστια κομμάτια του πληθυσμού του δεν είναι «έλληνες». Επειδή δεν έπρεπε πλέον να δίνονται εθνικά πατήματα σε αντίπαλα κράτη, που ενδεχομένως στο μέλλον θα διεκδικούν ελληνικά εδάφη για να απελευθερώσουν τα δικά τους υπόδουλα αδέρφια. Τέλος, επειδή η ελληνοποίηση εντάσσεται ευρύτερα τόσο στην εκ των υστέρων δικαίωση των επεκτατικών σχεδίων του Αλυτρωτισμού, όσο και στο πλαίσιο της μακρόχρονης διαμόρφωσης γενικά των εθνών-κρατών που λαμβάνει χώρα εκείνη την περίοδο με οξύτατη μορφή.

Για την επίτευξη της ελληνοποίησης υπήρχαν τρεις τρόποι: Οι αλλόγλωσσοι και αλλόθρησκοι έπρεπε είτε να αφομοιωθούν στην κυρίαρχη εθνότητα, είτε να εξοντωθούν, είτε να εκδιωχθούν. Η πολεμική εκστρατεία του 1912-13 προέταξε πρωτίστως τις δύο τελευταίες λύσεις, αν και τα προοίμια της βίαιης ελληνοποίησης είχαν ήδη εγκαινιαστεί από τα παραστρατιωτικά σώματα του Παύλου Μελά, και από τον ένδοξο μακεδονικό αγώνα του 1904-08. Έτσι οι βαλκανικοί πόλεμοι, εκτός από μια στρατιωτική αναμέτρηση κατάκτησης, ήταν ταυτόχρονα και μια διαδικασία εθνοκάθαρσης. Μια βίαιη διαδικασία «εθνικής» ομογενοποίησης των πληθυσμών στην περιοχή που κατακτούσε το κάθε κράτος (ελληνικό, βουλγάρικο, σέρβικο) που επιτεύχθηκε με σφαγές, εμπρησμούς ολόκληρων χωριών, λεηλασίες, βιασμούς και εκδίωξη πληθυσμών που δεν ταίριαζαν με την υπό κατασκευή εθνική/θρησκευτική ταυτότητα.

Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων σε διάφορες περιοχές προκύπτουν συνεχώς εντάσεις. Τεράστιοι πληθυσμοί κυνηγημένων προσφύγων περνούν τα σύνορα προσπαθώντας να βρουν κατάλληλη εθνική στέγη για να αποφύγουν τους διωγμούς. Συνεχείς εξεγέρσεις από τους κατεχόμενους πληθυσμούς, ως μέσο αντίστασης στους διωγμούς, επιφέρουν αντίποινα από τα κράτη/κατακτητές και ένταση της εθνοκάθαρσης, ενώ πλήθος συγκρούσεων προκαλούνται μεταξύ προσφύγων και ντόπιων. Ταυτόχρονα οι ανταγωνισμοί του σέρβικου, του βουλγαρικού και του ελληνικού κράτους συνεχίζονται σε διαμφισβητούμενες περιοχές, με αποτέλεσμα περαιτέρω εκκαθαρίσεις και εκτοπίσεις. Παράλληλα παρακρατικά αντάρτικα σώματα εξορμούν στα χωριά των αλλόθρησκων και τους σφαγιάζουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καθυπόταξη των κατακτημένων πληθυσμών και η διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας από τους ύποπτους αλλοεθνείς ταραξίες, ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία της πρώτης καθαρά πολιτικής αστυνομίας του ελληνικού κράτους (Ειδικό Απόσπασμα Ασφάλειας). Κι αυτό σε συνδυασμό με την καταστολή, όχι μόνο των αλλοεθνών, αλλά και των ταξικών εχθρών, όπως την ισχυρή τότε Σοσιαλιστική Φεντερασιόν και το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.

Η έναρξη του Μεγάλου Πολέμου (1914) θα τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία της εθνοκάθαρσης/ελληνοποίησης, η οποία θα συνεχιστεί και αργότερα με διάφορες διαβαθμίσεις και αποκορύφωμα την τελική εξόντωση των περίπου 70.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, από τους ναζί, αλλά με την ανοχή και συνέργεια του ελληνικού κράτους.

