Δημοψήφισμα: Πυλώνας Άμεσης Δημοκρατίας ή Φάρσα;

Γενικά το δημοψήφισμα από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας θεωρείται βασικός πυλώνας της άμεσης δημοκρατίας. Σε διάφορες χώρες του εξωτερικού μπορούν να δοκιμαστούν με δημοψήφισμα, και ιστορικά δοκιμάστηκαν, διάφορες λειτουργίες του δημόσιου βίου, όπως π.χ. πολιτειακά ζητήματα, συντάγματα και αναθεωρήσεις τους, δημοσιονομικά θέματα, ιατρικά θέματα που αποτελούν θρησκευτικο-κοινωνικά ταμπού, όπως οι αμβλώσεις ή οι γάμοι ομοφυλόφιλων, και θρησκευτικά θέματα. Πρόσφατα στην Ελβετία μπήκε σε δοκιμασία δημοψηφίσματος το δικαίωμα της μουσουλμανικής μειονότητας στο να έχει τζαμιά, και απορρίφτηκε. Στην Ελλάδα, όπως ορίζεται από το ισχύον σύνταγμα του 1975 (άρθρο 44 παρ. 2) όπως τροποποιήθηκε το 1986 αλλά και με τον εκτελεστικό νόμο 4023/11, το δημοψήφισμα προβλέπεται:

  • Για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από δημοσιονομικά. Προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών (180 βουλευτές), ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου (120 βουλευτές).
  • Για κρίσιμα εθνικά θέματα. Προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές), που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Έτσι βλέπουμε αμέσως τον ελληνικό περιορισμό για το τι μπορεί να τεθεί στη δοκιμασία αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, και σημειώνουμε τη σπουδή και ενδιαφέρον του νομοθέτη να εξαιρέσει τα δημοσιονομικά. Η Ελλάδα, έχοντας μια πανίσχυρη εγχώρια αστική τάξη, ενδιαφερόταν να ασκήσει θέατρο δημοκρατίας σε όλα τα θέματα εκτός από το ευαίσθητο θέμα της ιδιοκτησίας, και γι’ αυτό εξαιρεί τα δημοσιονομικά από τη δοκιμασία της ψήφου στην αμεσοδημοκρατική διαδικασία του δημοψηφίσματος.

Είναι όμως το δημοψήφισμα «έκφραση άμεσης δημοκρατίας» ή είναι στιγμιαία έκφραση της διάθεσης των ψηφοφόρων, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την επικρατούσα αφήγηση; Είναι ελεύθερης γνώμης οι ψηφοφόροι, όταν προσέρχονται στις κάλπες με ένα ερώτημα, ή είναι φιγούρες που προσέρχονται να ρίξουν ένα χαρτί σε ένα κουτί μετά από καταιγιστικό βομβαρδισμό προπαγάνδας που προηγείται του δημοψηφίσματος και μερικές φορές προϋπάρχει της αναγγελίας του; Τέλος, υπάρχει και το πιο συχνό αλλά ουσιαστικό ερώτημα: «είναι το δημοψήφισμα έγκυρο ή αποτέλεσμα νοθείας»; Για παράδειγμα, τα 3 από τα 7 δημοψηφίσματα που έγιναν στην Ελλάδα διενεργήθηκαν από δικτατορίες και ήταν νόθα, ενώ και από τα υπόλοιπα 4 υπάρχουν υποψίες νοθείας για τουλάχιστον δύο από αυτά (πολιτειακό 1924 και 1946) . Στην Ελλάδα σχεδόν όλα τα δημοψηφίσματα εξαντλούσαν τη «δημοκρατικότητα» της Εξουσίας στην πολιτειακή ερώτηση «Μοναρχία ή Κοινοβουλευτισμός» (6 από τα 7), ενώ μόνο ένα από αυτά αφορούσε την έγκριση συντάγματος, του «συντάγματος Παπαδόπουλου» το 1968. Περιττό να πούμε ότι ήταν νόθο.

Αν επιστρέψουμε στην ουσία του ερωτήματος του τίτλου του άρθρου, θα δούμε ότι και έξω από την Ελλάδα η αμεσοδημοκρατική φύση του δημοψηφίσματος χρησιμοποιήθηκε ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και το ναζιστικό του Χίτλερ. Η πλειοψηφία των ρατσιστικών νόμων, αλλά και των νόμων και δράσεων που νομιμοποιούσαν τις εδαφικές διεκδικήσεις της ναζιστικής Γερμανίας έναντι γειτονικών κρατών είχαν τεθεί στη δοκιμασία της ψηφοφορίας και είχαν εγκριθεί από μια πλειοψηφική μάζα χειραγωγημένων ψηφοφόρων. Στην περίπτωση του φασισμού υπήρχε πάντα η ασφαλιστική δικλείδα της νοθείας, αλλά θέση και άποψη του άρθρου είναι ότι στα θέματα ρατσισμού δεν χρειάστηκε αυτή.

Την ίδια στιγμή, όμως, τα δημοψηφίσματα έχουν λειτουργήσει ιστορικά και ως μοχλός ανύψωσης της αυτοδιάθεσης και αυτονομίας κοινοτήτων ανθρώπων. Στην Ελβετία, Σκωτία, ΗΠΑ, Νορβηγία, Νορμανδία, Κορσική και αλλού, τα δημοψηφίσματα έχουν διευρύνει και προστατέψει δικαιώματα μειονοτήτων, και έχουν επιτρέψει τη δημιουργία εργαλείων αυτοδιάθεσης που δεν υπήρχαν πριν από αυτά. Με δημοψήφισμα προστατεύτηκε η τοπική γλώσσα των Νορμανδών και διασώθηκε διδασκόμενη παράλληλα με τη γαλλική στα νορμανδικά σχολεία. Στη Νορβηγία, ενώ δεν είναι νομικά δεσμευτικά τα δημοψηφίσματα, πολλές φορές τα αποτελέσματά τους τα έχει πάρει σοβαρά η Βουλή, όπως σε θέματα ανακατανομής πλούτου, διοχέτευσης του πλεονάσματος του προϋπολογισμού, αλλά όχι π.χ. σε θέματα έγκρισης του ευρωσυντάγματος, που μετά την απόφαση των Γάλλων για απόρριψή του πάγωσε σαν «ερώτημα προς δημοψήφισμα» σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Αυτό το τελευταίο παράδειγμα δείχνει και τα όρια δημοκρατίας που ανέχεται η αστική δημοκρατία. Όταν ένα αποτέλεσμα μπορεί να θέσει σε δοκιμασία την κυριαρχία της μέσα από το 4ετές θέατρο της «εκπροσώπησης», τότε δεν διστάζουν να κλείσουν και το θέατρο της «άμεσης δημοκρατίας» απαγορεύοντας τα δημοψηφίσματα.

Το θέμα του τι μπορεί να μπει σε δημόσια διαβούλευση και απόφαση μέσω άμεσης ψήφου είναι πολύ πιο σοβαρό από το πολιτειακό ή συνταγματικό ή έστω το γλωσσικό θέμα, και αναφέρονται αυτά τα τρία σαν τα κατεξοχήν πεδία στα οποία επιτράπηκαν δημοψηφίσματα. Το θέμα παραπέμπει σε ένα βαθύτερο ελευθεριακό και φιλοσοφικό ερώτημα «σε τι ομάδα ανθρώπων απευθύνεται ένα ερώτημα;» και «πώς είναι διαμορφωμένη ως τότε αυτή η ομάδα;».

Τι έννοια, αλήθεια, θα είχε σαν δείκτης «δημοκρατικότητας» μια ερώτηση στη Σαουδική Αραβία: «πιστεύετε στον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους;» Τι έννοια θα είχε σε μια χώρα φανατικών καθολικών, όπως η Ιρλανδία, ένα ερώτημα για την «ελεύθερη επιλογή της γυναίκας στην έκτρωση;» Τι έννοια θα είχε σε εμάς στην Ελλάδα ένα ερώτημα για το ίδιο θέμα «διαχωρισμός κράτους με εκκλησία»; Θα πέφταμε από τα σύννεφα αν διαπιστώναμε ότι είμαστε εξίσου φανατικοί με τους σουνίτες Σαουδάραβες;

Αυτά τα ερωτήματα ήρθε πρόσφατα να τα εντείνει η απόφαση με μικρή πλειοψηφία των Ελβετών να απαγορέψουν την κατασκευή τζαμιών για την λατρεία του Ισλάμ από τους μουσουλμάνους μετανάστες της Ελβετίας. Αυτή η «ελευθεριακή» χώρα αποφάσισε κόντρα σε βασικά ελευθεριακά προτάγματα.

