1. Για μια σωστή «ανάγνωση» της δικής μας Ιστορίας
«Η κακοδιαχείριση που έκαναν οι πολιτικοί μας ήταν τέτοια, που η χώρα χρειαζόταν δανεικά για να πληρώνει μισθούς και συντάξεις ήδη από το 1989. Στην εικοσαετία που ακολούθησε, όλες οι κυβερνήσεις συνέχισαν την ίδια κοντόφθαλμη πολιτική της διαφθοράς και της ρεμούλας, με πολιτικούς πουλημένους στα ντόπια και ξένα μεγαλοσυμφέροντα, που κοιτούσαν παράλληλα να βολεύουν τα «δικά τους παιδιά», αγνοώντας σκανδαλωδώς το δημόσιο συμφέρον και ιδιαίτερα την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Φτάσαμε έτσι, επί Σημίτη, να δανειζόμαστε όχι πια για την πληρωμή μισθών και συντάξεων αλλά για να ξεπληρώνουμε τα ήδη δανεικά…παρά ταύτα, το πελατειακό σύστημα προσλήψεων και επιχορηγήσεων, οι κομπίνες και οι σπατάλες της ντροπής συνεχίστηκαν με τη «χρηματιστηριακή φούσκα» και κορυφώθηκαν με την ολυμπιάδα του 2004, ώσπου η χώρα έφτασε στο σημερινό κατάντημα.…».
Τα παραπάνω συνιστούν –ενδεικτικά και χονδρικά– τον κυρίαρχο σήμερα κριτικό Λόγο απέναντι σε ό,τι συμβαίνει στον ελλαδικό χώρο τα τελευταία δύο χρόνια. Δυστυχώς, με κάποιες ίσως παραλλαγές, τα υιοθετεί η συντριπτική πλειοψηφία του δοκιμαζόμενου λαού. Λέμε «δυστυχώς», γιατί μια τέτοια ανάγνωση των γεγονότων δεν επιτρέπει τον εντοπισμό των πραγματικών αιτίων για τα δεινά που υπομένουμε, με αποτέλεσμα τελικά την αστοχία των όποιων αντιστάσεων εκδηλώνονται – ή πρόκειται να εκδηλωθούν. Και εξηγούμαστε: μια «ανάγνωση» όπως η παραπάνω, παρ’ ότι οπωσδήποτε περιέχει και αλήθειες, απορρέει από την εδραιωμένη στα μυαλά μας αντίληψη πως όλοι σ’ αυτή τη χώρα αποτελούμε ένα ομοιογενές σώμα, με κοινό πεπρωμένο και ίδια ιστορικά συμφέροντα. Απλώς (ή, αν θέλετε, «απλώς») κάποιοι από μας (εν προκειμένω οι πολιτικοί, οι «διαπλεκόμενοι», τα «λαμόγια» κ.λπ.), ζαλισμένοι από την εξουσία και το χρήμα, στην πορεία ξέφυγαν από τα χρηστά ήθη, εκμεταλλεύτηκαν τις καρέκλες τους και τη δική μας απάθεια/βόλεμα, και πρόδωσαν την πατρίδα, παρέβησαν τα καθήκοντά τους, πάτησαν τους όρκους τους, κι έτσι φτάσαμε στην κρίση. Μια αντίληψη που προϋποθέτει την απολύτως εσφαλμένη κυρίαρχη εικόνα που έχουν οι περισσότεροι από μας για τον εαυτό τους: αυτή μιας εξατομικευμένης μονάδας-μέρους του εθνικού συνόλου. Στην πραγματικότητα όμως, εκείνη που μετράει είναι η ιδιότητα του εργαζομένου, του βιοπαλαιστή, του άνεργου, του αγρότη, του χωρίς αύριο μικροεπιχειρηματία, φοιτητή, μαθητή (και πάει λέγοντας) που μας κατατάσσει σε μια συλλογική κατηγορία ανθρώπων η οποία σήμερα βρίσκεται στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας. Απέναντι κι ενάντιά της είχε και έχει όλους εκείνους (τραπεζίτες, εφοπλιστές, πολιτικούς, μιντιακούς μεγαλοπαράγοντες, κάθε λογής αφεντικά) που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας επειδή συσσωρεύουν προνόμια και κεφάλαια μέσα από τη δική μας άγρια εκμετάλλευση. Τάξη εναντίον τάξης λοιπόν, σ’ ένα διαχρονικό, ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ τους: Αυτή είναι στην πραγματικότητα η κατάσταση που καθορίζει τις ζωές όλων μας. Και για του λόγου το αληθές, κανείς δεν μας έδωσε ποτέ επίδομα εθνικότητας όταν χάσαμε τη δουλειά μας: επίδομα ανεργίας παίρναμε, γεγονός που από μόνο του δηλώνει πως η κεντρική έννοια σ’ αυτό το απεχθές μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης ήταν πάντα η καταναγκαστική εργασία για τ’ αφεντικά.
