αναφορικά με τους πρόσφατους εξευτελισμούς στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου Κρήτης – και όχι μόνο
Με περίσσια κομπορρημοσύνη έβγαλε ανακοίνωση στις αρχές του Φλεβάρη η Ένωση Αστυνομικών Ηρακλείου, πιεσμένη από τη δημοσιότητα που απέκτησαν πρόσφατα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και τσογλανισμού που συνέβησαν στην τοπική Γενική Αστυνομική Διεύθυνση. Τα ξεβρακώματα που επέβαλαν σε τρεις προσαχθείσες κοπέλες, τα αιτιολόγησαν με αναφορές σε άτομα του αναρχικού χώρου που κυκλοφορούν γράφοντας με σπρέι συνθήματα υποστήριξης «σε κατάδικους τρομοκράτες δολοφόνους αθώων συμπολιτών μας». Η αιχμή τους αφορά τις κινήσεις αλληλεγγύης στην απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα, που διεκδικεί να τηρηθεί ό,τι ακριβώς λέει ο νόμος σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων. Αυτές οι κοπέλες προσήχθησαν εκείνο το βράδυ, έχοντας βεβαίωση μετακίνησης για φαρμακείο, ενώ βρέθηκαν σπρέι στις τσάντες τους. Μεταφέρθηκαν στη ΓΑΔΗ, όπου τις έγδυσαν νομότυπα τάχα μήπως κουβαλούσαν μαζί τους όπλα και ναρκωτικά. Το κείμενο που ανέβηκε στα social media περιγράφοντας την περιπέτειά τους άναψε φωτιές που οι αστυνομικοί υπάλληλοι επιχείρησαν να σβήσουν επιστρατεύοντας το συνδικαλιστικό τους όργανο. Στην ανακοίνωσή τους τονίζουν ότι οι πράξεις τους ήταν σύννομες, δίνοντας τα εύσημα στους συνεργάσιμους και πειθαρχημένους πολίτες που ακολουθούν πιστά τις οδηγίες τους.
Βλέποντας με πιο ευρεία γωνία τη στρατηγική των κρατικών υπαλλήλων της αστυνομίας, μπορεί κάποιος να εντοπίσει μια απόπειρα να περισώσουν ό,τι μπορούν σχετικά με τη γνώμη που έχει για αυτούς η κοινωνία. Εδώ και χρόνια βλέπουμε τύπους σαν τον Μπαλάσκα να ξημεροβραδιάζονται στα τηλεοπτικά πάνελ, ξερνώντας την προπαγάνδα σχετικά με το πόσο σωστά επιτελούν την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε αυτή την ανακοίνωση οι κρατικοί υπάλληλοι λένε μια αλήθεια. Ότι κάνουν τη δουλειά τους. Γιατί δουλειά τους είναι ο εξευτελισμός, όπως δείχνουν και διάφορα περιστατικά με ξεβρακώματα –στην Αθήνα ακόμα και στη μέση του δρόμου, η καταστολή με κάθε μέσο, μόλις δοθούν οι εντολές, ο ξυλοδαρμός σε ό,τι κινείται και τα αποδεδειγμένα βασανιστήρια, για τα οποία πολλάκις έχει καταδικαστεί το ελληνικό κράτος σε διεθνή δικαστήρια. Αυτό είναι το επάγγελμα του έλληνα χωροφύλακα από την εποχή του Μπαϊρακτάρη. Η γνώμη της κοινωνίας για αυτούς φαίνεται από τους ρόλους που συνήθως τους επιφυλάσσει σε λογοτεχνικά, θεατρικά και κινηματογραφικά κείμενα: Κτηνώδης Δύναμη και Ογκώδης Άγνοια. Όσο και να προσπαθούν οι επαγγελματικές ενώσεις τους να δείξουν κοινωνικό προφίλ, επισκεπτόμενες ασθενείς στα νοσοκομεία, δεν παύουν να είναι η βιτρίνα που προσπαθεί επικοινωνιακά να καλύψει τις πομπές τους. Οι περισσότεροι από τους αστυνομικούς υπαλλήλους δεν είναι διεστραμμένοι ή σαδιστές (αν βέβαια εξαιρέσεις ΜΑΤ, ΔΕΛΤΑ, ΔΡΑΣΗ και άλλες δολοφονικές δυνάμεις), αλλά όπως λένε και οι ίδιοι, απλοί δημόσιοι υπάλληλοι που κάνουν τη δουλειά τους. Πενήντα Πακιστανοί ξεχασμένοι σε ένα κελί 3×5, πέντε- έξι πιτσιρικάδες με σπασμένα πλευρά επειδή κάθονταν σε κάποια πλατεία, πέντε κάτοχοι ενός γραμμαρίου κάνναβης, ένας αναρχικός με ανοιγμένο κεφάλι, μία εκδιδόμενη και στη γωνία του θαλάμου ο αξιωματικός υπηρεσίας να παίζει πασιέντζα.
Ίσως θα έπρεπε να αναλογιστούν ότι στην ιστορία του 20ου αιώνα «αυτοί που κάναν τη δουλειά τους» ήταν οι υλοποιητές των μεγαλύτερων εγκλημάτων, όπως έγραφε και η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ για τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (1961). Η ίδια συμπύκνωσε την εντύπωση που της έκανε αυτή η ρηχή μορφή, αυτό το ανθρωπάκι, ο γκρίζος δημόσιος υπάλληλος στη φράση «κοινοτοπία του κακού». Στην κοινότοπη φιγούρα του εντολοδόχου κρατικού υπαλλήλου, δεν μπορεί να εντοπίσει μια δαιμονική κακία, αλλά την προσήλωση στη ρουτίνα και τη γραφειοκρατία με την οποία εκτελεί τα «καθήκοντα» του. Για το τι συμβαίνει όταν στα καθήκοντα ενός δημοσίου υπαλλήλου περιλαμβάνονται τα βασανιστήρια μας διαφωτίζει από τη σκοπιά του βασανισθέντος, ένας άλλος εβραίος φιλόσοφος, ο Jean Amery, επιζών του Άουσβιτς, ο οποίος είχε προηγουμένως βασανιστεί από τη Γκεστάπο ως μέλος της αντίστασης: «Όποιος έχει υποστεί βασανιστήριο δεν νοιώθει πια τον κόσμο σαν το σπίτι του. […] Στον βασανισμένο παραμένει ο συσσωρευμένος τρόμος από το γεγονός ότι ο συνάνθρωπος κάποιου βιώθηκε ως αντι-άνθρωπος. […] Δεν ξέρω αν αυτός που τρώει ξύλο από την αστυνομία χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Αλλά είμαι ωστόσο σίγουρος ότι με το πρώτο χτύπημα που δέχεται χάνει κάτι που ίσως προσωρινά ονομάσουμε εμπιστοσύνη στον κόσμο. […] Αλλά με το πρώτο χτύπημα από τη γροθιά ενός αστυνομικού, ενάντια στην οποία δεν υπάρχει άμυνα αλλά και ούτε κάποιο χέρι βοήθειας θα την αποσβήσει, τελειώνει ένα μέρος της ζωής μας το οποίο δεν θα ξαναζήσει ποτέ».
Προχωρώντας στην ανάλυση της φύσης του επαγγέλματος του ένστολου μισθοφόρου, είναι αξιοσημείωτη η μεγάλη σφραγίδα που βάζουν με υπερηφάνεια ψηλά ψηλά στην ανακοίνωσή τους: «ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ – ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΔΥ». Η ΑΔΕΔΥ είναι το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσίων υπαλλήλων. Όσο και να τους σύρει γενεές δεκατέσσερις σχετικά με το ότι σήμερα ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ έφτασαν το συνδικαλισμό να θεωρείται βρισιά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι διαχρονικά στην ιστορία οι εργατικοί αγώνες είναι στην κυριολεξία βαμμένοι με αίμα. Αυτοί λοιπόν που παραδέχονται ότι κάνουν τη δουλειά τους, τη δουλειά του μπάτσου και του βασανιστή, ξεδιάντροπα τοποθετούν τους εαυτούς τους εντός του εργατικού κινήματος. Ο Στρατής Περγαλίδης, κομμουνιστής και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου, πέθανε από βασανιστήρια στις 12 Ιουνίου 1947 μέσα στα κρατητήρια της κρατικής ασφάλειας Ηρακλείου Κρήτης, στην οδό Ρόλεν. Η νόμιμη σύλληψή του στα πλαίσια του εμφυλιακού κράτους είχε να κάνει με την κατηγορία της παρεμπόδισης απεργοσπαστών να εργαστούν, και δολοφονήθηκε επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει τα πιστεύω του. Μετά τη σύλληψη ακολούθησε πορεία με αίτημα την απελευθέρωσή του, η οποία δέχτηκε τα πυρά της χωροφυλακής στο ύψος της Λεωφόρου Δικαιοσύνης απέναντι από την Περιφέρεια Κρήτης, με αποτέλεσμα 2 συνδικαλιστές νεκρούς, τους αδερφούς Χατζηγεωργίου, του σωματείου των τσαγκάρηδων, και εφτά τραυματίες από διάφορα εργατικά σωματεία.
Αυτή είναι η σχέση των αστυνομικών με τον κόσμο της εργασίας, τότε και σήμερα.
Καταλήγοντας, επειδή αφήνεται μία υπόνοια για το ήθος των αναρχικών στην ανακοίνωσή τους –κάτι που αποδεικνύει ότι τα κίνητρά τους είναι και πολιτικά– ας τους υπενθυμιστεί ότι ως συνδικαλιστές πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί με τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς, εφόσον δε θέλουν να υποστηρίζουν τρομοκράτες. Αποτελεί ημέρα τιμής της μνήμης οκτώ αναρχικών της διαδήλωσης που διεκδικούσε την καθιέρωση του οκτάωρου στην Hay Market Square. Οι εν λόγω αναρχικοί καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ως βομβιστές και τρομοκράτες από την αμερικάνικη δικαιοσύνη, σύμφωνα πάντα με τη νομιμότητα και την αντίληψη της δικαιοσύνης της εποχής τους.
Anarres