Το παραπανω κειμενο περιέχει αποσπάσματα από το βιβλιο του Eric J. Hobsbawm «Πόλεις και εξεγέρσεις»…
Η πόλη λειτουργεί ως σημαντικό μέρος πολιτικής δράσης και εξέγερσης. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι αναγκασμένες να αγωνίζονται σθεναρά για να επιβάλουν τη βούλησή τους στη διαδικασία της πόλης και σε ολόκληρους πληθυσμούς που δεν είναι δυνατόν, ακόμα και κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες, να τεθούν υπό από τον πλήρη έλεγχό τους. Ως εκ τούτου, η πολιτική εξουσία συχνά επιδιώκει να αναδιοργανώσει τις αστικές υποδομές και την αστική ζωή προσβλέποντας στον έλεγχο των ανήσυχων πληθυσμών. Εν αντιθέση, ο φυσικός και κοινωνικός ανασχεδιασμός και η εδαφική οργάνωση αυτών των χώρων αποτελεί ένα όπλο πολιτικών αγώνων. Η πόλη είναι την ίδια στιγμή ο τόπος που κατοικεί ένας συγκεντρωμένος πληθυσμός φτωχών ανθρώπων, και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο χώρος μιας πολιτικής εξουσίας που επηρεάζει τις ζωές τους.
Ιστορικά, ένα από τα πράγματα που οι πληθυσμοί των πόλεων έκαναν γι’ αυτό, ήταν να διαδηλώνουν, να κάνουν ταραχές ή εξεγέρσεις, ή να εξασκούν εν πάσει περιπτώσει μια άμεση πίεση στις αρχές που συμβαίνει να δρουν στην εμβέλειά τους.
Έτσι, ο τρόπος της ανοικοδόμησης των πόλεων εμπεριέχει αντιεξεγερσιακά στοιχεία, όπως είναι υπέρογκη μεγέθυνσή της, και το ότι περιβεβλημένη από ένα σύμπλεγμα χωριστών κοινοτήτων ή περιοχών. Με λίγα λόγια, η πόλη έγινε υπερβολικά μεγάλη ώστε να εξεγερθεί ως ένα σώμα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Παρίσι και η Βιέννη μετά τις επαναστάσεις του 1848. Στο Παρίσι, ο κύριος στρατιωτικός στόχος της ανοικοδόμησης αυτής φαίνεται να ήταν η διάνοιξη φαρδιών και ίσιων λεωφόρων, όπου θα μπορούσε να βάλει το πυροβολικό και να προωθούνται τα στρατεύματα, ενώ την ίδια στιγμή –προφανώς– η διάσπαση των κύριων συγκεντρώσεων δυνητικών εξεγερμένων στις λαϊκές γειτονιές. Στη Βιέννη, η ανοικοδόμηση πήρε τη μορφή κυρίως δυο φαρδιών ομόκεντρων περιφερειακών, που φαρδαίνει με μια ζώνη ανοιχτών χώρων, παρκών και αραιών δημοσίων κτιρίων. Απομονώνοντάς την παλιά πόλη και το παλάτι και έτσι αποκόπτει ολοένα και πιο πολύ τα εργατικά προάστια.
Στο σήμερα, αυτό που σαφώς παρατηρούμε, στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης των μεγάλων πόλεων, είναι η εκκαθάριση του κέντρου από συγκεκριμένες ομάδες: μετανάστες που αναζητούν καταφύγιο και εργασία στο κέντρο, ανθρώπους εξαρτημένους από ουσίες και αστέγους των οποίων προτείνεται η μαζική μεταφορά σε χώρους εκτός κέντρου. Ωστόσο, ούτε η αιτιολόγηση της μετεγκατάστασης, ούτε ο χώρος μετεγκατάστασης, ούτε οι απαιτούμενες κοινωνικές υποδομές που θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους προσδιορίζονται. Αντίθετα, ο κυρίαρχος λόγος υπονοεί την ύπαρξη επιθυμητών κοινωνικών ομάδων που συνήθως ανήκουν στη μέσο-αστική, «δημιουργική» τάξη των νέων επιχειρηματιών, των καλλιτεχνών και των διαχειριστών του πολιτισμού, οι οποίες με την έλευσή τους θα προσφέρουν το οικονομικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο για την «αναζωογόνηση του κέντρου».
Μία νέα στρατηγική για την αναπτυξιακή πορεία της πόλης αναπτύσσεται στα πλαίσια αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων. Τα ευρύτερα μέτρα και οι παρεμβάσεις που αυτά προοιωνίζονται, και φαίνεται να προωθούν διαδικασίες παραγωγής χώρου τέτοιες που δεν μπορεί παρά να συμβάλουν στη χωρική ανακατανομή των «προβλημάτων», προς όφελος των όποιων οικονομικών συμφερόντων. Εν τέλει, και παρά τις επιχειρούμενες διαδοχικές «μεταρρυθμίσεις», ο σχεδιασμός του χώρου στην Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί παράγωγο αποσπασματικών, μεμονωμένων παρεμβάσεων, οι οποίες στο πλαίσιο κυριαρχίας νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών, συχνά στερούνται κοινωνικού περιεχομένου και ενίοτε αποτελούν καταλύτη για την εντατικοποίηση ανισοτήτων και πολώσεων.
Λεία Σαγρέ