Η κατάρρευση των μύθων: Μπάτσοι και φασίστες την 25η Μάρτη στα Χανιά

ο υποψήφιος βουλευτής της Χρυσής Αυγής στα Χανιά, Στέλιος Βλαμάκης, που έδειξε όπλο στους διαδηλωτές, ποζάρει περιχαρής έξω από το ναζιστικό στρατόπεδο Νταχάου. Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα του στο facebook...

Η αυθόρμητη συνεργασία μπάτσων και νεοναζί, οι μαζικές προσαγωγές, και η ένταση της καταστολής το βράδυ της 25ης Μαρτίου στα Χανιά θέτουν μια σειρά ζητημάτων που ούτε άγνωστα είναι ούτε πρωτόγνωρα. Η ένταση και το εύρος όμως με τα οποία τέθηκαν αναδεικνύουν χαρακτηριστικά την κατάρρευση κάποιων μύθων που επικρατούν στην πόλη.

Μύθος 1ος: Τα Χανιά είναι μια δημοκρατική πόλη που δεν μπορεί να ανεχτεί αυξανόμενη αστυνομοκρατία και κρατικές «αυθαιρεσίες» όπως συμβαίνει στην μητροπολιτική Αθήνα ή αλλού.

Και πώς συνέβη να έχουμε 62 προσαγωγές το βράδυ της 25ης Μαρτίου, ξυλοδαρμούς διαδηλωτών από μπάτσους και ασφαλίτες, μέχρι και καψώνια μέσα στο τμήμα; Η ένταση και το εύρος της καταστολής την 25η δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αστυνομοκρατίας που εντείνεται συνεχώς στην πόλη τα τελευταία 3 χρόνια. Χωρίς να επεκταθούμε, αρκεί να θυμίσουμε τις αυξανόμενες περιπολίες των ΔΙΑΣ και τις πεζές των ΟΠΚΕ στο κέντρο το καλοκαίρι, τη δολοφονική καταδίωξη που κατέληξε στο θάνατο του Στράτου Π. τον Οκτώβρη του 2010, και τους τυφλούς πυροβολισμούς αστυνομικών σε άλλη καταδίωξη στο νεκροταφείο. Σε επίπεδο κινητοποιήσεων είναι φανερή η ολοένα και πιο ασφυκτική επιτήρηση στις διαδηλώσεις, η καταστολή, το ξύλο και οι συλλήψεις σε πορείες όπως π.χ. αυτές στην 6η δεκέμβρη (2009, 2010) και αυτή για το θάνατο του Στράτου Π. (2010), οι διώξεις μαθητών και καθηγητών για τη ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου του 2010, οι προσαγωγές και εξακριβώσεις αγωνιστών πριν την 25η Μαρτίου, μέχρι τα εκφοβιστικά τηλεφωνήματα, τις εξακριβώσεις σε αγωνιστές μαθητές και τις επαναλαμβανόμενες συλλήψεις αγωνιστών στο Αποπηγάδι, την εισβολή σε σπίτι αγωνιστών κατοίκων ενάντια στις ανεμογεννήτριες και την τρομοκρατία της ασφάλειας.

Η όξυνση της καταστολής δεν ανακόπτεται από την ύπαρξη μιας υποτιθέμενης καθολικής δημοκρατικότητας μιας επαρχιακής πόλης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ενδεικτικά την παρουσία της ασφάλειας Ρεθύμνου έξω από εκδήλωση για τους χαλυβουργούς, ή τις διώξεις αγωνιστών στο Ηράκλειο, τις υψηλές χρηματικές εγγυήσεις σε διωκόμενους και τον κίνδυνο προφυλακίσεων. Απ’ την άλλη η καταστολή δεν αυξάνεται αυθαίρετα λόγω κάποιας ιδιάζουσας αυταρχικότητας του καθεστώτος, αλλά επιτελεί συγκεκριμένους στόχους. Έχει να κάνει με την υπεράσπιση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων και τη διατήρηση της τάξης από ενδεχόμενες κοινωνικές αναταραχές. Έτσι, αργά ή γρήγορα, τακτικές που μέχρι πρότινος βλέπαμε από τις οθόνες της τηλεόρασης νομίζοντας ότι θα παραμείνουν εκεί, έρχονται και στην πόλη. Η καταστολή της 25ης ήταν αναβαθμισμένη από την άποψη ότι αφορούσε μεγάλο εύρος κόσμου και ήταν ιδιαίτερα απροκάλυπτη τόσο σε σχέση με τη βία που ασκήθηκε, όσο και σε σχέση με την αυθόρμητη συνεργασία μπάτσων και νεοναζί. Η περίοδος που αμέριμνοι μπορούσαμε να «διαμαρτυρόμαστε για τα δημοκρατικά μας δικαιώματα» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Μύθος 2ος: Οι μπάτσοι επιτίθενται μόνο όταν υπάρχει αφορμή, και χτυπάν τους «βίαιους» διαδηλωτές, όχι τους «ειρηνικούς», κι αν εμείς δεν δώσουμε αφορμή όλα θα πάνε καλά.

Κι εδώ η 25η επικύρωσε κάτι που αλλού βιώνεται ως καθημερινή συνθήκη. Η καταστολή στοχεύει ευρύτερα σε όλους τους αγωνιζόμενους, και δεν χρειάζεται καμία αφορμή για το χτύπημα μιας διαδήλωσης. Οι διαδηλωτές στην Αθήνα και αλλού έχουν βιώσει από πρώτο χέρι αυτήν την πραγματικότητα, που πέρα από τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομικής επιτήρησης και την κρατική βία στις διαδηλώσεις, αντιμετωπίζουν και τη βίαιη απαγόρευση των συγκεντρώσεων στην πολύπαθη πλ. Συντάγματος. Ταυτόχρονα την 25η στα Χανιά κατέρρευσε και ο μύθος του διαχωρισμού μεταξύ «βίαιων» και «ειρηνικών» διαδηλωτών. Όσο η ταξική σύγκρουση θα οξύνεται, το να κατεβαίνεις στον δρόμο, να αγωνίζεσαι και να αρθρώνεις έστω και έναν ρεφορμιστικό λόγο σε καθιστά αυτομάτως επικίνδυνο διαδηλωτή, είτε επιλέγεις να συγκρουστείς με τις δυνάμεις καταστολής, είτε στηρίζεις με την παρουσία σου αυτούς που συγκρούονται, είτε διαφωνείς με την κοινωνική αντι-βία, αλλά παραμένεις στη διαδήλωση, είτε απλά διαμαρτύρεσαι για τις αστυνομικές «αυθαιρεσίες».

Μύθος 3ος: Όσοι συγκρούονται στον δρόμο με τους φασίστες διεξάγουν έναν πόλεμο συμμοριών των δύο άκρων. Όσοι οργανώνονται για να αντιμετωπίσουν την κρατική καταστολή διεξάγουν μια αντιμπατσική βεντέτα.

