Η οικογένεια ως πεδίο έμφυλων ανισοτήτων και βίας
Η σύγχρονη οικογένεια και οι σχέσεις συζυγικότητας/συντροφικότητας αναπτύσσονται σε ένα προδιαμορφωμένο, πατριαρχικό, κανονιστικό πλαίσιο, με παγιωμένους κοινωνικό-πολιτισμικούς κώδικες και συμβάσεις, που αναπαράγουν τις έμφυλες ανισότητες. Στην οικογένεια (όσο και στις συζυγικές ή άλλου τύπου σχέσεις στο πλαίσιο της πατριαρχίας) επικρατεί μια έμφυλη κανονικότητα με την οποία «οφείλουν» να συμμορφώνονται τα μέλη, που αντανακλάται στο στερεότυπο περί «δύο συμπληρωματικών» φύλων, με «φυσικούς» ρόλους στη ζωή. Η κανονικοποίηση των έμφυλων ρόλων μέσα από τη φυσικοποίησή τους, συντηρεί, αναπαράγει και κάνει δυσδιάκριτες τις έμφυλες ανισότητες και διακρίσεις, εντός κι εκτός οικογενειακού πλαισίου. Ο έμφυλος καταμερισμός ρόλων εντός της οικογένειας δημιουργεί και συντηρεί ανισότιμες σχέσεις και σχέσεις εξουσίας, των οποίων τα αποτελέσματα ακούμε στις γυναικείες φωνές από το διπλανό διαμέρισμα, διαβάζουμε συχνά στις ειδήσεις, παρατηρούμε στην εξουθενωμένη από την οικιακή εργασία συνάδελφο του διπλανού γραφείου, και συναντάμε σε διάφορες διαβαθμίσεις στην καθημερινότητα.
Διαχρονικά οι εκφάνσεις της έμφυλης ανισότητας πλήττουν δυσανάλογα ποιοτικά και ποσοτικά τις γυναίκες και τις θηλυκότητες. Η ενδοοικογενειακή κακοποίηση ή/και οι πολλαπλές –έμφυλες– διακρίσεις εντός της οικογένειας αποτελούν την πιο διαδεδομένη μορφή βίας και καταπίεσης κατά των γυναικών και των θηλυκοτήτων, με στόχο την άσκηση εξουσίας και ελέγχου στη ζωή αυτών. Οι επιζώσες αντιμετωπίζουν επώδυνες, καταχρηστικές, εξαναγκαστικές ή/και επιθετικές συμπεριφορές. Κατόπιν απόδρασης από μια βίαιη σχέση, και κατά την ανάληψη της απόφασης για καταγγελία ή αναφορά των περιστατικών κακοποίησης, κατά τη διάσταση ή/και λύση της συζυγικής ή συντροφικής σχέσης, η συνθήκη συχνά γίνεται ακόμα πιο ενεργή και επικίνδυνη για την ψυχοσυναισθηματική και σωματική ακεραιότητα, και για την ίδια τη ζωή των επιζώντων. Στην πυρηνική (αλλά και ευρύτερη!) οικογένεια, κατόπιν διάστασης ή/και λύσης, όταν αυτή αναπτύσσεται σε συνθήκες καταχρηστικών και εξουσιαστικών συμπεριφορών, οι θύτες μέσω διαφόρων τακτικών ασκούν δύναμη και έλεγχο στη ζωή των γυναικών, καθώς και των τέκνων που υφίστανται την εξουσία με άμεσο ή/και έμμεσο τρόπο (ως μάρτυρες γονεϊκής καταχρηστικής συμπεριφοράς ή/και κακοποίησης).
Νομικό πλαίσιο και ενδοοικογενειακή κακοποίηση
Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο προστασίας από την ενδοοικογενειακή κακοποίηση (Νόμος 3500/2006 και Νόμος 4531/2018 – «Σύμβαση της Κων/πολης») ρυθμίζει τη θεσμική διαδικασία για τέτοιου είδους υποθέσεις, με άλλα λόγια, αποτελεί –μαζί με την κοινωνική του πολιτική– τη νόμιμη οδό που προβλέπει το κράτος για την προστασία των επιζώντων ατόμων. Εξετάζοντας την εφαρμογή των σταδίων νομικής αντιμετώπισης, αναδεικνύεται το πρόσημο που τελικά προσλαμβάνουν αυτές οι θεσμικές λειτουργίες.
