Η εξέγερση της Αλικαρνασσού (Οκτώβρης 1990) μέσα από τη γραφή του Γ. Πετρόπουλου

Ο Γιάννης Πετρόπουλος γνώρισε τη φυλακή κατά τη διάρκεια της χούντας σε ηλικία 20 χρονών, αφού υπερασπιζόμενος τη μητέρα του σκότωσε τον βιαστή της. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν ισόβια κάθειρξη χωρίς δικαίωμα έφεσης, και έκτοτε, λόγω της αξιοπρεπούς και πάνω απ’ όλα αγωνιστικής του στάσης στη φυλακή, υπέστη εκδικητικές μεταγωγές, απομονώσεις και βασανιστήρια. Το 1986 απέδρασε από το κολαστήριο της Κέρκυρας μαζί με τον Χάρη Τεμπερεκίδη. Το 1987, μετά την εκ νέου σύλληψή του, πρωταγωνιστεί στην εξέγερση των φυλακών Κέρκυρας, όπου και κατά τη διάρκειά της πυρπολείται το διοικητήριο της φυλακής. Μετά την καταστολή της εξέγερσης έχουμε την εκδικητική μεταγωγή του ίδιου, και άλλων δύο αγωνιστών, στις φυλακές της Πάτρας, όπου πέρασε τα επόμενα 3 χρόνια σε καθεστώς απομόνωσης. Μετέπειτα τον μετήγαγαν στην Κρήτη και την Αλικαρνασσό, όπου στις 9 Οκτωβρίου του 1990 μαζί με δεκατέσσερα άλλα παιδιά, που μέσα από την φλόγα της εξέγερσης που ζήσανε γίνανε σύντροφοι και φίλοι, αρνήθηκαν το μεσημεριανό κλείσιμο στα κελιά και αμέσως στήσανε οδόφραγμα στο κιγκλίδωμα, και πήραν τον έλεγχο του τρίτου ορόφου των φυλακών. Από αυτή την πράξη ξεκίνησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που προκάλεσε γεγονότα σε πολλά πεδία (κοινωνικό, σωφρονιστικό, πολιτικό, στρατιωτικό, αγωνιστικό-συντροφικό) της ζωής της χώρας. Η διάρκεια της ήταν 35 μερόνυχτα. Πολύς χρόνος, θα έλεγε κανείς, για να πολιορκεί ή να χάνει τον έλεγχο της πιο τιμωρητικής δομής του το κράτος από τους ίδιους που προσπαθεί να υποτάξει, ενώ αυτοί να ζούνε ελεύθεροι πολιορκημένοι. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη φαίνεται να ήταν η ένταση του αγώνα και η ψυχική δύναμη των εξεγερμένων. Ο Πετρόπουλος έχει αποτυπώσει τα γεγονότα της εξέγερσης της Αλικαρνασσού, μέσα από τα βιώματα του ως πρωτεργάτης και συμμετέχοντας, στο βιβλίο του «Γδάρτες Ονείρων». Κεφάλαιο του εν λόγω βιβλίου αποτελούν τα «Τα κλαδιά της άρνησης», που εκδόθηκε τον χειμώνα του 2013 από το «Ταμείο αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών».

Η πορεία του αγώνα, όπως περιγράφεται, είχε πολλές σημαντικές στιγμές κλιμάκωσης και σύνδεσης του αγώνα μέσα και έξω από τα κελιά, και από φυλακή σε φυλακή. Η εμπειρία καταγράφει σωρεία κρατικών και παρακρατικών μέσων, από την καταστολή με φυσικούς όρους, αλλά και την πληθώρα των απαντήσεων που δόθηκαν από τους εξεγερμένους. Επίσης αποτυπώνεται η σήψη και η σαπίλα σε όλα τα κλιμάκια που διέτρεχαν το σύμπλεγμα εξουσίας (από τον Παπανδρέου στον Μητσοτάκη). Η συνεισφορά της καταγραφής αυτής στην κινηματική ιστορική μνήμη της πόλης του Ηρακλείου, ειδικά στο πεδίο της Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους/ες, είναι ανεκτίμητη. Πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη μας τη δυσκολία του κινήματος να πιάσει το νήμα των αγώνων από γενιά σε γενιά, όπως και την εξέλιξη που αναπόφευκτα συντελείται στις πρακτικές και τη θεώρηση των αγωνιζόμενων.

