Είναι συνηθισμένο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, να προσπαθεί να συγκεράσει επιφανειακά τις αντιθέσεις που δημιουργεί με διάφορα τεχνάσματα. Αν παρακολουθήσουμε επί παραδείγματι, μια συνέντευξη της κυβερνητικής εκπροσώπου και δεν αποκοιμηθούμε, μπορεί να νομίσουμε ότι ζούμε στην τέλεια κοινωνία. Εδώ οι αντιθέσεις κρύβονται με λόγια. Ή αν επισκεφτούμε ένα φινετσάτο εμπορικό κέντρο, καθαρό, με χαρούμενη μουσική και χαμογελαστούς εργαζόμενους, δε θα καταλάβουμε και πολλά για το τι συμβαίνει πίσω από τη βιτρίνα. Εκεί ακόμη χειρότερα, οι αντιθέσεις κρύβονται με εμπορεύματα.
Με έναν παρεμφερή τρόπο λειτουργεί και το ελληνικό κράτος. Προσπαθεί να εξωραΐσει την εικόνα του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, πως τα πράγματα «βαίνουν καλώς», ότι ειδικά με τις νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη και υπό έλεγχο. Και πράγματι, υπάρχουν άνθρωποι που το πιστεύουν αυτό. Θα τους βρείτε να διοικούν καμιά τράπεζα ή να τους ανήκει κάποιο πλοίο.
Η αλήθεια είναι όμως ότι η εξουσία αδυνατεί να εξομαλύνει τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις. Όσο κι αν προσπαθεί να τις σκεπάσει με την προπαγανδιστική κουβέρτα δε μπορεί να τις κρύψει. Κι αυτές οι αντιθέσεις βρίσκονται πάντα παρούσες, παίζοντας το δικό τους ιστορικό ρόλο που θυμίζει σε όλους ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι μόνο άδικο αλλά και εντελώς ρευστό.
Tο ασφαλιστικό/φορολογικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε το Μάιο, κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο να συνοψίσει όσα ο ΣΕΒ και οι πολυεθνικές ζητούσαν τα προηγούμενα χρόνια, απαιτήσεις οι οποίες ικανοποιούνται με αξιοθαύμαστη φιλελεύθερη προθυμία από την κυβερνώσα αριστερά. Το λαδόξυδο όμως –ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζονται οι Συριζαίοι– θα το γευτούν οι συνήθεις ύποπτοι που μοιάζουν να έχουν κολλήσει στον πάτο του βαρελιού, οι φτωχοί εργαζόμενοι, οι μικροαγρότες και οι άνεργοι.
Εν τω μεταξύ, η τριήμερη απεργία στις 6-7-8 Μαΐου, όχι μόνο δεν ανέκοψε τα μέτρα, αλλά επιβεβαίωσε πως το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε βαθιά υποχώρηση, γεγονός που είτε μας αρέσει είτε όχι, τα αφεντικά και το κράτος το μετρούν για τις επόμενες κινήσεις τους. Το πρωτότυπο με αυτό το απεργιακό τριήμερο, ήταν ότι ειδικά την πρώτη μέρα η πλειοψηφία των εργαζομένων πήγε για δουλειά και ύστερα έμαθε για την απεργία. Δεν ξέρουμε σε ποιο γραφειοκρατικό πλανήτη έχει μετοικήσει η ΓΣΣΕ και η ΑΔΕΔΥ, μιας και δεν έχουν καμία επαφή με την εργασιακή πραγματικότητα, αλλά ξέρουμε πως μέσα από τους αυτοοργανωμένους αγώνες, πρέπει σύντομα να ξεμπερδέψουμε με δαύτους και τα βρώμικα παζάρια τους.
Αντίθετα στη Γαλλία, διεξάγεται μια μακρά και σφοδρή σύγκρουση με αφορμή τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις, παρά το ότι τα νομοσχέδια ψηφίστηκαν. Ίσως έχουμε να μάθουμε πολλά από το γαλλικό παράδειγμα, ως προς την προετοιμασία και την αδιαλλαξία των αγώνων.
Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο. Η επίθεση στις εργατικές κατακτήσεις στην Ευρώπη, αποτελεί πρελούδιο ενός ακόμα σκληρότερου κύκλου υποβάθμισης της ζωής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται την ΤΤΙΡ (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου & Ελεύθερων Συναλλαγών) στις πλάτες εκατομμυρίων ανθρώπων, μια συμφωνία που δεν θα πλήξει μόνο τις εργασιακές συνθήκες, αλλά αφορά την τροφή, την πρόσβαση στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.
Την ίδια στιγμή λοιπόν που οι κυρίαρχοι «μαγειρεύουν» το πώς τα εμπορεύματα θα μπορούν με όλη την άνεσή τους να κινούνται ανάμεσα από τα κράτη, χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες παραμένουν εγκλωβισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την Ελλάδα. Η Ειδομένη εκκενώθηκε βίαια. Μπορεί να μην άνοιξαν κεφάλια, μα η ψυχολογική βία είναι συχνά πιο αποτελεσματική. Τα ΜΜΕ πανηγύρισαν ξανά. Καμιά σημασία δεν έχει που στοιβάχτηκαν αυτοί οι άνθρωποι. Σημασία έχει πως το κράτος γλίτωσε τη χασούρα από τη σιδηροδρομική γραμμή. Και τώρα, ήρθε η ώρα για μεγαλύτερο καταχώνιασμα των προσφύγων, ίσως και για ψηλότερους φράχτες γύρω τους, για να μη χαλάσουν την καλοκαιρινή τουριστική μόστρα.
Μα πάντα οι κρατούντες, λογαριάζουν κοινωνικά χωρίς τον ξενοδόχο. Οι εξεγέρσεις των προσφύγων και μεταναστών σε όλη την Ελλάδα, δεν είναι απαραίτητες μόνο για αυτούς. Είναι απαραίτητες και σημαντικές για όλους μας. Γι’ αυτό και η αραβόφωνη ΑΠΑΤΡΙΣ διακινείται πλέον στους καταυλισμούς. Γιατί ο αγώνας για μια ζωή με αξιοπρέπεια είναι υπόθεση όλων των καταπιεσμένων, ανεξάρτητα από το ποια γλώσσα μιλούν, τι χρώμα έχει το δέρμα τους ή σε ποιο μέρος τους έλαχε να γεννηθούν.
Και πράγματι, όλο και πιο συχνά πλέον, οι αντιστεκόμενοι διαφορετικών χωρών έρχονται σε επαφή, συζητούν, μοιράζονται και οργανώνονται ενάντια στους κοινούς εχθρούς. Μια τέτοια αφορμή είναι και το Βαλκανικό Αναρχικό Φεστιβάλ Βιβλίου στις 23-25 Ιουνίου στα Γιάννενα.
Αναμφίβολα, η απάθεια και η παραίτηση τρέφουν την ζοφερή εποχή μας. Στρώνουν το δρόμο στους εκμεταλλευτές μας να συνεχίσουν το έργο τους. Κι αυτοί κοιτούν από ψηλά, προστατευμένοι στο καπιταλιστικό τους οικοδόμημα καθώς τους ευφραίνει ο αέρας της εξουσίας. Η κυριαρχία τους όμως, πάντα ήταν και θα παραμείνει εύθραυστη. Δεν πρόκειται για νομοτέλεια, αλλά για ένα απλό άκουσμα των τριγμών που δημιουργούν οι κοινωνικές αντιθέσεις. Οι «από κάτω», όλοι και όλες εμείς, μπορεί να τη βγάζουμε δύσκολα, μπορεί ακόμα να βιώνουμε την καταστολή και την τρομοκρατία, αλλά δεν κάνουμε βήμα πίσω στην αντίσταση και τον αγώνα. Κάθε χτύπημα, μικρό ή μεγάλο, που καταφέρνουμε στο οικοδόμημα, κάθε πετραδάκι που αφαιρούμε και κάθε ρωγμή που ανοίγουμε, δε σηματοδοτεί μόνο ότι η καταστροφή αυτής της κοινωνίας είναι εφικτή, αλλά αντηχεί στα αυτιά των εξουσιαστών σε κάθε τους στιγμή. Κι αυτόν τους τον φόβο όσο κι αν προσπαθούν, δεν καταφέρνουν να τον κρύψουν.
ΣΟ Ιωαννίνων