Στους μεγάλους πηγαίνω φυλασσόμενους δρόμους.
Του μεγάλου η φωνή στο παιδί τρόμο φέρνει
Και φωνάζει ο μεγάλος, του θυμίζει τους νόμους
Κι εγώ ακούω αλυσίδες: σκλάβα σκέψη τις σέρνει.
~Ουίλιαμ Μπλαίηκ – Λονδίνο
Ο κρυφός πόθος κάθε εξουσίας είναι πάντα ο ίδιος: ο έλεγχος της σκέψης, η ποινικοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης, η παρεμπόδιση της διακίνησης ιδεών. Το πρόσχημα κατά καιρούς διαφέρει, θυμίζοντάς μας ότι η εξουσία έχει τη δύναμη –όταν τα αντανακλαστικά των πολιτών βρίσκονται εν υπνώσει– και την «τεχνογνωσία» να το κάνει οποτεδήποτε κρίνει ότι της είναι αναγκαίο. Η ποινικοποίηση των ιδεών μετατρέπεται στη σημερινή περίοδο σε σημαντικό εργαλείο καταπολέμησης των πολιτικών δομών που αμφισβητούν και μάχονται την οικονομική και πολιτική κυριαρχία των λίγων ισχυρών, στο πλαίσιο της γενικότερης ενίσχυσης της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να εξελίσσεται στο όνομα «της ασφάλειας και προστασίας του πολίτη», και της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, μια όξυνση της κρατικής καταστολής η οποία αποτυπώνεται στην καταπάτηση θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, και περιορισμού, θεσμισμένων –μετά από αγώνες– κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών.
Ποτέ δεν σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος
~Κατερίνα Γώγου
Ο στόχος δεν βρίσκεται απλά στο ποινικά κολάσιμο, αλλά στο πολιτικά για το σύστημα επικίνδυνο. Για να χτυπηθεί ολοκληρωτικά ο εσωτερικός εχθρός πρέπει να ηττηθεί πολιτικά. Και αυτό προϋποθέτει μια προπαγάνδα κυνική και ανελέητη, τακτικές λασπολογίας και απονοηματοδότησης με την ενεργή συστράτευση της «συμμαχίας των προθύμων» δημοσιογράφων. Οι συγκρούσεις στις διαδηλώσεις είναι έργο πάντα κάποιων «προβοκατόρων»», οι δυναμικές ενέργειες ενάντια σε καπιταλιστικούς στόχους βαφτίζονται «τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα», αναρχικοί αγωνιστές εμφανίζονται σαν αιμοδιψείς δολοφόνοι, χρηματικές επικηρύξεις καταζητούμενων συντρόφων προσφέρονται για ένα ακόμη θέαμα στα δελτία των 8, φωτογραφίες διωκόμενων αναρχικών δημοσιεύονται ασύστολα προς συλλογή πληροφοριών, κατοχύρωση επικινδυνότητας, νομιμοποίηση της κρατικής αντίδρασης και εμπέδωση του χαφιεδισμού για παν ενδεχόμενο και χρήση.
Η αξιοποίηση της σημειολογίας και η δημιουργία εντυπώσεων σε όλο τους το μεγαλείο. Η εικόνα που θέλει όσους συλλαμβάνονται για υποθέσεις «τρομοκρατίας» να είναι στιγματισμένοι μέσα στα λευκά αλεξίσφαιρα γιλέκα, περιστοιχισμένοι και συρόμενοι από τους πάνοπλους και κουκουλωμένους δίχως πρόσωπα ΕΚΑΜίτες, είναι μια εικόνα επιστημονικά σχεδιασμένη. Πέρα από την επίδειξη κρατικής ισχύος, σκοπός της είναι να δημιουργεί την αίσθηση της απροσδιόριστης επικινδυνότητας αυτών των «αδίστακτων κακοποιών» για το κοινωνικό σύνολο, να απαντά στην ανάγκη της ηθικής δικαίωσης και της κοινωνικής νομιμοποίησης των κατασταλτικών επιχειρήσεων, να μην αφήνει χώρο για αμφιβολίες αναφορικά με τη βασιμότητα των κατηγοριών. Τι κι αν τα στοιχεία, που μέχρι πρότινος κάπως χρειάζονταν για να μετατεθεί το κέντρο βάρους μιας πολιτικής σύλληψης στο ποινικό της κομμάτι, δεν υπάρχουν.
Η θεαματική διαχείριση αναλαμβάνει να καλύψει το κενό. Περιπτώσεις σαν του Χρήστου Πολίτη [1] ή της Φαίης Μέγιερ [2] φαινομενικά μόνο δείχνουν ακραίες, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων ότι τελικά η δεξαμενή των «τρομοκρατών» αριθμεί από 100 ως 200 άτομα, έχουν πολλά περισσότερα να πουν. Η ιστορία δε του προφυλακισμένου αναρχικού Άρη Σειρηνίδη μοιάζει με προπομπό ενός εφιαλτικού κατασταλτικού μέλλοντος, όπου μια έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης (DNA) [3] αρκεί να στείλει κάποιον στη φυλακή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα άλλο στοιχείο.
Ποιοι είναι τελικά οι πραγματικοί ιδεολόγοι τρομοκράτες;
Είναι πια βέβαιο πως ξεδιπλώνεται μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων. Η κρίση αποδεικνύεται βαθιά, διακύβευμα γίνεται η ίδια η διάσωση του καπιταλισμού. Προϋπόθεση για τη συνέχειά του είναι η μετεξέλιξή του, η μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία για τα επιθετικότερα κομμάτια του συστήματος, και η ραγδαία μεταβολή των ταξικών συσχετισμών σε βάρος των καταπιεσμένων. Οι σαρωτικές αναδιαρθρώσεις οδηγούν σε μια πλατιά διαδικασία φτωχοποίησης και προλεταριοποίησης μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, τροφοδοτώντας αναπόφευκτα μια δυναμική διάρρηξης της όποιας κοινωνικής συναίνεσης, μια δυναμική αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης της υπάρχουσας κατάστασης και των προνομίων της. Η βία της αστυνομίας, των δικαστηρίων, των φυλακών, εμφανίζεται τώρα όλο και λιγότερο ως παρέκκλιση μιας (κατά τα άλλα κοινώς αποδεκτής) ομαλότητας, και αναδεικνύεται πιο ξεκάθαρα ως αυτό που πραγματικά είναι, ως θεμέλιος λίθος και κεντρική ιδέα για την περιφρούρηση και τη διαιώνιση των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας. Η υλικοτεχνική και θεσμική ενίσχυση του αστυνομικοδικαστικού μηχανισμού έχει υπάρξει ταχύτατη, η μπατσοπλημμύρα επιδεικνύεται σκόπιμα στους δρόμους, η τρομονομοθεσία αναβαθμίστηκε αιφνίδια και επίκειται να αναβαθμιστεί ξανά, οι κάμερες πολλαπλασιάζονται χωρίς προσχήματα πια, οι δικαστικές έδρες και τα τηλεοπτικά πάνελ δεν νοιάζονται να συγκαλύψουν στο ελάχιστο τον εντεταλμένο και στρατευμένο ρόλο τους κατά των απεργιών, κατά των κινητοποιήσεων, κατά οποιουδήποτε χρειάζεται να χτυπηθεί.
Η κοινωνική λειτουργία της ποινικοποίησης των ιδεών
Η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας της αυτοκρατορίας του χρήματος. Όπως έχει αποδείξει και η ιστορία (στο μεγάλο κραχ του 1929 και την άνοδο των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη που ακολούθησε), οι κυρίαρχες τάξεις με σκοπό να εξασφαλίσουν την ηγεμονία τους, όταν αυτή αμφισβητούταν, πάντα προσπαθούσαν να κατευθύνουν τις αντιδράσεις των μαζών (μέσω του κοινωνικού αυτοματισμού) όχι προς τους κεφαλαιοκράτες, τους τραπεζίτες και τους μεγαλοεπιχειρηματίες, αλλά προς κάποιον άλλον εχθρό, στην προκειμένη περίπτωση, τις πιο αδύναμες κοινωνικά μάζες, στους αγωνιζόμενους ανθρώπους που παλεύουν για την αξιοπρέπειά τους, στους αγωνιστές που μάχονται το δολοφονικό καπιταλιστικό σύστημα, στους μετανάστες και άλλες μειονότητες, υπέρ μιας αόριστα γενικόλογης και τελικά νεφελώδους «κοινωνικής ειρήνης». Τι είναι όμως πραγματικά αυτή η περίφημη «κοινωνική ειρήνη»;
Στην πραγματικότητα είναι ένα από τα βασικά μικροαστικά στοιχεία που πρώτο ενσωμάτωσε στην ιδεολογική του πλατφόρμα το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι στην Ιταλία του μεσοπολέμου, διακηρύσσοντας την «εθνική ενότητα και κοινωνική ειρήνη, με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε εμφύλιας σύρραξης». Μέσα από αυτό το φοβικό σύνδρομο, το ζητούμενο από τους κυρίαρχους δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ταξικός συμβιβασμός, που για να επιτευχθεί απαιτείται σκληρή συγκεντρωτική εξουσία και βαριά επιβολή του νόμου και της τάξης, με τη δίωξη και καταστολή των αναρχικών, των κομμουνιστών και όλων των αγωνιζόμενων υποκειμένων που αντιστέκονται στη βαρβαρότητα της οικονομικο-πολιτικής εξουσίας. Αυτό ακριβώς που νομοθέτησε πρώτος ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το περίφημο «ιδιώνυμο» [4] και εφάρμοσε η φασιστική Μεταξική δικτατορία του 1936 (κατά πρότυπο της ιταλικής), η δικτατορία τω συνταγματαρχών (1967-74), ό,τι ακριβώς διακηρύσσει σήμερα το ΛΑ.Ο.Σ του Καρατζαφέρη [5] και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και γνωστό παχύδερμο, Θ. Πάγκαλος [6].
