Μέσα σε όλα τα άλλα τεκταινόμενα σχετικά με τα εργασιακά, η ρύθμιση του ύψους του κατώτατου μισθού έχει τεράστια σημασία ακόμα και για τον τρόπο ορισμού του. Ως γνωστόν, με τον νόμο 4172/2013, το ύψος του κατώτατου μισθού προτείνεται από την Επιτροπή Συντονισμού διαβούλευσης, μέχρι τις 31 Μαΐου κάθε έτους. Αποτελούμενη από ένα μέλος του εργοδοτικά ελεγχόμενου Ο.ΜΕ.Δ. (Οργανισμός ΜΕσολάβισης και Διαιτησίας), ένα μέλος από το υπουργείο Οικονομικών και ένα από το Εργασίας, αναλαμβάνει «τον ορισμό του κατώτατου μισθού και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο» (άρ. 103). Μέχρι το τέλος Ιούλη αναμένεται να παρθούν οι τελικές αποφάσεις.
Οι κοινωνικοί εταίροι που συμμετέχουν στη διαβούλευση είναι εργοδοτικοί φορείς όπως ο Σ.Ε.Β., ο Σ.Ε.Τ.Ε., Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. κ.λπ. μαζί με Γ.Σ.Ε.Ε. και δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Από τον Μάη του ‘20 η Γ.Σ.Ε.Ε. ονειρευόταν την επαναφορά του κατώτατου στα 751€, και ενώ προ δεκαετίας η νέα γενιά εργαζομένων οικτιρόταν ως η «γενιά των 700 ευρώ», τώρα πια ο ορισμός του ορίου αυτού ως μίνιμουμ μοιάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Το 2020 ο κατώτατος κυμαινόταν στα 650€ μετά από αύξηση 11% από την κυβέρνηση σύριζα, με πρόσθετη αύξηση στους νεώτερους στο 27%.
Ισχύει επίσης ότι η διακύμανση των κατώτατων μισθών στην Ε.Ε. είναι πολύ μεγάλη, κάτι που οδήγησε στην πρόταση επιτροπής της Κομισιόν τον Οκτώβρη του ‘20, με αφορμή την πανδημία, για ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και βελτίωση της επάρκειας των κατωτάτων με σταθερά κριτήρια. Αυτή η πρόθεση είχε ήδη προκαλέσει αντιδράσεις στον ευρωπαϊκό φορέα εργοδοτών BussinessEurope από τον Σεπτέμβρη του ‘20, που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για συλλογικές διαπραγματεύσεις και προστασία των εργαζομένων σε επίπεδο Ε.Ε. Στην Ελλάδα οι συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν μόνο το 18% των εργαζομένων, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και με το δεύτερο lockdown να σαρώνει και την οικονομία, είναι προφανές ότι τα αφεντικά δεν έχουν την πρόθεση να οπισθοχωρήσουν βήμα. Μετά από την έναρξη των διαβουλεύσεων τον Μάη του ‘21, έγινε σαφές ότι σύσσωμοι οι εργοδοτικοί φορείς, με την ένωση των εμπόρων Ε.Σ.Ε.Ε. να πρωτοστατεί, προτείνουν μηδενική αύξηση κατωτάτου, καθώς ισχυρίζονται ότι έχουν πληγεί σε ακραίο βαθμό από τις συνέπειες της πανδημίας.
Ο Σ.Ε.Β. αντίστοιχα προτείνει η τυχόν αύξηση του κατώτατου μισθού να επιβαρύνει τους ίδιους τους εργαζόμενους μέσω της μείωσης των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών – με τον εκβιασμό των απολύσεων, λοιπόν, συνυπολογίζοντας και το κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη.
Βέβαια, ο κατώτατος δεν μπορεί να σταθεί ως αυτόνομο μέγεθος, αν δεν συσχετισθεί με το ελάχιστο κόστος διαβίωσης σε κάθε χώρα. Οι τεράστιες ανισότητες και οι σαφώς ταξικότατες πολιτικές των διαχειριστών της εξουσίας δεν αφήνουν ούτε χαραμάδα επιβίωσης με αξιοπρεπείς όρους. Ακόμα και η πρόνοια για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης έχει παραμεριστεί από το θατσερικό Ευαγγέλιο. Και ενώ φανερά ο κατώτατος μισθός δεν καλύπτει τα ελάχιστα κριτήρια διαβίωσης, διαπιστώνουμε τη σφοδρή προπαγάνδα για την ευθύνη κυρίως των γυναικών για τον δείκτη του δημογραφικού που πήρε την κατηφόρα. Σαφώς κανείς τους δεν έχει πάρει χαμπάρι την πρώτη μαζική φυγή των παραγωγικών ηλικιών –πολλές φορές υψηλών δεξιοτήτων– σε χώρες της Ε.Ε., την προηγούμενη δεκαετία. Στο τώρα, οι ευκαιρίες εργασίας έχουν μειωθεί ραγδαία ακόμα και στο εξωτερικό.
Με τον ξεφτιλισμένο θεσμικό συνδικαλισμό σε επιθανάτιο ρόγχο, να πιάσουμε ξανά το ιστορικό νήμα και να θυμηθούμε τη συνεισφορά του αναρχικού κινήματος μέσα στους χώρους εργασίας με το βλέμμα στις συνθήκες του σήμερα. Η ολιγωρία δεν θα συγχωρεθεί.
anarres
πηγές: