Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από παθογένειες που εμφανίζονται από τις απαρχές της ίδρυσής του, με κυριότερες αυτές του κρατικού παρεμβατισμού και του έντονου σεπαρατισμού (χωρισμού του σε κομματικές παρατάξεις).
Η παρέμβαση του κράτους ξεκινάει από την πρώτη κιόλας φάση συσπείρωσης του ελληνικού εργατικού κινήματος (τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα), με την απόφαση του Βενιζέλου για νομιμοποίηση των συνδικάτων, την κατοχύρωση συνδικαλιστικών ελευθεριών (1914) και την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ,1918). Οι ενέργειες αυτές δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των αγώνων των συνδικάτων (που μέχρι τότε ήταν παράνομα), αλλά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στη βούληση του Βενιζέλου για αστικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, προκειμένου να το εναρμονίσει με τα πρότυπα της δυτικής κυρίως Ευρώπης, με στόχο ν’ αποσπάσει πολιτικά οφέλη τόσο από τον «εξευρωπαϊσμό» της ελληνικής κοινωνίας, όσο κι από τη συνεχή άνοδο της δύναμης των μισθωτών εργαζομένων. Ένας ακόμα στόχος του ήταν να ελέγξει τις διεργασίες εντός του συνδικαλιστικού κινήματος ώστε ν’ αποφευχθεί η ριζοσπαστικοποίησή του υπό την επιρροή των σοσιαλιστών, που έθεταν ως βασική αρχή την πάλη των τάξεων. Έτσι δημιουργείται ένα ρεφορμιστικό ρεύμα, κυβερνητικού κυρίως συνδικαλισμού, υπό το πρίσμα του οποίου λαμβάνουν χώρα οι όποιες εργατικές διεκδικήσεις. Ο κρατικός παρεμβατισμός συνεχίζεται τα μετέπειτα χρόνια, εξαιτίας και της ταραγμένης από συνεχείς δικτατορίες πολιτικής κατάστασης της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο διορισμός από το κράτος του προέδρου της ΓΣΕΕ (τόσο από τα δικτατορικά καθεστώτα όσο και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις), μέχρι το 1989 όπου για πρώτη φορά στο 25ο συνέδριο εκλέγεται πρόεδρος της ΓΣΕΕ από όλες τις τάσεις της. Εκτός του έντονου αυτού κρατικού παρεμβατισμού, ένδειξη παθογένειας του ελληνικού συνδικαλισμού είναι και ο διαρκής χωρισμός του σε παρατάξεις: τόσο οι κυβερνητικές όσο και οι προσκείμενες στην εκάστοτε αντιπολίτευση παρατάξεις προσπαθούν να ελέγξουν τα συνδικάτα. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο της ψήφισης φιλεργατικών νόμων χωρίς την ανάλογη κοινωνική πίεση, αλλά και εκείνο της ηγεσίας που λειτουργεί σε απόλυτο συντονισμό με τους εκάστοτε κρατικούς και κομματικούς μηχανισμούς. Καλλιεργείται το φαινόμενο του «εργατοπατερισμού», το οποίο φτάνει ως τις μέρες μας, με οδυνηρές συνέπειες για τη συνοχή του εργατικού κινήματος, συμβάλλοντας στην απομάκρυνση της «βάσης» του κινήματος, που βλέπει με ολοένα και μεγαλύτερο σκεπτικισμό (ή εχθρότητα) το φαινόμενο αυτό.
Ένα ακόμα σημείο της παθογένειας του ελληνικού συνδικαλισμού, που συντελεί στον έλεγχό του από το κράτος και την εργοδοσία, είναι η έλλειψη συνδικαλιστικής συνείδησης των εργατών, κάτι που δεν συμβαίνει τόσο σε άλλες χώρες όπου ο συνδικαλισμός γεννήθηκε νωρίτερα και μέσα από διεργασίες οργανικά συνδεδεμένες με τον ταξικό προσανατολισμό της βάσης του. Η υστέρηση αυτή οφείλεται μεταξύ άλλων στην καθυστερημένη συγκρότηση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα (η οποία ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική χώρα), στον στενό έλεγχό του από το κράτος και τα κόμματα, και στην ψήφιση φιλεργατικής νομοθεσίας χωρίς ιδιαίτερη πίεση από τη βάση.
Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, μια σειρά από αλλαγές στον εργασιακό τομέα και την αντίληψη της εξουσίας απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα, επέφεραν στο τελευταίο τον διαχωρισμό της «βάσης» από την «ηγεσία» του κινήματος. Η γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού, η συμμετοχή ανώτερων στελεχών σε θεσμικά όργανα (υπουργεία, οργανισμούς διαιτησίας κ.λπ.) είχε ως αποτέλεσμα την αυτονόμηση της ηγεσίας και την επαγγελματικοποίηση του στελεχιακού προσωπικού, καθιστώντας το μέρος των γραφειοκρατικών μηχανισμών. Υπό το καθεστώς αυτό διαμορφώνεται μια πολιτική εκπροσώπησης που επηρεάζεται ολοένα και λιγότερο από εσωτερικές διεργασίες συλλογικοποίησης και σύνθεσης συμφερόντων, οι οποίες ατονούν ολοένα και περισσότερο. Η πρόσδεση στους κρατικούς μηχανισμούς οδήγησε σε συμβιβασμούς και συναινέσεις που ευνόησαν τη διεκδίκηση βραχυπρόθεσμων και μόνο στόχων (μισθοί, οροί εργασίας κ.λπ.), ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε υπέρμετρα η «ικανότητα διαπραγμάτευσης» έναντι της οργανωτικής δύναμης και της μαχητικής συμμετοχής των εργαζομένων. Αναπτύχθηκε έτσι η λογική της ταξικής συνεργασίας έναντι αυτής της ταξικής πάλης. Η θεσμική έναντι της κινηματικής διεκδίκησης, απομάκρυνε τους εργαζόμενους από το αντικείμενο της διεκδίκησης και τον παιδευτικό ρόλο των συνδικάτων, μη ευνοώντας έτσι την ανάπτυξη της εργατικής αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων, η οποία καταπολεμά τις ατομικιστικές αντιλήψεις που διασπούν την συνοχή του εργατικού κινήματος.
Και φτάνουμε στο σήμερα, όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι ενταγμένες πλήρως στο πλέγμα συμφερόντων του κεφαλαίου και του κράτους. Βλέπουμε τη ΓΣΕΕ χρόνια τώρα, μεταξύ άλλων να τάσσεται υπέρ της «ανταγωνιστικότητας» και να υπογράφει π.χ. συμβάσεις με αυξήσεις μικρότερες του πληθωρισμού, στηρίζοντας φιλοεργοδοτικές πολιτικές, εις βάρος των αναγκών των εργαζομένων. Τα σημερινά θεσμοποιημένα συνδικάτα προδίδουν στεγνά τη βάση τους, και ως εκ τούτου εμφανίζουν έντονη αδρανοποίηση των μελών τους και προκαλούν την εχθρότητα των υπολοίπων εργαζομένων.
Είναι πια πασιφανές ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας ακόμα κάστας της κυριαρχίας, όντας πλήρως ενταγμένα στο μπλοκ εξουσίας, του οποίου αποτελούν οργανικό μέρος.
