«Ύπαρξη; Ανυπαρξία; Ιδού το ερώτημα.
Τι είναι για την ψυχή το ευγενέστερο;
Να ανεχτείς βέλη και λιθοβολισμό πρόστυχης μοίρας,
ή να σηκώσεις όπλο ενάντια σε ωκεανό από βασανιστήρια
να τους εναντιωθείς και να τα μηδενίσεις; Θάνατος. Ύπνος.
Και μετά, μηδέν. Κι αν μ’ έναν ύπνο βάζω τέλος στα μαρτύρια της καρδιάς
και τα χιλιάδες άλλα πράγματα που κληρονόμησε η σάρκα;
Αυτό είναι ολοκλήρωση ευλαβικότατα επιθυμητή. Θάνατος. Ύπνος.
Ύπνος! Α! Και ίσως όνειρα. Μάλιστα. Εδώ η εμπλοκή.
Γιατί σε τέτοιον ύπνο θανάτου, τι είδους όνειρα; Ενδέχεται να έρθουν,
όταν θα ’χουμε ξεφορτωθεί αυτό το σάρκινο βασανιστήριο;
Αυτό μας κόβει τη φόρα· ο συλλογισμός που κάνει αβάσταχτη
μία ζωή που τόσο αβάσταχτα πολύ κρατεί.
Γιατί, ποιος θα υπόμενε μαστίγιο, προσβολές εγκόσμιες,
την αδικία του δυνάστη, τη βρισιά του αλαζόνα
ή τις μαχαιριές του περιφρονημένου έρωτα,
τον νόμο που θα λειτουργήσει καθυστερημένα,
την προπέτεια της Εξουσίας, τα λακτίσματα
που ο νομοταγής πολίτης δέχεται απ’ τον αχρείο,
όταν στο χέρι του είναι απ’ όλα αυτά να απαλλαγεί
μ’ ένα μικρό, γυμνό μαχαίρι; Γιατί ποιος θ’ ανεχόταν βόγγο,
βάρος και ιδρώτα μίας άχαρης ζωής,
εάν ο τρόμος πως κάτι που υπάρχει μετά θάνατον ̶
η χώρα η άγνωστη που από το σύνορό της
ταξιδιώτης κανείς δεν επιστρέφει ̶ μουδιάζει τη βούληση
και μας καταναγκάζει να υπομείνουμε τα τωρινά μαρτύριά μας,
παρά ν’ ανοίξουμε πανιά προς άλλα, άγνωστά μας;
Όπου, η σκέψη μάς κάνει όλους μας δειλούς,
το φυσικό χρώμα της απόφασης το απονεκρώνει
η κιτρινισμένη πια χροιά της σκέψης.
Και έργα υψηλής πνοής με ισχυρά φτερά,
μ’ αυτήν εδώ τη σκέψη βγαίνουν από τη ροή τους,
έργα πια δεν θα ονομαστούν ποτέ.»
¬Η τραγική ιστορία του Άμλετ, πρίγκιπα της Δανιμαρκίας,
Μετάφραση: Π.Μάτεσις, Τόπος 2009
Για την αντιγραφή: nam sibyllam