Όσοι αναπαράγουν τη λογική των «δύο άκρων» όχι μόνο υποβαθμίζουν τον αντιφασιστικό αγώνα σε δευτερεύον ζήτημα, όχι μόνο εξισώνουν τη φασιστική και κρατική βία με την κοινωνική αντι-βία, όχι μόνο συμβάλλουν αντικειμενικά στην πολιτική απομόνωση των αντιφασιστών αγωνιστών, αλλά σκάβουν τον ίδιο τους τον λάκκο, γιατί όταν θα βρεθούν και οι ίδιοι έκθετοι στις φασιστικές συμμορίες (αν δεν έχουν ήδη βρεθεί) και την κρατική καταστολή θα είναι ανήμποροι να τις αντιμετωπίσουν. Από τη στιγμή που η δημοκρατική διαβούλευση και ενσωμάτωση καταρρέει ως πλαίσιο λύσης των κοινωνικών συγκρούσεων, και στη θέση της μπαίνει η κρατική και παρακρατική βία, η υλική/πραγματική μάχη ανταγωνιστικών δυνάμεων καθίσταται κομβική. Η σημασία του πεζοδρομίου αναβαθμίζεται πολιτικά. Η πολιτική καταδίκη και η κοινωνική απομόνωση των φασιστικών αντιλήψεων (με σκοπό τον περιορισμό των χτυπημάτων τους), αλλά και η καταγγελία των αστυνομικών «αυθαιρεσιών», όσο κι αν είναι πάντοτε αναγκαίες, δεν αρκούν. Η πολιτική σύγκρουση εκφράζεται αναπόφευκτα και στον δρόμο πάνω στα σώματα των αγωνιστών. Θα πρέπει λοιπόν έμπρακτα να είμαστε οργανωμένοι να υπερασπιστούμε τους κοινωνικούς αγώνες. Στους καιρούς που έρχονται ο κύριος ρόλος των φασιστικών συμμοριών θα είναι αφενός το χτύπημα του κοινωνικού κινήματος στο πεζοδρόμιο, και αφετέρου η επάνδρωση των σύγχρονων παρακρατικών ταγμάτων εφόδου που θα συνδράμουν την κρατική καταστολή και επιτήρηση. Επομένως η μάχη με τους φασίστες δεν αφορά δύο «απολίτικες» αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά συνολικά τους κοινωνικούς αγώνες, που μπροστά στην προσπάθειά τους να χτίσουν μια άλλη κοινωνία, θα πρέπει να περάσουν πάνω από τους φασίστες. Είναι μια διαμάχη που αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της κοινωνίας. Αν θα είναι μια κοινωνία αυταρχική, ολοκληρωτική, ρατσιστική, εθνικιστική και φασιστική, ή μια κοινωνία ελευθερίας, αλληλεγγύης και ισότητας. Με τον ίδιο τρόπο η οργάνωση της κοινωνικής αντι-βίας ως αυτοάμυνα απέναντι στην κρατική καταστολή δεν έχει να κάνει με μια «αντιμπατσική βεντέτα», αλλά με την έμπρακτη πολιτική υπεράσπιση των κοινωνικών αγώνων.

Χωρίς να επεκταθούμε. το ίδιο βράδυ καταδείχθηκε η διαχρονική σχέση μεταξύ κράτους και φασιστών με την αυθόρμητη συνεργασία τους για την καταστολή των αγωνιζόμενων, τις φιλικές κουβεντούλες μεταξύ τους μέσα στο τμήμα, την ελεύθερη είσοδο του κουμπουροφόρου χρυσαυγίτη Στέλιου Βλαμάκη από την πίσω πόρτα στο αστυνομικό τμήμα (χωρίς να έχει προσαχθεί), την προσαγωγή δύο φασιστών για τα μάτια του κόσμου, την παραίνεση των μπάτσων να κρυφτούν οι φασίστες μέσα σε καφετέρια μετά την επίθεση, και τη φύλαξη από μπάτσους των γραφείων της Χ.Α. το πρωί, όταν αυτοί μοίραζαν τις εμετικές φυλλάδες.

Γιατί αυτή η «εκτροπή» της αστυνομικής βίας την 25η μαρτίου;

Γιατί όμως το κράτος επέλεξε να χτυπήσει με τέτοια βιαιότητα τη βραδινή διαδήλωση; Γιατί τέτοιος πρωτόγνωρος αριθμός προσαγωγών και τρομοκρατία στο τμήμα; Πέρα από τη γενικότερη κρατική στρατηγική για μηδενική ανοχή υπάρχουν και ειδικότερες τοπικές συνθήκες. Στα Χανιά τα τελευταία τουλάχιστον 2,5 χρόνια υπάρχει έντονη κινητικότητα και πολιτικοποίηση μαθητών. Μαζί με το Δεκέμβρη του ’08, κομβικό σημείο ήταν και οι 2 βδομάδες καταλήψεων του Οκτώβρη του ’10, που κορυφώθηκαν με τη ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου. Οι μαθητές συγκροτούν τα δικά τους όργανα αποφάσεων, συντονίζουν τη δράση τους, παράγουν λόγο και προχωρούν σε δράσεις θέτοντας τα δικά τους ζητήματα. Εδώ και καιρό συμμετέχουν είτε καλούν σε συλλογικές κινηματικές διεργασίες, σε εργατικές διαδηλώσεις, αντιφασιστικές δράσεις κ.λπ., με τοn δικό τους λόγο. Η πολιτική κινητικότητα μέσα στα σχολεία, η ανάπτυξη πολιτικών σχέσεων μεταξύ μαθητών και ευρύτερων κινηματικών συλλογικοτήτων, και η άρνησή τους να χειραγωγηθούν κομματικά, θέτουν τους μαθητές στο στόχαστρο της καταστολής.

Απ’ την άλλη, μέσα από τις πολιτικές ζυμώσεις και δράσεις των συνελεύσεων στην πλ. Αγοράς το καλοκαίρι του ’11, τις καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, τις συγκρουσιακές διαδηλώσεις κ.ά. άρχισαν να αναπτύσσονται πολιτικές/κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ενός ετερόκλητου πλήθους αγωνιστών. Μιλάμε για ανένταχτους αγωνιστές, κομμάτια της βάσης αριστερών συλλογικοτήτων, αναρχικούς και ανένταχτους κομμουνιστές. Είναι μαθητές, νεολαίοι που διαβιούν μεταξύ επισφάλειας και ανεργίας, φοιτητές, δάσκαλοι και καθηγητές, ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι. Χωρίς να έχουν συγκροτηθεί σε κάποιο σταθερό πολιτικό μόρφωμα ή να έχουν ζυμώσει κάποιο περιεχόμενο, άτυπα τείνουν να εναντιώνονται στα κόμματα και τη γραφειοκρατική αντίληψη του αγώνα, να απεχθάνονται τις εθνοπατριωτικές και φασιστικές κορώνες, και επιλέγουν οριζόντιες και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Είναι αυτές οι σχέσεις που εκδιπλώθηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω στην 9ήμερη κατάληψη της αντιπεριφέρειας τον Φλεβάρη του 2012 μέσα από πολύμορφες δράσεις και μαζικές συλλογικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, χωρίς την ανάγκη των κομμάτων, ψηλαφίζοντας πολιτικά περιεχόμενα στον αντίποδα του εθνοπατριωτισμού. Σε παράλληλο χρόνο οι μαθητές αναπτύσσουν τη δική τους αυτόνομη δράση (καταλήψεις σχολείων, πορείες, παρεμβάσεις) και ενισχύουν τις πολιτικές σχέσεις τους με άλλα κοινωνικά κομμάτια (συμμετέχοντας στην κατάληψη της αντιπεριφέριεας).

Είναι αυτή η ανάπτυξη ενός ανταγωνιστικού και μη χειραγωγήσιμου πόλου στα Χανιά που η κρατική καταστολή θέλει να τσακίσει πριν αναπτυχθεί περαιτέρω και συγκροτηθεί. Εκεί στοχεύει η τρομοκρατία των αγωνιστών μέσα από προσαγωγές, συλλήψεις, ξύλο. Έτσι τα γεγονότα της 25ης Μαρτίου δεν ήταν παρά μια στιγμή αυτής της κρατικής κατασταλτικής επιδίωξης. Ειδικότερα οι εξακριβώσεις μαθητών και τα εκφοβιστικά τηλέφωνα στα σπίτια τους επιχειρούν να σπάσουν τους πολιτικούς δεσμούς που αναπτύσσουν οι αγωνιστές μαθητές με άλλα κοινωνικά και πολιτικά κομμάτια, αλλά και να ανακόψουν την πολιτική κινητικότητά τους μέσα στα σχολεία.

Και είναι στα χέρια αυτού του κόσμου να συνθέσει τις επιθυμίες του, να οργανώσει την αυτοάμυνά του, να αντιμετωπίσει μπάτσους και φασίστες. Είναι η ενίσχυση και κοινωνικοποίηση των συλλογικών διαδιακασιών και δράσεων, η σύσφιξη των πολιτικών/κοινωνικών σχέσεων που ήδη αναπτύσσονται, και η όξυνση των αγώνων που μπορούν να βάλουν ανάχωμα στο επιχειρούμενο κλίμα τρομοκρατίας.

βλάσσης