Διάσταση και ερμηνεία της Συμφωνίας των Πρεσπών

«Ίλιντεν», δείγμα της σοσιαλιστικής ουτοπικής αρχιτεκτονικής

«Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και στόλο»,
~Max Weinreich

Η πρόσφατα υπογεγραμμένη «Συμφωνία των Πρεσπών» αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ του κράτους της Ελλάδας και αυτού της μέχρι πρότινος ονομαζόμενης Π.Γ.Δ.Μ. Αποτελεί ένα κείμενο που έρχεται να ρυθμίσει επί της ουσίας τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών, με σημείο αιχμής (τουλάχιστον επικοινωνιακά και στην επιφάνεια των ζητημάτων) το όνομα της γειτονικής χώρας, και συγκεκριμένα το κατά πόσον αυτό θα περιλαμβάνει παράγωγα ή προσδιορισμό της λέξης Μακεδονία, όπως και συνέβη άλλωστε, με το νέο όνομα να είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας».

Η συμφωνία αυτή σίγουρα οδηγεί τόσο τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, όσο και τη γεωστρατηγική συνθήκη στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων σε μια νέα μέρα. Βασικό σημείο της, ένα από τα πιο ισχυρά διακυβεύματα και νοήματα πίσω τόσο από την ανακίνηση του ευρύτερου λεγόμενου «Μακεδονικού» ζητήματος, όσο και των διεθνών πιέσεων που ασκήθηκαν γύρω από τις εξελίξεις με τη συμφωνία, είναι ο συνεχώς αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ ισχυρών μπλοκ εξουσίας. Από τη μία οι ΗΠΑ και η ΕΕ, ο ευρωατλαντικός συνασπισμός και ο στρατιωτικός του βραχίονας, το ΝΑΤΟ, και από την άλλη η Ρωσία με τις δικές της βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή.

Πράγματι, επακόλουθο της συμφωνίας των Πρεσπών είναι η έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών για τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας (Δ.Β.Μ.) ώστε να αποτελέσει ένα ακόμη μέλος τους ΝΑΤΟ, κάτι που το ελληνικό κράτος επιτελεί ως ρόλο εδώ και τρεις δεκαετίες, και μάλιστα με την πρόσφατη αναβάθμιση του ρόλου του. Είναι λοιπόν, ηλίου φαεινότερο το γιατί η συμφωνία έγινε δεκτή με διθυραμβικές αντιδράσεις από πλατιά κομμάτια των δυτικών κρατών και των θεσμών τους, καθώς η υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών αντανακλά την επικράτηση του πόλου ΗΠΑ/ΕΕ.


Ο «ανθός του λωτού», ταχυδρομείο στα Σκόπια, επίσης δείγμα της σοσιαλιστικής ουτοπικής αρχιτεκτονικής

Από την άλλη, καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Ρωσία, θέλοντας να διευρύνει από τη μεριά της την επιρροή της στην περιοχή, άσκησε τη δική της πίεση, κάτι που τουλάχιστον στο εσωτερικό της ελληνικής πραγματικότητας εκφράστηκε με την πριμοδότηση και χρηματοδότηση του μπλοκ που σήκωσε τη διοργάνωση της αντίδρασης στη συμφωνία, δηλαδή του συνονθυλεύματος των μακεδονικών ενώσεων, της εκκλησίας, των διαφόρων εθνικιστικών ομάδων και μορφωμάτων που ξεπηδούσαν και κατέβαιναν στον δρόμο. Πριν, όμως, αναλύσουμε τα αίτια αυτής της -σε επίπεδο κορυφής- σύγκρουσης για το «Μακεδονικό», θα πρέπει να αναλύσουμε τι πραγματικά περιλαμβάνει το κείμενο της συμφωνίας, τόσο σε επίπεδο συμβολικό όσο και σε επίπεδο υλικό.

