Επιστρέφοντας στο παρελθόν, ενώνοντας κομμάτια της Ιστορίας

Στις 18 Μαρτίου του 2009, όντας κρατούμενος στις φυλακές της Αλικαρνασσού από το φθινόπωρο του 2007, έγινε η μονίμως αναβληθείσα μάχη με τον Περίανδρο. Το πραγματικό του όνομα είναι Αντώνης Ανδρουτσόπουλος –πιθανότατα συγγενής με υπουργό που «θήτευσε» επί Χούντας– ενώ για χρόνια ήταν αρχηγός της ομάδας κρούσης της Χ.Α, «Χρυσοί Αετοί». Είχε καταδικαστεί σε 21 έτη κάθειρξης, αφού παραδόθηκε στην αστυνομία μετά από 7 χρόνια φυγοδικίας, για την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Δημήτρη Κουσουρή, μαζί με κάποιους άλλους που δεν συνελήφθησαν.

Εκείνη τη μέρα μόλις είχε γυρίσει, πίσω, στη φυλακή του Ηρακλείου, μεταγόμενος (όπως όλοι οι κρατούμενοι) με το πλοίο από την Αθήνα, που κατέφθανε περίπου στις 6:30 η ώρα το πρωί, και είχε εισέλθει στην πτέρυγα γύρω στις 7:15. Είχε επιστρέψει από τη δίκη του σε β’ βαθμό από το Εφετείο, με ποινή 12,5 έτη κάθειρξης. Δυστυχώς η μάχη διεξήχθη όχι μόνο με τον χρυσαυγίτη, αλλά και με έναν φίλο του. Έναν πιτσιρικά από τη Γλυφάδα, που είχε σκοτώσει έναν άνδρα κατά τη διάρκεια ενός αλισβερισίου που αφορούσε χορταράκι του θεού. Ήταν ανήλικος όμως, οπότε καταδικάστηκε σε 12 έτη κάθειρξης, και αφού παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στις φυλακές Ανηλίκων, μετήχθη στην Αλικαρνασσό.

Εκείνο το πρωινό βρισκόμουν έξω από το κελί που έμενα, έχοντας ήδη μαζεμένα τα σακβουαγιάζ μου για οριστική αποχώρηση από τη φυλακή, καθώς είχε έρθει ο δεσμοφύλακας να με ενημερώσει ότι έπρεπε να ετοιμαστώ. Προφανώς, είχε εγκριθεί μετά από –σχεδόν– 2 μήνες, αφότου είχα σταματήσει τη 16ήμερη απεργία πείνας, που είχα ξεκινήσει στις 7 Δεκεμβρίου του 2008. Την απεργία πείνας την είχα αρχίσει μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, καθώς, με πίκρα που έλαβα από την αδιαφορία των συγκρατουμένων, κατάλαβα ότι εκεί μέσα δεν είχα καμία θέση. Είχα προσπαθήσει να την κρατήσω «κρυφή», ώστε οι εξεγερμένοι/ες σύντροφοι και συντρόφισσες να μην αποσπούν τη σκέψη τους με τα εντός των τειχών γεγονότα. Αυτός που είχε αναλάβει να ενοχλεί το υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο αγωνιστής και γλυκύτατος άνθρωπος Ν. Γιαννόπουλος. Ο Νίκος ήταν ο πρώτος φίλος που μας επισκέφθηκε –εξ αποστάσεως– στη φυλακή Μαλανδρίνου, τον Απρίλιο του 2007, ένα κρύο βράδυ στην ταράτσα των εξεγερμένων κρατουμένων, και μας μίλησε από την ταράτσα του διοικητικού κτιρίου, πιάνοντας μας στον «ύπνο»…

Ήμουν στο καρτοτηλέφωνο και μιλούσα στη μητέρα μου, ανακοινώνοντάς της ότι –επιτέλους– με είχαν ειδοποιήσει, ότι φεύγω οριστικά και αμετάκλητα από τη φυλακή. Θα μεσολαβούσε μια ολιγοήμερη στάση στις φυλακές Κορυδαλλού, καθώς έπρεπε να παραβρεθώ στο Ρουφ για ένα στρατοδικείο που εκκρεμούσε με την κατηγορία της ανυποταξίας στράτευσης.

