Τους τελευταίους μήνες έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο, όχι τυχαία εν μέσω πανδημίας, η συζήτηση για το νομοσχέδιο που αφορά στο ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών χωρισμένων γονέων, νομοσχέδιο που προτείνεται να αναθεωρηθεί, σημαντικά, για πρώτη φορά μετά από το 1983. Μέχρι και σήμερα, έπειτα από ένα διαζύγιο, η επιμέλεια διαμοιράζεται είτε συναινετικά, είτε με δικαστική απόφαση σε περιπτώσεις αντιδικίας. Ο συγκεκριμένος νόμος επιχειρείται να τροποποιηθεί, καθώς η τωρινή κυβέρνηση και το Υπουργείο Δικαιοσύνης συνέστησε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισηγήθηκε ένα σχέδιο που προβλέπει την υποχρεωτική κοινή επιμέλεια του παιδιού από τους δυο γονείς, με δικαστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως η συμφωνία των γονέων.
Οι κύριες τροποποιήσεις που προτείνονται από το νομοσχέδιο αφορούν:
Tη νομοθετικά ορισμένη υποχρέωση του δικαστηρίου να προσεγγίζει, κατά κανόνα, μια κατεύθυνση προς την υποχρεωτική συνεπιμέλεια (οπότε και εναλλασσόμενη κατοικία) του παιδιού, παρά τα επιμέρους ζητήματα μεταξύ των γονέων. Ο νόμος θα εξαιρεί περιπτώσεις όπου ο ένας γονέας έχει καταδικαστεί για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας.
Τον αυτόματο ορισμό του χρόνου μεταξύ του παιδιού και του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια, στο 1/3 του χρόνου.
Τη δυνατότητα άσκησης της επιμέλειας από τον πατέρα για τα εκτός γάμου παιδιά, ενώ μέχρι πρότινος μπορούσε να ασκήσει μόνο περιορισμένη επικοινωνία.
Με αφορμή το μερικώς κοινοποιηθέν περιεχόμενο της νομοπαρασκευής για το εν λόγω νομοσχέδιο, προβληματιζόμαστε πάνω σε ζητήματα παρείσφρησης του αστικού δικαίου στις περίπλοκες –πάντοτε- ανθρώπινες σχέσεις, καθώς και διαχείρισης της – τόσα μεθοδικά οικοδομημένης – οικογενειακής δομής στην ελληνική πραγματικότητα.
Ενόσω διατυμπανίζεται από νομοθέτες και “ειδικούς” η προτεινόμενη τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου, ως επιστέγασμα της ισότητας των φύλων, εγείρονται αυτομάτως τα ερωτήματα:
Πώς, δια μαγείας, θα γίνει η νομοθετημένη συνεπιμέλεια φορέας ισότητας, μέσα σε μια κοινωνία διαποτισμένη με πάσης φύσεως ανισότητες;
Πώς θα τεμαχιστεί η ζωή ενός παιδιού χωρίς να εξεταστεί ενδελεχώς το πρότερο περιβάλλον που το περιέβαλε, με τη βοήθεια των γονέων –ει δυνατόν, των ψυχοκοινωνικών δομών, των κατάλληλα καταρτισμένων κοινωνικών λειτουργών και φυσικά της συγγενικής κοινότητας που το πλαισίωνε;
Πώς αυτό το « συν-» ως πρόθεμα της επιμέλειας (δηλαδή, της φροντίδας, της διατροφής, της προστασίας και της τροφοδοσίας με κάθε λογής αξίες και ιδέες) του παιδιού, επιβάλλεται σε πρώην συν-τρόφους αν αυτοί δε συναινούν από κοινού σε αυτή τη συν-διαμόρφωση;
Πώς ένα υπερατομικό αστικό δίκαιο θα αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και δεσμών μεταξύ γονέων και των παιδιών, τον πλουραλισμό των προσωπικοτήτων, των αναγκών και των πολυποίκιλων τρόπων ζωής;
Ποιοι συμμετέχουν και ποιες απουσιάζουν από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή και ποια είναι η άποψη της κάθε πλευράς για τη δομή της οικογένειας και τη θέση της μητέρας-γυναίκας;
Πώς ακριβώς προστατεύεται ένα παιδί από ένα υπάρχον κακοποιητικό περιβάλλον; Πόσες είναι οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας που καταγγέλλονται επισήμως και επιτυγχάνεται η καταδίκη της εκάστοτε κακοποιητικής φιγούρας;
ταξικές, έμφυλες και φυλετικές ανισότητες
