«Τα παιδιά κάτω στον κάμπο κυνηγάνε τους αστούς,
πετσοκόβουν τα κεφάλια από εχθρούς και από πιστούς»
~Μάνος Χατζιδάκις
Χωριά τα οποία δεν υπήρχαν στους χάρτες κάθε περιοχής και δεν τα γνώριζαν παρά μόνο οι περιηγητές και οι κτηνοτρόφοι που πηγαινοφέρνουν τα ζώα τους, πλέον κατοικούνται από μεγαλοαστούς που βγαίνουν να «ξεσκάσουν» στην εξοχή. Εκεί όπου μέχρι πριν μια δεκαπενταετία μόνο καρακάξες έφτιαχναν φωλιές, τώρα παρκάρουν πανάκριβα 4×4, ενώ οι ιδιοκτήτες τους ακόμη και εν μέσω της οικονομικής κρίσης πραγματοποιούν ολέθριες αναπλάσεις.
Μετά το πηγμένο πια Πήλιο και την ορεινή Πιερία, σειρά στη Θεσσαλία πήραν οι λίμνες (Πλαστήρας, Κάρλα, Νεζερός) καθώς και παντελώς άγνωστα χωριά σε ελάχιστα ή καθόλου δημοφιλείς περιοχές, τα οποία και δέχτηκαν την επίθεση των κορακιών του χρήματος. Εγκαταλελειμμένα τουρκοχώρια που δεν είχε πατήσει άνθρωπος για δεκαετίες, και οικισμοί με τρίπατα ερειπωμένα αρχοντικά που ανήκαν σε τούρκους ή έλληνες τσιφλικάδες αποκτήθηκαν από τους σύγχρονους κοτζαμπάσηδες του κράτους. Αστοί ή όχι αποκτούν εκτάσεις γόνιμες και ποτιστικές και «φυτεύουν» πανάκριβα φωτοβολταϊκά συστήματα.
Όμως οι νέοι αγοραστές δεν αποκτούν αυτές τις ιδιοκτησίες αναίμακτα. Για να αποκτήσεις ένα παλιό σπίτι, να το ανακαινίσεις ριζικά και να προσθέσεις συστήματα ασφαλείας και άλλα ωραία, χρειάζονται πολλά φράγκα. Για να εγκαταστήσεις δίπλα στο πέτρινο αρχοντικό και ένα φωτοβολταϊκό πάρκο χρειάζονται αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Κανείς δεν έχει, ούτε μπορεί να βρει τόσα λεφτά δουλεύοντας ένα «τίμιο» οκτάωρο ούτε πριν και ούτε μετά την κρίση.
Τα χωριά αυτά, ορεινά κυρίως αλλά και πεδινά, δεν ερήμωσαν εξαιτίας μιας επιδημικής και ανεξήγητης αστυφιλίας που έπεσε από τον ουρανό, όπως προσπαθούν να μας πείσουν διάφοροι αστοί ιστορικοί. Αντίθετα, αρκετοί πληθυσμοί, έως και την έναρξη του εμφυλίου, είχαν προσαρμόσει το βίο τους σε κοινοτικές πρακτικές έχοντας αυτάρκεια και αυτονομία, ενώ παράλληλα προοδεύανε στην τέχνη και τα γράμματα. Ωστόσο το κράτος και η αγορά κατάφεραν να εκδιώξουν τους κατοίκους προς τις πόλεις.
Μια ματιά στην ιστορία και τον πολιτικό χρωματισμό αυτών των χωριών είναι αποκαλυπτική. Το κράτος και το παρακράτος, με την τρομοκρατία που άσκησαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου αντάρτικου και των δεκαετιών που ακολούθησαν ανάγκασαν χιλιάδες αριστερές οικογένειες, συμπαθούντες και «συνοδοιπόρους» να πάρουν τον δρόμο για τις τσιμεντουπόλεις της καραμανλικής αντιπαροχής, για να χαθούν στην πολυκοσμία, αλλά και να χάσουν πολλά απ’ τα καλύτερα χαρακτηριστικά τους.
Η επικράτηση της οικονομίας της αγοράς οριστικοποίησε τη μετοίκηση. Η αγροτική και ευρύτερη οικονομική αναδιάρθρωση που ακολούθησε την ταραγμένη δεκαετία του ’40, απαγόρεψε στους περισσότερους κατοίκους των μικρών κοινοτήτων να ζουν από της μικρής κλίμακας οικονομικές δραστηριότητες που ασκούσαν μέχρι τότε. Με κορύφωση τη δεκαετία του ’60, η γεωργική, κτηνοτροφική αλλά και βιοτεχνική παράδοση της ελλαδικής υπαίθρου δέχτηκαν ανεπανόρθωτα πλήγματα, ως αποτέλεσμα της καθεστωτικής πολιτικής. Μιας πολιτικής ωστόσο που επικροτήθηκε και από τη ρεφορμιστική αριστερά, που ουσιαστικά πανηγύριζε για την αλματώδη μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου, και αποθέωνε την αστική κουλτούρα και τον τρόπο ζωής στις πόλεις. Οι πιο πολλές κοινότητες σταδιακά διαλύθηκαν, και μόνο μερικοί ηλικιωμένοι παρέμειναν σ’ αυτές, για να σβήσουν μαζί τους, άδικα αλλά με αξιοπρέπεια.
Εδώ και μερικά χρόνια, κράτος και αγορά επέστρεψαν στον φυσικό χώρο των έρημων (αλλά όχι νεκρών) κοινοτήτων για να συλήσουν κι αυτή τους τη μνήμη ακόμη. Η αλλαγή σε καποδιστριακούς, και στη συνέχεια σε καλλικρατικούς δήμους, αφαίρεσε από τις κοινότητες και την ελάχιστη πολιτική αυτονομία που εν δυνάμει διέθεταν. Παράλληλα, η ενθάρρυνση επενδύσεων «εναλλακτικού» τουρισμού και παρεμφερών εγχειρημάτων έστρεψε το ενδιαφέρον μακριά από οποιαδήποτε αυτόνομη και συλλογική οικονομική δραστηριότητα. Κάθε ίχνος κοινότητας χάνεται, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται ένα καρκίνωμα εξοχικών κατοικιών και τουριστικών μονάδων. Απ’ τη μία ανακαινίσεις, αμφιλεγόμενος σεβασμός της τοπικής αρχιτεκτονικής, γκαζόν, μπετόν, ψηλοί φράχτες, γκαραζόπορτες, συναγερμοί και κάμερες για τις ακριβές ατομικότητες των (λίγων) νέων κατοίκων, κι απ’ την άλλη «παραδοσιακά» καφενεία, ταβέρνες και ξενώνες για τους σαφώς κατώτερης οικονομικής τάξης (πολλούς) τουρίστες. Κοινό στοιχείο και των δύο, η αναζήτηση ενός απολίτικου και αντικοινωνικού «ευ ζην», μέσα από τον οικοτουρισμό, τα βιολογικά προϊόντα, το εναλλακτικό life-style.
Αρκετά όμως. Καιρός να μπει φρένο σ’ αυτό το χάλι. Ας μην ξεχνάμε ότι τα πλούτη τους είναι το αίμα μας. Οφείλουμε να αντισταθούμε μαχητικά σ’ αυτή την επέλαση. Να επαναδιεκδικήσουμε και να προασπίσουμε τα χαμένα εδάφη, αγωνιζόμενοι για την κοινοτιστική αναγέννηση: τη φυσική, πολιτική και οικονομική αποκέντρωση των κοινοτήτων, που περνά βέβαια μέσα από τη διάλυση του κράτους και της οικονομίας της αγοράς.
Να στείλουμε τους φραγκάτους «μερακλήδες», νεόπλουτους ή όχι, πίσω στα ακριβά προάστια των μεγαλουπόλεων, και να τους αφήσουμε να ψοφήσουν εκεί μαζί με το σύστημα που τους θρέφει.
Να ανοίξουμε τα μονοπάτια και τους δρόμους, ώστε κάποια στιγμή να ανεμίσουν ξανά στα έρημα χωριά οι σημαίες της λευτεριάς.
Θ. Σ.