Ο Ανδρουτσόπουλος είχε μπει στο κελί του, πριν βγω στη γέφυρα του ορόφου για να τηλεφωνήσω, και ετοιμαζόταν. Ήταν, πραγματικά, μοναδική ευκαιρία να με προκαλέσει, καθώς ό,τι και να γινόταν, εγώ αποχωρούσα από το συγκεκριμένο κολαστήριο οριστικά. Άρα, δεν θα είχα καμία δυνατότητα προσωπικής ανταπάντησης. Προφανώς είχε καταστρώσει το χαζοσχέδιό του, παρατηρώντας κάποιες ευνοϊκές συγκυρίες που πιθανόν να τον βοηθούσαν.

Έτσι λοιπόν, βγήκε από το κελί, συνοδευόμενος από τον πιτσιρικά. Ενώ μιλούσα με τη μητέρα μου, τους είδα να περπατούν στο στενό μπαλκόνι της απέναντι πλευράς του ορόφου, πλησιάζοντας το σημείο που ενώνονταν οι δύο πλευρές με τη γέφυρα, τον διάδρομο δηλαδή που τις ένωνε. Μπροστά ο Ανδρουτσόπουλος, ξοπίσω ο μικρός. Συνέχισα να μιλάω, σχετικά αδιάφορος, καθώς αυτή η εχθρική συμβίωση μετρούσε –περίπου– ενάμιση χρόνο.

Άρχισα να ακούω τη φωνή του, καθώς περπατούσαν. Τράβηξα λίγο το ακουστικό του τηλεφώνου από τ’ αφτί μου, για να ακούσω τι ακριβώς έλεγε. «Φταίω ‘γω να τον γαμήσω; Που μου έφερε κόσμο έξω απ’ το δικαστήριο και φώναζαν να καταδικαστώ. Φταίω» ρωτούσε φωνάζοντας, και γύρναγε να κοιτάξει τον πιτσιρικά. Ξαφνιάστηκα! Δεν αντιλήφθηκα αμέσως αν αυτά που έλεγε τα πετούσε σε μένα. Ξαναείπε, με τον ίδιο τρόπο, τις ίδιες κινήσεις: «Φταίω ‘γω να τον γαμήσω; Που μου έφερε κόσμο στο δικαστήριο» κ.λπ. Τη δεύτερη φορά κατάλαβα. Άρχισα να παρακολουθώ τι κάνει. Συνέχισε να περπατάει στον στενό διάδρομο του μπαλκονιού, έφτανε στον διάδρομο-γέφυρα, και δεν διαφαινόταν ότι θα σταμάταγε. Προφανώς, έριχνε αιχμηρά λόγια για να δει αν θα αντιδράσω. Αν δεν αντιδρούσα θα έλεγε σε όσους του μιλούσαν «α, καλά, το πρωί, τον ξεφτίλισα τον αναρχικό και δεν είπε κουβέντα η παλιόκοτα» (αν απαντούσα, όμως πηγαίνοντας προς τα πάνω του, το είχε σκεφτεί; Ίσως…).

Ασχέτως τι είχε καταστρώσει, άναψα. Αντιλήφθηκα αυτόματα ότι με προκαλεί, κι ενώ μιλούσα με τη μάνα μου προχώρησα ένα νοητικό βήμα παραπέρα. Αστραπιαία κατέληξα ότι είχε έρθει η ώρα ηδυσώδης ειρήνη,που διατηρούταν επί ενάμιση χρόνο, να σπάσει. Αρκετά είχα σωπάσει, αρκετά είχα ακυρώσει διάφορα επιθετικά σχέδια που ανά περιόδους σκεφτόμουν. Απαντήσεις που έπρεπε να δοθούν· για τον φοιτητή που ισοπέδωσε μαζί με άλλους χρυσαυγίτες, και για δεκάδες συντρόφους που είχε χτυπήσει στους δρόμους της Αθήνας, όταν αυτός και οι σκουπιδοσακούλες του ορμούσαν πισώπλατα ή στα «ίσα». Στα ίσα, αφεντικό, δεν νοείται, καθώς είχαν πάντα τη στήριξη των μπάτσων και των δεξιών «μπαμπάδων» τους.