Καταρχάς, αποτελεί μια συμφωνία που αντανακλά τη ριζικά διαφορετική ισχύ μεταξύ των δύο μερών, και τον διαφορετικό ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν. Το «Μακεδόνας», ως οντότητα, προσδιορίζεται ρητά πως αφορά τελείως διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο για κάθε κράτος. Η διαμάχη για την καταγωγή των μεν και των δε από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό λύνεται με την ολοκληρωτική επικράτηση του ελληνικού κράτους, καθώς η συμφωνία λέει ρητά πως η γλώσσα και τα χαρακτηριστικά του «Δεύτερου Μέρους» (της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στη συμφωνία) δεν έχουν καμία σχέση με τον αρχαίο, αλλά και τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, την κουλτούρα και τα χαρακτηριστικά του «ελληνικού» κομματιού της Μακεδονίας ως γεωγραφικού τόπου. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η σημαία του γειτονικού κράτους, διάφορα σύμβολα σε κτήρια, υπηρεσίες, τα μνημεία και οτιδήποτε άλλο είχε δομηθεί ως απόδειξη της ελληνικότητας της καταγωγής του κράτους και των πολιτών της Δ.Β.Μ., θα ξηλωθεί.

Η ίδια η ταυτότητα του Μακεδόνα, κομμάτι που διεκδικούν και στις δύο μεριές των συνόρων οι εθνικές αφηγήσεις, αναφέρεται σε διαφορετικές οντότητες που αφορούν διαφορετικά ιστορικά πλαίσια και πολιτιστικές κληρονομιές. Ο όρος Μακεδόνας αφορά ιθαγένεια (δηλαδή πολιτικό δεσμό με το ανάλογο κράτος) και όχι εθνικότητα. Με την παρούσα συμφωνία προστίθεται ένας ακόμη περιορισμός στην ιθαγένεια των πολιτών της Δ.Β.Μ., καθώς προστίθεται  η ένδειξη «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας». Στην τροποποίηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει, ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποίαν ανήκουν οι πολίτες της χώρας», συνεπώς, δεν αναγνωρίζεται «μακεδονικός λαός» ή «μακεδονικό έθνος». Η Δ.Β.Μ δεσμεύτηκε με τη συμφωνία να τροποποιήσει το σύνταγμά της (άρθρα 3 και 49) στη κατεύθυνση της «εξάλειψης οιασδήποτε μορφής αναθεωρητισμού και αλυτρωτισμού (από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς), με σεβασμό στην κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας».

Οι υπόλοιπες διατάξεις της Συμφωνίας αφορούν το κομμάτι της ρύθμισης των διπλωματικών σχέσεων σε επίπεδο θεσμών και εργαλείων, καθώς και το εμπορικό, στρατιωτικό και πολιτικό κομμάτι. Μια διμερής τέτοια συμφωνία που βάζει και το δεύτερο μέλος εντός του ίδιου μπλοκ εξουσίας, καλείται να ρυθμίσει και με ανάλογο τρόπο τη λειτουργία του στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μπλοκ αυτού. Έτσι, τα δύο μέρη πρέπει και μπορούν να συνεργάζονται σε επίπεδο καταστολής, ανταλλαγής πληροφοριών και τεχνογνωσίας, αλληλοϋποστήριξης σε επίπεδο εξωτερικής απειλής, γενικώς θα έχουν στενή συνεργασία στην αστυνόμευση, την πολιτική προστασία και την άμυνα. Σε επίπεδο γεωργικό, εμπορικό και οικονομικό η ελληνική πλευρά  είναι επιτετραμμένη με το ρόλο της «δύναμης που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη» την Δ.Β.Μ., κάτι που πρακτικά σημαίνει μεγάλα κέρδη για το ελληνικό κεφάλαιο και τον ελληνικό καπιταλισμό.                                                                                                         Τέλος, στο κομμάτι της οικονομίας και της ανάπτυξης πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο ότι η συμφωνία περιλαμβάνει διακριτά τα ζητήματα των ενεργειακών επενδύσεων στην περιοχή: Τους αγωγούς αερίου, τις εξορύξεις, κλπ. Το έδαφος των δύο κρατών και η απαραίτητη μεταξύ τους συνεργασία είναι κομβικής σημασίας για το ενεργειακό κομμάτι, που πάνω σε αυτό εν πολλοίς συμπυκνώνεται η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση, καθώς στο προσκήνιο όλων των ενεργειακών επενδύσεων βρίσκεται η προσπάθεια, ιδιαίτερα της Ευρώπης, να απεμπλακεί από τη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση, αλλά και η πάγια και συνεχής αναζήτηση, από μεριάς κεφαλαίου, νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών τόσο για να καλύπτει τις ανάγκες του, όσο και για να αυξάνει τα κέρδη του μέσω της εκμετάλλευσης συνολικά του φυσικού κόσμου.

Πέρα όμως από το τι περιλαμβάνει η συμφωνία, έχει ιδιαίτερη σημασία να την ερμηνεύσουμε εντός του παρόντος ιστορικού και πολιτικού πλαισίου, ως περιεχόμενο, νοήματα και κατεύθυνση που διαμορφώνει για τον επόμενο κύκλο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, η συμφωνία εντάσσεται ως στρατηγική κίνηση μέσα στον συνεχιζόμενο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό για την αύξηση της επιρροής, και την απόκτηση ελέγχου και υλικών/πολιτικών ερεισμάτων και δυνατοτήτων στην περιοχή. Ακόμη, η συνεχής αναζήτηση νέων πηγών εκμετάλλευσης και κέρδους για το κεφάλαιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κρατικές και διακρατικές συμφωνίες, και επιφέρει τη διεύρυνση της υποβάθμισης των όποιων κεκτημένων των από τα κάτω. Στα πόδια ντόπιων και ξένων επενδυτών και εταιριών δίνεται γη και ύδωρ, υπογράφονται συμφωνίες με επαχθείς και ληστρικούς όρους, η κοινωνική ζωή πλήττεται ακόμη περισσότερο στο όνομα της ανάπτυξης και της ένταξης σε κάποια οικονομική ένωση (όπως η ΕΕ) με την ανάλογη σχέση κυριαρχίας που αυτό εγκαθιδρύει. Περαιτέρω, η συμφωνία των Πρεσπών είναι ακόμη ένα ψηφιδωτό στη συνεχιζόμενη στρατιωτική οργάνωση και παρουσία των κυρίαρχων, καθώς συγκεκριμένα η ένταξη στο ΝΑΤΟ περιλαμβάνει την παρουσία του σε νέα εδάφη με την εγκατάσταση βάσεων, τον μεγαλύτερο έλεγχο σε ευρύτερο έδαφος, την αυξημένη ισχύ σε επίπεδο στρατού, τη διευκόλυνση της μετακίνησης του στρατιωτικού εξοπλισμού, την τεχνολογική αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και την υποχρεωτική πρόσδεση σε όλες τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις του οργανισμού αυτού.

Η συμφωνία των Πρεσπών ντύθηκε με το άρωμα της ειρηνικής διευθέτησης ενός πολύ ιδιαίτερου και «επικίνδυνου» για τη σταθερότητα της περιοχής ζητήματος. Σε βαθμό μάλιστα που οι πρωθυπουργοί Τσίπρας και Ζάεφ έχουν προταθεί να είναι υποψήφιοι για το νόμπελ ειρήνης. Πίσω όμως από τις χαιρετούρες και τις όμορφα στημένες παραστάσεις ομόνοιας και φιλίας με φόντο τη λίμνη των Πρεσπών, κρύβεται (ή και όχι) και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και των εθνικών τους αφηγήσεων, και η διαφορετική τους θέση στον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, βαυκαλιζόμενη για τον διεθνιστικό και φιλειρηνικό της χαρακτήρα, προχώρησε με τα άρθρα της συμφωνίας σε μια ιδιαίτερα επιθετική τακτική, ώστε να επιτύχει τα ανάλογα αποτελέσματα. Η συμφωνία επικυρώνει και επίσημα την εγγραφή της ιστορίας από μια συγκεκριμένη σκοπιά, που επιβεβαιώνει τον πυρήνα του ελληνικού εθνικισμού. Μπορεί το εθνικιστικό κομμάτι να μιλά για προδοτικές συμφωνίες και διάφορα άλλα τέτοια, αλλά το γεγονός είναι πως σε επίπεδο γλώσσας, πολιτισμού, ονόματος, εθνικότητας κλπ, η Δ.Β.Μ. απεμπόλησε το όποιο δικαίωμα προσδιορισμού σε σχέση με το διαχρονικό ιστορικό παρελθόν της περιοχής. Η συμφωνία επικυρώνει επί της ουσίας και σε σχέση με την ελληνικότητα, την αρχαιότητα, το Μεγαλέξανδρο και γενικότερα αυτή τη ρητορική πως «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική». Στη σύγχρονη πολιτική, η αποδοτικότητα και η απρόσκοπτη συνέχεια της καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντική, οπότε η απόδοση ενός γεωγραφικού προσδιορισμού στο κράτος της Δ.Β.Μ. είναι μικρό κακό για τους ντόπιους ισχυρούς και κυβερνώντες, καθώς ο πυρήνας της ελληνικής εθνικής αφήγησης όχι απλά μένει άθικτος, αλλά για πρώτη φορά επικυρώνεται ιστορικά σε επίπεδο αντικειμενικότητας και οριστικής λύσης.

Ακόμη, η ελληνική μεριά παρουσιάζεται ως η ειρηνική και σταθερή δύναμη απέναντι στους «κακούς» γείτονες, που αναγκάζονται πλέον να αποσυρθούν από τις αλυτρωτικές τους διαθέσεις, που ασφαλώς και υπήρχαν από δικά τους πολιτικά κομμάτια. Ιδιαίτερο σημείο σε συνδυασμό με αυτό αποτελεί η θεσμοθέτηση της άρνησης ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας, σημείο που αποτελεί κόκκινο πανί ιστορικά για το ελληνικό κράτος και την προσπάθεια συγκρότησης της ελληνικής εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Είναι η ικανοποίηση του αντιδραστικότερου πυρήνα του ελληνικού εθνικισμού, καθώς οι Μακεδόνες ως πληθυσμός συνδέθηκαν σε ένα κομμάτι τους πολύ έντονα με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ, και ακόμη και μετά τη λεγόμενη «εθνική συμφιλίωση» ήταν το μοναδικό κομμάτι που δεν αναγνωρίστηκε ιστορικά, και επί της ουσίας συνεχίστηκε η «δίωξή» του.

Το ελληνικό κεφάλαιο, όντας και από τα ισχυρά στην περιοχή των Βαλκανίων, θα οδηγηθεί σε μια διαδικασία ακόμη ευρύτερης κερδοφορίας με την αναβάθμιση των εμπορικών, οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων και τις νέες επενδύσεις στην περιοχή. Τα δημόσια έργα, οι μεταφορές, οι εξαγωγές, τα ενεργειακά, ο τουρισμός, θα είναι μια επόμενη μέρα μεγαλύτερης λεηλασίας των ντόπιων πληθυσμών και του φυσικού κόσμου, με την ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια του γειτονικού κράτους στο πλαίσιο της νέας συνθήκης συνεργασίας, και με την ελληνική οικονομία να αποτελεί ουσιαστικά τον Γολιάθ μπροστά σε αυτήν της Δ.Β.Μ.

Τα παραπάνω δεν γράφονται για να υπερασπιστούμε το γειτονικό κράτος ή τις εθνικές βλέψεις των πατριωτικών/εθνικιστικών κομματιών της εκεί κοινωνίας, μα για να καταδείξουμε την αντίφαση της κυρίαρχης προπαγάνδας στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας, τόσο από το κομμάτι της σοσιαλδημοκρατίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από το κομμάτι του εθνικιστικού μπλοκ. Το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο αναβαθμίζονται, διεκδικούν και αναλαμβάνουν ρόλο ρυθμιστή στην ευρύτερη περιοχή, αρθρώνουν τη δική τους στρατηγική, σφυρηλατώντας τον δικό τους εθνικισμό και τη δική τους εθνική αφήγηση. Ο αλυτρωτισμός περί χαμένων πατρίδων, ο αντιτουρκισμός (σημείο που υπάρχει εμμέσως πλην σαφώς στο επίσημο κοινό ανακοινωθέν της συμφωνίας μεταξύ Η.Π.Α, Ισραήλ, Αιγύπτου, Ελλάδας για τη διασφάλιση των ενεργειακών οδών και τη διακίνηση των αποθεμάτων υδρογονανθράκων προς τη Δύση), η ρητορική περί εθνικής κυριαρχίας που συνοδεύεται από κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα Ισραήλ και Αιγύπτου, και εν τέλει η οικειοποίηση της «εθνικής γραμμής» στο Μακεδονικό, που αφορά την άρνηση εν πολλοίς της οντότητας των Μακεδόνων ως πληθυσμό, γραμμής που διαπερνά πλέον σχεδόν όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της αριστεράς, διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου νοηματοδοτείται η ιστορία, η αντίληψή της και η διδασκαλία της, οι όροι συνύπαρξης μεταξύ γειτονικών πληθυσμών, η ίδια η καθημερινότητα στην κοινωνική ζωή.

