Για μια συμβολή για την καταπολέμηση της ηττοπάθειας

 

«Η παράδοση των καταπιεσμένων μάς διδάσκει ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτήν την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης»

Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας, Θέση VIII

Για να ερμηνευτεί κάθε μεμονωμένο γεγονός πρέπει να τοποθετηθεί εντός μιας δομημένης κοινωνικής ολότητας και να εξεταστεί ως καθοριζόμενο από τους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της. Το τελευταίο σημαντικό γεγονός που σχεδόν μονοπώλησε την κοινωνική ζωή του ελληνικού σχηματισμού κυρίως, αλλά απασχόλησε και τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας των κεφαλαιακών ροών, το περιβόητο δημοψήφισμα που διεξάχθηκε την Κυριακή 5 Ιουλίου, δεν μπορεί να ιδωθεί διαχωρισμένο από το πλαίσιο όπου έλαβε χώρα: εκείνο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της μακροχρόνιας προσπάθειας εξόδου από τη βαθιά συστημική κρίση αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων που συγκροτούν τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, τόσο στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο? μιας αναδιάρθρωσης που στην ελληνική περίπτωση τα τελευταία πέντε χρόνια παίρνει ιδιαίτερα βάναυσα χαρακτηριστικά, μέσω της εφαρμογής πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και της υλοποίησης Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής με την κωδική ονομασία «μνημόνιο».

«Πιστεύεται ευρέως ότι αυτοί που αναγορεύουν εαυτούς σε επαναστάτες επέδειξαν την μεγαλύτερη ανικανότητα σε ζητήματα λογικής»

Γκι Ντεμπόρ, Σχόλια πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος

Μια πρώτη βιαστική εκτίμηση, η οποία δεν έχει διάθεση καλλιέργειας αυταπατών, επαναστατικών ονειρώξεων και βολονταριστικών φανφαρονισμών ?που εμπειρικά παρατηρείται ότι χαρακτηρίζουν τους αυτοαναγορευμένους επαναστάτες, οι οποίοι βέβαια στην αγωνία τους να ανακαλύψουν το πολυπόθητο επαναστατικό υποκείμενο παραβλέπουν ότι δεν υπάρχουν επαναστάτες … χωρίς επανάσταση? είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία του ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου στην πρόταση-επιταγή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και του μπλοκ εξουσίας του εντός της Ε.Ε. αποτελεί ένα γεγονός μάλλον περιορισμένης δυναμικής, που πέρα από τις υποκειμενικές αναλύσεις του καθενός, έχει μια αντικειμενικά ταξική διάσταση, με όποιες δυνατότητες ενυπάρχουν σε αυτήν. Δηλαδή δεν αφυπνίστηκε άξαφνα η προλεταριακή ενάντια-στο-κεφάλαιο συνείδηση και με αποκαλυπτικό τρόπο φώτισε τους παραπλανημένους, μιας και τόσα χρόνια οι κάθε είδους πρωτοπορίες, λενινιστικές και μη, δεν κατάφεραν να την μπολιάσουν στον «λαό», τις «μάζες», τους «μικροαστούς» και σε διάφορους άλλους υποψήφιους.

Για να καθοριστεί με κάποιον τρόπο αυτή η ταξική διάσταση της ψήφου στο ΟΧΙ, επιβάλλεται να εντοπιστούν κάποια αντικειμενικά κριτήρια που να τη θεμελιώνουν? πράγμα που γενικά ισχύει για όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού ανταγωνισμού και για τις θεσμοποιημένες ή και όχι μορφές της ταξικής πάλης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ένα κριτήριο είναι η σχετική κοινότητα των υλικών συμφερόντων, που παραμένουν βέβαια ατομικά και προκύπτουν από το κοινό ταξικό ανήκειν και μόνο, ενώ διαλύεται και ρευστοποιείται η πάλαι ποτέ εργατική ταυτότητα και άρα δε διεξάγονται αγώνες υπό τους όρους αυτής της κοινής ταυτότητας, συμπεριλαμβανόμενων και των αγώνων που βρίσκονται εντός του συστήματος και προωθούν την αναπαραγωγή του, όπως ένα δημοψήφισμα. Ένα στοιχείο που ενισχύει τον ισχυρισμό ότι υφίσταται μια αντικειμενικά ταξική διάσταση στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου είναι η συντριπτική πλειοψηφία της αρνητικής ψήφου στις φτωχές, υποβαθμισμένες, αμιγώς προλεταριακές συνοικίες και σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, όπως και η ευρεία υποστήριξη προς το ΟΧΙ από τα μικρομεσαία στρώματα που βρίσκονται σε διαδικασία προλεταριοποίησης και κατεβαίνουν την κοινωνική σκάλα. Στον άλλο πόλο βρίσκεται το μεγάλο ποσοστό των υποστηρικτών του ΝΑΙ σε περιοχές που κατοικούν κομμάτια της αστικής τάξης και των παρατρεχάμενων της, αλλά και στρώματα που έχουν πληγεί λιγότερο ή μπορεί να συνεχίζουν απερίσπαστα την κερδοφορία τους (τα σχετικά στατιστικά στοιχεία υπάρχουν στο διαδίκτυο και αναφέρονται τόσο σε γεωγραφικές περιοχές αλλά και σε επαγγέλματα-ιδιότητες).

«…είχαν μέχρι τούδε γενεαλόγοι της ηθικής την παραμικρή υποψία, ακόμα και στα όνειρα τους, ότι η βασική ηθική έννοια Schuld (ενοχή) έλκει την καταγωγή της από την πολύ ηθική έννοια Schulden (χρέη, οφειλές)»

Φρίντριχ Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, Δεύτερη Πραγματεία

Ένα δεύτερο αντικειμενικό κριτήριο που τέμνει εγκάρσια την αρνητική ψήφο, καθώς δεν κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα στους καταμερισμένους κοινωνικούς ρόλους της καπιταλιστικής κοινωνίας (άντρας-γυναίκα, εργαζόμενος-άνεργος κ.ά.), είναι η σχέση πιστωτή-οφειλέτη. Πρόκειται για την πιο γενική και αποεδαφικοποιημένη σχέση εξουσίας δια της οποίας το νεοφιλελεύθερο μπλοκ διεξάγει την ταξική πάλη, ενσωματώνοντας κάποιους στην υλική κοινότητα του κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα αποκλείει κάποιους άλλους, ιδιαίτερα όσους δεν έχουν ιδιοκτησία και πρόσβαση στο χρήμα. Η υποκειμενοποίηση μέσω του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, ο τρόπος που το άτομο και η κοινωνική ομάδα διαμορφώνει ιδιαίτερη ταυτότητα μέσα από το υφιστάμενο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, είναι κοινός τόπος στην κοινωνική σύνθεση του ΟΧΙ και υπόρρητα μπορεί να παίζει ρόλο στη συγκεκριμένη επιλογή σαν μια άρνηση αυτής της συνθήκης, χωρίς να ξεχνάμε ότι η άρνηση εκφράζεται διαμεσολαβημένα στο δημοκρατικό δημοψήφισμα. Η συνεχιζόμενη δυσκολία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, το δυσοίωνο μέλλον της περαιτέρω υποτίμησης μέσω των συνεχιζόμενων «πολιτικών λιτότητας», το χαμήλωμα του πήχη των κοινωνικών προσδοκιών, σε συνδυασμό με την «άσχημη συνείδηση» του Νίτσε, την συνείδηση του οφειλέτη που χρωστάει, συγκροτούν ένα σύνολο παραγόντων οι οποίοι από τη μια πλευρά προάγουν την κοινωνική καθυπόταξη, αλλά από μια άλλη παράγουν και αρνήσεις, όσο ποιοτικά ελλιπείς και αν είναι αυτές, εφόσον υπάρχει σε πρώτο πλάνο η ανάθεση-εναπόθεση προσδοκιών στην καλύτερη, δημοκρατικότερη διαχείριση των αντιφάσεων του κεφαλαίου στο πολιτικό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ.

«Το θέαμα πολύ ευχαρίστως περιορίζει τις παραχωρήσεις του στην ικανοποίηση της ζήτησης βελτιωμένων προϊόντων και δημοκρατικά βελτιωμένων συνθηκών πραγμοποίησης»

Ρόμπερτ Κουπερστάιν, Η κρίση του ακαθάριστου εθνικού θεάματος

Εδώ βρίσκεται ο συνδετικός κρίκος αυτής της συγκεκριμένης κατάστασης πολλών προλετάριων και μικρομεσαίων στρωμάτων που βρίσκονται σε διαδικασία προλεταριοποίησης αφενός και του ευρύτερου περιβάλλοντος της παγκόσμιας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης αφετέρου, σαν απάντηση στην πτώση της κερδοφορίας που λαμβάνει χώρα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (με κάποιες στιγμές ανάκαμψης από φούσκα σε φούσκα). Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αυτή η αντεπίθεση του κεφαλαίου μεταφράζεται σε προσπάθεια πλήρους διάλυσης ενός κοινωνικού μοντέλου που παγιώθηκε τα τελευταία περίπου 40 χρόνια, μέσα από σφοδρούς ταξικούς αγώνες, οι οποίοι παρά τις σημαντικές νίκες κατέληξαν τελικά σε ήττα κι ενσωμάτωση. Η πολιτική διαχείρισης του χρέους αποτελεί σημαντικό όπλο για να εγκαθιδρύσει το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης, την περίφημη «ανάπτυξη», με πάμφθηνη εργατική δύναμη και μικρότερη συμμετοχή του πατερναλιστικού κρατικού τομέα. Είναι γεγονός ότι αυτές οι προσπάθειες (που το ξεκίνημα τους εντοπίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με το πρώτο «σύμφωνο σταθερότητας» Σημίτη, ενώ συνεχίζονται εντεινόμενες μέχρι σήμερα), συνάντησαν αρκετή αντίσταση λόγω της ομολογούμενης αδυναμίας να πειθαρχηθεί το εγχώριο εργατικό δυναμικό, αλλά και λόγω του αναχρονιστικού για το διεθνοποιημένο κεφάλαιο κορπορατιστικού-πελατειακού πλέγματος σχέσεων μεταξύ κράτους-συνδικάτων-αφεντικών. Η αυστηρή υποταγή στις απαιτήσεις της αποπληρωμής του χρέους, στην αποδοχή των προσαρμογών που αξιώνουν οι εταίροι-πιστωτές και τα υπερεθνικά εργαλεία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αποτελούν ένα πρώτης τάξης όχημα για τα ντόπια και ξένα αφεντικά στην μακρόχρονη, αν κι όχι ικανοποιητική γι’ αυτούς προσπάθεια αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης (ποσοστού υπεραξίας) και απαξίωσης μη παραγωγικού κεφαλαίου. Αυτός ο συνδυασμός είναι απαραίτητος για την έναρξη ενός νέου κύκλου ικανοποιητικής κερδοφορίας και διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Φυσικά, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η είσοδος της εθνικιστικής ιδεολογίας σε αυτή τη διαδικασία υποτίμησης των ζωών μας, μέσω της φιλολογίας περί υποταγής του ελληνικού περήφανου λαού στους υποχθόνιους ξένους δανειστές-κατακτητές, που παρέχει έτσι ένα ακόμη χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου για την συνέχιση της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας. Η εθνικιστική ιδεολογία προβάλλει τη φαντασιακή κοινότητα του έθνους ως σταθερή και αναλλοίωτη στον χρόνο, χωνεύοντας στον εθνολαϊκό χυλό τις ταξικές διαιρέσεις και ανισότητες, διαχωρίζοντας τους ντόπιους προλετάριους από εκείνους διαφορετικής εθνότητας και εξομοιώνοντάς τους με τα αφεντικά τους στη βάση της κοινής εθνικής ταυτότητας.

«Η οικονομία είναι σε κρίση, ας την αποτελειώσουμε»

Ανώνυμος ο Ανθέλλην

Αυτό που έχει σημασία για μια ριζοσπαστική προοπτική κατάργησης του υπάρχοντος είναι να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει αρκετά μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα σχέδια του κεφαλαίου και την εκπλήρωση τους στην πράξη. Το χάσμα αυτό εξηγείται μόνο σε σχέση με τη διαρκή δύναμη του αγώνα, της ταξικής πάλης, παρά τις φαινομενικές και πραγματικές ήττες. Η ηττοπάθεια έχει υλική βάση και οι ήττες των τελευταίων ετών είναι μάλλον αρκετά πραγματικές. Ωστόσο κάθε μικρή, ελάχιστη άρνηση απέναντι στις διαθέσεις του τοκοφόρου κεφαλαίου, έστω και με αυτή τη μέγιστα διαμεσολαβημένη μορφή, είναι κάτι που εμπεριέχει κάποιες δυνατότητες, με τα όρια αυτών βέβαια εκ πρώτης όψεως να φαίνονται αρκετά περιοριστικά. Με την επικράτηση του στις τελευταίες εκλογές, αλλά και νωρίτερα από την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, το συνονθύλευμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει μέχρι ενός σημείου να επαναφέρει στο προσκήνιο εκ νέου το φετιχισμό της πολιτικής μορφής, μέσω του κόμματος-κινήματος και της δημοκρατικής ιδεολογίας-ρητορείας, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο απονομιμοποίησης των κοινωνικών πρακτικών αγώνα από το πολιτικό σύστημα (αυτό δεν σημαίνει ότι η ιδεολογία της αμεσοδημοκρατίας που χαρακτήρισε τις πλατείες του 2011 δεν αποτελεί και αυτή κομμάτι του πολιτικού φετιχισμού, αλλά συνήθως συνυπήρξε με μορφές αγώνα που προχωρούσαν πέρα από τον τρόπο λήψης των αποφάσεων). Για την ώρα, η δυναμική του ανταγωνισμού, η δυναμική της ταξικής πάλης, έχει διοχετευθεί σε κανάλια που είναι συμβατά με την διατήρηση των υπαρχουσών καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σταμάτησε ο εγγενής στην ποιότητα της κεφαλαιακής σχέσης ανταγωνισμός. Η ταξική πάλη παίρνει μορφές ανοιχτής σύγκρουσης κάποιες φορές, αλλά μπορεί να εντοπιστεί και στην καθημερινή διαπάλη για την άντληση υπερεργασίας από τους άμεσους παραγωγούς, σε υπόγειες, υπόρρητες μορφές αγώνα. Το «καθαρό μη-υπόλοιπο της ζωής», σύμφωνα με την εγελιανή διατύπωση της «Φαινομενολογίας του Πνεύματος», δεν μπορεί να δεσμευτεί εύκολα από τις αλλοτριωμένες, φετιχοποιημένες μορφές των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, καθώς αυτές εμπεριέχουν την αντίθεση τους. Η προσπάθεια του κεφαλαίου να υποτάξει κάθε πτυχή της δημιουργικής ανθρώπινης δραστηριότητας στην κίνηση της αξίας θα συναντάει πάντα αναχώματα και αρνήσεις, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα. Πέρα από υποκειμενίστικους ιδεαλισμούς («δεν υπάρχουν αντικειμενικές συνθήκες») και αντικειμενίστικους φαταλισμούς («όλα είναι στημένα»), το διακύβευμα για μια προοπτική κατάργησης της ταξικής κοινωνίας φαίνεται να είναι η εύρεση τρόπων να εκτραπεί η ταξική πάλη από τις θεσμοποιημένες μορφές που είναι συμβατές με την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το πέρασμα από το υψηλό επίπεδο αφαίρεσης των γενικόλογων παρατηρήσεων στο συγκεκριμένο πεδίο της πράξης είναι ένα στοίχημα? εγχειρίδια ορθής πρακτικής δραστηριότητας και οδηγιών προς ναυτιλομένους δεν υπάρχουν? «ο καθένας είναι προϊόν των έργων του και η παθητικότητα όπως έστρωσε θα κοιμηθεί»? Γκι Ντεμπόρ, ξανά…