η «αναγέννηση» του εγχώριου street rap στους καιρούς της κρίσης
Το καλλιτεχνικό όνομα του ΛΕΞ αναφέρθηκε αρκετές φορές μέσα στο καλοκαίρι από «προοδευτικούς βουλευτές», τόσο σε τοποθετήσεις μέσα στο κοινοβούλιο, όσο και σε συνεντεύξεις σε τηλεοπτικά πάνελ. Αφορμή αποτέλεσε η συναυλία του ΛΕΞ, που πραγματοποιήθηκε στις 03/07 στο κατάμεστο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη. Το αντικείμενο της προσοχής των προσώπων αυτών δεν ήταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αλλά το γεγονός πως ένα τόσο μεγάλο πλήθος κόσμου, νεαρής ηλικίας, έβριζε τον πρωθυπουργό κρατώντας «κόκκινους πυρσούς», και τραγουδούσε στίχους όπως «είμαι απ’ τις περιοχές που κάνουνε προσευχές να πέσουνε οι ΔΙ.ΑΣ. από τις μηχανές». Μετά και την πρόσφατη συναυλία του ΛΕΞ στη Θεσσαλονίκη, στο Καυτανζόγλειο στις 21/10, όπου παραβρέθηκαν περίπου 30.000 άτομα, τόσο το εξώφυλλο της εφημερίδας «Εστία», όσο και ο νέος γύρος κοινοβουλευτικών αναφορών στον καλλιτέχνη, έδωσαν ακόμα περισσότερη έκταση στη συζήτηση.
Οι αναφορές από πολιτικά πρόσωπα στο όνομα του καλλιτέχνη, αλλά και στους στίχους του, χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν την αντιπολιτευτική επιχειρηματολογία, και έτσι μοιραία ‒και εσκεμμένα‒ περιορίστηκαν στα στενά όρια της «πολιτικής σκηνής του τόπου». Αυτό το κείμενο έρχεται να ασκήσει την οφειλόμενη πολεμική σε αυτή την αφηγηματική πρακτική, και να καταπιαστεί βαθύτερα με το κοινωνικό ρεύμα που συντάσσεται με τους στίχους και τη μουσική του ΛΕΞ.
I: Απαιτούμενες συστάσεις
Η αναγνώριση και αποδοχή του ΛΕΞ από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είναι, λοιπόν, το ιδιαίτερο αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Πριν εμβαθύνουμε σε αυτό, κρίνουμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε από το ποιος είναι ο ΛΕΞ, επισημαίνοντας συνοπτικά τα σημαντικότερα σημεία της «καριέρας» του, με στόχο να αναδειχθεί το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου δραστηριοποιούνται τα υποκείμενα που πρωταγωνιστούν στις αφηγήσεις του καλλιτέχνη.
Στην εγχώρια κοινότητα του hip hop ο ΛΕΞ είναι γνωστός από τη συμμετοχή του στα Βόρεια Αστέρια (ΒΟΡ.ΑΣ). Το συγκεκριμένο crew ξεχωρίζει λόγω των μουσικών δεξιοτήτων των μελών του, παρ’ όλο που στιχουργικά, κυρίως μέσα από ιστορίες αλητείας «απ’ τα στενά της Σαλονίκης», δεν ξεφεύγει ιδιαίτερα από το ύφος και τα περιεχόμενα που κυριαρχούν στο είδος εκείνη την εποχή.
