Ληστεία

Πήρε μεμιάς τη στροφή νιώθοντας ξανά τον κρύο αέρα στα μάγουλα. Είχε αργήσει. Στρίμωξε απότομα το φουλάρι μέσα στο γιακά και προχώρησε με τα μάτια καρφωμένα στο δρόμο. Χρόνια είχε να επιτρέψει στον εαυτό της να κοιμηθεί τόσο. Να μην προλάβει πασχαλιάτικα τη δεύτερη καμπάνα. Πάλευε κάθε πρωί με τον ύπνο για να πάει στο γραφείο. Κάθε μέρα, κάθε φορά που έπαιρνε ο ήλιος την απόφαση να φωτίσει τη γη. Είχε στοιχηματίσει όμως με τον εαυτό της ότι τις Κυριακές δεν θα παρασέρνονταν από την αργία, θα σηκώνονταν αξημέρωτα να πάει στη λειτουργία. Ακόμη κι οι αργίες άλλωστε, του θεού ήτανε. Δεν μπορούσε εκείνη να τις κάνει ότι θέλει. Ειδικά αυτή η Κυριακή, η πιο σημαντική, δεν έπρεπε να χαθεί. Ξεσυνερίζονταν όλους αυτούς που δεν το κατανοούσαν. Πήγαιναν τα μεσάνυχτα και πριν προλάβει μήτε ο Χριστός να καταλάβει πως αναστήθηκε, πριν καλά καλά μετακινήσει την πέτρα από τον τάφο, οι χριστιανοί χώνευαν τη μαγειρίτσα και βγαίναν για ξενύχτι. Η ουσία όμως βρίσκονταν στην πρωινή αναστάσιμο ακολουθία. Εξάλλου γι’ αυτό ονομάζονταν έτσι, γιατί έπρεπε να ακολουθήσεις το νήμα της, δεν επιτρέπεται να διακόψεις το μεγαλύτερο θαύμα για να πιείς βότκα και μερικά σφηνάκια. Μα ντρέπονταν. Είχε καιρό να ηττηθεί τόσο αποφασιστικά όπως εκείνη τη μέρα. Η κούραση τρύπωσε στο κορμί της, την τύλιξε γλυκά σαν διάολος, σαν πειρασμός, και παρέλυσε όλες τις δυνάμεις. Ναός το κρεβάτι, τα σκεπάσματα μεταλαβιά χνουδάτη και τα όνειρα μυστήριο.

Θυμήθηκε τότε τα χρόνια των σπουδών, που΄χε θαμμένο το θεό στο υπόγειο της ψυχής. Που δεν χαράμιζε τις κυριακάτικες βόλτες για ένα ξύπνημα. Που διάλεγε σκληρότερες μουσικές από τις ψαλμωδίες να ευφράνουν το πνεύμα. Τότε που ξυπνώντας τις Κυριακές, ο παπάς της ενορίας δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έβλεπε, αλλά συνήθως κάποιος γυμνός άνδρας στην αγκαλιά της. Ένας αναστεναγμός βγήκε βαριά από μέσα της, σαν να συμμάζεψε όλα αυτά, να τα στοίβαξε σε μια ανάσα νοσταλγική και να τους έριξε μια έξω από το κορμί.

Η εκκλησία απέναντι, έμοιαζε να στέκονταν και να την περιμένει. Τα παράθυρά της, σαν μάτια ολόμαυρα την κοιτούσαν σκυθρωπά λες και την μάλωναν για την αργοπορία της. Ίσως να΄φταιγε η ανοιξιάτικη συννεφιά, κι οι δροσοστάλες που αιωρούνταν στα μυτερά φύλλα των κυπαρισσιών του αυλόγυρου, μα εκείνο το πρωινό, της φαίνονταν αλλιώτικο, πιο θλιβερό από τα άλλα.