Είχα ήδη, όταν είχα πρωτοέρθει το φθινόπωρο του 2007, απορρίψει την πρόταση, που μου είχε στείλει μέσω ενός μεσολαβητή, να συνομιλήσουμε. Αρνήθηκα, καθώς ήμουν ενήμερος τι βρωμούαινα ήταν, από ένα μακαρίτη μπράβο και άνθρωπο της νύχτας, τον Μανώλη Καραγιάννη. Αυτός, από το 2006 ήταν μαζί του στις φυλακές της Άμφισσας. Τον είχα συναντήσει πρώτη φορά στο νοσοκομείο κρατουμένων, στον Αγ. Παύλο, τον Φλεβάρη του 2006. Τότε, έχοντας γνωριστεί με τον Π. Β., που ήταν κι αυτός εκεί τραυματίας, και καθώς εκείνη την περίοδο περπατούσαν φιλικά οι δυο τους, κάποια στιγμή περπάτησα μαζί τους και μίλησα και με τον Μανώλη. Μετά από μερικούς μήνες βρεθήκαμε στην Α΄ Πτέρυγα Κορυδαλλού. Εκεί μου αφηγήθηκε πώς επιχείρησε η βρωμο-ύαινα να χτυπήσει τον σύντροφο Παναγιώτη Ασπιώτη, που κι αυτός τότε ήταν προφυλακισμένος στην Άμφισσα για την υπόθεση της επίθεσης στα ΜΑΤ, στη Χ. Τρικούπη, στα Εξάρχεια, το 2005. Δεν ξέρω σε ποιους χρωστούσε χάρες ο Καραγιάννης, αλλά απ’ ό,τι έλεγε τον είχαν πάρει τηλέφωνο, όταν ο Ανδρουτσόπουλος προφυλακίστηκε στην Άμφισσα, για να τον έχει υπό την προστασία του. Και, καθώς ξεψάρωνε η βρωμο-ύαινα όσο ο καιρός περνούσε, πρότεινε στον Καραγιάννη να πάει να χτυπήσουν τον Παναγιώτη. Φυσικά, απ’ ό,τι μου είπε, αρνήθηκε γιατί αφενός δεν είχε αντιπαλότητα με τους αναρχικούς και αφετέρου ήδη είχε απορρίψει άλλη μια βλακώδη ιδέα του να χτυπήσει τους Αλβανούς για να περιέλθει η φυλακή στον έλεγχο των Ελλήνων. Μα πώς θα γινόταν αυτό, αφού ο Καραγιάννης δούλευε μαζί τους για διάφορες υποθέσεις, και επ’ ουδενί δεν τους θεωρούσε εχθρούς, για να τους στριμώξουν αυτοί οι δύο, μαζί με άλλους παρασυρμένους Έλληνες που ήταν κρατούμενοι στην Άμφισσα; Γι’ αυτό και όταν κατάλαβε ο Ανδρουτσόπουλος ότι δεν θα έβρισκε συμπαραστάτη για μια ασφαλή επίθεση ενάντια στον Παναγιώτη, πήγε και του μίλησε, δίνοντάς του το χέρι και λέγοντας διάφορες αρλούμπες· «εμείς έχουμε ως εχθρούς τους μετανάστες κι εσάς δεν σας θεωρούμε το ίδιο με αυτούς, είστε παλικάρια», και άλλες λεκτικές κωλοτούμπες. Την πρώτη μέρα παραμονής μου στην Αλικαρνασσό είχα καταχωνιάσει ένα μαχαίρι σε μια καβάτζα ενός γνωστού να το προσέχει, που μου είχε δώσει ένας Αλβανός, φίλος του Βαγγέλη Πάλλη. Ο Βαγγέλης είχε πάρει τηλέφωνο τον φίλο του ώστε να μου το δώσει άμεσα, μόλις με συναντούσε, για να το έχω πάνω μου κρυμμένο, ως όπλο, από τις πρώτες μέρες συνύπαρξής μου στην ίδια πτέρυγα με τον Περίανδρο. Είχα αποφασίσει να στηρίξω την επιλογή να αποφύγω μια μάχη που θα οδηγούσε σε άγνωστη συνέχεια, ειδικά αν είχα μαζί μου το κοφτερό μαχαίρι,που με είχαν, οι φίλοι, οπλίσει. Οι γονείς, οι σύντροφοι και οι φίλοι ήλπιζαν ότι η αρχική μου ποινή των 35,5 ετών κάθειρξης θα μειωνόταν στο Εφετείο, κάτι που επιβεβαιώθηκε μετά από 3 χρόνια.

-Μάνα, σε κλείνω πάω να ετοιμάσω τα πράγματα και τα λέμε στην Αθήνα.