Ιστορία και εθνικισμός

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που παρουσιάζεται η ιστορία από τη σκοπιά των κυρίαρχων. Όταν το ελληνικό κράτος βγαίνει νικηφόρο από μια στρατιωτική επέμβαση, τότε αυτή παρουσιάζεται ως απελευθέρωση προαιώνιων ελληνικών εδαφών, υπόδουλων ελλήνων, ως το ηρωικό επίτευγμα μεγάλων ηγετών και πατριωτών πολιτών που θυσιάζονται για την πατρίδα, όπου πάντα οι αγριότητες αφορούν την εχθρική πλευρά, και η στρατιωτική εισβολή θεωρείται δικαιολογημένη (π.χ. Α’ και Β’ βαλκανικός 1912-13, Α’ παγκόσμιος 1917-18). Όταν το ελληνικό κράτος ηττάται, τότε οι επεκτατικοί πόλεμοι είναι μεν και πάλι δίκαιοι, αλλά πάντοτε προδίδονται είτε από ανίκανους πολιτικούς ή στρατιωτικούς είτε –το συνηθέστερο– από τις πανούργες ξένες δυνάμεις που δεν αφήνουν τον ελληνισμό να μεγαλουργήσει (π.χ. Ελληνοτουρκικός 1897 και 1922, Κύπρος 1974). Σκοπός του κυρίαρχου λόγου είναι η ενίσχυση του εθνικού φρονήματος, η απάλειψη των ταξικών αντιθέσεων, η ιστορική δικαίωση του πάλαι ποτέ ισχυρότατου Αλυτρωτισμού (ο οποίος πέθανε το 1922, προσωρινά), η νομιμοποίηση του μιλιταρισμού –με τη μορφή του ηρωισμού– ως συστατικό στοιχείο της ελληνικής ψυχής, η νομιμοποίηση του επεκτατισμού και της βίας ως απελευθέρωση. Είναι από ιστορική σκοπιά η πρόσδεση των εκμεταλλευόμενων στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα του κράτους και των αφεντικών. Και ειδικά σήμερα, εν μέσω κρίσης, η κυρίαρχη εξιστόρηση, δια της εξύμνησης των κατορθωμάτων του ελληνισμού, σπρώχνει να βάλουμε πλάτη όλοι μαζί για το ξεπέρασμα της εθνικής συμφοράς.

Από συγκρότησης του ελληνικού κράτους ο εθνικισμός είναι συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με άξονα τα εθνικά ζητήματα, υπήρξε και κυρίαρχος μοχλός άσκησης της πολιτικής. Έτσι σήμερα, το ζήτημα της ξεκάθαρα ταξικής επίθεσης από την πλευρά των κυρίαρχων για τη διαχείριση της κρίσης, έχει μετατραπεί σε εθνική καταστροφή με ευθύνη προδοτών ανθέλληνων πολιτικών που άγονται από την πατσαβούρα Μέρκελ, οι μετανάστες καταδιώκονται και δολοφονούνται, ο φασισμός αναπτύσσεται. Η ιστορική γνώση μάς προσφέρει άλλο ένα όπλο για να αντεπιτεθούμε στη σημερινή μορφή του εθνικισμού και του φασισμού, ως κεντρικό κομμάτι του συνολικού αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο, και στην κατεύθυνση μιας απελευθερωτικής κοινωνίας.

Βιβλιογραφία

  • Πόλεμος και εθνοκάθαρση 1912-1922, Τ. Κωστόπουλος, εκδ. βιβλιόραμα
  • Έθνη και εθνικισμός (1780-σήμερα), E. J. Hobsbawm, εκδ. καρδαμίτσα
  • Τα μυστικά του βούρκου (Α’ και Β’ τόμος), εκδ. αντισχολείο
  • Back to the (boot) roots, εκδ. αντισχολείο
  • Γενικές θέσεις εναντίον του ελληνικού ιμπεριαλισμού, εκδ. Αντισχολείο

βλάσσης