Μια μετέωρη δικογραφία στο αρχείο

Το παρόν κείμενο απευθύνεται στο ανταγωνιστικό κίνημα, με σκοπό την ενημέρωση για το «κλείσιμο» μιας δικαστικής υπόθεσης. Η ενημέρωση αφορά την «άδοξη» κατάληξη της αστυνομικής μεθόδευσης, κατά την οποία, τον Φεβρουάριο του 2021 «βρέθηκα» εμπλεκόμενος σε μια υπόθεση κακουργηματικού χαρακτήρα: Συγκεκριμένα, αφορά τη δικογραφία που σχηματίστηκε για τις επιθέσεις στις αστυνομικές δυνάμεις μπροστά από την πρεσβεία των Η.Π.Α. στις 03 Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο της διαδήλωσης αλληλεγγύης στην αμερικάνικη εξέγερση μετά τη δολοφονία του George Floyd από τον μπάτσο Derek Chauvin.

Σε αυτή τη δικογραφία, το όνομα μου ενεπλάκη μετά από άρση απορρήτου που «έστησαν» οι διωκτικές αρχές για τον τηλεφωνικό μου αριθμό. Μία απλή φράση, που στις εκθέσεις απομαγνητοφώνησης των μπάτσων εσκεμμένα αποδόθηκε διαφορετικά, υπήρξε σε πρώτο χρόνο αρκετή για να κληθώ ως ύποπτος, και εν τέλει να βρεθώ στη θέση του κατηγορούμενου στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ένα σύντομο ιστορικό από μια αποτυχημένη κατασταλτική μεθόδευση

Τον Φεβρουάριο του 2021, λοιπόν, κλήθηκα από την Κρατική Ασφάλεια ως «ύποπτος να παρέχω εξηγήσεις, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για επεισόδια που προκλήθηκαν έξωθεν της Πρεσβεία των Η.Π.Α.».

Από τη στιγμή που έλαβα γνώση της κλήσης για την υπόθεση αυτή, και προτού ακόμα αποκτήσω πρόσβαση στη σχηματιζόμενη δικογραφία, αντιλαμβανόμουν πως η στοχοποίηση στο πρόσωπό μου βασίστηκε στην πολιτική μου ταυτότητα και δράση. Αντιλαμβανόμουν πως ως τέτοια θα αποτελούσε ακόμη ένα στιγμιότυπο των ποινικών/δικαστικών μεθοδεύσεων, στην επιθετική πολιτική του ελληνικού κράτους όπως καταγραφόταν την περίοδο εκείνη, απέναντι στην κινηματική πολιτική αμφισβήτηση και τις ευρύτερες κοινωνικές αντιστάσεις.

Αποφάσισα λοιπόν να κοινοποιήσω δημόσια την πολιτική μου τοποθέτηση λίγες μέρες μετά την κλήση μου. Επιδίωξα με αυτόν τον τρόπο να τοποθετήσω τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, εκπέμποντας το πολιτικό στίγμα που τους αντιστοιχεί, και που εν τέλει διαπερνά το ποινικό πλαίσιο που επιχειρούν να επιβάλλουν οι διωκτικοί μηχανισμοί. Η τοποθέτηση αυτή βρίσκεται στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://apatris.org/dimosia-topothetisi-se-schesi-me-klisi-s/

Σε δεύτερο χρόνο, και αφού απέκτησα πρόσβαση στη δικογραφία που σχηματίστηκε, προχώρησα και πάλι με δημόσιο κείμενο στην όσο το δυνατόν πιο πλήρη και λεπτομερή αποδόμησή της. Ανέδειξα ένα-ένα τα σημεία που υποδείκνυαν καταφανώς πως επρόκειτο για μία αστυνομική μεθόδευση, με αποκλειστικό σκοπό την ποινική στοχοποίησή μου μέσα από την εμπλοκή μου σε μια υπόθεση κακουργηματικού χαρακτήρα. Το κείμενο αυτό, με τίτλο «Λεπτομέρειες γύρω από μια μετέωρη δικογραφία» (Ιούνιος 2021), βρίσκεται στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://apatris.org/leptomereies-gyro-apo-mia-meteori-dik/

Λίγο πριν την εκπνοή του καλοκαιριού του 2021, έμαθα μέσω των δικηγόρων μου πως η Κρατική Ασφάλεια είχε ολοκληρώσει την προανακριτική διαδικασία. Η δικογραφία προχώρησε στο στάδιο της ανάκρισης, με εμένα πλέον ως κατηγορούμενο. Έκτοτε, η ανακρίτρια που είχε αναλάβει την υπόθεση, κάθε φορά που ρωτιόταν από τους δικηγόρους για την πορεία της ανάκρισης, απαντούσε πως ασχολείται με «σοβαρότερες υποθέσεις», και πως δεν έχει προλάβει να επεξεργαστεί τη συγκεκριμένη.

