Διεκδικώντας τα Κοινά Αγαθά

Ο «Κοινός Τόπος» είναι μια πρωτοβουλία συνεννόησης για τα Κοινά που συστάθηκε από πολίτες του Ηρακλείου Κρήτης οι οποίοι προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών αντιλήψεων. Σκοπός του είναι να φέρει σε κοινή δράση ανθρώπους που τους ενώνει η ανησυχία για την εμπορευματοποίηση και υπερεκμετάλλευση κοινών αγαθών όπως το νερό, το έδαφος, το υπέδαφος, η φύση, η βιοποικιλότητα, το τοπίο, τα δάση, η θάλασσα, ο αιγιαλός, η παραλία, ο δημόσιος χώρος, οι υποδομές, η ενέργεια, η υγεία, η παιδεία, η στέγη, ο πολιτισμός, η ιστορία κ.λπ. Θεώρηση της συλλογικότητας είναι, πρώτον, πως η κοινωνία έχει υποχρέωση να προστατεύει τα δημόσια αγαθά και να ελέγχει αποτελεσματικά τους θεσμούς στους οποίους αναθέτει τη διαχείρισή τους, ώστε να διασφαλίζεται η δίκαιη και βιώσιμη χρήση τους. Δεύτερον, ότι οποιαδήποτε πολιτική, οποιουδήποτε ιδεολογικού πλαισίου για τη διαχείριση των κοινών αγαθών, πρέπει να είναι προσανατολισμένη στο κοινό όφελος, να είναι απόρροια συλλογικών διαδικασιών και να βρίσκεται στον αντίποδα του ατομισμού, του αποκλεισμού, της συσσώρευσης και της κερδοσκοπίας.

Ζητήσαμε από την Πρωτοβουλία ένα κείμενο σχετικό με την τοποθέτησή της για τα παραπάνω ζητήματα, αφενός γιατί, όπως έχουμε ξαναγράψει σε παλαιότερο φύλλο, μας ενδιαφέρει να προβάλλουμε αγώνες και συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται ενεργά στο πεδίο των κοινωνικών διεκδικήσεων (αρκεί να είναι ακηδεμόνευτες και χωρίς διαμεσολαβήσεις) και αφετέρου γιατί θεωρούμε πως η εν λόγω ομαδοποίηση καλύπτει με την παρουσία της ένα πολύ συγκεκριμένο όσο και σημαντικό αντικείμενο/διακύβευμα των κοινωνικών αγώνων, γύρω από το οποίο υπάρχει μέχρι στιγμής ένα σχετικό κενό. Ευχαριστούμε τη συλλογικότητα για την ανταπόκριση και ακολουθεί το κείμενό της.

announce

Διεκδικώντας τα Κοινά Αγαθά

Σήμερα ζούμε μια κατάσταση πολυεπίπεδης συστημικής κρίσης, χωρίς προοπτική διεξόδου για την κοινωνία. Κι αυτό γιατί το παγκόσμιο και εγχώριο σύστημα μάς στερεί τα μέσα που θα μας επιτρέψουν να πετύχουμε τον προσωπικό και κοινωνικό μας αυτοπροσδιορισμό. Αυτό το κάνει κατευθύνοντας για παράδειγμα την πληροφορία και όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος προς τις ανάγκες της αγοράς.

Οι επιλογές που μας δίνονται, εφόσον συνειδητοποιούμε αυτή την πραγματικότητα, είναι λίγες και συγκεκριμένες: 1) να μείνουμε απαθείς και να εξαντλήσουμε την κοινωνική μας ύπαρξη και διεκδίκηση μέσα από την εικονική πραγματικότητα μιας οθόνης, 2) να περιορίσουμε τη συμφωνία ή τη διαφωνία μας στην κατάθεση της ψήφου ή και μέσω των likes του facebook, 3) να απομονωθούμε και να επιδιώξουμε κάποια αυτάρκεια εγωκεντρικά και αυτάρεσκα, ή 4) τελικά να συμβιβαστούμε και να μάθουμε μοιρολατρικά να συμβιώνουμε με την απογοήτευση και το θυμό.

Απ’ αυτή την σκοπιά, η σημερινή κρίση είναι βαθιά αξιακή και όχι μόνο οικονομική. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, παρά τη φαινομενικά ιδανική συγκυρία, δυσκολεύεται ν’ αντιληφθεί την ουσία της σημερινής κατάστασης και εξαπατάται (ή αυταπατάται) πως η βελτίωση της καθημερινότητάς της θα έρθει μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που την οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο.

Πολλοί φαίνεται να έχουν πειστεί πως η ανάπτυξη, τροφοδοτούμενη από την επανέναρξη της ιδιωτικής κατανάλωσης κι από τις επενδύσεις στην εκμετάλλευση, για παράδειγμα, των φυσικών πόρων και του ελεύθερου δημόσιου χώρου, είναι η λύση στις όποιες συγκυριακές δυσκολίες. Όμως, νομοτελειακά, κανένα βιολογικό ή κοινωνικό σύστημα που η διατήρησή του βασίζεται στην κατάχρηση φυσικών και ανθρώπινων πόρων δεν μπορεί να παραμείνει υγιές και να επιβιώσει σε βάθος χρόνου. Είτε στο μακροπεριβάλλον του πλανήτη, είτε στο μικροπεριβάλλον ενός τόπου όπως η Κρήτη, η προοπτική της ανάπτυξης με κάθε κόστος και δίχως όρους, αντί της ατομικής και συλλογικής προκοπής και χειραφέτησης, θα είναι αδιέξοδη παρόλο που προβάλλεται σαν μονόδρομος σε ένα πεπερασμένο σύστημα που είναι το φυσικό περιβάλλον και ο υλικός κόσμος. Και είναι αδιέξοδη επειδή:

  • είναι αυτοκαταστροφική μια οικονομία που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και τον εξορυκτισμό για την κάλυψη πλαστών αναγκών καθώς και για τη συσσώρευση κέρδους. Αυτό το έχει αποδείξει η εμπειρία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και στην Κίνα,
  • είναι απαξιωτική για την ανθρώπινη φύση και αποσυνθετική για την κοινωνία η χωροταξία σαν εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης που βάζει ταξικές και κερδοσκοπικές οριοθετήσεις οι οποίες αποξενώνουν τον πολίτη από το δημόσιο χώρ (κι αυτό αφορά τόσο την αστική πολεοδόμηση όσο και τη χωροθέτηση μεγάλων τουριστικών μονάδων και έργων β-ΑΠΕ όπου υπάρχει ελεύθερη σπιθαμή αιγιαλού και γης),
  • η ιστορική εμπειρία έχει επίσης αποδείξει ότι η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση δε συνιστούν μέθοδο ορθής διαχείρισης και προστασίας των φυσικών πόρων όπως η γη, το νερό, η θάλασσα, ο αέρας, η βιοποικιλότητα και η αγροβιοποικιλότητα. Ενδεικτική αυτής της πραγματικότητας είναι η γενικευμένη πια παραδοχή πως η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει οδηγήσει στη χειροτέρευση των υπηρεσιών ύδρευσης, οι οποίες στην Ευρώπη επιστρέφουν πλέον στον έλεγχο του δημοσίου,
  • είναι ηθικά και υπαρξιακά απαράδεκτη η ατομική και κοινωνική αποδοχή της ανάπτυξης άνευ όρων ως αυτονόητης, αναπόφευκτης ή θεμιτής, γιατί αυτή η προσέγγιση είναι αντίθετη στο φυσικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της οικονομίας πόρων.