Σήκωσε το κεφάλι και την είδε. Ήταν πάλι εκεί στο ίδιο σημείο. Δίπλα από την είσοδο, κάτω από το καμπαναριό. Ακουμπούσε με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο και γύρω της ξεπετάγονταν ένας κισσός με καφέ, σχεδόν ξεραμένα κλωνάρια, που είχαν αρπάξει γερά τους αρμούς και τρέφονταν με υγρασία. Φορούσε ένα μακρύ, λουλουδένιο φουστάνι που κάλυπτε μέχρι και τα παπούτσια της έτσι όπως κάθονταν χάμω ενώ ένα γκρι ισχνό, βρώμικο ζακετάκι κάλυπτε τους λεπτούς της ώμους. Ούτε τριάντα δε θα΄ταν κι οι ταλαιπώριες είχαν χαραχτεί στο πρόσωπό της, δίνοντάς του μια αρχέγονη, αφτιασίδωτη ομορφιά. Από πάνω της, περίκλειστη σε ξύλινο κάδρο και τζάμι, κρέμονταν η εικόνα του αγίου Νικολάου. Οι πιστοί συνήθιζαν να προσκυνούν αυτή την εικόνα περνώντας. Όχι όμως εκείνη τη μέρα. Επιτάχυναν το βήμα με το που έβλεπαν την κοπέλα. Την προσπερνούσαν κι άφηναν έτσι και τον άγιο σύξυλο, πνιγμένο στην αδιαφορία των οπαδών του να περιμένει ένα ζεστό φιλί μέσα στο κρύο.

Άπλωσε αργά το χέρι. Με το άλλο στηρίχτηκε στο πεζοδρόμιο. Η ματιά της, αλλιώτικη. Αγριεμένη. Την κοιτούσε επίμονα, χωρίς να ζητά ελεημοσύνη αλλά απαιτώντας. Πάλλονταν τα μηλίγγια στους κροτάφους ενώ ξεροκατάπινε το σάλιο της.

-Δώσε κάτι κυρά. Για τις αμαρτίες σου!

-Πάλι εδώ είσαι τσιγγάνα; Ούτε το Πάσχα δεν κόβεις την επαιτεία.

Η κοπέλα δεν έδειξε να κατάλαβε την τελευταία λέξη.

-Που να πάω βρε;

-Να πας στο σπίτι σου, είναι ενοχλητικό αυτό που κάνεις.

-Δεν έχω σπίτι. Είπε κοφτά η κοπέλα.

Ήθελε να της απαντήσει μα δεν το΄κανε. Δεν βγήκε από το στόμα της φωνή, τα λόγια δεν πρόφτασαν να αρθρώσουν τη σκέψη. Ήθελε να της πει να πάει να βρει σπίτι, να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι, για να μην γυρνά σαν το σκυλί στους δρόμους. Μα εκεί, ξεφύτρωσαν σαν συστάδα δέντρων πνιγερή, οι συνειρμοί. Αγκάλιασαν το μυαλό της και το φόρτωσαν μαζί τους, οδηγώντας το στην κατηφόρα των τύψεων.

Ταράχτηκε. Έκανε πάλι αυτή την αυθόρμητη κίνηση, ακουμπώντας ελαφρά τα χέρια στο ταγέρ της σαν να έψαχνε κάτι. Είχε πετάξει πάνω της βιαστικά αυτό το πράσινο ταγέρ για να προλάβει. Το είχε παρατήσει σε μια πολυθρόνα από την προηγούμενη Δευτέρα. Και να τώρα, που αυτός ο καταραμένος ύπνος την μπλέκει σε περιπέτειες. Την ανάγκασε να θυμηθεί την πράξη της, μιας και άγγιξε κατά λάθος τα χρήματα της δεξιάς τσέπης.

Έκανε να τα πιάσει και να τα δώσει στην τσιγγάνα. Να σωθεί απ’ το βάρος, να απελευθερωθεί από την έγνοια. Ήταν μια ευκαιρία, ούτε ένα νόμισμα δεν της είχε δώσει ποτέ, μόνο παρατηρήσεις της έκανε. Ίσως ξεπλήρωνε με αυτόν τον τρόπο το σημερινό της αμάρτημα .Θα΄ταν όμως πολύ φτηνός ο θεός, αν για τις υπόλοιπες αμαρτίες της αρκούσαν τόσα λίγα.

Η μυρωδιά από το λιβάνι έφτασε ως έξω. Μακάρι να μπορούσε να πιαστεί από ένα θυμιάτισμα και να την έπαιρνε μαζί του στο εσωτερικό της εκκλησίας. Εκεί μέσα όλα αυτά καμιά σημασία δεν είχαν. Αυτό που μετρούσε εκεί, ήταν πως όλοι γνώριζαν την κοινωνική της θέση. Αντίθετα με την ίδια, κανείς δεν αμφέβαλλε για αυτήν, κανείς δεν δυσπιστούσε και όλοι της έδειχναν τον απόλυτο σεβασμό. Ίσως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Πάντως εκεί μέσα βρίσκονταν ο κόσμος της. Δεν είχε καμιά δουλειά εδώ έξω να απολογείται- πως είναι δυνατόν- σε μια ζητιάνα.

-Ο κόσμος είναι μπροστά σου. Είσαι νέα. Έχεις το θεό δίπλα σου. Όλα εδώ έξω είναι! Απάντησε βιαστικά κι έστριψε το κεφάλι να φύγει.

Την γράπωσε η ματιά της κοπέλας. Επιθετική, αδυσώπητη, οργισμένη. Ένα τσουλούφι, με μπούκλες τέλειες από πάνω μέχρι κάτω, ένα καλλιτέχνημα που έμοιαζε σαν να το είχε κλέψει από άγγελο καθώς κοιμόταν, ξεγλίστρησε από τα μαλλιά της στο μέτωπο. Μάζεψε το απλωμένο χέρι.

Όλα εδώ έξω είναι, εκτός από τα λεφτά! Απάντησε δυνατά η κοπέλα.

Εκείνη, έμεινε παγωμένη για μια στιγμή, σαν να μην πίστευε στα αυτιά της κι ύστερα τρέμοντας, έχωσε πιο βαθιά τα χρήματα στη τσέπη, με το ίδιο χέρι σταυροκοπήθηκε και πέρασε γοργά την πόρτα.

 

Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο. Πολύ κακό για το τίποτα. Τρία δωμάτια είχε όλα κι όλα. Τα δυο από αυτά φρεσκοβαμμένα, χωρίς επίπλωση, με υπνόσακους στο πάτωμα και μερικές κουβέρτες διπλωμένες πάνω σε μια καρέκλα, ήταν φανερό πως ήταν τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν. Ένα γραφείο, κάτω από το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, κουβαλούσε στη ράχη σωρούς από έντυπα, αφίσες και βιβλία. Στον καναπέ ήταν αφημένα βιαστικά, κουλουριασμένα, ένα ζευγάρι σεντόνια και δίπλα, ένα μικρό μαύρο αερόθερμο που δούλευε ακόμη, εκπνέοντας πυκνό, ζεστό αέρα.

Το τρίτο δωμάτιο ήταν σε άθλια κατάσταση. Στον ένα τοίχο απέναντι, υπήρχε μόνο ο παλιός σοβάς, καφέ και νωπός σαν χώμα. Τρίβονταν όταν τον άγγιζες κι έπεφτε κάτω σαν ζάχαρη. Στους υπόλοιπους είχε σπείρει τις ζημιές του ο χρόνος. Φλούδες χρώματος ξέκοβαν, χώριζαν από το αστάρι κι ήταν έτοιμες να το εγκαταλείψουν. Κάποιες, ίσως πιο τολμηρές, είχαν πιαστεί πάνω σε ιστούς από αράχνες κι αιωρούνταν εκεί πριν βουτήξουν στο κενό. Σαν κεραυνοί δύο ρωγμές, έσκιζαν τον τοίχο στα δεξιά. Κι απέναντι, ξεφτισμένο και φαφούτικο ένα παντζούρι κλειστό.

Πάνω στο γέρικο πάτωμα, είχαν αφήσει όλα τα εργαλεία τους. Έτσι όπως είχαν τοποθετηθεί το ένα δίπλα στο άλλο, έκαναν έναν κύκλο τυχαίο. Αν στεκόσουν στο κέντρο, με ένα κοίταγμα παν οπτικό μπορούσες να διαλέξεις αυτό που ήθελες Θαρρούσες πως είχαν πιαστεί χέρι χέρι τα τρυπάνια, τα αλυσοπρίονα, οι κουβάδες με τα πινέλα και τα ρολά, τα σακιά με τα τσιμέντα, οι μπαλαντέζες, οι υδραυλικοί σωλήνες και τα ρούχα εργασίας και είχαν στήσει χορό. Κι είναι αλήθεια, το΄λέγαν οι γείτονες. Γλέντι κάνανε τα εργαλεία στα χέρια αυτών των ανθρώπων. Μα εκείνη τη μέρα, έμειναν πιασμένα και δεν κίνησαν. Γιατί τα χέρια αυτών των ανθρώπων δέθηκαν με χειροπέδες.

Απόρησε που ενδιαφέρθηκαν για αυτό το σπίτι. Μια τρώγλη ήταν. Η αποθήκη της ήταν μεγαλύτερη. Τι είχαν στο κεφάλι τους, ποιος τους κινούσε, τι θέλαν να πετύχουν με αυτό; Ήταν μονάχα η ανάγκη ή μήπως θέλαν να αποδείξουν στους εαυτούς τους ότι μπορούν να το κάνουν, να μπαίνουν σε σπίτια που δεν είναι δικά τους, χωρίς επιπτώσεις; Κι αν ακόμα χειρότερα, ήθελαν να διαμηνύσουν σε αυτήν κάτι; Και τόσες φορές που είχε βρεθεί μπροστά τους της το΄δειχναν, πως δεν φοβούνται, πως έχουν γινάτι. Και συνέχιζαν να της μπαίνουν στη μύτη σαν σκνίπες και φώναζαν: Είμαστε εδώ! Μήπως όλα αυτά είχαν την ίδια στο κέντρο;

Λίγες φωνές την ξύπνησαν από τις σκέψεις. Κάποιος είπε μια δυνατή καλημέρα στον συλληφθέντα, ο οποίος στέκονταν όρθιος στην μπροστινή αυλή. Θα μπορούσε να μην βρίσκεται σε αυτή την θέση. Όταν μπήκαν στο κατειλημμένο σπίτι, του έδωσαν την επιλογή να αποχωρήσει. Κι εκείνος δεν έκανε ούτε βήμα. Ανήκουστα πράγματα που ο κοινός νους δεν τα χωρά. Δεν της είχε συμβεί ξανά κάτι τέτοιο.

Η αλήθεια είναι πως την είχε τρομάξει η παρρησία του νεαρού. Βγήκε στην πόρτα του περικυκλωμένος από αστυνομικές δυνάμεις, πήγε μόνος του στο κλουβί δείχνοντας σίγουρος, σαν να΄χει βέβαιη γνώση πως λυγίζουν τα σίδερα με ένα χαμόγελο. Ποδοπάτησε τη δικαιοσύνη σαν γόπα από τσιγάρο. Ο νόμος και το κράτος, έχασαν για λίγο την αξία τους εκείνο το πρωινό. Κι όταν γίνεται αυτό, τα πάντα μπορούν να συμβούν.

Οι αλληλέγγυοι είχαν ξεκινήσει να μαζεύονται στο δρόμο. Ελάχιστοι στην αρχή, περισσότεροι μετά, κατέφθαναν αγουροξυπνημένοι, με ένα μείγμα απογοήτευσης και θυμού στα πρόσωπά τους. Μια διμοιρία των ΜΑΤ είχε δημιουργήσει κλοιό για να μην περνούν. Βρισιές, ειρωνείες κι απειλές αντηχούσαν στο στενό δρομάκι.

Πέρασαν πολλοί περαστικοί, άλλοι γιατί είχαν όντως δουλειά κι άλλοι μόνο και μόνο για να δουν την έξωση, να΄χουν να σχολιάζουν μετά. Κάποιοι επιβράβευσαν τους κρανοφόρους, που καθάριζαν επιτέλους την γειτονιά. Κάποιοι άλλοι χαιρέτησαν και τις δυο πλευρές, μην ξεχωρίζοντας αστυνόμους και διαδηλωτές. Τέλος, πέρασαν κι αρκετοί, που φόρεσαν τις αόρατες παρωπίδες τους και βάδισαν γοργά ανάμεσα από όλους σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

Η γειτονιά είχε κλειστεί στα σπίτια. Όλα σχεδόν τα παντζούρια ήταν κλειστά. Ίσως από πίσω, να στριμώχνονταν μάτια κι αυτιά για να μην χάσουν το πρωτόγνωρο γεγονός. Κάποιοι ντρέπονταν να βγουν. Φοβήθηκαν το καλημέρισμα από τους πολιορκημένους γείτονές τους. Ήταν απόδειξη γνωριμίας με τους καταληψίες. Οι καλές κουβέντες λέγονται ευκολότερα όταν δεν υπάρχει αστυνομία τριγύρω. Ποιος νοιάζονταν άλλωστε; Μάλλον δεν θα τους έβλεπαν ποτέ ξανά. Τα σπίτια, φτιάχτηκαν καθ΄ομοίοσιν των ανθρώπων. Κλείνονται οι άνθρωποι στον εαυτό τους, όπως κλείνονται και στα σπίτια τους. Χτίζουν μέσα τους ένα σύνορο και πέρα απ΄αυτό ξεπροβάλλουν μόνο εχθροί. Αδιαφορούν για το τι συμβαίνει γύρω τους, την αδικία, τον πόλεμο, τον θάνατο, όπως δε βγαίνουν από το κατώφλι τους αν ακούσουν έξω σαματά. Αρκούνται στο δικό τους, αυτό που, αλίμονο, νομίζουν πως ορίζουν, είτε είναι ντουβάρια είτε ψυχή.

Κι όμως ξαφνικά, ένα αντικείμενο προσγειώθηκε στα πόδια μιας κοπελιάς. Μια ιπτάμενη, γλυκιά στήριξη ήρθε από ένα μπαλκόνι. Μια καραμέλα. Ένας μετανάστης με ακουμπισμένους τους αγκώνες στα κάγκελα, τις πετούσε στους αλληλέγγυους και χαμογελούσε. Εκείνο το πικρό πρωινό, μερικές καραμέλες δεν ήταν μικρό πράγμα.

Οι ένστολοι πετούσαν με μανία όλα τα πράγματα στο δρόμο. Εκείνη προχώρησε προς την κουζίνα. Ένα κουτσό τραπεζάκι στο κέντρο, ο μαρμάρινος παλιακός νεροχύτης κι ένα φοιτητικό κουζινάκι. Ένα κουτί άσπρο τράβηξε την προσοχή της. Το πλησίασε και το έπιασε στα χέρια διακρίνοντας από κοντά τη σχισμή του αυτοσχέδιου κουμπαρά. Τι το΄θελε και το άγγιξε αυτό το κουτί. Το άφησε απότομα στην θέση του λες και ακούμπησε ένα πυρωμένο τηγάνι, και τα ψιλά κροτάλισαν στιγμιαία.

Και να, που διάλεξαν αυτή την τρώγλη να την επισκεφτούν πάλι, αυτές οι αναθεματισμένες σκέψεις που μάχονταν τόσα χρόνια να πετάξει. Αδιάκριτες, αδυσώπητες, κοφτερές, κατέκλυσαν το μυαλό της την πιο ακατάλληλη ώρα, στο χειρότερο σημείο. Όπως τότε, που είπε ψέματα στον πατέρα της ότι λήστεψαν το σπίτι, για να κρατήσει τη σύνταξή του. Όπως τότε, που πήρε τα χρήματα από το ντουλαπάκι, στο αυτοκίνητο της καλύτερής της φίλης. Όπως κάθε φορά, που βάζει χέρι στο σακάκι του άντρα της. Έτσι και τώρα, ήθελε να σκίσει την σχισμή από αυτό το κουτί και να αρπάξει με απόλαυση ότι είχε μέσα. Κι οι προϋποθέσεις ήταν ιδανικές. Τόσοι αστυνομικοί πέρασαν από το σημείο. Κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να τα πάρει. Ακόμη κι αυτοί οι αθεόφοβοι καταληψίες, κάποιον διεφθαρμένο θα είχαν στο σινάφι τους.

Δεν το έκανε για τα χρήματα. Καμία σημασία δεν είχαν τα ποσά. Σημασία είχε η απόδραση. Ζούσε μια ζωή μέσα στο νόμο, δούλευε για τον νόμο, συζητούσε όλη μέρα για τον νόμο, οι πάντες την αναγνώριζαν ότι εξέφραζε τον νόμο και πως λειτουργούσε πάντα με βάση αυτόν. Ο νόμος ήταν η φυλακή της. Τον μισούσε. Κάθε της λεπτό, κάθε της πράξη και κάθε της ανάσα του άνηκε. Κι όποτε κατάφερνε να ξεφύγει, όποτε έκοβε το συρματόπλεγμα που την είχε τυλίξει, ένιωθε μια βρώμικη, ανθρώπινη αγαλλίαση.

Ηδονίζονταν στη σκέψη να μπει στην τράπεζα που πηγαίνει συνήθως, δίχως όπλο και να φωνάξει: Ληστεία! Να την δουν οι γνωστοί της, οι ατσαλάκωτες κυρίες κι οι καθωσπρέπει κύριοι και να τρομάξουν μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Μα να τρομάξουν αυτή τη φορά γιατί αντιπροσωπεύει το παράνομο κι όχι τον νόμο. Να την σύρουν μετά στο δικαστήριο και να την φέρουν μπρος στον ίδιο της τον εαυτό. Να μην ξεχωρίζει αν ο ληστής κάθεται στο ειδώλιο ή στην έδρα.

Θρόισαν τα φύλλα της ανθισμένης κορομηλιάς που στόλιζε την πίσω αυλή. Άφησε την κουζίνα και βγήκε έξω με τους υπόλοιπους. Έπιασε τον αστυνόμο και του ζήτησε να βιαστούν. Είχαν ήδη καθυστερήσει.

Όλα τα πράγματα του σπιτιού είχαν πλέον αραδιαστεί έξω. Μπροστά τους, μια λυγερόκορμη, ψηλή κοπελιά τα φόρτωνε σε ένα αυτοκίνητο. Οι κινήσεις της ακέραιες και σταθερές, έδειχνε να γνωρίζει αυτά που μάζευε. Κοίταζε συνεχώς πίσω, φυλούσε τα νώτα μα περπατούσε περήφανα ανάμεσα στους αστυνόμους, σαν αγριόγατα στο δάσος, τριγυρισμένη από δειλούς λύκους. Την πλησίασε.

-Είναι όλα εδώ έξω; Ρώτησε με φτιαχτό ενδιαφέρον.

Την γράπωσε η ματιά της κοπέλας. Επιθετική, αδυσώπητη, οργισμένη. Ένα τσουλούφι, με μπούκλες τέλειες από πάνω μέχρι κάτω, ένα καλλιτέχνημα που έμοιαζε σαν να το είχε κλέψει από άγγελο καθώς κοιμόταν, ξεγλίστρησε από τα μαλλιά της στο μέτωπο. Άπλωσε το μαζεμένο χέρι.

-Όλα εδώ έξω είναι , εκτός από τα λεφτά! Και συ τι κάνεις; Δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ εισαγγελέας! Απάντησε δυνατά η κοπέλα.

Ταράχτηκε. Έκανε την αυθόρμητη κίνηση, ακουμπώντας ελαφρά τα χέρια στο πράσινο ταγέρ της σαν να έψαχνε κάτι.

-Πάρτε την! Είπε στον αστυνόμο δίπλα της συνοφρυωμένη.

Αμέσως, ένας ψηλός ματατζής, άρπαξε πισώπλατα την κοπελιά από την μπλούζα και την πέταξε μακριά, πέρα από τον κλοιό χτυπώντας την με γκλοπιές και κλωτσιές.

Οργίστηκαν τα μάτια των παιδιών. Βράχνιασε η φωνή τους κι έγινε κραυγή. Κι έπεσαν σαν φουσκοθαλασσιά πάνω στις ασπίδες και το άδικο.

Κάποιος μετά από χρόνια, είδε σε ένα πάρκο τον ψηλό ματατζή να χαστουκίζει μια τσιγγάνα και μετά να παίρνει το δρόμο του κουτσαίνοντας.

Hobbit

 

Στις 7 Οκτωβρίου 2016, δικάζεται ο καταληψίας που συνελλήφθη στις 6 Απριλιου 2015, στην κατάληψη Acta et Verba, που βρίσκεται στην οδό Κουρεμένου 5 στην περιοχή του Πλατάνου, στα Γιάννενα. Την ημέρα εκείνη δεκάδες αστυνομικοί των ΜΑΤ με παρουσία εισαγγελέα, περικύκλωσαν το μικρό σπίτι και το εκκένωσαν. Έξω από την κατάληψη, σημειώθηκαν συμπλοκές με τους μπάτσους. Παρά την τρομοκρατία, τους τραυματισμούς και τις προσαγωγές, δεν κατάφεραν τίποτα. Το σπιτι ανακαταλήφθηκε τέσσερις μέρες μετά.