Από την ολοκλήρωση της προανάκρισης, είχα κατά νου πως αργά ή γρήγορα θα κληθώ να καταθέσω ενώπιον της ανακρίτριας. Δύο χρόνια μετά, εν αναμονή της κλήσης μου σε ανάκριση, ενημερώνομαι και πάλι μέσω δικηγόρου, πως η ανακρίτρια έχει κλείσει τη διαδικασία της ανάκρισης χωρίς να με καλέσει για απολογία, και έχει μεταβιβάσει τη δικογραφία στην εισαγγελέα, η οποία και έχει καταθέσει εισαγγελική πρόταση. Η πρόταση αυτή, κατατίθεται στις 31/08/2023 προς το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών, που με τη σειρά του καλείται να την επικυρώσει ή να την απορρίψει. Λίγες ημέρες μετά αποκτούμε και εμείς πρόσβαση.

Η πρόταση της εισαγγελέως είναι να απαλλαχτώ από το κατηγορητήριο, και να μην φτάσω στις δικαστικές αίθουσες ως κατηγορούμενος.

Λίγο παραπάνω από έναν μήνα μετά, στις αρχές του Οκτώβρη του ‘23 το συμβούλιο πλημμελειοδικών επικυρώνει με βούλευμα την εισαγγελική πρόταση. Πλέον βρίσκομαι απαλλαγμένος από μία αστυνομική μεθόδευση που επικρεμόταν για 2,5 χρόνια πάνω από το κεφάλι μου.

Η εισαγγελική πρόταση και το απαλλακτικό βούλευμα

Το πρώτο σκέλος της εισαγγελικής πρότασης αφορά στην εμπεριστατωμένη ανάλυση των αποδιδόμενων κατηγοριών, όπως ερμηνεύονταν μέσα στο ισχύον νομολογικό πλαίσιο. Εν συνεχεία, παρατίθεται το ιστορικό της δίωξής μου, βάσει των αστυνομικών εκθέσεων της δικογραφίας, ξεκινώντας από την περιγραφή των γεγονότων της ημέρας, φτάνοντας ως την προκαταρκτική εξέταση από την Κρατική Ασφάλεια, και την εμπλοκή μου στην υπόθεση κατόπιν επισύνδεσης του τηλεφωνικού μου αριθμού. Όσον αφορά το αμέσως επόμενο βήμα, την προανακριτική διαδικασία, η εισαγγελέας «αντιπαραβάλει» από τη μία την έκθεση απομαγνητοφώνησης της κλήσης στην οποία εμπεριέχεται η «επίμαχη» φράση, βάσει της οποίας κατηγορούμαι (βλ. «Λεπτομέρειες γύρω από μια μετέωρη δικογραφία»), και από την άλλη απόσπασμα από το υπόμνημά μου, όπου κατέθεσα τον ισχυρισμό μου αναφορικά με το πλαίσιο και το περιεχόμενο της εν λόγω συνομιλίας.

Στη συνέχεια της παράθεσης του ιστορικού από την εισαγγελέα, γίνεται αναφορά στο σκεπτικό βάσει του οποίου δεν κλήθηκα από την ανακρίτρια. Συγκεκριμένα αναφέρεται, πως «[ο κατηγορούμενος] δεν κλήθηκε σε απολογία, […] καθώς, κατά την κρίση του Ανακριτή του 14ου Ανακριτικού Τμήματος, δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις εναντίον του για την τέλεση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων».

Αμέσως μετά, η εισαγγελέας επισημαίνει πως «από την ακρόαση του ηχητικού προκύπτει ότι είναι αρκετά δυσδιάκριτη η επίμαχη φράση και επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν λάβουμε ως δεδομένο ότι η φράση που ειπώθηκε είναι αυτή που αποτυπώθηκε στην έκθεση απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων και ανάλυσης, αυτή από μόνη της δεν αποτελεί επαρκές αποδεικτικό στοιχείο για το ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη. Πρέπει να επισημανθεί εξάλλου ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει αναγνωριστεί από κανέναν από τους αυτόπτες μάρτυρες-αστυνομικούς, ούτε έχει προκύψει η ταυτοποίησή του από το βιντεοληπτικό υλικό».