000

Σε μια δεύτερη ανάγνωση της σημερινής πραγματικότητας, βλέπουμε ότι η κοινωνία μας έχει απεμπολήσει την υποχρέωση να προστατεύει και να χρησιμοποιεί δίκαια και χωρίς υπερβολές τα δημόσια αγαθά, είτε αυτά αφορούν στους φυσικούς πόρους είτε –  στα μέχρι πρόσφατα δεδομένα – ως κοινωνικά αγαθά. Ακόμα κι αν αυτή η απεμπόληση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών μας απέναντι στα κοινά αγαθά θεωρείται αναμενόμενη για τις γενιές που διαμορφώθηκαν πολιτικά στις δεκαετίες της αποθέωσης της ιδιωτικότητας, της πελατειακής συναλλαγής και του μικροσυμφέροντος, είναι εντυπωσιακό ότι συνεχίζεται στον ίδιο ή μεγαλύτερο βαθμό σήμερα που η ιδιωτική περιουσία (αποταμιεύσεις, κατοικία, αγροτική γη) μεταβιβάζεται με δυο υπουργικές υπογραφές και μπόλικη μιντιακή τρομοκρατία στους στυλοβάτες του συστήματος, όπως οι τράπεζες τύπου Πειραιώς και τα επενδυτικά funds.

Είναι εντυπωσιακή η γενικότερη απάθεια, όταν το μόνο που έχει απομείνει ουσιαστικά για να στηρίξει την ευρύτερη κοινωνία στα όρια της επιβίωσής της είναι τα όποια αγαθά έχουν παραμείνει δημόσια.

Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να εξωτερικεύσουμε τη διαφωνία μας συλλογικά, οργανωμένα και δυναμικά, απέναντι στο πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο και τους συστημικούς παραπληροφοριοδότες/κήρυκες αυτού του μοντέλου διαχείρισης των Κοινών. Κι όταν αναφερόμαστε σε παραπληροφόρηση, πρέπει να τονίζουμε πως σημαντικό μερίδιο σ’ αυτή έχουν οι κάθε λογής ειδικοί, τεχνοκράτες και αναλυτές που έχουν αναχθεί σε έμπορους της «αλήθειας» και της ελπίδας και εμφανίζονται όταν η απελπισία του κόσμου φτάνει σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, προκειμένου να αποτρέψουν τη ριζοσπαστικοποίησή του.

Στην σημερινή συγκυρία είναι μάλλον πιο εύκολο η κοινωνία να παρασυρθεί από «μεγάλες ιδέες» και να πιστέψει σε ως διά μαγείας λύσεις, όπως για παράδειγμα, η μεγάλη προτεινόμενη στροφή της οικονομίας, ακόμα και του όποιου παραγωγικού μοντέλου, στην παραγωγή, εξαγωγή και διαμετακόμιση ενέργειας και στην εξόρυξη υδρογονανθράκων. Όμως αυτή η προσέγγιση δε διαφέρει πολύ από την ελπίδα των απελπισμένων και εθισμένων στη φαντασίωση του Τζόκερ. Αυτές οι λύσεις είναι τζόγος, και στον τζόγο οι πιθανότητες να κερδίσεις είναι πάντα μηδαμινές.

Για να γυρίσουμε όμως στην ουσία, καλούμαστε να προστατέψουμε το δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα των Κοινών και να σταματήσουμε να εκχωρούμε εν λευκώ τη διαχείρισή τους σε υπηρεσίες και φορείς παθητικούς και αποπροσανατολισμένους ή ακόμα και αδιάφορους όσον αφορά το ρόλο τους στη σημερινή κοινωνική οργάνωση.

Καμία δημόσια διοίκηση και τοπική αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να αδειοδοτεί διαδικαστικά έργα όπως αυτά των βιομηχανικών ΑΠΕ που, μπορεί μεν να δημιουργούν προσωρινές θέσεις εργασίας κατά την κατασκευή τους, αλλά αφενός καταργούν άλλες και αφετέρου αλλοιώνουν βάναυσα το χαρακτήρα μιας περιοχής και την οικονομία της. Καμιά «ύψιστη εθνική σημασία» (που εισήγαγε τεχνηέντως ο νόμος Μπιρμπίλη για να μπορούνε να μπούνε έργα β-ΑΠΕ σε προστατευόμενες περιοχές) δεν μπορεί να επιτάσσει να καταπατώνται οι περιοχές Natura για να εγκατασταθούν έργα β-ΑΠΕ.