Από τη μεριά μας οφείλουμε να επισημάνουμε κάποιες δομικές προβληματικές της εξέγερσης της Αλικαρνασσού σε σχέση με επαναστατικά προτάγματα, όπως είναι η έντονη εκφορά σεξιστικού λόγου (αναλογιζόμενα πάντως τον χωροχρόνο που τα λόγια αυτά ειπώθηκαν, άλλα και την ένταση των γεγονότων) και η άτυπη ιεραρχία μεταξύ των εξεγερμένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: «όταν το μεσημέρι (09/10) ήρθε ο φύλακας για να με κλείσει στο κελί, εγώ του είπα πως, για να μπω μέσα, πρέπει, αν έχει την ψυχή, να με κλείσει ο κίναιδος ο διευθυντής του. Αυτός θέλω να’ ρθει, αν έχει αρχίδια, διαφορετικά έχει μουνί». (σελ. 13), και «εκείνη τη στιγμή με μια ντουντούκα στα χέρια ο αρχηγός των σκυλιών φώναξε: Πετρόπουλε, έχεις πέντε λεπτά στη διάθεσή σου για να παραδοθείς. Εμένα, του απάντησα, θα με πάρεις από δω νεκρό. Τα παιδιά όμως δεν σου φταίνε σε τίποτα, μου είπε πάλι εκείνο το σιχαμερό φίδι. Και τότε πετάχτηκε ο Μικρός: Εμάς δε μας κρατάει εδώ πάνω κανείς. Εμείς μόνοι μας θέλουμε και είμαστε εδώ!». (σελ. 133). Αναφορικά με το δεύτερο απόσπασμα δεν ξεχνάμε την πάγια τακτική των εξουσιαστών να προβάλουν τις δικές τους αξίες πάνω μας, νομοθετώντας ή ψάχνοντας τον «υπεύθυνο» σε κάθε διάδραση μαζί μας.

Στο ίδιο ύφος και μέχρι το κλείσιμο του άρθρου θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο, με σκοπό τη συγκριτική ανάλυση με τα δικά μας σήμερα, και την επικοινωνία των λεγομένων του Πετρόπουλου με όσα άτομα δεν είχαν ως τώρα πρόσβαση σε αυτό (δεν γνωρίζουμε αν η έκδοση από το «Ταμείο» έχει εξαντληθεί, πράγμα πιθανό, αλλά ξέρουμε ότι χάριν στην καλή διανομή και το αγκάλιασμα του αναρχικού χώρου προς τη δομή του Ταμείου, διαχρονικά μπορεί κάποιο να το βρει σε πολλά στέκια και καταλήψεις, όπως και σε πολλά συντροφικά σπίτια). 

Η φυλακή είναι η επιτομή της εξουσίας, και η εξουσία διαρθρώνεται όχι μόνο κάθετα ή πυραμιδωτά, αλλά είναι πλέγμα, δίχτυ και ιστός. Από την πυρηνική σχέση και έπειτα, δηλαδή δύο και περισσότερων ατόμων, η εξουσιαστική συμπεριφορά και έκφραση είναι εν δυνάμει εφικτή. Πόσο μάλλον στο ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον της φυλακής. Η σκλαβωμένη ύπαρξη λοιπόν αποφασίζει, όσο της επιτρέπεται, αν θα εναντιωθεί ή αν θα συνεργαστεί. Κατά πόσο και με ποιους τρόπους. Μια εξουσιαστική κατάσταση που μαστίζει τις φυλακές είναι η εθελοδουλία από κρατούμενους, η διαπλοκή, το αλισβερίσι με τους ανθρωποφύλακες, ο χαφιεδισμός, η ρουφιανιά, οι μαφιόζικες πρακτικές, τα πισώπλατα μαχαιρώματα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), οι υπηρεσιακοί και οι διευκολύνσεις. Οι εξεγερμένοι του τρίτου ορόφου των φυλακών Αλικαρνασσού είχαν από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσουν δύο ανοιχτά μέτωπα για να επιβιώσουν και να δικαιωθούν. Αυτό ενάντια στο κράτος και τα σκυλιά του (δεσμοφύλακες), και το άλλο, το εσωτερικό, ενάντια στους προσκυνημένους, αλλά και ίδια και χειρότερα εξουσιαστικούς με τους πρώτους.