Με λίγα λόγια, η εισαγγελέας συντάσσεται με το σκεπτικό της ανακρίτριας, όπως το παρέθεσε προηγουμένως στην εισαγγελική πρόταση. Αμφότερες, «συντάσσονται» έτσι με ένα από τα βασικά επιχειρήματα που είχα θέσει στη δημόσια αποδόμηση της δικογραφίας, κατατεθειμένο τότε εν είδει προβληματισμού1.

Απουσία «σοβαρών ενδείξεων ενοχής» η εισαγγελέας κλείνει την πρότασή της προτείνοντας να μην γίνει κατηγορία σε βάρος μου για το σύνολο των έως τότε αποδιδόμενων κατηγοριών.

*

Το συμβούλιο πλημμελειοδικών που έλαβε την εισαγγελική πρόταση, την επικύρωσε με απαλλακτικό βούλευμα, που εκδόθηκε στις 17/10/2023. Ενσωματώνοντας την εισαγγελική πρόταση, υιοθέτησε την κατάληξή της, κρίνοντας πως «δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να στηριχτεί δημόσια στο ακροατήριο» κατηγορία εναντίον μου. Ως εκ τούτου αποφάσισε να μην κατηγορηθώ, βάζοντας τέλος στη μεθοδευμένη προσπάθεια ποινικής επιβάρυνσης και στοχοποίησής μου.

Πέρα από την αστική δικαιοσύνη

Η συλλογιστική πορεία που ακολουθεί η επικυρωμένη εισαγγελική πρόταση στην καλύτερη περίπτωση φαντάζει απλοϊκή και τετριμμένη. Κάπως έτσι, βέβαια, μια ολόκληρη επιχείρηση στοχοποίησης από την Κρατική Ασφάλεια, με άρσεις απορρήτου και επισύνδεση τηλεφωνικών αριθμών, επιχείρηση στην οποία αντανακλάται το κατασταλτικό δόγμα του ελληνικού κράτους όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, κρίνεται «πρόχειρη» από τους ίδιους τους μηχανισμούς του, και ως εκ τούτου αποσύρεται από το δικαστικό πεδίο.

Όσον αφορά τον κόσμο του αγώνα, το ζητούμενο για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς μέσα από τέτοιες διώξεις παραμένει η διάχυση του φόβου: Τόσο στα υποκείμενα που στοχοποιούνται ευθέως, στοχεύοντας στην απομόνωσή τους, όσο και στον κοινωνικό και πολιτικό τους περίγυρο, που γίνεται ο έμμεσος αποδέκτης ενός μηνύματος – ενός προτεινόμενου «παραδείγματος προς αποφυγή» για να μην βρεθούν σε αντίστοιχη θέση. Αυτή είναι η πεμπτουσία της καταστολής: Να διαχύσει τον φόβο στους κινηματικούς κύκλους, αφενός εκβιάζοντας την απομάκρυνση των αγωνιζόμενων από τα πεδία του αγώνα, αφετέρου αποτρέποντας τα άτομα που βρίσκουν πιθανά σημεία ταύτισης, από το να έρχονται σε επαφή με το ανταγωνιστικό κίνημα.

Στην περίπτωση της μεθοδευμένης στοχοποίησής μου αυτό δεν κατέστη εφικτό στον βαθμό που επιθυμούσαν οι υπάλληλοι της Κρατικής Ασφάλειας, και εκτιμώ πως αυτό αποτέλεσε το πολιτικό έδαφος που δεν επέτρεψε τη συνέχεια της δίωξης. Εκ των υστέρων, κρίνω ως πολύ σημαντική την άμεση δημοσιοποίηση της κλήσης μου, και την πολιτικά τεκμηριωμένη υπεράσπιση της παρουσίας μου στη διαδήλωση αλληλεγγύης στις εξεγερμένες στις ΗΠΑ – υπεράσπιση που έλαβε χώρα σε χρονικό σημείο πριν ακόμα αποκτήσω πρόσβαση στη δικογραφία, πρόσβαση δηλαδή στη δική τους νομική τεκμηρίωση της κλήσης. Μα και όταν πια είχα λάβει γνώση της δικογραφίας, νιώθω πως ήταν εξίσου χρήσιμο –και κρίσιμο– το να μεταφέρω δημόσια στην κινηματική σφαίρα τον προσωπικό μου σχολιασμό πάνω στα ιδιαίτερα σημεία της. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε μια «ισχυρή ένδειξη» εκ μέρους μου, πως ο φόβος δεν κατάφερε να ριζώσει στην καρδιά μου, παρά το αρχικό μου ξάφνιασμα από την αμιγώς προσωπική διάσταση της δίωξης. Ακόμα ανέδειξε τη φαιδρότητα όλων των επιμέρους μεθοδεύσεων που συνέστησαν αυτή τη δικογραφία, και κατ’ επέκταση την προχειρότητα με την οποία στήθηκε. Αυτή την προχειρότητα επεσήμανα και στο υπόμνημα που κατέθεσα με τη συνδρομή των δικηγόρων μου. Ταυτόχρονα, η κίνηση αυτή εξέπεμψε και τη μεθοδικότητα με την οποία επιχείρησα από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσω την υπόθεση, ατομικά, και από κοινού με τους συνηγόρους υπεράσπισης, με σκοπό να μην μείνει κανένα σημείο αναπάντητο, από τα αρχικά στάδια της δίωξης.