Αναλογιζόμενες τις διάχυτες έμφυλες ανισότητες στην ελληνική πραγματικότητα και τον καταμερισμό των κοινωνικών ρόλων, αμφισβητούμε την υποτιθέμενη κατεύθυνση της νομοθεσίας προς την εξάλειψη των διακρίσεων. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο εντείνει τους έμφυλους διαχωρισμούς και τις ταξικές και κοινωνικές διακρίσεις, καθώς οι τροποποιήσεις δυσκολεύουν τον πιο οικονομικά αδύναμο από τους γονείς, η οποία είναι συνήθως η μητέρα, που βιώνει το έμφυλο χάσμα κοινωνικά και οικονομικά. Παραβλέπει την ισχύουσα πραγματικότητα κατά την οποία οι γυναίκες είναι πολύ συχνότερα υποαμοιβόμενες, άνεργες, δέχονται πολύ συχνότερα θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης και βρίσκονται σε οικονομική εξάρτηση από το σύζυγο, καταστάσεις που αφορούν μεγάλο ποσοστό -αν όχι την πλειοψηφία των διαζευγμένων γονέων. Ο νέος νόμος λειτουργεί με ταξικούς όρους και ευνοεί τον πιο οικονομικά εύρωστο. Παραδείγματος χάρη, σε περιπτώσεις έντονων αντιπαραθέσεων, πολλές φορές παρατηρείται πως λόγω μη οικονομικής ευχέρειας της μιας μεριάς, καθίσταται αδύνατο να υπάρξει διεκδίκηση από αυτήν. Ομοίως και σε περιπτώσεις με έναν γονέα Έλληνα και έναν άλλον από άλλη χώρα (και δη μετανάστρια).
Σε μια πραγματικότητα που δεν θα περιείχε τις διακρίσεις που αναφέρθηκαν, κι εφόσον η οικιακή εργασία κι ο χρόνος φροντίδας του παιδιού μοιραζόταν με φυσικό τρόπο ανάμεσα στους δύο γονείς, με το πηγαίο ενδιαφέρον και των δύο, τότε ίσως όντως το νομοσχέδιο να λειτουργούσε ευεργετικά. Οι μητέρες τότε, θα επωφελούνταν πράγματι ως προς τους χρόνους και τους τρόπους αυτοπραγμάτωσης και επαγγελματικών επιλογών. Παρατηρείται, τουναντίον, σε μεγάλο ποσοστό (με πολλές φυσικά εξαιρέσεις), οι πατεράδες να μην έχουν ενεργό συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού τους. Συχνά μάλιστα, μετά τη διάλυση της σχέσης, δεν διεκδικούν το δικαίωμα της επιμέλειας των παιδιών τους ή συστηματικά δεν ανταποκρίνονται στις βασικές υποχρεώσεις που αυτή περιλαμβάνει (πχ. διατροφή, επικοινωνία).
Ένας νόμος που υποχρεώνει σε συνεπιμέλεια ή σε ⅓ παρουσία και εκ περιτροπής διαμονή, δεν εξασφαλίζει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, ούτε την ποιοτική επικοινωνία, ούτε ουσιαστική φροντίδα.
το συμφέρον του παιδιού
Οι τροποποιήσεις που επιχειρείται να εισαχθούν στο οικογενειακό δίκαιο, δεν λειτουργούν παιδοκεντρικά, αφού καταρχήν δεν εξετάζουν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Εφόσον εξαρχής ο προτεινόμενος νόμος υποχρεώνει τη δικάστρια να οδηγεί την απόφαση προς την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, τότε θα οδηγεί και στην όξυνση ήδη προβληματικών περιπτώσεων. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν να κάνουν είτε με γονείς που δεν έρχονται σε συμφωνία πάνω στα ζητήματα της επιμέλειας και της διατροφής, είτε με περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Όσον αφορά στις περιπτώσεις διαφωνίας των γονέων σχετικά με τα ζητήματα επιμέλειας του παιδιού και καθώς λείπει όλο το ενδιάμεσο κομμάτι για την εύρεση συναινετικών λύσεων, ο συγκεκριμένος νόμος δεν επαρκεί για να επιλύσει τις διαφωνίες, αλλά φαίνεται να τις εντείνει. Αντί να τοποθετείται ένα μαξιλάρι στις προσπάθειες των γονέων για την επίλυση πολύ απλών ζητημάτων της επιμέλειας του παιδιού, οι γονείς, με τα ελλιπή σχεσιακά εργαλεία, παρακινούνται να λύνουν τα ζητήματα μόνο δικαστικά. Με τις νέες τροποποιήσεις και μετά από έντονες πιέσεις των γονέων-παρόχων διατροφής, το ποσό που θα παρέχεται από κάθε γονέα δεν θα ορίζεται υποχρεωτικά. Ο προτεινόμενος νόμος, ορίζοντας τη συνεπιμέλεια του παιδιού σε γονείς που δεν παρέχουν καν διατροφή, (γεγονός που σχεδόν ποτέ δεν ελέγχεται) διευκολύνει την αποχή τους από αυτή κι έτσι θα συμβάλουν οικονομικά κατά βούληση. Το γεγονός αυτό ενέχει κινδύνους για το παιδί σε περιπτώσεις αμέλειας, εσκεμμένης ή μη. Έτσι, η προτεινόμενη νομοθεσία παραβλέπει γεγονότα που είναι πιθανόν να οδηγήσουν το παιδί σε συναισθηματική αστάθεια, προβλήματα βιοπορισμού ή και δυσκολίες προσαρμογής στο περιβάλλον του, καθώς μπορεί να γίνει κατ’ επανάληψη το αντικείμενο διεκδικήσεων των δυο γονέων που θα έχουν ως αποτέλεσμα τις συχνές δικαστικές διαδικασίες.
