Κόκκινες κάρτες και μποϊκοτάζ

Εδώ και 5 μήνες οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Κόκα κόλα στη Θεσσαλονίκη έχουν προκηρύξει απεργία διαρκείας. Μετά τη μεταφορά του εργοστασίου από τη Θεσσαλονίκη στη Βουλγαρία (προφανώς λόγω των εκεί χαμηλότερων μεροκάματων, που θα επιφέρουν μεγαλύτερα κέρδη στην επιχείρηση) και δεκάδες απολύσεις εργαζομένων, οι απεργοί έχουν ξεκινήσει μία δυναμική καμπάνια προπαγάνδισης του αγώνα, καλώντας σε μποϊκοτάζ των προϊόντων της εταιρείας. Τι διεκδικούν; Την επιστροφή του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη και την επιστροφή των ίδιων στο εργοστάσιο.

Πρόκειται για μία απεργία που χαίρει συμπαράστασης από την πλειοψηφία της κοινωνίας στη βόρεια ελλάδα. Αυτό βέβαια, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία, θίγεται και συζητιέται πια ο πολυεθνικός χαρακτήρας της επιχείρησης-ορόσημο του καπιταλισμού, τα υπέρογκα κέρδη της και οι διοικητικές επιλογές της (μεταφορά εργοστασίων, διακίνηση με εξωτερικούς συνεργάτες κ.λπ.), με απώτερο σκοπό το απόλυτο κέρδος. Από την άλλη όμως, μπαίνει στο προσκήνιο το βαρύ πεπόνι της ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας και της παραγωγής σε ελληνικό έδαφος (κι ας πρόκειται για το ίδιο προϊόν), με μία επικάλυψη «αγνού» βορειοελλαδίτικου πατριωτισμού και τοπικισμού.

Το βασικό σύνθημα της απεργιακής καμπάνιας, το εξής: «Ούτε γουλιά από τα προϊόντα της coca cola μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης. Όχι στη βουλγάρικη coca cola». Συνδικαλισμός μονόπλευρος, συντηρητικός, κοντόφθαλμος. Σαν να λέμε, άπαξ και ξανανοίξει το εργοστάσιο της βόρειας ελλάδας και οι εργαζόμενοι επιστρέψουν στην εργασιακή τους καθημερινότητα, μπορούν απενοχοποιημένα πια οι έλληνες καταναλωτές να απολαμβάνουν το αγαπημένο τους αναψυκτικό. Σαν να λέμε, μόλις (κι αν) επιτευχθεί η επαναπρόσληψη, σταματάμε να μιλάμε για εργασιακές συνθήκες, επισφάλεια, απολύσεις και κερδοφόρες πολυεθνικές εταιρίες. Σαν να λέμε, δεν μας αφορούν τα υποτιμημένα ημερομίσθια, οι μεσαιωνικές συνθήκες δουλειάς, τα μειωμένα αντανακλαστικά αντίστασης των εργατών στα εργοστάσια των γειτονικών βαλκανίων. Εν ολίγοις, σαν να λέμε, ας καλύψουμε τον κώλο μας.

Όταν οι απεργίες αποκτούν χαρακτήρα τοπικιστικό και μονομερή, δεν μπορούν παρά να μένουν στη σφαίρα του κλαδικού. Σε μία κοινωνική πραγματικότητα όπου οι χαμηλοί μισθοί, οι απολύσεις, το ελαστικό ωράριο αποτελούν πλέον προβληματισμό του συνόλου των εργαζομένων, η γενίκευση των διεκδικήσεων και οι κοινοί αγώνες όφειλαν να κατέχουν κυρίαρχη θέση στις εργασιακές στρατηγικές. Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει. Οι απεργίες τρέχουν κλαδικά, οι αγώνες δεν συνδέονται μεταξύ τους για να βρουν την τομή και να μαζικοποιηθούν, η ρητορική αποτελείται από μονοδιάστατα αιτήματα, γίνεται ωφελιμιστική. Χωρίς πολιτική βάση και επίγνωση της θέσης και του ρόλου του εργάτη μέσα στο σύστημα του καπιταλισμού (παγκόσμια, και όχι μόνο στη ελλάδα), πώς μπορεί μία απεργία να κερδίσει, έστω και τα μισά από αυτά που απαιτεί;

Αυτό το άρθρο δε γράφεται όμως για να υποβαθμίσει τον αγώνα των απεργών στην κόκα κόλα ή να τον δυσφημίσει. Αποτελεί, παρόλα αυτά, μία κριτική στον τρόπο που ο αγώνας αυτός οργανώνεται. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, δεν μας φταίει η βουλγάρικη κόκα κόλα, μας φταίει η όποιας καταγωγής κόκα κόλα, το αφεντικό που απολύει, ο καπιταλισμός.

ανεμόσκαλα