growth

Καμιά «ύψιστη αναγκαιότητα» δεν υπάρχει για να αποδώσουμε τα περιορισμένα και υποβαθμισμένα νερά του νησιού μας σε ενεργειακά έργα (όπως στην περίπτωση του υβριδικού στο Αζιλακόδασος), εκχωρώντας από την πίσω πόρτα το δημόσιο αυτό αγαθό στην κάθε EDF και στην κάθε ΤΕΡΝΑ. Πόσο δε μάλλον, όταν αυτό αντιβαίνει στο πνεύμα της απόφασης του ΣτΕ το Μάιο, που μπλόκαρε την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ (κι από σπόντα και της ΕΥΑΘ), θεωρώντας το νερό βασικό αγαθό που διασφαλίζει τη δημόσια υγεία – άρα μη ιδιωτικοποιήσιμο.

Επίσης, καμιά περιφερειακή ή δημοτική διοίκηση δεν μπορεί να γνωμοδοτεί θετικά και κανένα υπουργείο δεν μπορεί να εκχωρεί με διαδικασίες Fast Track τα δάση και τους αιγιαλούς σε τουριστικές μεγα-επενδύσεις. Το βιώσαμε αυτό το καλοκαίρι, με το υπουργείο να τρέχει με διαδικασίες κατεπείγοντος να περάσει από το θερινό τμήμα της βουλής το δασικό νόμο και να εντάσσει στην πραμάτεια του ΤΑΙΠΕΔ όσα από τα παραλιακά “φιλέτα” της Κρήτης δεν έχουν ακόμα τσιμεντωθεί και καταπατηθεί, όπως τη δημοτική πλαζ του Καρτερού και την πρώην αμερικανική βάση των Γουρνών. Κι αυτό συμβαίνει ενώ ήδη δρομολογούνται οι επενδύσεις στην Aνατολική και Νότια Κρήτη (Μονή Τοπλού, Κάβο Πλάκο, Τριόπετρα) που βάζουν το νησί από τα ανατολικά στην κιμαδομηχανή της ιδιωτικής πολεοδόμησης και χωροταξίας.

Μας βρίσκει και θα μας βρίσκει σταθερά απέναντι ένα τουριστικό μοντέλο που θα υλοποιηθεί από την ντόπια για την αλλοδαπή ελίτ, με εργαζόμενους τους ντόπιους “νταλίτ”, δηλαδή την κάστα των κατώτερων/αναλώσιμων εργαζομένων που, όπως και στην Ινδία της «ανάπτυξης», θα είναι κι εδώ απαλλαγμένοι από το «βάρος» των συλλογικών συμβάσεων και της κρατικής υποχρέωσης για παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (άλλωστε είναι πια άγνωστο το πόσα και ποιά δημόσια νοσοκομεία θα παραμείνουν ανοιχτά…).

Η μόνη αξιοποίηση των Κοινών και της δημόσιας περιουσίας που είναι θεμιτή και επιθυμητή, είναι αυτή που θα καθοδηγείται από το ταμείο της γνώσης, της εμπειρίας και της αλληλεγγύης της κοινωνίας, με σεβασμό στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και την ίδια της την ύπαρξη. Η διεθνής εμπειρία, όπως για παράδειγμα της πρώην ανατολικογερμανικής Τρόιχαντ (TREUHAND), έχει αποδείξει ότι κανένα ΤΑΙΠΕΔ (είτε ηγείται από καθηγητές είτε έμπειρους μάνατζερ και στελέχη επιχειρήσεων) δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Και σίγουρα δεν μπορούν να το κάνουν τα «golden boys ειδικών αποστολών», που μεταπηδούν από τον ιδιωτικό τομέα σε διευθυντικές θέσεις δημόσιων οργανισμών και τανάπαλιν, σαν να είναι «σε περιστρεφόμενες πόρτες», όπως λένε οι Άγγλοι (revolving doors). Είναι εγκληματικό αυτό το μεγάλο φαγοπότι που έχει στηθεί με τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία του δημοσίου που κομμάτι – κομμάτι, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, δίνεται τζάμπα στους ημέτερους ιδιώτες, εγχώριους και ξένους, αλλά και σε ξένες δημόσιες επιχειρήσεις όπως η Αζέρικη SOCAR με το ΔΕΣΦΑ και η κρατικά ελεγχόμενη Γαλλική EDF που προαναφέραμε. Αυτό δε λέγεται αξιοποίηση αλλά πλιάτσικο.