Ο Βάνεγκεμ έχει ορίσει 100 βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία, κατά τη γνώμη του, ποτέ δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο δοκιμασίας από ψήφο. Το τι μπορεί να αποφασισθεί σε μια ψηφοφορία περιγράφεται αρκετά χιουμοριστικά στην φράση: «δημοκρατία είναι τέσσερις λύκοι και ένα πρόβατο να ψηφίζουν για βραδινό». Μπορεί να μην είναι 100 μπορεί να είναι 112 ή 87, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να αντέξουμε την διαφορετικότητα που δεν περιορίζει την ελευθερία των άλλων, και να αντιληφθούμε ότι μια «πλειοψηφία» δεν μπορεί να επιβάλει ούτε καν την κουλτούρα της πάνω σε μια μειοψηφία, πόσο δε περισσότερο τη θρησκεία της ή την οικονομία της. Στα «100 Βασικά Ανθρώπινα Δικαιώματα» ο Βάνεγκεμ αναφέρει χτυπητά παραδείγματα, όπως π.χ. το να μην μπορεί μια πλειοψηφία λευκών να αποφασίζει σε μια χώρα τον εξοστρακισμό, αποκλεισμό ή και εγκλεισμό των μαύρων σε γκέτο. Αυτό που λέγεται και «δικτατορία της πλειοψηφίας σε μια μειοψηφία» επεκτείνεται και σε θέματα όπου η ισχύς μιας ομάδας ανθρώπων σε μια άλλη κάνει αδύνατη την ελεύθερη διατύπωση γνώμης της αδύνατης ομάδας, ακόμα κι αν έχει την αριθμητική πλειοψηφία σε ένα κοινωνικό σύνολο. Η ισχύς μπορεί να προκύπτει από την κατοχή ορισμένων μέσων της ισχυρής ομάδας, όπως π.χ. μέσων παραγωγής ή μέσων ενημέρωσης, και η αδύνατη ομάδα να υποχωρεί ή να μην τολμά να αμφισβητήσει αυτή την κατάσταση.

Το γεγονός ότι οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν, δεν προέρχεται από αδιαφορία αλλά από σεβασμό και από συνείδηση ότι υπάρχει σοβαρό έλλειμμα κοινωνικής διαβούλευσης για τα θέματα που αφορούν τη ζωή μας, και δεν λύνεται στα αρπαχτά, στην «κάψα» της στιγμής με ένα συνήθως συναισθηματικά φορτισμένο ερώτημα που αποπνέει πάντα την μονομανία του ανθρώπου-θηλαστικού «όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου». Ταυτόχρονα δεν πρέπει να αγνοήσουμε τον τρόμο που έχουν σπείρει στις εξουσίες οι διαθέσεις των ανθρώπων να αμφισβητήσουν θέματα όπως το δημόσιο χρέος, τα μνημόνια, το ευρωπαϊκό σύνταγμα ή την επικυριαρχία ενός έθνους πάνω σε ένα άλλο (περίπτωση δημοψηφίσματος Κριμαίας). Δεν ακούμε με έκπληξη την Ε.Ε/ μέσα από το στόμα της Άστον να προσπερνά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την αυτοδιάθεση της Κριμαίας και να αναφέρεται σε «προσάρτησή» της από τη Ρωσία. Αυτό που είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ανάμεσα στις δυο αυτές πλευρές που έχει το «Δημοψήφισμα» είναι ότι σπάνια προέρχεται η ανάγκη διενέργειάς του από πρωτοβουλίες δικές μας. Πολύ σπάνια προέρχεται από τα «κάτω». Εφόσον συνήθως ορίζεται το περιεχόμενό του και η ερώτηση σε μας από «πάνω», να θυμόμαστε ότι καμιά εξουσία δεν θα ρισκάρει να αμφισβητηθούν ριζικά οι πυλώνες που την καθορίζουν.

Marx Factor