Συμπληρωματικά στα παραπάνω ήρθε η δημόσια ανακοίνωση από «Συλλογικότητες, ομάδες και άτομα που συμμετείχαν στην κατάληψη Δερβενίων 56», με τίτλο «Για πάντα ανίκανοι να νικήσουν αυτό που δεν μπορούν να αντιληφθούν»2, που εξέφρασε αφενός την αλληλεγγύη στο πρόσωπό μου από ένα διευρυμένο συλλογικό σχήμα, και αφετέρου υπερασπίστηκε τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά της κατάληψης Δερβενίων 56, που βαλλόταν μέσα στην ίδια δικογραφία.

Η οικειοποίηση τέτοιων υποθέσεων από συλλογικά κινηματικά σχήματα και η εκφραζόμενη αλληλεγγύη εμπλουτίζουν και δυναμώνουν τις απαντήσεις μας προς τους μηχανισμούς καταστολής. Εκτός του ότι δεν αφήνουν κανένα άτομο μόνο απέναντι στο κράτος, βάζουν αναχώματα στη διαδικασία αποπολιτικοποίησης που επιχειρείται μέσα από τις επιμέρους διώξεις: Μεταξύ άλλων, ένα από τα διαρκή και υπόρρητα επίδικα της καταστολής είναι η υποβάθμιση πολιτικών διεργασιών και η διαστρέβλωση συλλογικών βιωμάτων, με τον εξοστρακισμό της ειδικής διάστασης που αυτά αποκτούν στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού, και το στρίμωγμα των εναπομεινάντων σημαινόμενών τους σε ατομικά κατηγορητήρια. Η συλλογική υπεράσπιση των διωκόμενων υποκειμένων, υπό αυτό το πρίσμα, είναι ταυτόχρονα υπεράσπιση της κοινής πολιτικής πορείας και αποκατάσταση του συλλογικού βιώματος.

*

Η προχειρότητα με την οποία στήθηκε η δίωξή μου σαφώς αποτέλεσε καθοριστική παράμετρο για την έκβαση της υπόθεσης. Το «τεχνικό σκέλος» του απαλλακτικού βουλεύματος, που συμπυκνώνεται στη διατύπωση πως «δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να στηριχτεί δημόσια [το συγκεκριμένο κατηγορητήριο] στο ακροατήριο» εκκινεί από αυτήν την προχειρότητα.

Με αντίστοιχη προχειρότητα, βέβαια, ίσως και με ακόμα περισσότερη, στήνονται κατηγορητήρια που «καταφέρνουν» να φτάσουν στις δικαστικές αίθουσες, και να οδηγήσουν σε βαριές καταδίκες – κυρίως σε περιπτώσεις που «στο εδώλιο» βρίσκονται υποκείμενα που είτε δεν απολαμβάνουν το προνόμιο της ορατότητας (π.χ. μετανάστριες), ή χαρακτηρίζονται από de facto «ποινικοποιημένες» ταυτότητες (π.χ. οπαδοί). Είναι περιπτώσεις σαν και αυτές όπου δοκιμάζονται στην πράξη, συναντώντας συνήθως μηδενική ή ελάχιστη αντίσταση, όλες οι κρατικές φιλοδοξίες για αναβάθμιση των κατασταλτικών δογμάτων· όλα τα νομικά ακροβατικά, πολύ πριν αυτά αποκρυσταλλωθούν σε νέους ποινικούς κώδικες.

Εν είδει κλεισίματος…

Από τη μία πλευρά η προχειρότητα της μεθόδευσης, και από την άλλη η προσωπική και κινηματική ανάδειξη της υπόθεσης, θεωρώ πως συμπληρωματικά και από κοινού οδήγησαν στην παύση της δίωξής μου. Για τη διαχείριση αυτής της κατάστασης, για μένα ήταν βοηθητικό και πολύτιμο το ενδιαφέρον και η υποστήριξη του συντροφικού μου περίγυρου.

Θεωρώ πως πάντα σε αντίστοιχες περιπτώσεις, οι μηχανισμοί καταστολής ζυγίζουν πρωτίστως τις ψυχολογικές αναδιπλώσεις μας και τις αντίστοιχες υποχωρήσεις από τα πεδία του αγώνα, και δευτερευόντως τη στοιβαρότητα των δικών τους κατηγορητηρίων. Κλείνοντας λοιπόν, καταθέτω το παραπάνω σκεπτικό και την πορεία της δίωξης μου, απευθυνόμενος –πρώτα από όλα– στα συντρόφια που στοχοποιούνται από το κράτος, ως προτροπή να «ανοίγουν» τέτοιου τύπου υποθέσεις στο κίνημα – άμεσα και δημόσια. Κατόπιν, η συντροφικότητα, η φροντίδα και η αλληλεγγύη θα συγκροτήσουν το έδαφος, ώστε να στέκονται πάνω του και απέναντι στο κράτος, συγκροτώντας την πολιτική υπεράσπισή τους από την πρώτη στιγμή, αφήνοντας το όποιο αίσθημα ανασφάλειας στην άκρη.

Η ΖΩΗ ΑΝΑΠΝΕΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

(ΑΝΑ)ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ

ΑΝΤΡΙΚΟ ΓΕΡΑ
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Στέλιος Κ.
μέλος της εφημερίδας δρόμου Άπατρις
Χανιά, 12/05/2024

Υ.Γ.: Από το χρηματικό ποσό των 470€ που είχε συγκεντρωθεί για την κάλυψη των δικαστικών εξόδων, ένα μικρό μέρος έχει ήδη διατεθεί για αγορά κινηματικού εξοπλισμού που θα μείνει στο τοπικό κίνημα των Χανίων, και το υπόλοιπο θα μοιραστεί στις εξής κινηματικές υποδομές:

  • Ταμείο Αλληλεγγύης Φυλακισμένων και Διωκόμενων Αγωνιστ(ρι)ών
  • εφημερίδα δρόμου Άπατρις
  • Cybrigade
  • εκτυπωτικές/τυπογραφικές δομές
  • Athens Indymedia

Υποσημειώσεις:

1) Παραθέτω το αντίστοιχο απόσπασμα από το κείμενο «Λεπτομέρειες γύρω από μια μετέωρη δικογραφία»: «Αν υποθέσουμε πως όλη η διαδικασία έχει ακολουθήσει την τυπική οδό, αναρωτιέμαι πόσο ικανή είναι μία τέτοια φράση, όπως αυτή που αποδίδεται σε μένα, για να εμπλέξει έναν άνθρωπο σε μία τέτοια δικογραφία; Αν, δηλαδή, την είχε πει ο συνομιλητής μου, ο οποίος, όπως προκύπτει από το τηλεφώνημα, δεν επέστρεφε από τη διαδήλωση, θα υποδείκνυε πιθανή εμπλοκή του; Ή αν αυτή η φράση λεγόταν αφελώς από την πλευρά μου, εκφράζοντας μία ταύτιση και ένα συλλογικό φαντασιακό, εκφράζοντας από τη σκοπιά του συμμετέχοντα στη διαδήλωση την επικρότηση και την υποστήριξη μίας ενέργειας, χωρίς όμως να είμαι αυτός που έπραξε τα όσα συμμερίζεται, τότε σημαίνει αυτομάτως πως κατατάσσομαι στους υπόπτους ή τους κατηγορούμενους; Είναι αρκετή μία φράση από μία τηλεφωνική συνομιλία για να υποδείξει ή να υπονοήσει κάτι για το οποίο δεν υπάρχει ούτε αναγνώριση από αστυνομικό, ούτε ταυτοποίηση από κάποια κάμερα «ασφαλείας», ούτε και ταυτοποίηση μέσω αποτυπωμάτων ή DNA (αναφέρω μεθόδους που ήδη χρησιμοποιούνται από τους διωκτικούς μηχανισμούς κατά την κατασκευή κατηγορητηρίων, και χαίρουν δικαστικής αναγνώρισης και αποδοχής); Τι νομικές προεκτάσεις μπορεί να έχουν οι καταφατικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα;».

2) https://athens.indymedia.org/post/1613783/