Παραθέτουμε: «Βλέποντας αυτά τα ελεεινά σκυλιά τη σθεναρή μας αντίσταση, υποχώρησαν μουγκρίζοντας από λύσσα. Κι έτσι ο τρίτος και ο μισητότερος όροφος της Αλικαρνασσού ήταν στα χέρια μας! Μέσα σ’ αυτά τα κελιά ήταν τα πιο ελεεινά υποκείμενα-κρατούμενοι που έβγαλε ποτέ η πόρνη δικαιοσύνη. Ήταν όλοι τους ένας κι ένας οι στενοί συνεργάτες της υπηρεσίας. Αυτοί που ολόκληρα χρόνια έλεγχαν ολόκληρη τη φυλακή. Που κανόνιζαν και ρύθμιζαν τα πάντα. Ποιοι και πόσοι θα μείνουν σ’ αυτή τη φυλακή, και ποιοι και πόσο έπρεπε να βασανιστούν στο πειθαρχείο. Ήταν αυτοί που η σιχαμερή υπηρεσία τούς είχε δώσει εν λευκώ τα πάντα, όπως συνεργεία, καφενεία, μαγειρεία και όλα τα συναφή, με την προϋπόθεση η φυλακή να μένει ήσυχη. […] Ενώ τις νύχτες σεργιάναγαν μαζί με τους δήμιους μέσα στην πολιτεία!!! Και να, τώρα τους είχαμε στα χέρια μας, έναν έναν κλεισμένο στο κελί του, που ο καθένας το είχε μετατρέψει σε ιδιωτική γκαρσονιέρα, που το ασφάλιζαν οι ίδιοι με ειδικά λουκέτα! […] που μέσα τους είχαν ό,τι μπορεί άνθρωπος να φανταστεί: κόκες, πρέζες, χάπια! Και πορνό φωτογραφίες από όργια που έκαναν τις νύχτες στην πόλη του Ηρακλείου. […] Τεράστιες τηλεοράσειςόλες έγχρωμες–, αρμόνια, κιθάρες. Και κάτι τεράστια μαχαίρια που σου κοβόταν η ανάσα. Και παντού χρυσάφι και χρήμα. Που μ’ αυτό εξαγόραζαν την ξεφτιλισμένη δικαιοσύνη». (σελ. 14) Και λίγο παρακάτω στην σελίδα 31 περιγράφεται η σχέση μεταξύ των κρατουμένων όταν πλέον έχει αμφισβητηθεί η κανονικότητα της φυλακής και οι «της υπηρεσίας» έχουν χάσει τα προνόμια που τους παρείχαν οι σωφρονιστικοί, και έχουν μετακομίσει στον δεύτερο όροφο χάνοντας έτσι τις ανέσεις τους: «Τώρα πλέον όλα είναι φανερά. Οι φίλοι μας είναι μόνο όσα παιδιά είναι εδώ δίπλα μας, μαζί μας, θα ανασαίνουν τον ίδιο αέρα που μέσα του είναι φανερός πλέον ο θάνατος. Και όχι οι αποκάτω, που είναι εχθροί μας. […] Γι’ αυτό λοιπόν για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, εδώ που βρεθήκαμε αυτό που πρέπει πρώτα απ’ όλα να προσέξουμε είναι αυτοί οι αποκάτω, οι λεγόμενοι φίλοι μας. […] Αυτοί είναι που συνεννοούνται με τους εξωτερικούς από πού και πότε να μπουν μέσα. […] Άμα, λοιπόν, τους αφήσουμε λάσκα και με σηκωμένο το κεφάλι, αμέσως θα μπούνε μέσα και θα αρχίσουν να προκαλούνε. […] Όταν οι εξωτερικοί μας εχθροί δουν ότι εμείς υπολογίζουμε και φοβόμαστε αυτά τα σκουλήκια, να είστε βέβαιοι πως θα μπούνε μέσα και θα μας εξοντώσουν, ενώ όσο τους κρατάμε αυτούς σούζα και φοβισμένους, θα μεταδίδουν αυτό το φόβο και στους εξωτερικούς». Σε συνθήκες εξεγερσιακές στη φυλακή, αλλά και στους δρόμους, όπως αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο, τα γεγονότα επιταχύνονται ραγδαία, και οι αντιθέσεις οξύνονται, όπως και οι συμβιβαστικές συναινέσεις σε συνθήκες ομαλότητας εύκολα γίνονται απελευθερωτικές συγκρούσεις.

Λόγω περιορισμένου χώρου θα αναφερθούμε σε μια ακόμα πτυχή αυτού του αγώνα που αφορά την αλληλεγγύη των εκτός των τειχών στην πόλη του Ηρακλείου τον Οκτώβρη του ‘90. Απ’ όσο γνωρίζουμε, και μακάρι να λανθάνουμε, δεν υπήρχε κάποιος χώρος αναρχικών ή κάποια αναρχική ομάδα ή συλλογικότητα εκείνη την χρονιά. Παρ’ όλ’ αυτά γίνανε αξιόλογες και άμεσες κινήσεις αλληλεγγύης προς τους εξεγερμένους της Αλικαρνασσού. Από το πρώτο βράδυ της εξέγερσης γράφτηκε σύνθημα στον πλησιέστερο τοίχο: «Γράψαμε ένα πανό και το αναρτήσαμε στα εξωτερικά κάγκελα των κελιών. Γράψαμε: Εξεγερθήκαμε στους γδάρτες των ονείρων μας!! Απέναντι και σε μια απόσταση γύρω στα 200 μέτρα, σε μια μάντρα, τη νύχτα έγραψαν το ενθαρρυντικό: Αλληλεγγύη στους εξεγερμένους». (σελ. 19). Τις επόμενες μέρες εξεγέρσεις ξεσπάνε και στις υπόλοιπες φυλακές της χώρας. Στην Γ΄ ακτίνα του Κορυδαλλού εξεγείρονται 300 κρατούμενοι, και ξεσηκώνονται σε Πάτρα (φυλακές Αγ. Στεφάνου) και Χανιά (φυλακές Αγυιάς)· μέχρι την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης της Αλικαρνασσού έχουν στασιάσει και τα ανήλικα στο Σ.Κ.Α (Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων στον Κορυδαλλό). Η κατάσταση στις υπόλοιπες φυλακές εκτονώθηκε αναίμακτα με τους κρατούμενους, σύμφωνα με τον συγγραφέα, να επιστρέφουν οικειοθελώς, αλλά και κατευθυνόμενοι από συγκρατούμενούς τους, στα κελιά τους. Το κίνημα αλληλεγγύης των εκτός των τειχών γνωρίζει την κορύφωσή του στο μεσοδιάστημα με πορείες στην Αλικαρνασσό, με συνεχή παρουσία μεμονωμένου κόσμου δίπλα στον αστυνομικό κλοιό, με διοργάνωση μεγάλης συναυλίας αλληλεγγύης έξω από τις φυλακές, συγγραφή και μοιράσματα προκηρύξεων με προτάγματα σχετικά με τους αγώνες των κρατουμένων (από: Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης), προπαγάνδιση και συλλογή υπογραφών. Ίσως να μην κατάφερε να μεταφέρει την εξέγερση και την ανυπακοή στη ζώσα πραγματικότητα της πόλης του Ηρακλείου και των αλληλέγγυων, ή να νοηματοδοτήσει τα ίδια τα προτάγματα σε άλλα κοινωνικά πεδία, ή ακόμα και να κατανοήσει τη σύγκλιση των περιεχομένων, αλλά σίγουρα άφησε παρακαταθήκη στην κινηματική ιστορία της πόλης. Θεμελίωσε συνειδήσεις, έθεσε την αλληλεγγύη στον πυρήνα αυτών, και επηρέασε αγώνες στο Ηράκλειο που διεξάγονταν και γεννήθηκαν στην πορεία υπέρ της αντίστασης στην εκάστοτε εξουσία. Άλλωστε, 11 μήνες μετά (30/09/91) έπεφταν άπειρα δακρυγόνα, πράγμα πρωτόγνωρο, στο κέντρο του Ηρακλείου, και μάλιστα εντός της Νομαρχίας Ηρακλείου. Αυτή τη φορά δεν ήταν κρατούμενοι, αλλά αγρότες, που από την ταράτσα της νομαρχίας, που στη συνέχεια του συλλαλητηρίου κάηκε(!), άνοιξαν πανό με το σύνθημα «ΚΑΤΑΛΗΨΗ», και το πρώτο δακρυγόνο δεν έπεσε στους εξεγερμένους φτωχοδιαβόλους των φυλακών, αλλά στο γραφείο του Κυρίου Νομάρχη, με τον ίδιο να το εισπνέει (neakriti.gr).