Άφησα το ακουστικό στη θέση του και τον πρόλαβα την ώρα που πήγαινε να προσπεράσει τη γέφυρα και να συνεχίσει στον ίδιο λεκτικό ρυθμό, καταλήγοντας στις σκάλες του ορόφου που οδηγούσαν στο ισόγειο, για να μην του αφήσω μελλοντικά μπαρμπαλιάσματα που θα «περιέγραφαν» πως με «ξεφτίλισε».

-Ποιον θα γαμήσεις ρε; τον ρώτησα από απόσταση αναπνοής, κι αυτός σταμάτησε έκπληκτος. Δεν το περίμενε.

-Τι; ρώτησε.

-Ποιον θα γαμήσεις ρε;

-Θα με πας στον αρχιφύλακα αν πλακωθούμε; ρώτησε.

Σήκωσα το χέρι μου δείχνοντας του την πόρτα για τα κοινά μπάνια του ορόφου.

-Τι είπες ρε μαλάκα; Προχώρα!

Μπήκε πρώτος αυτός, μετά εγώ, και χωρίς να δώσω εκείνη τη στιγμή ιδιαίτερη σημασία, ακολούθησε κι ο μικρός.

Στη μάχη που ακολούθησε, εωσότου ο «θεατής» που τον υποστήριζε με φωνές ως κοινό της «παράστασης», μπορεί να έφαγα περισσότερες μπουνιές, αλλά κατέληξα νικητής. Εξηγείται αυτό, καθώς το DNA μουπροέρχεται από ανθρώπινα δέντρα, σκληρά, επίμονα και αλύγιστα. Όταν μπήκε ο «παρατηρητής»-φίλος του να τον σώσει από μια βέβαιη ήττα, η κατάσταση δυσκόλεψε. Ευτυχώς άντεξα. Ξανασηκώθηκα όρθιος, γεμάτος αίματα, έριξα στον καθένα από μια γροθιά κι ο οπαδός του απομακρυνόμενος βγήκε από τα μπάνια και είδε ότι ερχόταν μια ομάδα δεσμοφυλάκων. Του φώναξε να φύγουν, και κάπου εκεί η μάχη τερματίστηκε.

Η μεταγωγή μου όμως έπρεπε να γίνει. Οπότε, έπειτα από συνεννόηση, πρώτα με πήγαν στο νοσοκομείο για να μπουν ράμματα στο σχισμένο, αριστερό φρύδι, και μετά πήγαμε στο αεροδρόμιο Ηρακλείου για να πετάξουμε, μαζί με άλλους πολίτες, με το αεροπλάνο προς το Ελευθέριος Βενιζέλος.

Εκεί, με περίμεναν άλλοι μπάτσοι, οι οποίοι με πήγαν στις φυλακές Κορυδαλλού. Ολιγοήμερη παραμονή στο κελί που έμεναν οι σύντροφοι Γιώργος Βούτσης και Τόλης Κυριακόπουλος. Μεσολάβησαν τα ουρλιαχτά της μητέρας μου, όταν με είδε χτυπημένο, στο στρατοδικείο του Ρουφ.

Κατέληξα στην πτέρυγα Ε1 της φυλακής Δομοκού, όταν τελείωσαν οι «διακοπές» στον Κορυδαλλό.

Κι επειδή η λεπτομερής κι ασταμάτητη αφήγηση της ιστορίας (με τα λάθη και τις συμπληρωματικές διευκρινίσεις να είναι –πιθανόν– αναγκαίες) ήδη με κούρασε, κάπου εδώ, προς το παρόν, θα τη σταματήσω. Τα υπόλοιπα από κοντά.

Υ.Γ.: Η ιστορία στη σπειροειδή γραμμή του χρόνου, είναι σαν μια κινηματογραφική ταινία βαλμένη σ’ έναν προτζέκτορα. Χρειάζεται μνήμη και αλήθειες για να την ενώσεις, με τέτοιον τρόπο, ώστε να απεικονίζεται και να διαβάζεται η πραγματική ακολουθία των γεγονότων, για να παρέχει την πιο πλήρη και αληθινή γνώση της ζωής και των βημάτων που κάνουν οι άνθρωποι ως πιθηκοειδή ή κανίβαλοι, ή ως όντα που αναζητούν την εξέλιξη.

Γιάννης Δημητράκης
30/12/2021, φυλακές Δομοκού