α) Στάδιο μήνυσης ή αναφοράς (ακόμα και προφορική) στις αρμόδιες αρχές (εισαγγελία, αστυνομία). Σε αυτή τη διαδικασία, σύμφωνα με τις εμπειρίες των γυναικών, κυριαρχεί η θεσμική αποθάρρυνση σε όλες τις φάσεις, έως την τελική έκβαση της προσωπικής κατάθεσης της εμπειρίας που βίωσαν ή/και βιώνουν στο «εδώ και τώρα» της ζωής τους. Οι γυναίκες θυματοποιούνται και τραυματίζονται δευτερογενώς, καθώς καλούνται να εκθέσουν τα προσωπικά τους τραυματικά βιώματα σε μη ευαισθητοποιημένους, και συχνά με σεξιστικές προκαταλήψεις, επαγγελματίες στην αστυνομία και την εισαγγελία. Συχνά επαγγελματίες σε θέσεις εξουσίας για την προστασία των γυναικών επιζωσών βίας (αστυνομία, εισαγγελία), αναλαμβάνουν καταχρηστικά συμβουλευτικό ρόλο, μέσα από τη θέση ισχύος που κατέχουν στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης, με αποτέλεσμα η διαδικασία συχνά και στοχευμένα να παρακάμπτεται ή/και να κατευθύνεται εις βάρος των νόμιμων δικαιωμάτων των καταγγελλόντων, βάλλοντας, ακόμα και τις καταγγέλλουσες, οι οποίες βρίσκονται σε ευάλωτη θέση (π.χ. αιχμές περί ευθύνης της επιζώσας στη βία, εξευτελιστικές εις βάρος της στερεοτυπικές και σεξιστικές συμπεριφορές, αρνητική κριτική της προσωπικότητας της, υποτιμητικός, απαξιωτικός εις βάρος της λόγος κ.ά.). Στο ίδιο στάδιο (μήνυση ή αναφορά), ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας προσέγγισης σε συνδυασμό με τις αγκυλώσεις των υπηρεσιών (αστυνομία, εισαγγελία), παρατηρείται ότι κατά την αυτεπάγγελτη δίωξη του θύτη με την αυτόφωρη διαδικασία (ως ένα ποινικό αδίκημα, έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας) στο μεγαλύτερο ποσοστό των καταγγελιών –πλην ελάχιστων εξαιρέσεων– δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία. Προκαλείται έτσι επαναθυματοποίηση των επιζωσών γυναικών, που παραμένουν σε μη ασφαλείς για τις ίδιες ή/και τα τέκνα συνθήκες, αυξάνοντας την επικινδυνότητα, και ενισχύοντας το αίσθημα της αβοηθησίας και έλλειψης εμπιστοσύνης των επιζώντων, κατά την αναζήτηση προστασίας και περαιτέρω υποστήριξης.
β) Στάδιο αίτησης έκδοσης ασφαλιστικών μέτρων με παράλληλο αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής-αγωγή διαζυγίου. Αυτό το στάδιο προβλέπει την προσωρινή προστασία της επιζώσας με απόφαση που εκδίδεται άμεσα (προσωρινή διαταγή) μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης, με αιτήματα όπως ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων ή/και της γονικής μέριμνας, διατροφή ανηλίκων τέκνων ή/και της ίδιας της γυναίκας, μετοίκηση του δράστη από την οικογενειακή κατοικία, απαγόρευση προσέγγισης σε συγκεκριμένη απόσταση ή/και στους χώρους κατοικίας ή/και εργασίας της γυναίκας, έκδοση διαζυγίου. Η εκπροσώπηση της γυναίκας από δικηγόρο είναι υποχρεωτική, διορισμένης/-ου από την ίδια ή από κάποιο δωρεάν πρόγραμμα νομικής βοήθειας (Πρωτοδικείου, Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς). Η εφαρμογή του παραπάνω σταδίου νομικής αντιμετώπισης αποτελεί στην πράξη μία χρονοβόρα διαδικασία (περίπου δύο έως έξι έτη) λόγω των διάφορων νομικών ή δικαστικών κωλυσιεργιών. Είναι οικονομικά επιβαρυντική για το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών, όπως σε περιπτώσεις με οριακό συνολικό δηλωθέν εισόδημα, από το ορισθέν ποσό ένταξης σε δωρεάν πρόγραμμα νομικής βοήθειας. Αλλά και σε περιπτώσεις γυναικών που δύνανται οικονομικά να διορίσουν εκπρόσωπο δικηγόρο, στην πορεία το υψηλό συνολικό κόστος των χρονοβόρων διαδικασιών (μέχρι να τελεσιδικήσουν), σε συνδυασμό με τη μη συμμόρφωση του θύτη στις ορισμένες από τον νόμο υποχρεώσεις του (π.χ. μη καταβολή ορισθείσας διατροφής, πολλαπλές αμφίπλευρες μηνύσεις για παραβιάσεις δικαστικών αποφάσεων κ.ά.) έχουν συνέπεια τη χρόνια διάρκεια της κακοποίησης – ακόμα, και σε συνθήκες διάστασης ή/και χωρισμού. Με αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες και τα τέκνα εκτίθενται επανειλημμένα, έμμεσα ή άμεσα, σε κίνδυνο, και συχνά τα επιζώντα άτομα οδηγούνται αναγκαστικά σε παραίτηση από τις όποιες νομικές διαδικασίες και διεκδικήσεις των δικαιωμάτων τους, λόγω οικονομικής και ψυχικής εξάντλησης.
Οι αφηγήσεις των γυναικών για τις εμπειρίες τους αποκαλύπτουν βιώματα ανισότιμων βάσει φύλου συγκρούσεων, καταχρηστικών σχέσεων εξουσίας ή/και κακοποίησης, αναδεικνύοντας την κουλτούρα της βίας, η οποία ενισχύεται από το κοινωνικοπολιτισμικό δίκτυο αντιλήψεων και των θεσμών που την περιβάλλουν. Οι λειτουργίες των τελευταίων αντανακλούν ακριβώς αυτές τις αντιλήψεις που εκφράζονται υλικά στις ζωές και τα σώματα γυναικών και θηλυκοτήτων. Τα αριθμητικά ποσοστά, ακόμα και επισήμως, της ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι σκοτεινά, άρα υπάρχει ανεπαρκής γνώση της πραγματικής διάστασης και δυναμικής του φαινομένου. Ένα μεγάλο ποσοστό ευθυνών για καταχρηστικές ή/και κακοποιητικές πρακτικές δεν καταλογίζεται τελικά στους θύτες με την επιβολή ποινών, μια συνθήκη που προκαλεί θεσμική επαναθυματοποίηση.
Η θεσμική κακοποίηση, που η γυναίκα επιζώσα υφίσταται στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης, κατά την καταγγελία ή αναφορά των συμβάντων, εμποδίζει πρακτικά την αξιοποίηση των νόμιμων –θεσμικών– δικαιωμάτων της. Ταυτόχρονα, πλήττει την ενεργητική συμμετοχή των επιζώντων στη διαδικασία υποστήριξης, την ανάληψη εξουσίας στη λήψη των προσωπικών αποφάσεων και την αυτενέργεια, την ανάκτηση του ελέγχου και του αισθήματος αξιοπρέπειας μέσα από την αναβίωση της εμπιστοσύνης στον εαυτό. Έτσι, αυτού του είδους η κακοποίηση συγκρούεται όχι μόνο με όποια προσπάθεια θεσμικής υποστήριξης, π.χ. μέσω συμβουλευτικής διαδικασίας, ψυχολογικής υποστήριξης κ.λπ., αλλά κυρίως μπλοκάρει την περαιτέρω ανάπτυξη και ελευθερία κινήσεων στα διάφορα επίπεδα και τομείς του προσωπικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου.
Ο νέος νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια και οι λειτουργίες του
Ο «νόμος Τσιάρα» για το οικογενειακό δίκαιο περιλαμβάνει μια σειρά διατάξεων που ρυθμίζουν τη λύση του γάμου, το διαζύγιο, και την κατανομή της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των τέκνων. Μεταξύ άλλων, προβλέπει την από κοινού –άνευ συμφωνίας των γονέων– επιμέλεια των αποκτηθέντων τέκνων, καθώς και το ενδεχόμενο εναλλασσόμενης κατοικίας αυτών, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον θεσμό της διαμεσολάβησης σε κάθε περίπτωση, και θεσπίζει ένα –αυθαίρετο– ελάχιστο ποσοστό χρόνου στην κατανομή της επικοινωνίας μεταξύ γονέων και τέκνου. Για την υποχρεωτικού χαρακτήρα κατεύθυνση που δίνει στους διακανονισμούς για τη λύση του γάμου –και ιδιαίτερα στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας– επικαλείται την «αρχή ισότητας των γονέων». Αναφέρεται όμως σε μια πλασματική, κατασκευασμένη ισότητα με γραμμικές κοινωνικές σχέσεις, αγνοώντας τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας, όπως και τις ταξικές και άλλες ανισότητες. Παρουσιάζει μια ψευδή κοινωνική πραγματικότητα στις έμφυλες σχέσεις, η οποία δεν ανταποκρίνεται ούτε στις πραγματικές διαστάσεις των ανθρωπίνων σχέσεων, όπου κάθε περίπτωση έχει τις ιδιαιτερότητές της, ούτε στις πολύπλοκες διεργασίες κατά τη λύση μιας γονεϊκής έννομης συμβίωσης, όταν δεν είναι δυνατές συνθήκες «συμμαχίας» μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών (γονέων και παιδιών). Η ενδοοικογενειακή βία είναι αόρατη στον νόμο, δεν προβλέπεται ούτε εξαιρείται από την κατεύθυνση που δίνεται, παρά μόνο αν υπάρχει «αμετάκλητη» καταδίκη του θύτη. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις καλούνται να εφαρμοστούν ανεξαιρέτως, λοιπόν, μέσω της νομικής οδού, και μέσω δικαστικών αποφάσεων στις προϋπάρχουσες συνθήκες ανισοτήτων. Η παραγνώριση των έμφυλων ανισοτήτων και των διακρίσεων ή/και των σχέσεων εξουσίας που μπορούν να υφίστανται εντός του οικογενειακού πλαισίου και του γάμου, προφανώς λειτουργεί επιβαρυντικά για τις γυναίκες και τα αποκτηθέντα τέκνα τους. Σε πολλές περιπτώσεις διακινδυνεύονται τα θεσμικά δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών, αφαιρώντας ή υποτιμώντας το δικαίωμα στην αυτενέργεια και αυτοδιάθεση. Η θέσπιση του δικαιώματος, ακόμα και κακοποιητικών συζύγων ή συντρόφων, στην από κοινού επιμέλεια και μέριμνα, που δεν αμφισβητείται μέχρι την «αμετάκλητη καταδίκη» τους, εντείνει τη μακροχρόνια έκθεση γυναικών και παιδιών σε κακοποιητικές συμπεριφορές και κίνδυνο, και αυξάνει τη θεσμική επαναθυματοποίηση.
Τα επιζώντα μέλη της οικογένειας εγκλωβίζονται νομικά, ενώ οι θύτες ενισχύονται με έννομη δύναμη και εξουσία. Τα προβλεπόμενα των διατάξεων πρόκειται να αποθαρρύνουν συστηματικά τις γυναίκες με παιδιά από τη διάσταση ή τη λύση –ακόμα και του κακοποιητικού– γάμου, ενισχύοντας σημαντικά το σχήμα της πατριαρχικής οικογένειας. Πρόκειται για μια νομοθετική μεταρρύθμιση που προασπίζει και ενισχύει την πατριαρχική οικογένεια, προωθώντας το στερεότυπο της ως ενιαίας, συμπαγούς ομάδας, ακόμα και σε συνθήκες ανισότιμες ή/και μη ασφαλείς για τα πιο ευάλωτα μέλη, εντός και εκτός οικογενειακής συμβίωσης.
Το κράτος παρεμβαίνει με το νομικό οπλοστάσιό του για να ρυθμίσει τις κοινωνικές σχέσεις στο πλαίσιο της οικογένειας, δίνοντας μια συγκεκριμένη κατεύθυνση με έμφυλο πρόσημο. Παράλληλα, ευνοεί τους οικονομικά ισχυρούς, δημιουργώντας παράθυρα διαφυγής από το οικονομικό βάρος της διατροφής. Όμως, η ικανοποίηση των συμφερόντων του «λόμπι των ενεργών μπαμπάδων» δεν είναι η μοναδική λειτουργία μιας τέτοιας πολιτικής. Η συνεισφορά του νέου νόμου στην κρατική πολιτική μπορεί να συνοψιστεί χοντροκομμένα ως εξής: το κράτος κατά κάποιο τρόπο περνά από την εσκεμμένη, θεσμική αγνόηση των δομικών ανισοτήτων εις βάρος των γυναικών, στην εσκεμμένη, θεσμική αγνόηση της βίας κατά των γυναικών – τουλάχιστον εντός της οικογένειας.
Η άσκηση μιας αντιδραστικής έμφυλης πολιτικής συμπίπτει απόλυτα με την ατζέντα της άσκησης αντιδραστικής πολιτικής ευρύτερα. Σε μια περίοδο κρίσης της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου η πρόνοια και η μέριμνα συρρικνώνονται, το κράτος και το κεφάλαιο ποντάρουν στη λειτουργία της οικογένειας ως όχημα επιβίωσης για τα πληττόμενα κομμάτια. Αυτό υπονοεί την περιχαράκωση των γυναικών σε ρόλους φροντιστικούς και αναπαραγωγικούς, και την υποτίμηση της ζωής των γυναικών και των θηλυκοτήτων – κάτι που συμβαίνει ήδη με τη γυναικεία εργασία. Παράλληλα συρρικνώνεται ο χώρος για μονογονεϊκές ή άλλου τύπου οικογένειες πέρα από την «παραδοσιακή», πατριαρχική μορφή, η οποία εμπεριέχει τις ζητούμενες λειτουργίες ως μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Στην ίδια κατεύθυνση, οι ζωές των γυναικών υποτιμημένων κοινωνικών ομάδων –έγκλειστες, μετανάστριες, προσφύγισσες, ρομά και άλλες– υφίστανται ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση και απαξίωση.
Στο πλαίσιο αυταρχικοποίησης των καθεστώτων διακυβέρνησης, τα παραδείγματα άσκησης αντιδραστικής έμφυλης πολιτικής άλλων κρατών είναι άφθονα: Από την αποποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας στη Ρωσία το 2017 (με τις ευλογίες της ρωσικής εκκλησίας), την απαγόρευση των εκτρώσεων στην Πολωνία (πάντα με τις ευλογίες της εκκλησίας), μέχρι την πρόσφατη αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κων/πολης, οι ζωές και τα σώματα γυναικών και θηλυκοτήτων τίθενται σε ένα καθεστώς διαρκούς διακινδύνευσης. Κατά την τρέχουσα συγκυρία, στο ελληνικό κράτος, η τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου δεν είναι η μόνη συντηρητική μεταρρύθμιση στο πεδίο της έμφυλης πολιτικής, αλλά συνοδεύεται και από άλλες παρεμβάσεις, με ενδεικτική τη μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας Φύλων σε Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας Φύλων, υποδεικνύοντας τη συνολική κατευθυντήρια γραμμή στο έμφυλο ζήτημα. Η συνέχεια μένει να φανεί στους δρόμους, τις πλατείες και τις γειτονιές.
Carlita Syrichta
Shosanna
*Οι πληροφορίες για την ενδοοικογενειακή κακοποίηση και τη νομική αντιμετώπιση αντλούνται από την Carlita, εργαζόμενη σε δομή επάνω στο έμφυλο ζήτημα.