Γιατί η καταστολή δεν έχει φίλους και όταν εκδηλώνεται δεν γνωρίζει παρά εχθρούς, άντε και παράπλευρες απώλειες. 

Στο θέμα μας, δια χειρός Γιάννη Πετρόπουλου: «Το απόγευμα, μια ομάδα ατόμων από το Ρέθυμνο, τα Χανιά και το Ηράκλειο πήγαν στη διεύθυνση της φυλακής για να τους επιτρέψουν να μιλήσουν λίγο μαζί μας, αλλά τους το απαγόρεψαν. Αυτοί οι δολοφόνοι, ουρλιάξαμε, που σας απαγόρεψαν να μιλήσετε μαζί μας, είναι στυγνοί εγκληματίες, και η πραγματική τους θέση είναι το ικρίωμα. Μας άφησαν ένα μπουκέτο γαρίφαλα και όταν πλησίασαν λίγο πιο κοντά μας, είπαμε: Μην ψάχνετε για τις αιτίες και ποια είναι τα προβλήματα μας, γιατί αυτά είναι ίδια με τα δικά σας. Η μόνη διαφορά είναι πως εμάς είναι ορατά τα κάγκελα της αιχμαλωσίας αλλά σε σας αόρατα. Εκείνο μόνο που θέλουμε να σας πούμε είναι πως για μας, που δεν έχουμε αιτήματα, έχουμε ένα σκοπό: ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ Ή ΚΆΡΒΟΥΝΟ. Κρατούσαν 2 πανό που έγραφαν: “Αντίσταση στην κοινωνία που γεννά το έγκλημα και το αναπαράγει”, και το άλλο: “συμπαράσταση στους εξεγερμένους Αλικαρνασσού και Πάτρας”, τα οποία πήγαν και τα τοποθέτησαν πάνω στα σύρματα της αριστερής μεριάς. Ενώ στην πλευρά ενός τοίχου έγραψαν: “Οι φυλακές δεν σώζουν τ’ αφεντικά”, “οι φυλακές δεν βελτιώνονται, κατεδαφίζονται”, “θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”. Ενώ με την ντουντούκα διέδιδαν τη φωνή μας σε όσους κωφεύανε: “Το πάθος για την λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά! Φυλακές, Στρατός, Ψυχιατρεία, Να ποια είναι η εξουσία. Έξω οι κρατούμενοι από τις φυλακές, μέσα οι μπάτσοι και οι δικαστές.” Στη συνέχεια κάθισαν σ’ έναν ανοιχτό χώρο μέχρι το δειλινό. Ήταν πράγματι μια όμορφη κίνηση, που μας ζωντάνεψε την ψυχή. Είναι ωραίο να γνωρίζεις πάνω σ’ αυτή τη γη πως υπάρχουν άνθρωποι που σε κατανοούν, που σε νοιώθουν, που ενδιαφέρονται με πόνο για σένα». (σελ. 62).

«Το απόγευμα ήρθε και διαδήλωσε για μας μια μικρή ομάδα αναρχικών. Η ίδια που’ χε ρθει και την προηγούμενη βδομάδα. Κρατούσαν 2 πανό που έγραφαν, στο πρώτο: Μπουρλότο και φωτιά σε όλα τα κελιά, και στο δεύτερο: Λευτεριά στης γης τους κολασμένους. Μας είπαν πως συμπαραστέκονται στον αγώνα μας, ενώ έχουν συγκεντρώσει 11.000 υπογραφές, και πως υπάρχουν άπειροι σιωπηροί άνθρωποι που κατανοούν και είναι μαζί μας […] Θα προσπαθήσουν να βγάλουν την φωνή μας πιο πέρα, και να ακουστεί όσο το δυνατόν μακρύτερα».(σελ. 91)