Μεγάλος κερδισμένος από όλο το τελευταίο διάστημα και τα πολιτικά/κοινωνικά του γεγονότα είναι ο εθνικιστικός/ακροδεξιός/φασιστικός χώρος, η μισαλλοδοξία, ο αλυτρωτισμός, ο μιλιταρισμός, ο πόλεμος, ο σκοταδισμός και ο φανατισμός, με προεξέχοντα τον θρησκευτικό. Τόσο από τα πάνω όσο και από τα κάτω, η διαμόρφωση ενός ασφυκτικού πλέγματος στον δημόσιο λόγο και η μετατόπιση όλων των ζητημάτων προς τα ακροδεξιά, θέτουν τους όρους για τη δημιουργία νέων πολιτικών μορφωμάτων που θα επιδιώξουν να πιάσουν το νήμα από εκεί που το άφησε η Χρυσή Αυγή, και από εκεί που δεν μπορεί να το πάει η Νέα Δημοκρατία ως κυρίαρχη οντότητα αυτού του χώρου. Στη δημιουργία δηλαδή ενός μετώπου εθνικιστικού, που θα διεκδικήσει όρους ηγεμονίας και διακυβέρνησης, που θα εφαρμόσει τις σκληρότερες και πιο ολοκληρωτικές καπιταλιστικές πολιτικές, που θα εγκαθιδρύσει καινούριες καταστάσεις εξαίρεσης και θανατοπολιτικής. Για να το κάνει αυτό, πριμοδοτείται από τα ΜΜΕ και άλλα κομμάτια του διεθνούς και ντόπιου κεφαλαίου που βλέπουν τα συμφέροντά τους να περνούν μέσα από την οικοδόμηση ενός τέτοιου κρατικού πλαισίου λειτουργίας, με το ανάλογο πολιτικό δυναμικό. Και τα παραπάνω είναι εμφανή, όταν, πριν καλά καλά τελειώσουν τα συλλαλητήρια, ανακοινώθηκε η δημιουργία νέων πολιτικών φορέων με τα απαραίτητα χαρακτηριστικά. Η απόπειρα είναι να δημιουργηθεί εθνικιστικό κίνημα που θα καταλάβει την εξουσία και θα έχει και το ανάλογο δυναμικό για να επιβληθεί στο πεζοδρόμιο και την καθημερινότητα, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που το ντόπιο κίνημα συνεχίζει να διατηρεί μια δυναμική που αποτελεί για τους κυρίαρχους ένα αγκάθι στα πλευρά.

Σημαντικό ζήτημα που δεν πρέπει να παραμεληθεί είναι και η τεράστιας ιστορικής και πολιτικής σημασίας παράδοση του συνόλου σχεδόν της αριστεράς απέναντι στην ιδεολογική επίθεση του εθνικισμού, και η μετατροπή του αγώνα σε αερομαχίες στην αρένα του κυρίαρχου λόγου, η προσαρμογή της «επαναστατικής και ταξικής μάχης» σε πλειοδοσία συντηρητισμού με όρους real politik. Ένα κομμάτι της, όχι απλά δεν αντέδρασε, αλλά συνέδραμε και κατέβηκε στα συλλαλητήρια, ξεπλένοντας τον εθνικιστικό τους χαρακτήρα, εκφράζοντας έναν ακραία συντηρητικό και πατριωτικό λόγο, αθωώνοντας τον φασίστα Κατσίφα και τις εθνικιστικές καταλήψεις. Είναι το κομμάτι που δεν έχει καμία σχέση με τον διεθνιστικό, προλεταριακό λόγο και δράση, μα παλεύει για εθνική κυριαρχία, πατρίδα, κλπ., χτυπώντας στην πλάτη, και ανοίγοντας την κερκόπορτα στον φασισμό, τον οποίο αντιλαμβάνεται μόνο στο πρόσωπο των ναζιστών της Χρυσής Αυγής, και όχι ως μια βαθιά και δομική διαδικασία που διαπερνά πολλά περισσότερα από μια σβάστικα. Αλλά και το ΚΚΕ διέπραξε το μεγαλύτερο ατόπημα, υβρίζοντας επί της ουσίας την ιστορία των Μακεδόνων ανταρτών και ανταρτισσών που πολέμησαν και πέθαναν για τα κομμουνιστικά και διεθνιστικά τους πιστεύω, μέσα από τις γραμμές και του ΕΛΑΣ/ΔΣΕ. Πρέπει να αναφέρουμε την αλλαγή πλεύσης και θέσης σε σχέση με το «Μακεδονικό», που ιδιαίτερα για το ΚΚΕ είναι παράδοση της ίδιας του της ιστορίας, μια μετατόπιση άρρηκτα συνδεδεμένη με το ότι βάλλεται επί δεκαετίες για τη θέση που είχε πριν την αντίσταση, και στον εμφύλιο, για την ευρύτερη περιοχή, θέση που ο ελληνικός εθνικισμός  τούς χρεώνει πως στόχευαν να παραχωρήσουν την Ελληνική Μακεδονία σε κάποιο άλλο σοσιαλιστικό γειτονικό κράτος. Η κατηγορία περί ΕΑΜΟΒΟΥΛΓΑΡΩΝ άλλωστε, ακόμη και σήμερα βρίσκεται στα χείλη των ακροδεξιών και των φασιστών, και δεν χαρακτηρίζει μόνο το ΚΚΕ.

Για του λόγου του αληθές των παραπάνω, η παράθεση της θέσης του Ριζοσπάστη από το μακρινό 1933, με τις τωρινές θέσεις του ΚΚΕ μιλά από μόνη της. Έτσι αρχικά και σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη στην περιοχή: «Στη Μακεδονία», διαβάζουμε εκεί,«παίζεται ένα άγριο δράμα σε βάρος μιας εθνότητας που δεν εννοεί να υποταχθεί σκλάβα στον ελληνικό, γιουγκοσλαβικό ή βουλγαρικό ιμπεριαλισμό» (19/10/1933). «Έχουν τόσοι αιώνες περάσει από τότε που εγκαταστάθηκε το σλαβικό στοιχείο στη Μακεδονία, που κανένας τους σήμερα δεν ξέρει τίποτα άλλο, παρά μονάχα πως στον τόπο αυτό γεννήθηκε και σ’ αυτόν θα πεθάνει. Και πως ούτε Έλληνας, ούτε Βούλγαρος, ούτε Σέρβος είναι» (24/11/1932). «Οι Μακεδόνες επιμένουν. Σφίγγουν τα δόντια τους, μιλάνε τη γλώσσα τους τη μακεδονική με πείσμα, φοράνε τη στολή τους τη μακεδονική με περηφάνια και πιστεύουν κι ελπίζουν και καρτερικά μα σιωπηλά αγωνίζονται για μια Μακεδονία δική τους, για μια Μακεδονία ελεύθερη» (24/10/1933). Συμπληρωματικό στα παραπάνω είναι το γεγονός πως στις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί από το ΔΣΕ, υπήρχαν δεκάδες σχολεία που δίδασκαν τη μακεδονική γλώσσα, γράφονταν μπροσούρες και κείμενα σε αυτή, υπήρχαν τάγματα μαχητών/τριών Μακεδόνων/ισσών και άλλα πολλά σε αυτήν την κατεύθυνση, όταν ακόμη ο διεθνισμός σήμαινε κάτι άλλο για το ΚΚΕ. Η ιστορία όμως αποδεικνύεται αμείλικτη, και έτσι σήμερα η πολιτική επιτάσσει τη μετατόπιση των θέσεων, σε βαθμό που συντάσσονται με την κυρίαρχη προπαγάνδα και αντίληψη για τη γέννηση και την οντότητα των εθνών. Χαρακτηριστικά: «Η θέση περί μακεδονικού έθνους δεν πατάει στην πραγματικότητα», διακήρυξε χαρακτηριστικά ο Κουτσούμπας, «γιατί δεν πληροί στην ενότητά της τα κριτήρια που τονίζουν πως το έθνος, ως ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, εμφανίστηκε πάνω στην κοινότητα του εδάφους, της οικονομικής ζωής, της γλώσσας και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού» (ορισμός του Στάλιν για το έθνος). Ο ίδιος έσπευσε βέβαια να παραδεχτεί ότι «το κυρίαρχο έθνος που υπάρχει στη FYROM» (και το οποίο απέφυγε να κατονομάσει) «συγκροτήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη βάση αυτών των όρων, με την οντότητα όμως που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας». Ξεχνούν βέβαια όλοι οι παραπάνω να παραθέσουν απλά ιστορικά στοιχεία  όπως π.χ. το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή, και σίγουρα από την εμφάνιση του μακεδονικού Ζητήματος, στον δέκατο ένατο αιώνα ήταν αποδεκτό, ακόμη και από τους Έλληνες ιστορικούς και πολιτικούς, ότι η Μακεδονία, ως γεωγραφική περιοχή του οθωμανικού κράτους, περιλάμβανε κατά προσέγγιση τα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, της ΠΓΔΜ και της περιφέρειας Πιρίν της Βουλγαρίας.

Εν κατακλείδι, αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι η διαμόρφωση ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου περιβάλλοντος, με τον εθνικισμό να ενδυναμώνεται, και τους κυρίαρχους να κερδίζουν περισσότερο έδαφος. Η μάχη που πρέπει να δοθεί είναι πολυεπίπεδη και αφορά την ιστορία, τη διάστασή της, την αφήγησή της από την κυριαρχία, τη διεμβόλιση της κυριαρχικά κατασκευασμένης ιδέας του έθνους, την ύπαρξη συνολικά κράτους και κεφαλαίου. Είναι καθήκον μας ως αναρχικοί/ες, διεθνιστές/τριες να δημιουργήσουμε αναχώματα στην ιδεολογική και υλική επίθεση πάνω στους/στις από τα κάτω, τη συνέχεια και την ένταση της λεηλασίας των καταπεσμένων και στις δύο μεριές των συνόρων αλλά και παγκόσμια, να προτάξουμε την αλληλεγγύη και την κοινή πάλη απέναντι στον εθνικισμό, τον πόλεμο, τη μισαλλοδοξία, τον καπιταλισμό. Να καταστήσουμε σαφές πως η φαντασιακή ενότητα κάτω από εθνικές σημαίες είναι ενότητα με τους δυνάστες μας, είναι το να γίνουμε τα αναλώσιμα πιόνια για τις επιδιώξεις και τις διαμάχες τους. Το φάντασμα του φασισμού και των πολέμων, αλλά και η καθημερινή φρίκη της φτώχειας, των θανάτων, της καταστολής, της λεηλασίας των ζωών μας, της καταστροφής του φυσικού κόσμου, της μισθωτής σκλαβιάς, πρέπει να γίνουν ο στόχος της πάλης μας. Να ξαναβάλουμε την επανάσταση και τον αγώνα για την αταξική, ελευθεριακή, αντιεξουσιαστική κοινωνία στο προσκήνιο, ώστε να γίνουν κτήμα όλο και περισσότερων ανθρώπων. Την κοινωνία εκείνη όπου ο καθένας/μία θα μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται με βάση τις επιθυμίες τους στην κατεύθυνση της συλλογικής, ισότιμης, χειραφετημένης από τους καταναγκασμούς και τις καταπιέσεις ζωής. Γιατί μόνο ο αγώνας για την κοινωνική επανάσταση, την ατομική και συλλογική απελευθέρωση μπορεί να αποτελέσει την οριστική απάντηση στον κόσμο της εξουσίας και της βαρβαρότητας, να δημιουργήσει μια νέα κοινωνικότητα συνύπαρξης και αλληλοβοήθειας πέρα από κάθε επίπλαστο διαχωρισμό περί φυλής, φύλου, εθνικότητας, θρησκείας, καταγωγής, σεξουαλικής προτίμησης.               

ΚΑΝΕΝΑ ΕΘΝΟΣ ΔΕ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΟΝΟΜΑ ΔΕ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ

ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ, ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ,ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

RedBlack