Οι ιδέες είναι σαν τα καρφιά. Όσο τις χτυπάς, τόσο βαθύτερα μπαίνουν.
~Β. Ι. Λένιν
Οι αστικές δημοκρατίες, ιδίως αυτές της δυτικής Ευρώπης μετά το 1945, προβάλλουν με έμφαση το επιχείρημα ότι στα κράτη αυτά δεν επιτρέπεται η δίωξη των ιδεών. Ακόμη περισσότερο υποστηρίζεται ότι οι σκέψεις, τα φρονήματα βρίσκονται ολοκληρωτικά εκτός πεδίου του ποινικού δικαίου. Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει την απολυτότητα του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Η ιστορία των αστικών δημοκρατιών βρίθει αντίθετων παραδειγμάτων. Ο στόχος της ποινικοποίησης των ιδεών, του φρονήματος, ήταν και είναι φυσικά, ο περιορισμός της διακίνησης και της εμβέλειας των ανατρεπτικών ιδεών, εκείνων που μετατρεπόμενες σε υλική δύναμη αμφισβητούν το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η παρεμπόδιση των ανατρεπτικών ιδεών έρχεται να επιτείνει τα κάθε είδους εμπόδια, οικονομικά, πολιτικά, νομικά, που θέτει το αστικό κράτος και το νομικό σύστημα στις δραστηριότητες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Προωθημένο παράδειγμα διακρατικής αντίδρασης είναι η λεγόμενη «ρήτρα αλληλεγγύης» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 188 ΙΗ παρ. 1 στοιχ. α’ της Συνθήκης της Λισαβόνας. Εκεί προβλέπεται η δυνατότητα στρατιωτικής επέμβασης των στρατιωτικών δυνάμεων της Ε.Ε. στο εσωτερικό των κρατών μελών της για «την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των κρατών μελών, την προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, την παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης ή ριζοσπαστικής εξέγερσης». Στη «ρήτρα αλληλεγγύης» βρίσκεται η σύνδεση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας με μια νέα, διακρατική μορφή επιβολής του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.
Η τιμωρία του ιδεολόγου είναι ο θρίαμβος των ιδεών του.