Η μοναχική πορεία του ΛΕΞ ξεκινάει τον Νοέμβρη του 2014, όταν κυκλοφορεί ο πρώτος solo δίσκος του με τίτλο «Ταπεινοί και Πεινασμένοι». Ο δίσκος αποτελεί τομή στην ιστορία του είδους στην Ελλάδα: Εισάγει μουσικές καινοτομίες στο εν πολλοίς ως τότε στάσιμο underground hip hop, μα κυρίως συγκροτεί έναν ολοκληρωμένο και αυθεντικό λόγο από τη σκοπιά των «πεινασμένων» του καιρού μας, όπως ήδη υπονοείται από τον τίτλο του δίσκου. Οι αφηγήσεις περιλαμβάνουν ιστορίες παραβατικότητας ανθρώπων που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα, δρομίσια σκηνικά, συναντήσεις με την αστυνομία κ.λπ. Υφολογικά, οι ιστορίες του ΛΕΞ χαρακτηρίζονται από τη σκοτεινιά και την απαισιοδοξία που παράγει η καπιταλιστική κρίση. Μέσα από αφηγήσεις καθημερινών στιγμιοτύπων, ο ΛΕΞ καταφέρνει να συμπυκνώσει με τον πλέον εύστοχο τρόπο τις δυσκολίες που βιώνουν οι σύγχρονοι φτωχοδιάβολοι, και ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρός τους· καταφέρνει έτσι να «αναγνωριστεί» ως η «φωνή των καταπιεσμένων».
Με τους επόμενους δύο δίσκους «2ΧΧΧ» (2018) και «Μετρό» (2022), αλλά και με τα μεμονωμένα κομμάτια του, ο ΛΕΞ κρατάει εξίσου ψηλά το επίπεδο: Η μουσική υπόκρουση, πάνω στην οποία επιλέγει να «πατήσει»1, αναπτύσσει τη δυστοπική αισθητική του πρώτου δίσκου, ενώ το περιεχόμενο των στίχων εμπλουτίζεται και εξελίσσεται, περιλαμβάνοντας παράλληλα και την προσωπική ενδοσκοπική πορεία του καλλιτέχνη, κατά την οποία λαμβάνει υπόψη τη μεγάλη απήχηση που έχει η μουσική του, και την αντίστοιχη ευθύνη που του αναλογεί. Με την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου, το ελληνικό drill εδραιώνεται στο μουσικό προσκήνιο, και ο ΛΕΞ επιβεβαιώνει πως ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων «συνομιλεί» μαζί του στη «γλώσσα των μπλεγμένων», περιμένοντας να ακούσει τη δική του λυρική ανάγνωση για την εγχώρια πραγματικότητα.2
ΙΙ: Undergroung vs. Mainstream
Η συγκρότηση του ελληνικού drill ακολουθεί χρονικά την εδραίωση του trap στο «εγχώριο μουσικό στερέωμα». Αν και πρόκειται για είδη «συγγενικά» ως προς τη μουσική, η αντιπαραβολή τους βάσει του περιεχομένου και των συμβολισμών που φέρουν, θα μπορούσε να ιδωθεί ως αναβίωση του πάλαι ποτέ (hip hop) δίπολου μεταξύ mainstream και underground.
Ο όρος mainstream (που θα μπορούσε να αποδοθεί ως η «κυρίαρχη τάση») περιγράφει τόσο το ‒ελκυστικό για το αυτί‒ μουσικό κομμάτι, αλλά κυρίως τον ίδιο τον στίχο, και τα νοήματα που προτάσσει. Όσον αφορά το trap λοιπόν, ο όρος αυτός είναι παραπάνω από εύστοχος: Από τα βασικά περιεχόμενα που έχει να επιδείξει το συγκεκριμένο είδος είναι τα οφέλη της ζωής μετά τον πλουτισμό, και αντίστοιχα η άκρατη καταναλωτική κουλτούρα, η ναρκοκουλτούρα ως σκοπός ζωής3, και ‒βέβαια‒ η ισχύς ως απόρροια της οικονομικής ανέλιξης.