Λέμε λοιπόν, ότι οι μόνες επενδύσεις που η κοινωνία μπορεί να επιτρέψει πάνω στα Κοινά Αγαθά (είτε δημόσιες υπηρεσίες είτε φυσικούς πόρους) είναι οι επενδύσεις στη βελτίωσή και στη διατήρηση ή επαναφορά τους υπό δημόσιο κοινωνικό έλεγχο, για να μπορέσουν οι επόμενες γενιές που θα τα διαχειριστούν να είναι απαλλαγμένες από τις παθογένειες που εμείς, με την ανοχή, την αποχή ή την ανάθεση, επιτρέψαμε να συμβούν.

Συνοψίζοντας λοιπόν, καλούμαστε να εμπεδώσουμε την ουσία, να τεκμηριώσουμε την αξία (πέρα από οικονομικούς όρους) και να υπερασπιστούμε το δημόσιο κοινωνικό χαρακτήρα :

  • των φυσικών πόρων που περιλαμβάνουν, τα υπόγεια και επιφανειακά νερά, τα δάση, τη θάλασσα, το τοπίο, το έδαφος, το υπέδαφος (είτε στηρίζουν παραγωγικές δραστηριότητες είτε όχι) και τη βιοποικιλότητα (είτε αφορά καλλιεργούμενα είδη και παραδοσιακές ποικιλίες είτε τη φυσική βιοποικιλότητα)
  • του δημόσιου χώρου, που περιλαμβάνει την ύπαιθρο και τον αιγιαλό, τον κοινόχρηστο αστικό χώρο, τις δημόσιες υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια), τους χώρους πολιτισμικής και ιστορικής σημασίας και τις προστατευόμενες περιοχές
  • των αγαθών όπως η ενέργεια, το νερό, η υγεία, η παιδεία, η επιστημονική γνώση, η στέγη, και των δημόσιων υπηρεσιών και ιδρυμάτων που τα παρέχουν

Πρέπει να το πιστέψουμε και να το κάνουμε κατανοητό προς όλους, ότι οποιαδήποτε πολιτική οποιουδήποτε ιδεολογικού πλαισίου, τωρινού ή αυριανού, για τη διαχείριση των κοινών αγαθών, πρέπει να είναι προσανατολισμένη στο μέγιστο κοινό όφελος, να είναι συμφωνημένη με τους πολίτες και να είναι αποτέλεσμα δημοκρατικών και συλλογικών διαδικασιών. Μια τέτοια διαχείριση πρέπει να επιτρέπει την εφαρμογή μοντέλων χρήσης των Κοινών στον αντίποδα του ατομισμού, του αποκλεισμού, της συσσώρευσης και της κερδοσκοπίας.

Αναζητούμε μια κοινή λογική για τη διαχείριση των κοινών που να είναι σταθερά θεμελιωμένη στις αξίες της ισότητας, του δίκαιου και του μέτρου. Η Κοινή Λογική που αναζητούμε, μπορεί από κάποιους να είναι υπερεκτιμημένη ή υποτιμημένη σαν έννοια, αλλά σε κάθε περίπτωση, σε ότι αφορά τα Κοινά, πρέπει όλοι να δουλέψουμε για να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο.

 

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΑ / ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