Μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου

Σημειώσεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σύμβολα του και την επιστροφή τους στο ιστορικό προσκήνιο, τις διακρατικές συγκρούσεις και τον αντι-ιμπεριαλισμό

Ι

Όταν στις 15 Αυγούστου του 1945 ο αυτοκράτορας Χιροχίτο υπέγραφε την παράδοση της Ιαπωνίας, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος του πιο πολύνεκρου πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα, πιθανότατα κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι 70 χρόνια μετά τα σύμβολα νικητών και ηττημένων θα επανέρχονταν στο προσκήνιο σαν πολεμικά λάβαρα αντίπαλων στρατοπέδων. Μεσούσης της οικονομικής κρίσης και της διάβρωσης που επέφερε αυτή στην παγκόσμια ιδεολογική κυριαρχία του καπιταλισμού, τα αναπάντητα – πολιτικά και ιστορικά – ερωτήματα επανέρχονται στο προσκήνιο, και μάλιστα με το όπλο στο χέρι. Η επικράτηση της Γερμανίας ως αναμφισβήτητης ηγετικής δύναμης στην Ε.Ε και η ταυτόχρονη ανάδυση νέο-χιτλερικών [1] μαζικών κινημάτων δημιουργεί έτσι τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την αναπαράσταση της σύγκρουσης του Β’ ΠΠ είτε σε φαντασιακό, είτε σε πραγματικό επίπεδο.
Την άνοιξη του ’14 οι εξεγερμένοι νεοναζί του Κιέβου κρέμασαν τη φωτογραφία του Στέπαν Μπαντέρα στο κατειλημμένο δημαρχείο. Ο Μπαντέρα ήταν ουκρανός εθνικιστής, φανατικός αντι-ρώσος, αντισημίτης και συνεργάτης των γερμανικών SS, πληροί δηλαδή όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελεί σύμβολο της εξέγερσης του Μαϊντάν, μιας εξέγερσης, «ενάντια στους ρώσους και τους εβραίους ολιγάρχες», που πριμοδοτήθηκε με πολιτική υποστήριξη αλλά και άφθονα χρήματα και όπλα από Ε.Ε και Η.Π.Α. Στον αντίποδα η ρώσικη σημαία, στην οποία έχει βαφτεί πάνω η λέξη «ΑΝΤΙΦΑ», τα σφυροδρέπανα και οι σημαίες των «λαϊκών δημοκρατιών», αποτελούν τα σύμβολα των ανταρτών του Ντόνμπας, τοποθετώντας καλλιτεχνικά τη σύγκρουση στο ίδιο κάδρο στο οποίο εξελίχθηκε πριν από εφτά δεκαετίες.
Η αναβίωση του δευτέρου παγκοσμίου δεν ήρθε σαν φάρσα αλλά περισσότερο σαν λογική εξέλιξη. Μπορεί η επίσημη ιστοριογραφία να υιοθετεί τη θεωρία της «αντιφασιστικής νίκης των λαών», ωστόσο δεν ήταν όλοι οι λαοί αντιφασίστες, και σίγουρα δεν ήταν στο σύνολο τους. Στην Κροατία, την Ουγγαρία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τις χώρες τις Βαλτικής – αλλά και σε άλλες χώρες