Οι εξιστορήσεις του ΛΕΞ διαφοροποιούνται υφολογικά (αν και σε μερικές περιπτώσεις ενδεχομένως προτάσσουν σημεία από την «κοσμοθεωρία του trap»), καθώς διαπνέονται από τη διαλεκτική του προλεταριακού βιώματος: Η ζωή στο μεροκάματο (νόμιμο ή παράνομο), με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις της σε κάθε επίπεδο της καθημερινότητας, και με την όποια προοπτική της, είναι αφενός η «φυλακή» από την οποία οι πρωταγωνιστές των αφηγήσεων προσπαθούν να «αποδράσουν», και αφετέρου αποτελεί η ίδια το καθοριστικό βίωμα, βάσει του οποίου δομείται η αντίληψη για τον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η συνθήκη παραμένει η βασική αφηγηματική αφετηρία για το σύνολο της υπόγειας σκηνής (underground) του ελληνικού hip hop, από την «αναγέννησή» του μέσα από το μουσικό «ρεύμα του ΛΕΞ», και την εδραίωση του εγχώριου drill.
Στους νεόπλουτους στίχους του trap, η παραπάνω συνθήκη ενίοτε φυτοζωεί, αν και συνήθως απουσιάζει πλήρως. Το πρόταγμα της «σκληρής δουλειάς», με την αντίστοιχη ανταμοιβή να καιροφυλακτεί στα βάθη του χρόνου, δεν είναι «πια» η φυλακή, αλλά το εισιτήριο για τον κόσμο της ξέγνοιαστης ευημερίας: Η προλεταριακή συνθήκη υπάρχει μονάχα ως ανάμνηση, και η ματιά των φτωχοδιάβολων καταρρακώνεται από τις μουσικές προβολές του καπιταλιστικού ονείρου.4
III: Η συνάντηση του hip hop με το «οπαδικό κίνημα»
Οι περισσότεροι rap καλλιτέχνες μέσα από τους στίχους τους εκφράζουν την ιδιαίτερη σχέση τους με τον κόσμο των γηπέδων, και ενίοτε δηλώνουν ξεκάθαρα ή υπονοούν την υποστήριξή τους σε κάποια ομάδα. Η οπαδική κουλτούρα θα μπορούσε, έτσι, να αποτελεί ξεχωριστή ενότητα στο σύγχρονο hip hop. Η έκταση που έχει το οπαδικό φαινόμενο στα hip hop κομμάτια είναι πρωτοφανής για την ιστορία του είδους στην Ελλάδα. Η σύνδεση αυτή ‒μεταξύ πολλών άλλων‒ σημαίνει τη συνάντηση δύο κοινωνικών χώρων, που ‒σχεδόν καταστατικά‒ αντιτίθενται στη νομιμότητα, έχοντας αμφότεροι αναπτύξει στενή σχέση με την παραβατικότητα ‒ ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Παρ’ όλο που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων διατηρεί τα καταπιεστικά κατάλοιπα και τις παθογένειες τόσο του hip hop, όσο και του «οπαδικού κινήματος», η συνάντηση αυτή εμπεριέχει ως δυνατότητα τη διασταύρωση των θετικών σημείων που χαρακτηρίζουν αυτούς τους χώρους: Από τη μία βρίσκεται ο αντιρατσισμός, που αποτελεί δομικό στοιχείο του hip hop, στο ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικο-πολιτικών ανησυχιών που χαρακτηρίζουν το είδος, και από την άλλη το κοχλάζον θυμικό σε συνδυασμό με τη δρομίσια εμπειρία που κουβαλάν οι «τάξεις των χούλιγκανς».
Η πιο πρόσφατη εκδήλωση αυτής της δυνατότητας εντοπίζεται ίσως στην εξέγερση της Νέας Σμύρνης. Στις συγκρούσεις με την αστυνομία, που πλαισιώθηκαν από πλήθος ετερόκλητου κόσμου, ξεχώρισε τόσο το ίδιο το γεγονός της σύμπραξης οπαδικών συνδέσμων διαφορετικών ομάδων, όσο και τα αποτελέσματά της σε επίπεδο συλλογικής ψυχολογίας και δρομίσιας αντι-βίας.
Το γεγονός πως οι συναυλίες του ΛΕΞ λαμβάνουν χώρα σε ‒κατάμεστα‒ γήπεδα, ενδεχομένως να μην οφείλεται αποκλειστικά σε πρακτικούς λόγους (τα γήπεδα παρέχουν τη δυνατότητα φιλοξενίας μεγάλου πλήθους κόσμου, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλο χώρο). Όπως και να ‘χει, η συνάντηση hip hop και οπαδικού κινήματος αποκτά χωροταξική υπόσταση, ενόσω «οι συναυλίες μπαίνουν στα γήπεδα». Εν τέλει, ενδέχεται να μην είναι τόσο τυχαία και συμπτωματική η επιλογή των συγκεκριμένων γηπέδων, λαμβάνοντας υπόψη τον κοινωνικό προσανατολισμό των ‒εντός έδρας‒ συνδέσμων, και την πρόσφατη ιστορία των περιοχών τους…
IV: Μάτσο κουλτούρα, τρωτότητα και θνητότητα
Ο χώρος του hip hop είναι ένας χώρος «παραδοσιακά» ανδροκρατούμενος. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, ειδικά μέσα στους κύκλους των ραπάδων που κινούνται σε απελευθερωμένους χώρους και αυτοοργανωμένα events, έχει ασκηθεί έντονη κριτική για τη θέση που κατέχει η πατριαρχία στο είδος· κριτική η οποία διαχέεται όλο και περισσότερο, κερδίζοντας έδαφος ακόμα και στο πιο εμπορικό ρεύμα της ραπ σκηνής, στο πλαίσιο της διευρυνόμενης κοινωνικοποίησης των φεμινιστικών προταγμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών παραμένει «αρσενική» ‒ καταρχάς «σωματικά», αλλά κυρίως «στιχουργικά»: Η μάτσο αρσενική κουλτούρα, με το στερεότυπο του παντοδύναμου και άτρωτου άντρα, κατέχει τόσο μεγάλη έκταση στα κομμάτια, σε βαθμό που θεωρείται χαρακτηριστική του hip hop. Έτσι, η στερεοτυπική κάτοψη του είδους βρίθει από άντρες που διατυμπανίζουν την υπεροχή τους, με όρους απόλυτης «ελευθερίας κινήσεων», αποδίδοντας αυτή την «ελευθερία» άλλοτε στην κατοχή όπλων, ή στις σχέσεις τους με τη σκληρή μαφία, ενίοτε στη σωματική τους διάπλαση, ή/και στη σεξιστική ετεροκανονική αντίληψη που φέρουν για τα μη αρρενωπά σώματα (χαρακτηριστικά που συναντώνται επίσης στον χώρο των γηπέδων).
Ο ΛΕΞ δεν είναι στρατευμένος καλλιτέχνης. Οι καταβολές του βρίσκονται στο hip hop που περιγράφεται παραπάνω, και πολλά από τα κομμάτια που έχει συμμετάσχει δεν υπακούν στην πολιτική ορθότητα. Εντούτοις, η μετάβαση στη «σόλο καριέρα» αποτελεί το εναρκτήριο σημείο, όπου φαίνεται πως αρχίζει να διαφοροποιείται από το κυρίαρχο αφηγηματικό μοτίβο του είδους: Σταδιακά εγκαταλείπει τη σεξιστική φρασεολογία, και τοποθετεί και γυναίκες στη θέση των πρωταγωνιστριών, δείχνοντας να «παρακολουθεί» την αναδυόμενη έμφυλη κριτική, και να αφουγκράζεται τα φεμινιστικά περιεχόμενα. Παράλληλα στρέφει την προσοχή του στην «αντίπερα όχθη» της μάτσο κουλτούρας, ρίχνοντας φως στη συμπληρωματική τους όψη: την τρωτότητα και τη θνητότητα.
Η τρωτότητα, λοιπόν, εμπεριέχεται στους στίχους του από την αρχή της «μοναχικής» του πορείας στο hip hop. Επισημαίνοντας πως «είμαστ’ όλοι αίμα, σάρκα και οστά», που μπορούν να καταλήξουν «μια κηλίδα στο οδόστρωμα», εκθέτει τον φόβο που είναι «σύμφυτος» με την παράνομη ζωή, παρουσιάζοντας το πλήρες εύρος της διαλεκτικής του δρόμου: Στο περιβάλλον της μαύρης οικονομίας, η επιβίωση δεν αποτελεί μονάχα σκοπό της «εργασίας», αλλά ένα φυσικό, ωμό και άμεσο επίδικο κατά τη διάρκειά της, που μπορεί να εγκυμονεί ακόμα και τον θάνατο.5
Η θνητότητα, βέβαια, πέρα από «αδυναμία» του τρωτού σώματος, και υπενθύμιση του αναπόδραστου θανάτου, επενδύεται με ένα επιπλέον νόημα στον τελευταίο δίσκο του ΛΕΞ. Η «εντυπωσιακή» εικόνα του καλλιτέχνη, με την ιδιαίτερη [αρρενωπή] φόρτιση που κατέχει μέσα στο hip hop, τίθεται εν προκειμένω σε αμφισβήτηση από τον ίδιο. Νιώθοντας την ανάγκη να επισημάνει πως είναι και αυτός «θνητός», «προσγειώνει» τον εαυτό του στο επίπεδο του κοινού, στοχεύοντας στην αποδόμηση της θεαματική υπόστασης του καλλιτέχνη· στοχεύοντας κατ’ επέκταση στην αντιμετώπιση των στίχων του ως τα λόγια του «διπλανού», και όχι του «σοφού», του «μεσσία» ή του «θεού».
Η παραδοχή της τρωτότητας, και η ανάδειξη της θνητότητας δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά στο είδος. Επισημαίνονται, όμως, από έναν άνθρωπο που έχει υπάρξει «σκληρός» και δρομίσιος, έχοντας «καταξιωθεί» σε έναν μουσικό χώρο «παραδοσιακά» ανδροκρατούμενο, έχοντας το μεγαλύτερο έρεισμα ‒πλέον‒ στο ελληνικό κοινό, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη της χώρας.
Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, τα περιεχόμενα του φεμινισμού αποκτούν όλο και περισσότερο έδαφος, κυρίως χάρη στους δυναμικούς αγώνες του queer-φεμινιστικού κινήματος. Η κριτική στη μάτσο κουλτούρα, έχοντα εξέχοντα ρόλο μέσα σε αυτά τα κινήματα, φαίνεται πως έχει αγγίξει και τον ΛΕΞ, αφήνοντας το στίγμα της στην αφηγηματική μετατόπιση των στίχων του. Μεταξύ άλλων, η δύναμη των στίχων του καλλιτέχνη οφείλεται και σε αυτή τη μετατόπιση, αναδεικνύοντας παράλληλα και το μέγεθος της κοινωνικής διεισδυτικότητας των φεμινιστικών προταγμάτων.
Επίμετρο
Το παρόν κείμενο δεν διεκδικεί κάποιο πολιτικό ή αγωνιστικό προφίλ για τον καλλιτέχνη. Οι στίχοι του ΛΕΞ μιλούν από μόνοι τους, και επιδέχονται διάφορες ερμηνείες και χρωματισμούς. Με τη ματιά στραμμένη στην όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού, όμως, δεν γίνεται παρά να αναγνωριστεί πως οι στίχοι του ΛΕΞ συναρθρώνουν και αντανακλούν κοινωνικές διεργασίες, που λαμβάνουν χώρα στην ελλαδική επικράτεια την τελευταία δεκαετία, και στέκονται ανταγωνιστικά στην κυρίαρχη αφήγηση. Μέσα από αυτό το φίλτρο, και την αντίστοιχη κατάθεση μιας τέτοιας ερμηνείας, ο σκοπός είναι να καταδειχθεί πως ο ΛΕΞ, ως κοινωνικό φαινόμενο της «σύγχρονης Ελλάδας» είναι πολλά παραπάνω από αυτά για τα οποία τον πολιορκεί η δεξιά, και από εκείνα για τα οποία τον φλερτάρει η «αριστερά».
Σημειώσεις:
1. Αξίζει να σημειώσουμε πως οι παραγωγοί, που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με το μουσικό κομμάτι, αποτελούν ξεχωριστό, εξίσου σημαντικό, στοιχείο στο hip hop. Αδίκως σε αρκετές περιπτώσεις η δουλειά τους επισκιάζεται, με την προσοχή να μονοπωλεί κυρίως το πρόσωπο πίσω από το μικρόφωνο.
2. Ενδεικτικά, ο ΛΕΞ είναι ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες, από τον οποίο το ακροατήριό του προσδοκούσε μία εξιστόρηση των πρωτόγνωρων καταστάσεων και των ψυχοφθόρων βιωμάτων που άφησε στο πέρασμά της η κρατική διαχείριση της πανδημίας του covid-19 ‒ αφηγήσεις που περιλαμβάνονται στον δίσκο «Μετρό».
3. Εξάλλου ο όρος trap (που σημαίνει παγίδα) προέρχεται από τα trap houses, που αποτελούσαν πρωτίστως χώρους παραγωγής και εμπορίας, αλλά και χρήσης βαριών ναρκωτικών ουσιών.
4. Σαφώς η διάκριση μεταξύ trap/drill, όπως γίνεται εδώ στη βάση των στίχων, δεν είναι αυστηρή, και είναι βέβαιο πως εξαιρέσεις μπορούν να βρεθούν και στα δύο είδη. Ο χρωματισμός αυτών των μουσικών ειδών, όμως, έχει επικρατήσει, σε τέτοιον βαθμό που το παραπάνω δίπολο δίνει μια κατατοπιστική περιγραφή των νοημάτων που εκφράζουν.
5. Η τρωτότητα, εκτός από την αμιγώς υλική-σωματική της διάσταση, τοποθετείται στους στίχους του ΛΕΞ και σε συναισθηματικό-ψυχολογικό επίπεδο. «Η ψυχολόγος μου λέει τα παίρνω βαριά και τ’ αφήνω να μ’ επηρεάζουν / Της λέω δεν ξέρω αν γίνεται κάπως αλλιώς, θα πω σ’ άλλους αν θέλουν να το δοκιμάσουν». Σε αυτήν την προσωπική κατάθεση, μάλιστα, ασκεί κριτική στις κυρίαρχες ψυχολογικές θεωρίες, που, ούσες ατομοκεντρικές (ή εξατομικευτικές), «παραβλέπουν» την προφανή επιρροή του κοινωνικού-πολιτικού περιβάλλοντος στο άτομο.
Νιώμα (Β. Τ.)
Υ.Γ.: Σημαντικό σημείο στις σύγχρονες αφηγήσεις του hip hop (τόσο στο trap, όσο και στο drill), αποτελεί η κουλτούρα του hustling. Πρόκειται για την αποθέωση της ‒σε ολοήμερη και καθημερινή βάση‒ σκληρής δουλειάς, είτε αυτή είναι νόμιμη είτε παράνομη, και των αντίστοιχων καρπών που επιφέρει. Η αμφισβήτηση αυτής της κουλτούρας, πόσο μάλλον η εναντίωση στην ηθική της εργασίας είναι σημεία που σπανίζουν μέσα στους rap στίχους. Η «συνέχεια» του παρόντος άρθρου, λοιπόν, θα καταπιαστεί σε επόμενο τεύχος με αυτό ακριβώς το ζήτημα, από κριτική σκοπιά.