Επί του πιεστηρίου #14

Υπάρχει μία λέξη που οι περισσότεροι/ες πια αρχίζουμε να την κατανοούμε στη πράξη. Ονομάζεται φτώχεια και όπως γράφει και ο ποιητής: «Οι φτωχοί υπομένουν το μαρτύριο του Ταντάλου, καταδικασμένοι στην πείνα και τη δίψα, είναι επιπλέον καταδικασμένοι να θαυμάζουν τις λιχουδιές που προσφέρει η διαφήμιση. Κάθε φορά που απλώνουν το χέρι ή πλησιάζουν το στόμα, αυτά τα θαυμαστά πράγματα απομακρύνονται. Και αν κανείς εφορμήσει να τα αρπάξει, θα καταλήξει είτε στη φυλακή είτε στο νεκροταφείο».

Γιατί όμως η φτώχεια παντρεύεται αρκετές φορές με τον φόβο, και τεκνοποιούν το μίσος για τον άλλο που στέκεται στο ίδιο σκαλοπάτι ή και πιο κάτω από εμάς; Μήπως επειδή το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους προέρχεται από το γεγονός ότι είμαστε αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλο; Μήπως γιατί δεν θέλουμε ο άλλος να κοιτάει μέσα μας, γιατί κατά βάθος γνωρίζουμε ότι δεν θα είναι ωραίο αυτό που θα δει; Μήπως τελικά, μέσα από όλον αυτόν τον κοινωνικό κανιβαλισμό και την αλληλοσπάραξή μας, έχουμε γίνει χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί ζωντανοί νεκροί όπως τα κινηματογραφικά ζόμπι; Και αν κάποιος ισχυριστεί ότι είναι ζωντανός μεν, αποδεχόμενος τον κανιβαλισμό δε, του θυμίζω ότι οι ζωντανοί άνθρωποι αξιώνουν και απαιτούν να μην ταπεινώνονται, να μην εξευτελίζονται. Απαιτούν να τους υπολογίζουν και να τους σέβονται, απαιτούν τα ίδια να ισχύουν για τον διπλανό τους, ανεξάρτητα αν είναι φτωχός ή πλούσιος, μαύρος ή άσπρος, χριστιανός ή μουσουλμάνος.

Αρκεί να μην είναι γουρούνι αλλά άνθρωπος.

Firewater