Αν επομένως ξαναδιαβάσουμε το εισαγωγικό μας απόσπασμα υπ’ αυτό το πρίσμα, που είναι και το σωστό, προϊόντος του χρόνου και του αναστοχασμού, θα καταλάβουμε ορισμένα βασικά πράγματα: παραδείγματος χάριν, ότι οι πολιτικοί δεν ήταν ποτέ πολιτικοί «μας». Ότι «ανταγωνιστικότητα» και «ανάπτυξη» σημαίνει πάντα ότι θα πατάνε εμάς κάτω, μειώνοντας μισθούς και υποβαθμίζοντας το βιοτικό μας επίπεδο, για να κερδοφορούν οι δικές τους επιχειρήσεις και ν’ αυγατίζουνε τα λεφτά τους στην Ελβετία. Ότι «κακοδιαχείριση», «ανικανότητα» και «διαφθορά», όντως υπήρξαν, ποτέ όμως δεν ήταν «ανήθικες παρεκκλίσεις» από «ξεστρατημένους» ταγούς όλων των ειδών, που ξεδιάντροπα παραβίασαν το συμβόλαιό τους με μας τους από κάτω. Αντίθετα, ήταν πάντα συμπτώματα και αναπόφευκτα χαρακτηριστικά μιας ορθολογικότατης στρατηγικής της τάξης των αφεντικών όλων των ειδών, ψυχρά σχεδιασμένης με στόχο την απρόσκοπτη συνέχιση της εκμετάλλευσής μας, που είναι η προϋπόθεση για τη διαιώνιση της απάνθρωπης αυτής κοινωνικής πυραμίδας.
Ο Παπούλιας και οι βουλευτές λοιπόν, δεν είναι «προδότες», ούτε «πουλημένοι». Καμιά πατρίδα δεν τους νοιάζει – για το συμφέρον τους και την τάξη τους δουλεύουν (άλλωστε, αν σήμερα είναι αυτοί, αύριο θα είναι κάποιοι άλλοι – δεν είναι ζήτημα προσώπων, αλλά ενός συγκεκριμένου κοινωνικού μοντέλου, το οποίο απλώς αυτοί σήμερα διαχειρίζονται). Και για να το κάνουν αυτό, είναι αναπόδραστο να απεργάζονται τη δική μας εξαθλίωση. Αυτό πρέπει επιτέλους να το συνειδητοποιήσουμε. Ένα το κρατούμενο.
2. Η όψιμη ελληνική παπαδημοκρατία
Οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν πλέον ένα βασικό κοινό με τους δύσμοιρους μετανάστες: όπως στην περίπτωση των τελευταίων επιστρατεύθηκε ευρέως η προπαγάνδα περί γενικευμένης «εγκληματικότητας» με στόχο τελικά την απόλυτη υποτίμηση του εργατικού τους κόστους (μεροκάματου) δια της δαιμονοποίησής τους, έτσι και για τους πρώτους χρησιμοποιήθηκε ευρέως η προπαγάνδα περί γενικευμένης «τεμπελιάς» με τον ίδιο ακριβώς στόχο (σε σχέση με τον μισθό), δια της απαξίωσής τους. Αυτό είναι ένα παράδειγμα από τις επιμέρους πτυχές της επίθεσης που σήμερα εξαπολύουν τ’ αφεντικά, την οποία μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε σκεπτόμενοι με τον τρόπο που σκιαγραφήθηκε αδρά παραπάνω. Κυρίως όμως, υιοθετώντας την ταξική αυτή οπτική, μπορούμε και σε κεντρικό επίπεδο να ερμηνεύσουμε το πώς οργανώνεται αυτή τη στιγμή η επίθεση που δεχόμαστε.
Έτσι, αυτό που γενικά συμβαίνει είναι ότι το ντόπιο παρακλάδι του κεφαλαίου αποφάσισε ν’ αλλάξει τον εκτελεστικό του βραχίονα (την κυβέρνηση), όταν είδε πως η αυξανόμενη λαϊκή οργή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με τρόπο που ξέφευγε από τα ελεγχόμενα πλαίσια: καταλήψεις υπουργείων και δημόσιων υπηρεσιών που λάμβαναν χώρα επί μέρες, κινήματα ανυπακοής που μπλόκαραν τα έσοδα από διόδια και χαράτσια, μαχητικές διαδηλώσεις στους δρόμους, λαϊκές συνελεύσεις σε διάφορες συνοικίες, αποδοκιμασίες-προπηλακισμοί στις παρελάσεις, και πάει λέγοντας. Όλ’ αυτά έπαιρναν ανησυχητικές γι’ αυτούς διαστάσεις τον τελευταίο καιρό, οπότε έπρεπε να επιλέξουν μια στρατηγική που θα οδηγούσε στην ανάσχεση όλης αυτής της αναταραχής με το να την επανεγκλωβίσουν στο δικό τους γήπεδο, δηλαδή στην ελεγχόμενη θεσμική ατζέντα: αλλαγή προσώπων και υποσχέσεις για εκλογές. Το ότι παράλληλα με την κίνηση αυτή επιστράτευσαν κι άλλους τρόπους, όπως τις κόκκινες συστημικές εφεδρείες (τα ΚΝΑΤ και το κομματικό μαντρί τους – αφού οι χρυσαυγίτες δεν έχουν ακόμα τη δύναμη να τους κάνουν τη βρωμοδουλειά), δεν αλλάζει το κεντρικό αυτό περιεχόμενο της τακτικής τους. Ούτε και το γεγονός ότι η τελευταία επελέγη και υπό την πίεση των διεθνών ομοίων τους, που βλέπουν ότι οι χειρισμοί του ελληνικού τους κλιμακίου οδηγούν σε καταστροφικές συνέπειες για την εξουσία και τ’ αποθεματικά τους, σε μια διεθνή οικονομία γεμάτη αλληλεξαρτήσεις. Θέλησαν λοιπόν, καταρχάς, να κερδίσουν χρόνο, εκτονώνοντας προς στιγμήν τις εντάσεις των αντιστάσεων από τα κάτω. Οι δε αλλαγές προσώπων θα ήταν γελοίες (συνεχίζει να κυβερνά η φράξια του κεφαλαίου που λέγεται ΠΑΣΟΚ, με ολίγη από τις άλλες φράξιες και μάλιστα με τους φασίστες μέσα, ενώ αρχηγός είναι ο πιο καραμπινάτος εκπρόσωπος της ίδιας αυτής άρχουσας τάξης), αν δεν παρέμεναν άκρως επικίνδυνες για μας, αφού η «μετάβαση» που δρομολογήθηκε, περισσότερο από κατευνασμό, έχει ως στόχο την εκβιαστική εμπέδωση στον κόσμο μιας αίσθησης έκτακτης ανάγκης, μιας κατάστασης εξαίρεσης: δηλαδή, μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας που στο όνομα αυτού που εκείνοι αυθαίρετα ονομάζουν «επείγον», θα τους επιτρέπει να παραβαίνουν/παρακάμπτουν κάθε (νομικό) κανόνα σε όλα τα πεδία των θεσμών αλλά και της καθημερινότητας, προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ήδη η συγκρότηση της κυβέρνησης αυτής ήταν παράνομη και πραξικοπηματική, και ήδη το κόλπο λειτούργησε: τσαλαπατήθηκαν Συντάγματα και «κοινωνικά συμβόλαια» (δηλαδή –και για να συνεχίσουμε να «μεταφράζουμε»– διαλύθηκαν εν μια νυκτί θεμελιώδεις εγγυήσεις κατακτήσεων, δικαιωμάτων και ελευθεριών) και δεν άνοιξε μύτη…