Εκτός απ’ αυτή τη συναλλαγή-διαπλοκή με το κράτος, υπάρχουν και κάποιοι ακόμα παράγοντες στους οποίους οφείλεται η μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας (ενεργού συμμετοχής μελών) και μαχητικότητας στα συνδικάτα. Τέτοιοι παράγοντες είναι:
Οι αλλαγές στην απασχόληση
Τα σωματεία παραδοσιακά συγκροτούνταν από εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, βιομηχανικούς εργάτες, δημοσίους υπαλλήλους κ.λπ. Οι εργασιακές συνθήκες έχουν αλλάξει εδώ και χρόνια (πόσο μάλλον στην τρέχουσα συγκυρία, στην οποία κράτος και αφεντικά βρήκαν την ευκαιρία και τον τρόπο να διαλύσουν προς όφελός τους όλες τις μέχρι πρότινος συμβάσεις και συνθήκες), αυξάνονται συνεχώς οι άνεργοι και οι μορφές ευέλικτης-επισφαλούς εργασίας. Τα συνδικάτα αδιαφόρησαν μπροστά στις νέες μορφές εργασίας και στις ανάγκες των ανέργων. Ο προσανατολισμός τους στην πλήρη απασχόληση και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων που αφορά αυτήν αποκλειστικά, άφησε μεγάλο μέρος εργατικού δυναμικού χωρίς φορέα διεκδίκησης των δικαιωμάτων του στην εργασία, στην ασφάλιση κ.λπ.
Η τριτογενοποίηση της παραγωγής και η αύξηση της εργασίας των γυναικών
Η αύξηση των υπαλλήλων γραφείου δεν συνοδεύτηκε με την ένταξή τους σε σωματεία, διότι παραδοσιακά ήταν λιγότερο οργανωμένοι και κυρίως προσδοκούσαν ατομική καριέρα. Η τριτογενοποίηση της παραγωγής αύξησε ταυτόχρονα και τη γυναικεία εργασία, ωστόσο κι εδώ οι γυναίκες δεν συμμετείχαν στα σωματεία, ενώ κι εκείνα δεν έκαναν προσπάθεια να τις εντάξουν. Τέλος, η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής προκάλεσε, όπως αναφέραμε και παραπάνω, την ανάπτυξη μορφών εργασίας διαφορετικών από το πρότυπο της τυπικής κανονικής εργασίας, το μοντέλο της οποίας αποτελούσε το αντικείμενο διεκδίκησης των συνδικάτων, εν αντιθέσει με τις άλλες μορφές που ήταν εκτός του συνδικαλισμού.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας
…ως μέρος της στρατηγικής της διεθνοποιημένης πια εξουσίας, προώθησε αλλαγές τόσο στην υφή της εργασίας όσο και στις συνθήκες της, στις οποίες τα συνδικάτα δεν ήταν έτοιμα ή ήταν απρόθυμα να ανταποκριθούν.
Υποχώρηση των συλλογικών οραμάτων και ενίσχυση των νεοφιλελεύθερων αξιών
Η γενικευμένη εξατομίκευση και τα ατομοκεντρικά μοντέλα κοινωνικής συμπεριφοράς, θεωρούσαν την ανάπτυξη της κοινότητας και της συλλογικότητας ως παρωχημένη αξία. Ο ανταγωνισμός των ατόμων είναι εκείνος που σταδιακά κυριάρχησε, έναντι των συλλογικών συμφερόντων της ομάδας.
Στη σημερινή εποχή της –πιο καταιγιστικής από ποτέ– επίθεσης της άρχουσας τάξης, που ονομάζουν «κρίση», είναι επιτακτικά αναγκαία η ταχεία (επανα)συγκρότηση των σωματείων βάσης, έξω από κάθε πλαίσιο του «επίσημου» συνδικαλισμού. Και πέρα από τις καμπάνιες για τη συνειδητοποίηση του κόσμου για την αύξηση της συμμετοχής του σ’ αυτά, πέρα από τους πολεμικούς προσανατολισμούς που επιβάλλεται πλέον να αποκτήσουν, είναι κατεπείγουσα ανάγκη να συνδεθούν με αναδυόμενες κινήσεις και κινήματα ανέργων, γειτονιάς, πολιτικής ανυπακοής κ.λπ., και να αποτελέσουν μέρος μιας ευρύτερης κοινότητας/μετώπου έκφρασης όλων των καταπιεσμένων.
Zooby