~Nicolás Gómez Dávila
Το ερώτημα που τίθεται είναι, ποιος μπορεί να θεωρηθεί στις μέρες μας εχθρός του συστήματος και άρα εν δυνάμει τρομοκράτης; Με την τελευταία τροποποίηση του αντιτρομοκρατικού νόμου, η οποία ψηφίστηκε το 2010 στο θερινό τμήμα της βουλής από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με μεγάλη μυστικότητα, επεκτάθηκε το πεδίο των δράσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τρομοκρατικές, και συμπεριέλαβε και δράσεις πολιτικής διαμαρτυρίας και ανυπακοής, ως εν δυνάμει τρομοκρατικές πράξεις. Έτσι, άτομα που συλλαμβάνονται σε πορείες και διαδηλώσεις, θεωρούνται συχνά ως εν δυνάμει τρομοκράτες και βέβαια στερούνται συστηματικά τα συνταγματικά τους δικαιώματα, όταν συλλαμβάνονται. Το ιδιαίτερο και πιο επικίνδυνο στοιχείο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, (όχι μόνον της ελληνικής) είναι ότι ταυτίζει την πράξη με τη βούληση, με την προπαρασκευή, και μπορεί να φθάσει μέχρι και την πρόθεση και τις ιδέες του υποκειμένου. Η τέλεση της πράξης, βασική αρχή του κλασικού φιλελεύθερου δικαίου, υποχωρεί και ταυτίζεται με τη βούληση, την πρόθεση, ακόμα και με τις ιδέες. Έτσι, ιδέες αντιεξουσιαστικές ή αναρχικές, αλλά και αριστερές που μπορούν να θεωρηθούν ριζοσπαστικές, ταυτίζονται με προθέσεις που αποσκοπούν στη βίαιη ανατροπή του κράτους, του πολιτεύματος, και άρα οι φορείς τους θεωρούνται ως εν δυνάμει τρομοκράτες. Η ενίσχυση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και η προϊούσα ποινικοποίηση των ριζοσπαστικών ιδεών απαλλάσσουν την αστική δημοκρατία από τις υποχωρήσεις που είχαν γίνει στο εργατικό κίνημα σε προηγούμενες δεκαετίες, αλλά κυρίως θωρακίζουν την αστική δημοκρατία έτσι ώστε να μην καταστεί αναγκαία η προσφυγή στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης (για να μην αλλοιωθεί το δημοκρατικό προφίλ της) όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις θα οξυνθούν σε σημείο επικίνδυνο για το κυρίαρχο πολιτικό-οικονομικό σύστημα. Παράλληλα, με τη νέα τροποποίηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, έχουν ποινικοποιηθεί πρακτικές που θεωρούνταν μέχρι πριν, απλά πολιτικές δράσεις. Δράσεις πολιτικής διαμαρτυρίας μπορούν να χαρακτηρισθούν σήμερα τρομοκρατικές ενέργειες, και η φυσική παρουσία μας στο χώρο μιας διαδήλωσης που συγκρούστηκε με την αστυνομία αρκεί για να επισύρει κακουργηματικές ποινές, έτσι και συλληφθούμε ακόμη και χωρίς να έχουμε συμμετάσχει στη σύγκρουση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι ανήλικοι που παραπέμφθηκαν με τον «τρομονόμο» για τη συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις τον Δεκέμβριο του 2008 στην Λάρισα. Ακόμα, το πιο επικίνδυνο είναι, ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, η καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων προεκτείνεται από τον τρομοκράτη στον εν δυνάμει τρομοκράτη και από την τρομοκρατική πράξη στην πρόθεση. Καθώς το κράτος οδεύει με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία –ουσιαστική διότι η ηθική έχει επέλθει εδώ και καιρό– το βιοτικό επίπεδο πέφτει με ραγδαίους ρυθμούς, και η οργή και η αγανάκτηση συσσωρεύονται με εξίσου ραγδαίους ρυθμούς, ο μόνος τρόπος για να συντηρήσει την ύπαρξή του είναι να ενισχύσει τον φόβο και το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών δημιουργώντας εσωτερικούς εχθρούς.
Γιατί η κυριαρχία πολεμά μέσα από τα υποκείμενα τις ιδέες;
Το ερώτημα αν και ρητορικό μπορεί να απαντηθεί πολύ εύκολα. Αντί όμως κάποιας πολιτικής ιδεολογικής απάντησης θα διαλέξω τον διάλογο ανάμεσα στον Τομ (ήρωα του Τζον Στάϊνμπεκ στο βιβλίο του «Τα σταφύλια της οργής») και τη μητέρα του: «Πώς θα μαθαίνω νέα σου;» τον ρωτάει η μητέρα του στην τελευταία τους συνάντηση. Και ο Τομ απαντά: «Θα βρίσκομαι αόρατος παντού… όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Όπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φάνε, θα ‘μαι κι εγώ εκεί. Όπου όποιος πολισμάνος χτυπάει κάποιον άνθρωπο, θα ‘μαι κι εγώ εκεί. Θα ‘μαι μες στη φωνή των οργισμένων ανθρώπων και μες στο γέλιο των παιδιών, σαν είναι πεινασμένα και ξέρουν πως το φαγητό ειν’ έτοιμο. Και όταν πια οι δικοί μας θα τρώνε απ’ όσα οι ίδιοι αναστήσανε, και όταν πια θα ζούνε μες στα σπίτια που χτίσανε οι ίδιοι, ε, θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί». Άνθρωποι σαν τον Τομ είναι οι μόνιμοι εχθροί της αυτοκρατορίας του χρήματος. Οι ιδέες τους είναι που για μια ακόμη φορά διώκονται και οι ίδιοι κυνηγιούνται ανηλεώς. Δυστυχώς όμως για την κυριαρχία οι αναρχικές ιδέες είναι δυνατότερες από τις σφαίρες, και τα κελιά δεν μπορούν να τις περιορίσουν. Και το κυριότερο, οι πληγές που ανοίγουν στην κυριαρχία μένουν για πάντα.
[1] Ο σύντροφος Χ. Πολίτης κλήθηκε ως κατηγορούμενος για μια εμπρηστική επίθεση σε οχήματα κατασκευαστικής εταιρείας στον χώρο του εφετείου στη Λουκάρεως, ενέργεια που είχε συμβεί δυόμισι χρόνια πριν. Το «στοιχείο» ήταν ότι την ημέρα της επίθεσης είχε καταγραφεί η μηχανή του σε πολυσύχναστο σημείο της σχετικά γειτονικής περιοχής των Αμπελοκήπων. Ενοχοποιητικό έγινε και το γεγονός ότι εθεάθη να πίνει ποτό με «άγνωστο και ύποπτο» για την αστυνομία άτομο στα Εξάρχεια σε μια από τις καθημερινές του συναναστροφές με δεκάδες ανθρώπους. Αν σε κάτι επί της ουσίας στηρίχτηκε η προφυλάκισή του, ήταν στο προφίλ του ως αναρχικού και εν γένει υπόπτου, με το οποίο οι ίδιες αρχές ήθελαν να τον περιβάλλουν. [2] Στις 14/01/2011 συλλαμβάνεται με κινηματογραφικό τρόπο η αναρχική Φαίη Μέγιερ, καθηγήτρια γερμανικών. Κουκουλοφόροι μπάτσοι την απαγάγουν έξω από τη δουλειά της, της φορούν κουκούλα και την οδηγούν στα γραφεία της αντιτρομοκρατικής. Οδηγείται στον ανακριτή και κατηγορείται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, το όνομα της οποίας δεν το έχουν αποφασίσει ούτε οι ίδιοι οι μπάτσοι, και αργότερα προφυλακίζεται με μοναδικό σκεπτικό ότι βρέθηκαν στο σπίτι της δημοσιευμένα κείμενα συλληφθέντων αναρχικών που κατηγορούνται για τρομοκρατική οργάνωση, τους οποίους είχε το «θράσος» ενώπιον της ανακρίτριας να χαρακτηρίσει ως συντρόφους πολιτικούς κρατούμενους. Ταυτόχρονα με την ανακοίνωση του ονόματός της, η ΕΛ.ΑΣ. διοχετεύει στους παπαγάλους συνεργάτες της δημοσιογράφους, την ψευδή πληροφορία ότι η μητέρα της είχε υπάρξει μέλος της ένοπλης οργάνωσης R.A.F. στη Γερμανία, και σε βάρος της είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης το 1999, και ότι ο πατέρας της είχε σκοτωθεί σε ένοπλη σύγκρουση με την αυστριακή αστυνομία – σενάρια απόλυτα ψευδή που χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν το αφήγημα περί διασύνδεσης εγχώριας και διεθνούς τρομοκρατίας. [3] Η ανακριτική πρόταση στάθηκε ιδιαίτερα στο… πολιτικό DNA του 34χρονου συντρόφου, αναφέροντας πως «ο κατηγορούμενος, κατά τη δική του φρασεολογία, δηλώνει αναρχικός, δεν κρύβει την ανατρεπτική του δράση, εντάσσει τον εαυτό του στο αναρχικό κίνημα»… [4] Ο όρος «ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1929 με τον νόμο 4229, της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ήταν ένας νόμος περί «μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών». Ο στόχος του ήταν η ποινικοποίηση των ανατρεπτικών ιδεών, ιδιαίτερα η δίωξη κομμουνιστών, αναρχικών και η καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Σύμφωνα με αυτόν, η απεργία δεν αναγνωριζόταν ως μέσο προβολής πολιτικών αιτημάτων, η διαδήλωση θεωρούταν διασάλευση της κοινωνικής γαλήνης, και ο συνδικαλισμός μετατράπηκε σε «ιδιώνυμο» αδίκημα.Ο νόμος αυτός προέβλεπε ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες για όποιον, κατά το άρθρο 1, «επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικράτειας ή ενέργεια υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμού τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον εξ μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον». Αξιοσημείωτη ήταν η απόρριψη από τον Βενιζέλο της πρότασης του Α. Παπαναστασίου να διώκονται με το «ιδιώνυμο» όχι μόνο οι κομμουνιστές αλλά και οι φασίστες. Σημειώνεται ότι η δικτατορία του Ι. Μεταξά δεν πρόσθεσε τίποτε επί της σχετικής νομοθεσίας, περιοριζόμενη στην εντατικοποίηση του ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων, ειδικότερα στη στρατολόγηση, θεσπίζοντας γενικότερα τις περίφημες «δηλώσεις μετανοίας». Αντίθετα, μετά την απελευθέρωση, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1947, ψηφίσθηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 509/1947 όπου δια του άρθρου 2 το αδίκημα αυτό υπάχθηκε στη δικαιοδοσία των στρατοδικείων. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον νόμο, προβλεπόταν η ποινή θανάτου «για τους αρχηγούς ή τους οδηγούς συστασιωτών, και η ποινή ισόβιων δεσμών για τους απλούς συστασιώτες». Δέκα ημέρες αργότερα, το τότε Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε «εκτεταμένης κλίμακας προληπτικές συλλήψεις» μετά από πληροφορίες ότι «οι κομμουνισταί εσκόπευον να προκαλέσουν σοβαράς ταραχάς». Στις δύο νύκτες που ακολούθησαν έγιναν 5.000 περίπου συλλήψεις με σημείο συγκέντρωσης τις ναυτικές φυλακές της νήσου Ψυττάλειας. Σύμφωνα με διάφορες πηγές από το 1946 μέχρι το 1951 υπήρχαν 11.000 κρατούμενοι εκ των οποίων πάνω από 5.000 είχαν ήδη εκτελεστεί, μεταξύ αυτών υπήρχαν ανήλικα παιδιά, υπερήλικες γυναίκες.Μερικές από τις πιο γνωστές φυλακές και εξορίες που «φιλοξένησαν» κρατούμενους του νόμου Α.Ν. 509, ήταν η Μακρόνησος, η Γιάρος, το Λαζαρέτο Κέρκυρας, οι περίφημες φυλακές Αβέρωφ, το Δαφνί, οι φυλακές της Καισαριανής κ.ά. Ειδική αναφορά πρέπει να κάνουμε για τις φοβερές φυλακές-εξορία της Μακρονήσου, όπου με το πρόσχημα της «αναμόρφωσης» των πολιτικών κρατουμένων ασκείτο μια απερίγραπτη και άνευ προηγουμένου ψυχολογική και σωματική βία, ώστε οι έγκλειστοι να αποκηρύξουν με τη «θέλησή» τους, και δια της πασίγνωστης «δηλώσεως μετανοίας» ή «μετουσίας» τα φρονήματά τους ή τις ιδέες τους. Στο γνωστό ποίημά του 4.000 στίχων «Οι γειτονιές του κόσμου» ,ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος γράφει για την Μακρόνησο του 1949 ότι υπήρχαν 12.000 φυλακισμένοι, 30.000 εκτοπισθέντες και 3.500 εκτελεσθέντες.
[5] Είναι γνωστές οι θέσεις του Γ. Καρατζαφέρη, να επιβάλλεται στρατιωτικός νόμος κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ή για πλήρη απαγόρευση των διαδηλώσεων με μικρή συμμετοχή ελέω της «ελευθερίας της αγοράς» όπως ανακοίνωσε πάλι πριν μερικές εβδομάδες. Θυμίζω ότι «μετά τις συνεχιζόμενες ταραχές και τα επεισόδια του Δεκέμβρη του 2008, ο Πρόεδρος και άλλα στελέχη του ΛΑ.Ο.Σ. υποστήριξαν, με βάσει το άρθρο 11 του συντάγματος, την απαγόρευση των διαδηλώσεων και των δημοσίων συγκεντρώσεων, την ποινικοποίηση της κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου σε διαδηλώσεις, τη μετατροπή της σε ιδιώνυμο έγκλημα και την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». [6] «Η ιδεολογία και η πρακτική είναι ένας προάγγελος για την εισαγωγή στην τρομοκρατία», Θ. Πάγκαλος στο «Βήμα», 06/03/2011, σχετικά με την αποδοκιμασία του στο «ελληνικό σπίτι» στο Παρίσι.*Για τη συγγραφή του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τα κείμενα
- «Να αντισταθούμε στον κρατικό αυταρχισμό» της ομάδας protagma
- «Η ποινικοποίηση της σκέψης στη σύγχρονη αστική δημοκρατία», περιοδικό Ουτοπία τεύχος 8, 2008
- πληροφορίες από κινηματικές ιστοσελίδες
Ευάγριος Αληθινός