Κατά τα λοιπά, δεν πρέπει να ‘μαστε καθόλου σίγουροι πως θα κάνουν εκλογές. Πέρα από το δεδομένο ότι, ούτως ή άλλως, μ’ αυτές δεν θ’ αλλάξει τίποτα για μας, τα πράγματα είναι τόσο ρευστά που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει στο εξής. Αυτοί πράγματι θα ήθελαν να φτάσουν εκεί, γιατί σίγουρα προτιμούν ν’ αρμέγουν τ’ αρνιά υπό συνθήκες «ομαλότητας» για τα κέρδη τους. Αν όμως δεν το καταφέρουν, είναι ικανοί για τα πάντα. Και η κατάσταση αυτή της εξαίρεσης για την οποία μιλήσαμε, είναι η ίδια η καλύτερη εγγύηση για τη μακροημέρευση του εαυτού της, ίσως το προτελευταίο δυνατότερο χαρτί τους, αλλά και η προϋπόθεση/προθάλαμος για το τελευταίο και ισχυρότερο: τη δολοφονική καταστολή…
3. Οι αντιστάσεις και τα όρια της νομιμοφροσύνης ή Μπρος οι μπάτσοι και πίσω το χαράτσι
Τα περιθώριά τους πάντως, ακόμα και μετά απ’ αυτή την κίνηση, παραμένουν πολύ στενά. Οι αντικειμενικές συνέπειες των εγκληματικών τους πολιτικών πάνω στο πετσί μας δεν άλλαξαν (αντίθετα επιδεινώνονται), κι απλώς έχει μετατεθεί για λίγο το σημείο βρασμού, υπό τον μπαμπούλα του φόβου πως δεν θα πάρουμε τη δόση μας. Κι αν αυτή η τελευταία έκφραση μας «χτυπάει» «κάπως», δεν κάνουμε λάθος… πρεζόνια έχουμε καταντήσει, που υπομένουμε σχεδόν τα πάντα για να μη μας λείψει ο μισθός, η σύνταξη κ.λπ. «Και τι να κάνουμε», θα ρωτήσουν εύλογα οι περισσότεροι, «όταν τρέχουν οι ανάγκες, τα δάνεια, το παιδί που σπουδάζει» κ.λπ.; Αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση, για την οποία σ’ ένα κείμενο δεν μπορούμε να κάνουμε παρά μόνο μερικές επισημάνσεις: πριν απ’ όλα, να μην ξεχνάμε πως «οικονομία» σημαίνει, απλώς, «διαχείριση των πόρων του οίκου μου». Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι όλος αυτός ο συρφετός από χρηματιστηριακούς όρους και θεσμούς, ειδικούς, τραπεζίτες, οικονομολόγους και λοιπούς, μας είναι «αναγκαίος» μόνο όσο επικρατεί το πολύ συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο του οποίου αυτά όλα είναι οργανικά εξαρτήματα. Όμως το μοντέλο αυτό δεν είναι το μόνο, κι ας μην έχουμε γνωρίσει άλλο ως τα σήμερα. Μπορούμε συν τω χρόνω να φανταστούμε και να δημιουργήσουμε κάποιο άλλο (αξιοποιώντας τόσο την Ιστορία όσο και την υπάρχουσα εμπειρία), που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες όλων μας και θα μας οδηγήσει σταδιακά στην… απεξάρτηση. Ήδη γίνονται πραγματικότητα τέτοιες προσπάθειες αλληλέγγυας οικονομίας, τις οποίες μπορεί κανείς να ψάξει αν θέλει. Σε τελική ανάλυση και πιο βραχυπρόθεσμα, ας απαιτήσουμε την επανεκκίνηση της οικονομίας από το σημείο «δραχμή». Θα έχουμε συνέπειες, φαίνεται όμως πως αυτές –και πολύ χειρότερες– δεν θα τις αποφύγουμε τελικά έτσι κι αλλιώς, όσο σερνόμαστε πίσω από το άρμα του ευρώ. Ποτέ όμως να μην ξεχάσουμε ότι ακόμα και τότε, θα διατρέχουμε πάντα τους κινδύνους που εγκυμονεί το οικονομικό αυτό σύστημα, του οποίου μέρος ακόμα και έτσι θα εξακολουθήσουμε να είμαστε. Το περιώνυμο «δάσος» που πρέπει να βλέπουμε, είναι το ριζικά διαφορετικό μιας νέας, αλληλέγγυας οικονομίας υπάκουης στις ανάγκες μας. Όπως λέει και το παράθεμα που διαβάζετε σε τούτες τις σελίδες (που επί τούτου επιλέχθηκε), έχουμε δύσκολα μπροστά μας, πρέπει όμως να μάθουμε…
