Στην «εσχατιά των Βαλκανίων» ‒και όχι μόνο‒ ήταν η οικονομική κρίση του 2008, που ανέδειξε μια «βαθύτερη κρίση αξιών» που με τη σειρά της «εξελίχθηκε» σε κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών θεσμών. Κατόπιν, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση «του τόπου» κλήθηκε να αντιμετωπίσει κυρίως τη μεταναστευτική κρίση, ενόσω διεκπεραίωνε προοδευτικά το κρίσιμο έργο επαν-νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, μέσα από την αφομοιωτική κάμψη των προηγούμενων μαζικών κοινωνικών αντιστάσεων. Έκτοτε, αλλεπάλληλες κρίσεις σαρώνουν την καθημερινότητά μας, διατηρώντας ‒αντίστοιχα με τις προηγούμενες‒ υπερεθνική, αν όχι παγκόσμια, «εμβέλεια»: Αφετηρία αποτέλεσε η υγειονομική κρίση της πανδημίας covid-19, στον απόηχο της οποίας ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στα ουκρανικά εδάφη, με «συνέπειες» την ενεργειακή και την επισιτιστική κρίση· κρίσεις που ήδη δοκιμάζουν τις αντοχές του δυτικού κόσμου.
Όλες αυτές οι κρίσεις παρουσιάστηκαν μέσα από μια τυχαιότητα, ως ανεξάρτητες μεταξύ τους συνθήκες, που έτυχε να βρεθούν στο διάβα της ανθρωπότητας αποσπασματικά, σε χρόνο σχετικά απρόβλεπτο, ως άλλα φυσικά φαινόμενα. Όσο πραγματική ή προσχηματική κι αν είναι η όποια τυχαιότητα, βέβαια, υπάρχουν δύο βασικά σημεία διαχείρισης των κρίσεων που συναντώνται κατά μήκος ολόκληρης της πρόσφατης ιστορίας τους: Όλες συνοδεύονται από την περαιτέρω υποβάθμιση της καθημερινότητας των εκμεταλλευόμενων, είτε μέσω μέτρων και μεταρρυθμίσεων, ενίοτε επενδεδυμένων με «έκτακτο χαρακτήρα» (π.χ. απαγόρευση κυκλοφορίας και άλλα μέτρα που εφαρμόστηκαν μέσω ΠΝΠ στην πανδημία), είτε μέσα από τις «κινήσεις αυτορρύθμισης» του κεφαλαίου (όπως συμβαίνει με τον πληθωρισμό). Επιπλέον, κάθε κρίση αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, όχι μόνο μέσα από την επίθεση στους από κάτω, αλλά και μέσα από τη «διάνοιξη» νέων δρόμων «ανάπτυξης».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη ανακοίνωση του ελληνικού κράτους για την πραγματοποίηση των εξορυκτικών επιχειρήσεων πέριξ της Κρήτης από εταιρίες γαλλικών συμφερόντων. Η ανακοίνωση αυτή ήρθε να «απαντήσει» στις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, υποσχόμενη μελλοντική ενεργειακή αυτάρκεια στον «ελληνικό λαό». Προφανώς, σε αυτές τις ανακοινώσεις δεν χωρούσε καμία αναφορά στα κέρδη που θα αποκομίσουν οι εταιρίες κολοσσοί και οι κρατικοί σχηματισμοί που θα επιχειρήσουν, πόσο μάλλον στο γεγονός ότι από τα κέρδη αυτά τίποτα δεν θα καταλήξει στις τσέπες των καταπιεσμένων. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει πώς το ελληνικό κράτος ‒εν προκειμένω‒ αποκρύπτει από τη δημόσια σφαίρα τις προηγούμενες κινήσεις του σχετικά με τις «ενεργειακές» ορέξεις του: από την καλλιέργεια του εθνικισμού και του αντιτουρκισμού, με στόχο να αποτελέσουν την κοινωνική βάση υπεράσπισης των φίλα προσκείμενων στην Ελλάδα εξορυκτικών επιχειρήσεων, μέχρι την υπογραφή της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, που προοιωνούσε τόσο τη δραστηριοποίηση του γαλλικού κεφαλαίου στα ενεργειακά κοιτάσματα της Μεσογείου, όσο και την αιωρούμενη «φιλελληνική» εμπλοκή του γαλλικού κράτους σε ενδεχόμενη αντιπαράθεση για αυτά ακριβώς τα κοιτάσματα. Η επικοινωνιακή φανφάρα της ενεργειακής αυτάρκειας απλά στοχεύει στην απόσπαση της συναίνεσης των από κάτω· που δεν είναι άλλο παρά συναίνεση στην κερδοφορία των από πάνω.
Η υποτίμηση κάθε πτυχής της καθημερινότητας των καταπιεσμένων συμπληρώνει και αλληλοτροφοδοτεί την ανάπτυξη του κεφαλαίου: Η ανάπτυξη απαιτεί μειώσεις των (έμμεσων ή άμεσων) μισθών, καταστολή των αντιστάσεων, αύξηση των τιμών των βασικών προϊόντων επιβίωσης κ.ο.κ., και η πρόσδεσή μας με οποιονδήποτε τρόπο στα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου σημαίνει συναίνεση στην ολομέτωπη επίθεση που δεχόμαστε. Οι «κρίσεις» λειτουργούν καθοριστικά, αφού η εισαγωγή τους στη δημόσια σφαίρα διαστρεβλώνει αυτή την ειδική μορφή του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού, παρουσιάζοντας ως επιτακτικό μονόδρομο αφενός την οπισθοχώρηση στη λεηλασία της καθημερινής ζωής, και αφετέρου την ενίσχυση και εξάπλωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των περιφράξεων που προϋποθέτει.
Στην πραγματικότητα οι κρίσεις δεν αποτέλεσαν ποτέ το επίδικο που καλείται να διαχειριστεί ο καπιταλισμός, αλλά αντιθέτως ένα εργαλείο συγκάλυψης της ολομέτωπης καπιταλιστικής επίθεσης ‒ επίθεση που αναδύεται διαστρεβλωμένη ως διαχείριση κρίσεων. Η καπιταλιστική κρίση, βέβαια, παραμένει μία, και επιτάσσει τη συνεχή υποτίμησή μας για να διατηρηθεί η συσσώρευση κεφαλαίου, που αποτελεί θεμελιώδη και απαραίτητη συνθήκη για τη συνέχιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η εμβάθυνση της καπιταλιστικής κρίσης, η όξυνση δηλαδή αυτής της υποτίμησης, εξυπηρετήθηκε ‒μεταξύ άλλων και‒ από μια μετατόπιση του αφηγηματικού πλαισίου: Από την «οικονομική κρίση» του 2008, στις αλλεπάλληλες «φυσικές» κρίσεις του σήμερα.
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης ακολούθησε μία περίοδος αστάθειας, κοινωνικών αντιστάσεων και έντονων αναταραχών σε διάφορα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Η «εγκατάλειψη» της οικονομικής κρίσης από τα επικοινωνιακά επιτελεία, και η αντίστοιχη φυσικοποίηση των κρίσεων, σήμαναν μια μεταφορά της ευθύνης από το καπιταλιστικό εποικοδόμημα σε «φυσικά και αναπόδραστα φαινόμενα» ή άλλους «εξωγενείς» παράγοντες (π.χ. «το δολοφονικό ταμπεραμέντο του ρώσου δικτάτορα»). Σήμαναν κατά αυτόν τον τρόπο την εγκατάλειψη των μέχρι τότε συγκροτημένων αντιστάσεων, καθώς επετεύχθησαν τεράστια ποσοστά συναίνεσης μέσα από τις δεξιοτεχνικές ρητορικές πρακτικές που ακολούθησε η κυριαρχία. Το ελληνικό παράδειγμα και σε αυτή την περίπτωση έχει ενδιαφέρον: Οι κοινωνικές αντιστάσεις του σήμερα είναι ακόμα ασθενείς, σε μια περίοδο που εφαρμόζονται όλα εκείνα ενάντια στα οποία αγωνίστηκε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας κατά τις αντιμνημονιακές ταραχές του διαστήματος 2010-2012.
Κι όμως, η εξέγερση είναι παραπάνω από εφικτή και δεν είναι μακριά. Οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο Ιράν, είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε, παρά την όποια απόσταση «βρίσκεται» ανάμεσά μας ‒ γεωγραφικά, «πολιτικά» και «πολιτισμικά». Το δίπολο έχει απλοποιηθεί: Αντίσταση ή κρίση. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Παραφράζοντας τη λαϊκή θυμοσοφία που λέει «κάθε πέρσι και καλύτερα», κάθε κρίση ‒προς το παρόν τουλάχιστον‒ αποδίδει καλύτερα για τα κράτη και τα αφεντικά, προμηνύοντας όλο και χειρότερες καταστάσεις για τους από κάτω. Η έκβαση, όμως, πάντα ήταν και παραμένει στο χέρι μας. Η εξέγερση είναι επίκαιρη, και η επανάσταση πιο επιτακτική από ποτέ. «Ο δρόμος είναι ανοιχτός και διασχίσιμος»…