συγκρουσιακά και κακοποιητικά περιβάλλοντα
Η αστοχία των προτεινόμενων τροποποιήσεων εντοπίζεται και σε ζητήματα άσκησης ενδοοικογειακής βίας. Αρχικά, η ενδοοικογενειακή βία τις περισσότερες φορές δε γίνεται αντιληπτή ως βία, δεν καταγγέλλεται και δεν αρκεί για την καταδίκη του κακοποιητή. ‘Άλλωστε η ενδοοικογενειακή βία δεν αφορά μόνο τη σωματική άσκησή της, αλλά και την ψυχολογική που κατά κύριο λόγο δεν αποδεικνύεται δικαστικά, καθώς δεν υπάρχουν ιατροδικαστικά στοιχεία. Η βία μπορεί να ασκείται με πολλά μέσα από οποιαδήποτε πλευρά.
Ενώ βρίσκεται σε ισχύ και υπογεγραμμένη από την Ελλάδα, η σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, τα ποσοστά γυναικοκτονιών και ενδοοικογενειακής βίας εναντίον γυναικών (και παιδιών) στην Ελλάδα παραμένουν στις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη. Επομένως, κρίνεται άτοπη οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκρισης με τα ισχύοντα οικογενειακά δίκαια άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δεν διακρίνεται μάλιστα κάποια πρόθεση, σε περιπτώσεις καταγγελιών –οι οποίες συχνά εκκρεμούν για χρόνια μέχρι να εξεταστούν- να διασφαλίζεται η αφαίρεση της επιμέλειας από τον κακοποιητή για προστασία του παιδιού και της μητέρας. Η απόφαση απόσυρσης από έναν κακοποιητικό γάμο δυσχεραίνεται αν συνυπολογιστεί η αναγκαία πια δικαστική διεκδίκηση της αυτόνομης επιμέλειας ή η μετέπειτα υποχρεωτική επικοινωνία.
υποστήριξη και διαμεσολαβήσεις
Η τεκνοποίηση και η ανατροφή μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, έχουν αποκοπεί ως δράσεις από την κοινότητα, κι έχουν συμπιεστεί στα στενά όρια της οικογένειας. Κάθε γονιός, καλείται να ανταποκριθεί στην εικόνα του άριστου γονιού, που εργάζεται πολλές ώρες για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα, ενώ παράλληλα πασχίζει να προλάβει και οικιακές δουλειές και να χωρέσει ποιοτικό χρόνο με το παιδί του, μέσα σε μια ασφυκτική καθημερινότητα. Το μεγαλύτερο φορτίο το επωμίζεται η μητέρα, ξεκινώντας με την αναπαραγωγή, κι έκτοτε ακολουθεί αγώνας για να ανταποκριθεί.
Οι γονείς μέσα στις σχέσεις και πόσο μάλλον κατά τη διάλυσή τους, βρίσκονται συχνά χωρίς υποστήριξη. Οι ενδιάμεσοι κρατικοί, συχνά και ιδιωτικοί φορείς σε περιπτώσεις σύγκρουσης, συνήθως κατευθύνουν τις καταστάσεις διαποτισμένοι με το πνεύμα του νομοθέτη. Για να αποτρέψουν -πάση θυσία- τη διάλυση οικογενειών, προτρέπουν ακόμη και στη συντήρηση συγκρουσιακών σχέσεων, στην αναπαραγωγή έμφυλων διακρίσεων, χωρίς όμως να παρέχουν τα εργαλεία για την εξομάλυνση των διαφορών.
Διαμεσολαβητικό ρόλο προς το συμφέρον του παιδιού δεν έχουν μόνο κρατικοί φορείς, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον του ζευγαριού. Η συναίνεση στην επιμέλεια θα βοηθούσε να αντλείται και με τη βοήθεια συγγενών, φίλων, εκπαιδευτικών κλπ. Από τα παραπάνω φαίνεται πως τέτοια ζητήματα είναι πολύπλοκα και δεν χρήζουν απλά διαχειριστικής αντιμετώπισης. Τέτοια ζητήματα αντανακλούν τον εμποτισμό των κοινωνικών δομών και σχέσεων, στο παρόν κοινωνικοπολιτικό σύστημα, από έμφυλα στερεότυπα και ανισότητες τόσο βαθειά ριζωμένες, που στο σύνολό τους λειτουργούν προς τη διαιώνιση αυτών των απόψεων, με αποτέλεσμα τελικά την αναπαραγωγή εξουσιαστικών και μη ισότιμων σχέσεων.
ποια είναι τα ιδεολογικά κίνητρα των τροποποιήσεων
Ας δούμε όμως ποια είναι τα κίνητρα των τροποποιήσεων και ποιοι είναι αυτοί οι σύλλογοι, κάτω από τις πιέσεις των οποίων κατατίθεται προς ψήφιση το εν λόγω νομοσχέδιο; Διαπλεκόμενοι σύλλογοι οι οποίοι κατακρίνουν την γέννηση ενός παιδιού εκτός γάμου, ως κάτι που εκφυλίζει το θεσμό της ελληνικής οικογένειας. Αποτελούν υποστηρικτές της τωρινής ακροδεξιάς κυβέρνησης και για αυτόν το λόγο οι πιέσεις τους εισακούγονται στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Ουσιαστικά, επιχειρούν να αναμορφώσουν το οικογενειακό δίκαιο προς ένα ετεροκανονικό, πατρογονικό και πιο κλειστό μοντέλο πυρηνικής οικογένειας, όχι απλά θέτοντας τον πατέρα σε μια θέση ισχύος και ελέγχου πάνω στη μητέρα, αλλά αποκλείοντας κάθε συζήτηση για κάθε άλλο μοντέλο οικογένειας. Επιδιώκουν μια δήθεν αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, ενόσο απουσιάζει η ευελιξία ως προς τον ορισμό της οικογένειας και ως προς την προστασία ενός παιδιού.
προστασία του παιδιού
Οπότε, ο νόμος αδυνατεί να λειτουργήσει υπέρ των παιδιών που βρίσκονται εντός προβληματικών καταστάσεων, καθώς θέτει στενά όρια στην ήδη προβληματική επαφή των γονέων. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν εργαλειακά από τον έναν γονέα προς τον άλλο, προκαλώντας μεγάλη ανισορροπία στη ζωή τους. Διακρίνεται μια τάση διάπλασης ζητημάτων εξάρτησης και περιορισμού των παιδιών στο σφιχτό εναγκαλισμό της προβληματικής πυρηνικής οικογένειας. Θεωρούμε πως για να επιτευχθεί η ολιστική ανάπτυξη του παιδιού, πρωτεύον είναι να οριστεί και να αναλυθεί η στάση των γονέων και οι συνθήκες της πρότερης ζωής τους με το παιδί.
συμπεριληπτική οικογένεια με παιδοκεντρική διάθεση
Οικογένεια δε συνιστούν μονάχα δύο ετερόφυλα άτομα που τεκνοποίησαν και μένουν στον ίδιο οίκο. Ας αναλογιστούμε μονογονείς, χήρες/ους, ομόφυλα ζευγάρια και θετούς γονείς. Απουσιάζει από το οικογενειακό δίκαιο η συμπερίληψη άλλων μοντέλων οικογενειών, όπως ομόφυλων, μεμονωμένων ατόμων ή διευρυμένων οικογενειών, όπως και η συμπερίληψή τους στα θέματα τεκνοθεσίας, έχοντας πάντα ως πρώτο μέλημα το συμφέρον του παιδιού. Ας εξασφαλίσουμε σε κάθε παιδί, ανιδιοτελώς ως κοινότητα -και όχι αποδίδοντας υποχρεωτικές γονεϊκές ευθύνες- το ασφαλές, ήρεμο και με τα αναγκαία υλικά περιβάλλον που χρειάζεται.
Η συνεπιμέλεια δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική, παρόλο που κατά περιπτώσεις μπορεί αυτή να είναι η βέλτιστη λύση. Η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και το συμφέρον του παιδιού, το επίκεντρο.
Έμφυλες αταξίες
Γενάρης 2021