σε μικρότερο βαθμό – ο ναζισμός υπήρξε αποδεκτό κίνημα από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο στη συνέχεια είτε αποκαθάρθηκε αξιοποιούμενο από τον κρατικό μηχανισμό, στις δημοκρατικές χώρες, είτε παρέμεινε στο παρασκήνιο αποδεχόμενο την ήττα του, στις χώρες που βρέθηκαν στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Στη δεύτερη περίπτωση, στο πρώην ανατολικό μπλοκ είναι που επανατοποθετείται το πρόβλημα: με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» να έχει καταρρεύσει, αφού πρώτα έχει ξεφτιλίσει στον υπέρτατο βαθμό τα σύμβολα και τα περιεχόμενα του κομμουνιστικού κινήματος και την ταυτόχρονη ιδεολογική απαξίωση του καπιταλισμού, τον οποίο οι πληθυσμοί των εν λόγω κρατών ποτέ δεν γνώρισαν σε ανάπτυξη, οι νεο-χιτλερικοί πιστεύουν – και εν πολλοίς έχουν δίκιο – ότι το κοινωνικό έδαφος είναι γόνιμο για να διεκδικήσουν τη ρεβάνς.
Η άνοδος των ομάδων με νεο-χιτλερικά χαρακτηριστικά δημιουργεί σαφή ρήγματα στο εσωτερικό των κοινωνιών και οδηγεί με τη σειρά του στην αντιστροφή του ερωτήματος. Η υιοθέτηση της «αντιφασιστικής νίκης των λαών» από το καθεστώς Πούτιν και η ενσωμάτωσή της στην κυρίαρχη αφήγηση του ρώσικου εθνικισμού, ο οποίος ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται και ενσωματώνει αντίστοιχα και την Σοβιετική Ένωση σαν έκφραση της Μεγάλης Ρωσίας, αποτελεί το ιστορικό υπόβαθρο – και το ηθικό προβάδισμα που αυτό φέρει – τη νέας ρώσικης εθνικής ιδεολογίας. Με αυτήν την αφήγηση φιλοδοξεί να επενδύσει το καθεστώς Πούτιν τη διαμάχη του με τη Δύση που εξελίσσεται ήδη σε μορφή περιφερειακών πολέμων και είναι άγνωστο τι μορφή θα πάρει στο – άμεσο (;) – μέλλον.
Η αναπαράσταση του δευτέρου παγκοσμίου εμφανίζεται, πλέον, λόγω της εδραίωσης των ντόπιων νεοναζί, – αλλά και σαν συνέπεια μιας αυξανόμενης «αντι-γερμανικής» ρητορικής που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό φάσμα – και στο εσωτερικό πολιτικό προσκήνιο. Ενίοτε παίρνει τη μορφή τραγέλαφου στο πρόσωπο του Ά. Γεωργιάδη που σπεύδει να δηλώσει ότι «είναι φίλοι μας οι γερμανοί» και αντίστροφα στις – προ εξουσίας – δηλώσεις των συριζαίων για «δωσίλογους», και ενίοτε θέτει σοβαρότατα πολιτικά και ιστορικά ερωτήματα όταν συγκροτημένα μπλοκ του ευρύτερου αντι-εξουσιαστικού χώρου φωνάζουν : ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ-ΔΣΕ/ Πάρε την κατάσταση στα χέρια σου Λαέ.

ΙΙ

Για να αντληθούν σοβαρά συμπεράσματα από μια εποχή θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν και τα αντίστοιχα εργαλεία. Συνεπώς μπορεί ο δημόσιος διάλογος σχετικά με την κατοχή και την εθνική αντίσταση να τοποθετεί σαν βάση το ερώτημα ποιός ήταν πατριώτης και ποιός όχι – και στην αντιστροφή των πρόσημων ποιός ήταν εθνικιστής και ποιος δεν ήταν – ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η βάση είναι η σωστή. Έτσι μπορεί η βάση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να είχε καθαρά πατριωτικά κίνητρα, ωστόσο δεν συνέβη το ίδιο με την ηγεσία του και κυρίως με το κόμμα που αποτέλεσε τον πυρήνα της εθνικής αντίστασης. Συγκεκριμένα: το ΚΚΕ το ’29 είχε σαν κεντρική γραμμή την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους Μακεδονίας-Θράκης [2], στην κατοχή είχε σαν γραμμή την εθνική απελευθέρωση και το ’48 τη δημιουργία ανεξάρτητου κομμουνιστικού κράτους στα εδάφη της Μακεδονίας [3]. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από το προφανές: η ηγεσία του ΚΚΕ – και προφανώς της κομμουνιστικής διεθνούς που κατείχε την πραγματική εξουσία στο κόμμα – ήταν τυχοδιωκτικοί μηχανισμοί που ανάλογα με τις συνθήκες υιοθετούσαν και την αντίστοιχη τακτική προκειμένου να πετύχουν την κατάκτηση της εξουσίας. Ούτε εθνικιστές, ούτε και φυσικά προδότες ήταν οι ηγέτες του ΚΚΕ κατά την διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου – σταλινικοί ήταν, φορείς ενός διαφορετικού, από το τότε υπάρχον, συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και ό,τι έκαναν υπαγορεύονταν από τα συγκεκριμένα εξόχως πολιτικά ελατήρια.
Η σταλινική φύση του ΚΚΕ εξηγεί και την αντιμετώπιση που επιφύλαξε η ΟΠΛΑ στους εξ’ αριστερών αντιπάλους της. Εάν και η ΟΠΛΑ προφανώς ανέπτυξε αντιφασιστική αντάρτικη δράση, αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα δεν προέβη σε μαζικές, εκδικητικές και άσκοπες, εκκαθαρίσεις αρχειομαρξιστών και τροτσκιστών. Έτσι και αλλιώς η αντίληψη που είχαν τα σοβιετικά καθεστώτα για την απονομή δικαιοσύνης και την αξία της ανθρώπινης ζωής, είναι κάτι που σαφώς απέχει από τα περιεχόμενα που υποτίθεται ότι εξέφραζαν. Η όποια παρακαταθήκη συνεπώς αφήνει η συγκεκριμένη οργάνωση θα πρέπει να δομηθεί στο σύνολο της δραστηριότητας της – αλλά και της αστυνομικής κουλτούρας και ηθικής της – παίρνοντας σαν δεδομένο ότι τα περιεχόμενα των συγκεκριμένων αγώνων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την τότε ιστορική συνθήκη και συνεπώς είναι αδόκιμο να μεταφέρονται αυτούσια στο σήμερα υπερπηδώντας δεκαετίες αλλαγών τεράστιας ιστορικής βαρύτητας.

ΙΙΙ

Πέρα από το δίπολο κομμουνιστών – εθνικιστών – και της διεύρυνσης του σε φασίστες και αντι-φασίστες – κατά την διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων εμφανίστηκαν και άλλες αφηγήσεις των γεγονότων εκείνης της περιόδου. Μεγαλύτερο βάρος έχει ιστορικά εκείνη που εξέφραζε τις θέσεις εκείνων των τροτσκιστικών ομάδων, οι οποίες ασκούσαν συνολικά κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ, για την επιλογή της εθνικής αντίστασης. Η συγκεκριμένη αφήγηση συνοψίζεται στο ότι η ορθή επαναστατική στρατηγική είναι η άρνηση των ελλήνων προλετάριων να πολεμήσουν έναντι των γερμανών και των ιταλών, η οποία θα συνοδεύονταν από κάλεσμα σε αμοιβαία εξέγερση/ταξικό εμφύλιο στο εσωτερικό των αντίπαλων στρατοπέδων. Από την στιγμή που το ΚΚΕ δεν ακολούθησε αυτή την τακτική, αυτές οι ομάδες θεώρησαν ότι η δράση του πλέον είχε εθνικιστικό χαρακτήρα.

Η ιστορική προέλευση αυτής της στρατηγικής τοποθετείται στην δράση των ρώσων και των γερμανών επαναστατών στον πρώτο παγκόσμιο και την μετατροπή του πολέμου σε εσωτερικές κοινωνικές επαναστάσεις τόσο στη Ρωσία, όσο και στην Γερμανία και θεωρήθηκε ότι ήταν αυτονόητη στρατηγική του επαναστατικού κινήματος και στον δεύτερο παγκόσμιο. Ωστόσο η διαφορά στην σύσταση των εμπλεκομένων καθεστώτων αποδείχτηκε καθοριστικής σημασίας: στον πρώτο παγκόσμιο, ο Κάιζερ και ο Τσάρος κατείχαν την εξουσία με μηδαμινά κοινωνικά ερείσματα ενώ στον δεύτερο ο καπιταλισμός, ο σταλινισμός αλλά και ο ναζισμός είχαν βαθιά μαζική υποστήριξη από τα πλήθη τα οποία εξουσίαζαν.

Η αδυναμία κατανόησης της διαφορετικής φύσης των δύο πολέμων είναι προφανής στα κείμενα αυτών των ομαδοποιήσεων και καθόρισε την ανάλυση τους στη συνθήκη της ναζιστικής κατοχής στη Ελλάδα. Έτσι η συγκεκριμένη αφήγηση αρχικά δεν λαμβάνει υπόψη της την ιδεολογική συγκρότηση του ναζιστικού στρατού – παρά τις όποιες σημαντικές εξαιρέσεις [4] – που οριοθετούσε σε πολύ χαμηλό επίπεδο τις πιθανότητες εξέγερσης στο εσωτερικό του και φτάνει στο σημείο να τοποθετείται ουδέτερα ανάμεσα στους μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το συνονθύλευμα εθνικιστών/ναζιστών/μαυραγοριτών που βρέθηκε απέναντι τους. Μάλιστα σε διάφορα βιβλία του Άγι Στίνα – της εμβληματικής μορφής αυτής της τάσης – η κριτική στην δράση του εαμικού κινήματος έχει εμπλουτιστεί με ψευδή ιστορικά γεγονότα [5] προκειμένου να τεκμηριωθεί ιστορικά η εθνικιστική ταυτότητα του ΕΑΜ.

Παρ’ όλα αυτά η σημασία της ιστορικής καταγραφής της δράσης αυτών των ομάδων [6] είναι μεγάλη, παρά την μικρή απήχηση που είχε, εάν λάβει κανείς υπόψη το επαναστατικό πολιτικό περιεχόμενο της δράσης τους και τις ακραία αντίξοες συνθήκες στις οποίες οι συγκεκριμένοι επαναστάτες προσπάθησαν να εφαρμόσουν το – εν τέλει ανεφάρμοστο – πολιτικό τους σχέδιο. Ταυτόχρονα η ύπαρξη τους αποτελεί μια ακόμα απόδειξη ότι τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι προϊόν μανιχαϊστικών δίπολων (φασίστες-αντιφασίστες) [7] αλλά είναι μια πολυπαραγοντική συνάρτηση υλικών προϋποθέσεων, σκοπών και μέσων και της σύγκρουσης μεταξύ τους.

IV

Η υιοθέτηση της αντι-ιμπεριαλιστικής ρητορικής από ομάδες του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου πραγματοποιείται σε μια εποχή τεράστιων γεωπολιτικών συγκρούσεων που θέτουν στο προσκήνιο ερωτήματα που είναι αδύνατο να απαντηθούν στα πλαίσια της «παγκοσμιότητας του κεφαλαίου» σαν αιτία των πάντων ή στα πλαίσιο ιδεολογημάτων όπως το «ο εχθρός είναι μόνο μέσα στη χώρα». Η υπαρκτή αδυναμία ερμηνείας της νέας παγκόσμιας κατάστασης, οδηγεί συνεπώς κάποιους συντρόφους στην αναπαραγωγή σχημάτων από το παρελθόν, με προεξέχουσα την περίοδο του εαμικού κινήματος. Ταυτόχρονα οι απαντήσεις που μας δίνει η ιστορία, αυτόματα θέτουν και νέα ερωτήματα λόγω της διαφοράς των αντικειμενικών συνθηκών. Εάν ο αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας και η εαμική παρακαταθήκη είναι η απάντηση, η νέα ερώτηση είναι εάν θεωρούμε ότι η χώρα βρίσκεται υπό κατοχή και ακόμα και εάν η απάντηση είναι εκ νέου θετική, ξανατίθεται η ερώτηση εάν η σημερινή κατάσταση προσομοιάζει κατά οποιονδήποτε τρόπο με τη μαζική εισβολή ενός ένοπλου έθνους και την αυτοπρόσωπη κατάληψη όλων των χωριών και των πόλεων όπως αυτή πραγματοποιήθηκε το 1940. Αντίστοιχα κάποια χαρακτηριστικά του εαμικού κινήματος, όπως ο χαρακτήρας αστικής δημοκρατικής επανάστασης, η κάθετη δομή του ΚΚΕ, το γεγονός ότι το ΕΑΜ δεν έθιξε εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις όπως η εκκλησία και η ατομική ιδιοκτησία [8], η ύπαρξη της ΕΣΣΔ σαν συνθήκη, και η πλειοδοσία σε πατριωτισμό θέτουν και το ερώτημα πόσο επίκαιρη είναι μια τέτοια αντίληψη σήμερα ή τι χαρακτήρα θα έχει η όποια κοινωνική αλλαγή εάν υιοθετηθεί. Επίσης, αυτή η νέα κατεύθυνση στην οποία κινούνται πλέον κάποια κομμάτια του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από μια γενικότερη πολιτική φρασεολογία που εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια εμπεριέχοντας σχήματα όπως «γερμανική κατοχή», «δωσίλογοι» και «κυβέρνηση Κουίσλιγκς», θέτοντας και το ερώτημα εάν είναι απλά παράγωγο αυτής της εποχής – μια προσπάθεια δηλαδή προσαρμογής των κινηματικών/επαναστατικών προταγμάτων στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.

Η αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική έρχεται να απαντήσει σε ζητήματα που ενώ σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας του καπιταλισμού δεν καταλάμβαναν χώρο στον κινηματικό διάλογο, πλέον είναι υπαρκτά και χρήζουν διερεύνησης. Η πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου είναι αυξημένη και τα ερωτήματα πολυδιάστατα: εάν στη πιθανότητα εμπλοκής με μια χώρα όπως η Τουρκία, που το κοινωνικό κίνημα βρίσκεται σε άνθηση, η τακτική του αμοιβαίου σαμποταρίσματος της πολεμικής προετοιμασίας (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητη, τι γίνεται στην περίπτωση εμπλοκής με μια χώρα που το κοινωνικό κίνημα είναι ανύπαρκτο; Ωστόσο η επίκληση του αντι-ιμπεριαλισμού δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εύκολη (και λανθασμένη εν πολλοίς) απάντηση σε σωστά ερωτήματα. Ο αντι-ιμπεριαλισμός διαπερνά οριζόντια τους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα τουλάχιστον από την μεταπολίτευση και έκτοτε. Συνδεδεμένος ιστορικά αρχικά με την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και εν τέλει του ρώσικου κράτους, αποτελεί το εργαλείο με το οποίο ενσωματώνεται – με αμοιβαία πρόθεση – η αριστερή εθνική αφήγηση στον εθνικό κορμό και ταυτόχρονα επενδύονται εθνικιστικά ιδεολογήματα με τον μανδύα του κοινωνικού αγώνα [9]. Ταυτόχρονα η διπολική αντίληψη της παγκόσμιας πραγματικότητας και η λογική της επιλογής στρατοπέδου ανάμεσα σε διακρατικές συγκρούσεις, όπως και οι ευκαιριακές συμμαχίες με τοπικιστικές ή ακόμα και εθνικιστικές ομάδες είναι δομικά χαρακτηριστικά του αντι-ιμπεριαλισμού. Η βασικότερη προβληματική όμως της αντι-ιμπεριαλιστικής αφήγησης είναι κεντρικοποίηση της στόχευσης στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά δηλαδή από το κοινωνικό πεδίο των δρώντων υποκειμένων τοποθετώντας αποπροσανατολιστικά το επίδικο του αγώνα σε κάποια νεφελώδη τελική σύγκρουση, μεταξύ στρατών – λαϊκών ή μη – ή ακόμα και μεταξύ κρατών.

Η ανάγκη δημιουργίας μιας νέας συγκροτημένης αφήγησης που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών είναι παραπάνω από προφανής. Τα ερωτήματα που θέτει η κοινωνική πραγματικότητα είναι τεράστια και όλες οι αφηγήσεις πρέπει να αξιολογηθούν παίρνοντας υπόψη την ιστορική παρακαταθήκη χωρίς την εξιδανίκευση της αλλά και κατανοώντας την παρούσα κατάσταση, όχι εμπερίστικα σαν φωτογραφία, αλλά σαν αποτέλεσμα αδιάρρηκτης ιστορικής συνέχειας των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών. Χωρίς αφορισμούς αλλά και χωρίς αγιογραφίες.

Βαγιάν

Σημειώσεις:

[1] Νεοχιτλερισμός και όχι νεοναζισμός λόγω της ιστορικίστικης αναφοράς στους ίδιους τους ναζί και την γερμανικότητα τους που διακατέχει αυτές τις ομαδοποιήσεις και όχι για παράδειγμα στον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης του ναζισμού.

[2] Η «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη» αποτελεί θέση της Κομμουνιστικής διεθνούς που θα επικυρωθεί από το ΚΚΕ (αν και με μεγάλες αντιδράσεις ακόμα και αποχωρήσεις) στο 3ο έκτακτο συνέδριο του που θα λάβει χώρα στο τέλος του 1924 και θα ανακληθεί 11 χρόνια αργότερα στο 6ο Συνέδριο (1935).

[3] Θέση της 5ης Ολομέλειας του ΚΚΕ για το Μακεδονικό ζήτημα.

[4] Για περισσότερα σχετικά με τη δράση γερμανών αντιφασιστών δείτε το «Αντιφασισμός πέρα από σύνορα» εκδόσεις «Δαίμων του Τυπογραφείου».

[5] Για παράδειγμα, στις «Αναμνήσεις» υπάρχει αναφορά για εθνοκάθαρση (!) των σλαβομακεδόνων από τον ΕΛΑΣ, η οποία δεν συνέβη ποτέ, ενώ στο «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ» ο συγγραφέας παρουσιάζει σαν πραγματικό γεγονός τα τεκταινόμενα που αναφέρονται στην περιβόητη «έκθεση Σίτριν» η οποία αποτελεί αποδεδειγμένη προβοκάτσια του αγγλικού κράτους ενάντια στον ΕΛΑΣ.

[6] Η σχεδόν αυτούσια υιοθέτηση της αφήγησης των τροτσκιστικών ομάδων για τον Β’ΠΠ από τον αντιεξουσιαστικό χώρο εξηγείται σε ένα βαθμό και από την συμμετοχή των Στίνα – Ταμτάκου στις δομές του τη δεκαετία του ’70, την εποχή δηλαδή που συγκροτούνταν σαν πολιτικός χώρος.

[7] Βέβαια, στην μανιχαϊστική αντίληψη φασίστες-αντιφασίστες, ο τροτσκιστές απαντούσαν επίσης με μανιχαϊσμό: ο Β’ΠΠ είναι συνωμοσία των αστικών τάξεων εναντίον του παγκόσμιου προλεταριάτου.

[8] Από την άλλη, απονοηματοδότησε ξεκάθαρα την πατριαρχία, μια άλλη ακλόνητη μέχρι τότε εκμεταλλευτική κοινωνική σχέση, με την ένοπλη συμμετοχή χιλιάδων γυναικών στον ΕΛΑΣ.

[9] Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η στάση της αριστεράς στην περίπτωση της Κύπρου και της ΕΟΚΑ, αλλά προφανώς άξιες λόγου είναι και η περίπτωση του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου όπως και συνολικά η υιοθέτηση του αντι-αμερικανισμού από αντιδιαμετρικές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος.