“Ζεν
ΑΡΤΣΙΜΠΑΛΤ: Κυρίες και κύριοι…Απόψε θα παίξουμε για σας…Απόψε δε θα σκεφτούμε παρά πώς να σας διασκεδάσουμε. Σκοτώσαμε λοιπόν μιά Λευκή. Έιναι εκεί πέρα…Μόνο εμείς ήμασταν άξιοι να το κάνουμε με τον τρόπο που το κάναμε: άγρια”.
Είναι τρομακτικό αν σκεφτεί κανείς ότι η αντίληψη του ‘Αλλου’ ως εγγενώς κατώτερου είναι τόσο παλία όσο η ανθρωπότητα. Τα μεγάλα επιτεύγματα του Αιγυπτιακού και του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού χτίστηκαν πάνω στις πλάτες των σκλάβων και βαφτίστηκαν με το αίμα τους. Δεν είναι μόνο τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής όπως οι Πυραμίδες και ο Παρθενώνας που θεμελιώθηκαν πάνω σε μαστιγώματα, ταπεινώσεις, εξευτελισμούς και θάνατο είναι και ολόκληρη η δυτική παράδοση της φιλοσοφίας και του ορθού λόγου που θεσπίστηκε σε αυτές τις αντιλήψεις, με τον Αριστοτέλη να ξεπλένει τόσο την εκμετάλλευση όσο και την αδικία στηρίζοντας ότι μερικοί άνθρωποι απλά γεννιούνται δούλοι από τη φύση. Τόσο απλό.
“ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ας προσευχηθούμε κυρία.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Ααααααα!
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ:Έχετε εμπιστοσύνη μεγαλειοτάτη, ο Θεός είναι Λευκός”.
Φυσικά η χριστιανική θρησκεία δεν έχασε ευκαιρία να επωφεληθεί από το όργιο κερδοφορίας και πλουτισμού που της επέτρεπε η αυτή η μειωτική αντίληψη του ‘Άλλου’. Με τις σταυροφορίες από το 1095 εώς το 1291 με πρόσχημα την απελευθέρωση Άγιων Τόπων από τους Μουσουλμάνους , αλλά με πραγματική αιτία την επέκταση της εξουσίας της στην ανατολή, η Καθολική Εκκλησία κηρύσσει στο όνομα του χριστιανισμού θρησκευτικό πόλεμο απέναντι στους αλλόθρησκους, μίσος στους άπιστους και θάνατο στους ειδωλολάτρες. Τον 16o αιώνα τη σκυτάλη της δίωξης και της εξολόθρευσης του διαφορετικού την πήραν από τη θρησκεία τα κράτη και η Ευρώπη ξεκινά την αποικιοκρατία που με επίκληση τον ‘εκπολιτισμό’ και κατ’ επέκταση τον ‘εξανθρωπισμό’ των ιθαγενών της Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας και της Ωκεανίας που θεωρούνται ότι βρίσκονται καθηλωμένοι σε ένα εξελεκτικό στάδιο ανάμεσα στον πίθηκο και τον άνθρωπο, διαπράττει ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που αφάνισε ολόκληρους αρχαίους πολιτισμούς, εξαφάνισε χωριά και οικισμούς ιθαγενών και καταδίκασε εκατομύρια ανθρώπους στο θάνατο, τη σκλαβιά και την υποταγή. Το δράμα και η ανοιχτή πληγή της αντικειμενοποίησης των ανθρώπων λόγω του χρώματος και της φυλής τους κορυφώθηκε από τον 15ο μέχρι τον 19ο αιώνα με το ατλαντικό δουλεμπόριο όπου περίπου 12 με 15 εκατομύρια Αφρικάνες/οι διακινούνται, αγοράζονται και πουλιούνται στα σκλαβοπάζαρα στην Αμερική σαν προιόντα ευρείας κατανάλωσης.
“ΝΤΟΥΦ : Ζητώ συγνώμη κύριε…Πάνω στο κεφάλι μου όπως και στο δικό σας κατέβηκε να θρονιαστεί ελαφρειά και ανυπόφορη η καλοσύνη των Λευκών. Πάνω στο δεξί μου ώμο η εξυπνάδα τους. Στον αριστερό ενα σμάρι απο αρετές και καμιά φορά στο χέρι μου ανοιγοντάς το ανακάλυπτα μαζεμένη την ελεημοσύνη τους”.
Το βαρέλι όμως της ανθρώπινης ξεφτύλας δεν έχει πάτο, αν και ο Χίτλερ και οι Ναζί τον πλησίασαν πολύ. Στα μέσα του 20ου αιώνα με τις ευχές και τις ευλογίες της επιστήμης που με την τερατώδη θεωρία της ευγονικής υποστήριξε ότι οι ασθενείς και οι φυλετικά ακάθαρτοι πρέπει να εξολοθρευονται προς χάριν μίας ομοιόμορφης, ‘υγιούς’ και φυλετικά ‘καθαρής’ ανθρωπότητας χτίστηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που μαζί με τους Εβραίους, τους ομοφυλόφυλους και τους Ρομά έθαψαν στο χώμα τους κάθε προσποίηση του δυτικού πολιτισμού περί ανωτερότητας, εξευγενισμού και προόδου και κάθε υποκριτική επίκληση του σε υψηλές αξίες και ευγενή ιδανικά.Τα ερείπια του Αουσβιτς και του Νταχάου στέκουν για να μας θυμίζουν για πάντα το τέρας που κρύβεται κάτω από τους ραφιναρισμένους μας τρόπους.
“ΧΩΡΙΟ: Χρειάζομαι έναν κομπάρσο. Απόψε θα πάω την παράσταση ως το τέλος. Απόψε θα παίξω την πεντάμορφη, Ποιός θα με βοηθήσει; Ποιός; Στο κάτω κάτω δεν έχει καμία σημασία,δηλαδή το να είναι ο ένας ή ο άλλος. Οι Λευκοί είναι γνωστό πως πολύ δύσκολα ξεχωρίζουν ένα Νέγρο από έναν άλλο Νέγρο”.
Σήμερα, μετά απο πολυετείς και αιματηρούς αγώνες και διεκδικήσεις για ισότητα και δικαιοσύνη από ριζοσπαστικά κινήματα μαύρων, γυναικών, ιθαγενών μπορεί η δουλεία να έχει απαλειφθεί από τις περισσότερες χώρες του κόσμου και τα λιντσαρίσματα να έχουν απαγορευτεί αλλά ούτε ο ρατσισμός έχει εκλείψει, ούτε τα στερεότυπα έχουν εξαλειφθεί. Αντιθέτως, αντρώνουν και θεριεύουν κάτω από τον μανδύα της δημοκρατίας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και πίσω από την μάσκα του φιλελευθερισμού, στις σφαίρες εναντίον των μεταναστών στη Μανωλάδα, στον βιασμό γυναικών στην Ξάνθη και στον τραμπουκισμό τρανς στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί η αναβίωση των παλιών πρακτικών υποδηλώνει ότι οι αντιλήψεις που τις γεννούν δεν πεθαίνουν ούτε με νόμους περι ισότητας ούτε με κανόνες περι σεβασμού και φυσικά δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας με καμία κοινωνική επανάσταση. Οι αντιλήψεις αυτές είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας, ορίζουν νοοτροπίες, συμπεριφορές και σχέσεις και τρέφονται υπογεια από τα μικρά, τα καθημερινά και τα ‘επουσιώδη’. Από τον πατερναλιστικό και συγκαταβατικό τόνο της φωνής όταν μιλάμε στον μετανάστη, σα να μιλάμε σε παιδί, από το γελάκι που πνίγουμε όταν βλέπουμε να φιλιέται στο δρόμο ένα ζευγάρι ομοφυλόφυλων και από το βλέμμα που καρφώνουμε στο στήθος αντί για τα μάτια όταν μας μιλάει μια γυναίκα.
“ΑΡΤΣΙΜΠΑΛΝΤ: Αφού μας συνδέουν τόσο πολύ με την εικόνα που φτιάξανε για μας και μας πνίγουν μέσα της τότε αυτή η εικόνα ας τους κάνει να τρίξουνε τα δόντια”.
Η τέχνη και το χιούμορ ήταν, είναι και θα είναι -εν δυνάμει- πολύ ισχυρά όπλα απέναντι στα στερεότυπα και στις προκαταλήψεις. Είναι τα μέσα για να γκρεμίζουμε τους τοίχους μεταξύ μας που χτίζουν τα στερεότυπα και να διευρύνουμε τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, δημιουργώντας συνθήκες αληθινής επαφής με τον ‘Άλλο’. Η κωμωδία ήταν ανέκαθεν ένα είδος θεάτρου που έπαιζε με τις ισορροπίες και ακροβατούσε στο τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στην στείρα αναπαραγωγή και εν τέλει ενίσχυση των προκαταλήψεων και στην υπονόμευση τους προς χάριν μιας διαρκούς αμφισβήτησης και αναθεώρησης των πάντων. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη για παράδειγμα, αναποδογύριζαν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και καθαιρούσαν κάθετί όσιο και ιερό διακωμωδώντας τόσο τους θεούς όσο και τους ανθρώπους. To αμερικάνικο vaudeville από την άλλη, μία από τις πιο δημοφιλείς μορφές διασκέδασης που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ από το 1870 εώς το 1930, αποτελούταν από πολλά διαφορετικά νούμερα, ένα από τα οποία ήταν και τα minstrel shows, όπου λευκοί και μαύροι έβαφαν το πρόσωπο τους μαύρο για να αναπαραστήσουν τη συμπεριφορά των ‘τεμπέληδων’ σκλάβων και να διασκεδάσουν το λευκό κοινό περιγελώντας τους ανθρώπους που ήδη υπέφεραν απο τον ρατσισμό, τον αποκλεισμό και την καταπίεση. Εν τέλει η διαφορά είναι ποιοτική και έγκειται σε αυτό που περιεγράψε ο Bakhtin ως την ποιότητα του καρναβαλικού γέλιου, του γέλιου δηλαδή που στοχεύει ψηλά και απευθύνεται σε αυθεντίες και παγιωμένες αλήθειες και στην ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων προς χάριν μιας διαρκούς εναλλαγής και ανανέωσης. Η διαφορά αυτού του γέλιου που έχει ρίζες στις αρχαίες τελετές και στο σατυρικό δράμα είναι ότι δεν αρκείται στη στείρα άρνηση αλλά μέσα από κάθε άρνηση γεννιέται και μια καινούρια κατάφαση και το αντίστροφο. Η δυναμική του δηλαδή έγκειται στην διττή του φύση, την αμφισημία του, την αέναη κυκλική του κίνηση και τη υπόσχεση της νέας γέννας που φέρνει με κάθε θάνατο.
“ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κυρία ίσως να έγινε κάποιο έγκλημα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Μα τι μπορούμε να κάνουμε; Να το εμποδίσουμε; Ή να τα καταφέρουμε κατα κάποιο τρόπο ώστε να μας εξυπηρετήσει;
ΧΩΡΙΟ: Θα’ρθουν κύριε; Θα’ρθουν να μας δικάσουν; να μας ζυγίσουν;
ΑΡΤΣΙΜΠΑΛΝΤ: Μη φοβάσαι. Μια κωμωδία είναι και τίποτ’άλλο”.
Το stand up comedy, που έχει τις ρίζες του στην αμερικανική παράδοση του vaudeville, αποτελεί ουσιαστικά έναν κωμικό μονολόγο που ο καλλιτέχνης -συνήθως όρθιος- απευθύνει στο κοινό. Στην ελληνική standup σκηνή υπάρχει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της που επιλέγει να μην ακολουθήσει την παράδοση των minstrel shows και του blackface και με χιούμορ επιτίθεται σε παντώς είδους τυποποιημένες εικόνες και προκατειλημμένες αντιλήψεις που θίγουν και προσβάλουν τις βαλλόμενες κοινωνικές ομάδες. Υιοθετώντας μιά persona ή αλλιώς ένα ‘χαρακτήρα’ και με αιχμή την ειρωνία και το σαρκασμό, βρισκουν πάνω στη σκηνή, σε αυτήν την άμεση επικοινωνία με τους θεατές, το έδαφος να εξερευνήσουν τα όρια της ελευθερίας και της πολιτικής ορθότητας, να ξεσκεπάσουν την υποκρισία της μικροαστικής ηθικής και να μας προκαλέσουν, αναγκάζοντας μας να δουμε μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη που μας προβάλλουν τις πιο παράλογες αντιφάσεις μας. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι της standup σκηνής, και κυρίως αυτό που προβάλλεται στα media, επιλέγουν να στρέψουν τα βέλη τους στους αδύναμους και στις ομάδες που υφίστανται ρατσισμό, αποκλεισμό και καταπίεση αναπαράγωντας και κατα συνέπεια ενισχύοντας στερεότυπα. Φυσικά το να κλωτσάς τον απο κάτω απο εσένα γιατί έτσι αισθάνεσαι δυνατός ή επειδή σε παίρνει είναι κάτι εύκολο και φτηνό. Οι μετανάστες, οι ομοφυλόφυλοι και οι τρανς, όπως παλιότερα οι νέγροι και οι γυναίκες, αποτελούν ένα προσφορο έδαφος για περίγελο και χλευασμό καθώς οι αναπαραστάσεις τους στα ΜΜΕ και οι εικόνες ή οι αφηγήσεις που έχουμε γι’αυτούς βρίθουν από κλισέ που μπορείς εύκολα να αναπαράγεις και να προκαλέσεις γέλιο. Το γέλιο όμως αυτό είναι καταδικασμένο να μείνει στα μάγουλα και να μη φτάσει ποτέ στα μάτια και θα ξεχαστεί με την επόμενη μπύρα. Γιατί όντως το να ρίχνεις αλάτι στις πληγές των καταπιεσμένων είναι μια επιλογή -καλλιτεχνική και πολιτική-. Αλλά μην ξεχνάς ότι κάθε επιλογή έχει και ένα τίμημα και με κάθε επιλογή μοιραία διαλέγεις και στρατόπεδο. Όταν λοιπόν επιλέγεις να ξεφτυλίζεις τους αδύναμους για να διασκεδάζεις τους ισχυρούς τότε σίγουρα εσύ έχεις διαλέξει το δικό σου.
ΜΠΟΜΠΟ: Ελληνική και ευγενικιά τραγωδία αγαπητή μου. Η οριστική κίνηση τελείται στα παρασκήνια.
στον Κωστή, την Άρτεμις και τον Alex.
fata morgana
*Με αποσπάσματα από το έργο του Ζαν Ζενέ, “Οι Νέγροι”