Εν πάση περιπτώσει, το αντικείμενο του τελευταίου αυτού κομματιού του κειμένου είναι διαφορετικό. Μέχρι να γεννηθεί αυτό το νέο, υπάρχουν πράγματα που πρέπει κατεπειγόντως να κάνουμε εδώ και τώρα στην τρέχουσα συγκυρία:
Να ξαναφτιάξουμε στον χώρο τις κοινότητες που χάσαμε τα χρόνια της ψευδούς ευμάρειας, που μας κατάντησαν μόνους και εξαρτημένους. Να ξαναβρεθούμε με τους διπλανούς και ομοιοπαθείς μας στις γειτονιές, στις συνοικίες, στα προάστια, να συζητήσουμε από κοινού, να τα βάλουμε κάτω μαζί, να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο με αγαθά, υπηρεσίες, συμπαράσταση, και να φτιάξουμε εκεί συνελεύσεις που θα λύνουν συνεργατικά τα άμεσα προβλήματα που προκύπτουν από τα μέτρα και την επιδρομή των αφεντικών. Οι εθελοντικές ομάδες επανασύνδεσης του ρεύματος για όσους δεν πληρώνουν τα χαράτσια της ΔΕΗ, και η περιφρούρηση της γειτονιάς απ’ αυτούς που θα’ ρθουν να κόψουν το ρεύμα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
…Το ίδιο να κάνουμε, όπου και όσο γίνεται, στους χώρους εργασίας: επανενεργοποίηση των σωματείων με μαχητικούς όρους, μακριά από τις κομματικές κλίκες.
Να συναντηθούμε σε αλληλέγγυα βάση με όσους αγωνίζονται και να κάνουμε κοινότητες αγώνα. Να πάψουμε να δυσανασχετούμε με όσους απεργούν, και να θάψουμε βαθιά κι αμετάκλητα το διαβόητο «μακριά από μας κι ας είναι κι ένα μέτρο». Αρκετά πια…
Να συνεχίσουμε να ‘μαστε στους δρόμους, στις καταλήψεις, στα μπλόκα, στις πορείες. Οργανωμένα όμως, τόσο από άποψη στοχοθεσίας, όσο και αυτοάμυνας και νομικής κάλυψης. Εκεί κάνουμε εμείς την πολιτική μας –αυτή είναι και η μόνη πραγματική πολιτική– και να την επιβάλουμε με ευελιξία, αναστοχασμό, στρατηγική. Είμαστε χιλιάδες μυαλά κι αν καταφέρουμε να δουλέψουμε μαζί, καμιά αστυνομική δύναμη δεν μπορεί να μας διαλύσει.
Να απενοχοποιήσουμε μέσα μας την παραβίαση της καθεστωτικής νομιμότητας. Αυτοί οι ίδιοι άλλωστε την έχουν κάνει πρώτοι κουρέλι, κατά πως τους βολεύει κάθε φορά. Η ανυπακοή στους άδικους νόμους, και η αντιβία στους δρόμους ενάντια στην αστυνομική καταστολή δεν είναι θέμα κανενός φετιχισμού της σύγκρουσης, ούτε καν μόνο στρατηγικής. Είναι πια ζήτημα επιβίωσης. Πρέπει όμως να γίνει συλλογικά, αλληλέγγυα και εξονυχιστικά οργανωμένα. Κανείς και καμιά μόνος του απέναντι στο κράτος.
Τελευταίο και σημαντικότερο όλων: ν’ ανοίξουμε ξανά τα λεξικά στο λήμμα «ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ»…
Ανέστιος