«Ήταν μια από τις ημέρες εκείνες που τα παιδιά απ’ έξω, λες και ένιωθαν την υπερένταση και τη μεγάλη αγωνία που περνούσαμε είχαμε κλείσει μήνα σχεδόν χωρίς ύπνο και πάντα σε διαρκή ετοιμότητα μάχης αποφάσισαν να οργανώσουν έξω από τον χώρο της απαίσιας φυλακής, συναυλία. Ήταν κάτι που μας άλλαξε σε μια στιγμή την ψυχολογία μας. Αφήσαμε έστω για λίγο τις σκληρές σκέψεις που απαιτούσαν οι στιγμές, και αμέσως προετοιμαστήκαμε γι’ αυτή την επαφή. Ταυτόχρονα ο Μ.Π. μέρα νύχτα έφτιαχνε την κορνίζα που μέσα της περάσαμε την αφίσα που μας είχε φέρει η Λίνα, ενώ από την πίσω πλευρά γράψαμε τα ονόματά μας. Ήταν το μικρό μας δώρο […] Ανεβασμένοι από νωρίς στα παράθυρα, βλέπαμε να ζυγώνουν κάτι όμορφα νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να περικυκλώνουν, και σιγά σιγά να συγκεντρώνονται εκεί η μία ομάδα μετά την άλλη. Με ομοιόμορφο απλό ντύσιμο, με σίγουρο περπάτημα και με σφιγμένες γροθιές! Η πρώτη τους κίνηση ήταν να κρεμάσουν πάνω στα συρματοπλέγματα της πρώτης φυλακής, του σχολείου, ένα πανό […] Ήταν η στιγμή εκείνη που σ’ ένα κομμάτι του τοίχοι αναρτήσαμε το δικό μας πανό: «Ω αρνητές, ας γκρεμίσουμε τα σύνορα της μοναξιάς». Λίγο αργότερα τα παιδιά κάτω από τους ήχους της μουσικής χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, και αφού άναψαν μικρές φωτιές, συγκεντρώθηκαν γύρω τους. Ήταν η πρώτη βραδιά που ηρεμήσαμε. Καθώς νιώθαμε αυτά τα παιδιά κοντά μας, αισθανόμασταν ασφαλείς. Παρόλο που ήσαν περικυκλωμένα από πάνοπλους εχθρούς. Και να, σε μια στιγμή ζύγωσαν κοντά μας και θέλησαν να μιλήσουμε λίγο μαζί τους. Πόσο πιο δυνατή ήταν αυτή η τόσο όμορφη κίνηση από τις δυνάμεις μας! Εμείς που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμασταν μαθημένοι να αντιμετωπίζουμε μόνο εχθρικές επιθέσεις, μείναμε άφωνοι, μπροστά σε κείνα τα παιδιά που έρχονταν με την αγάπη στην καρδιά και μας λύγισαν αμέσως! Ίσα ίσα που μπορέσαμε να τα ευχαριστήσουμε και αφού τα βεβαιώσαμε ότι είμαστε τουλάχιστον καλά, πήγαν πάλι στις θέσεις τους. Όταν λίγο αργότερα συνήλθαμε, ντραπήκαμε που δεν μιλήσαμε, δεν ξέραμε τι να κάνουμε […] Περνώντας από τα παράθυρα, είπα στα παιδιά ν’ ανάψουν φωτιά, για να μάθει όλη η Κρήτη πως εμείς δεν είμαστε μόνοι και πως υπάρχουν παιδιά που είναι στο πλευρό μας. Έτσι κι έγινε! Μέσα σε λίγα λεπτά, έξω από το κάθε παράθυρο έκαιγε από μία πύρινη φλόγα που έστελνε το φως της σε όλες τις ανθρώπινες ψυχές. Το ίδιο έκαναν κι απ’ έξω τα παιδιά που δυνάμωναν και πλήθαιναν τις εστίες της φωτιάς. Ενώ γύρω μας η εξουσία ταράχτηκε. Η πύρινη φωτιά που έκαιγε τις καρδιές μας τους τρόμαζε! Το πάθος της καρδιάς μας για λευτεριά τράνταξε τα θεμέλια της φυλακής! Και τη γονάτισε! […] Τότε καταστρώθηκε από τα ταμπουρωμένα κάτω από τα τραπέζια ανθρωπάκια το σχέδιο της καταστολής μας. Εκείνα όμως τα παιδιά, αψηφώντας καθετί μας αφιέρωναν εκείνη τη νύχτα και μας την έκαναν δική μας». (σελ. 116-120)

ανίδεος