Νομοσχέδιο Χατζηδάκη: Η υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας μεταρρυθμίσεων και η συνεπαγόμενη απορρύθμιση της εργασίας

Μετά από δύο χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη, βρισκόμαστε σε ένα σημείο που τα αυταρχικά και οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά της δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από οποιαδήποτε ωραιοποίηση.

Από την αρχή της πανδημίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε ιδιαιτέρως γρήγορα αντανακλαστικά σε δυο μονάχα τομείς: το όργιο καταστολής που εφάρμοσε από την πρώτη στιγμή, και την πυρετώδη συγγραφή και ψήφιση των πιο ακραίων και αμφιλεγόμενων νομοσχεδίων που έχει δει η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Χρυσή ευκαιρία ήταν και η πανδημία του covid-19 η οποία δημιούργησε πρόσφορο έδαφος μέσω του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης (που πια έχει εδραιωθεί ως κανονικότητα) για την επιβολή του Θατσερισμού με θρησκευτική ευλάβεια.

Με τα νέα εργασιακά νομοσχέδια να επιβάλλουν τον εργασιακό μεσαίωνα, με την περαιτέρω υποτίμηση της εργασίας, το μέλλον διαφαίνεται μαύρο. Τουριστική σεζόν με «ελευθερία» συνυφασμένη με εξοντωτικά 12ώρα στα εργασιακά κάτεργα των ξενοδοχείων όπου η νέα τροπολογία περί υπερωριών αντί άδειας ισχύει ήδη και στις συμβάσεις περιορισμένου χρόνου. Άδειες λοιπόν που δεν θα δοθούν ποτέ και οι εργαζόμενοι που ρέφαραν το νοίκι και τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ με τα χρήματα των υπερωριών στον Καιάδα.

 Αντί για ενίσχυση των υγειονομικών δομών, ξύλο και τρομοκράτηση από τους πραιτοριανούς του Χρυσοχοϊδη. Η ενασχόληση με την «δημόσια υγεία» με μια διεστραμμένη λογική  κατέληξε λόγω της συνθήκης να εντάσσεται στο δόγμα «τάξις και ασφάλεια».

Βέβαια η προστασία του κοινωνικού συνόλου από έναν αδιευκρίνιστο και επικίνδυνο εχθρό, ανέκαθεν αποτελούσε το βασικότερο εργαλείο ηθικοποίησης της καταστολής στα μάτια των αστών (και λούμπεν) ψηφοφόρων. Με αυτήν την στρατηγική ως λάβαρο, το κράτος καταστέλλει και ταυτόχρονα νομοθετεί για να εκπληρώσει τον ρόλο του, ο οποίος σίγουρα είναι ενάντια στα συμφέροντα όσων δεν ανήκουν στην εγχώρια ελίτ και στους παρατρεχάμενους τους.

 Αν και υπάρχουν αρκετά παραδείγματα για τα παραπάνω, το magnum opus της κυβέρνησης Μητσοτάκη φαίνεται να είναι πιθανώς το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο φιλοδοξεί να αλλάξει θεμελιωδώς το εργασιακό και συνδικαλιστικό τοπίο στην Ελλάδα. Ή, τουλάχιστον, να θεσμοθετήσει την ήδη υπάρχουσα εργασιακή δυστοπία, για να μην τραφεί καμία αυταπάτη πως το κράτος έστω και στα χαρτιά μεριμνά σε οποιοδήποτε βαθμό για τα δικαιώματα των εργαζομένων.  Αφήνει τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες βορά των αφεντικών, αναιρώντας κεκτημένα αιώνων, και στοχοποιώντας τον ριζοσπαστικό συνδικαλισμό.

Σύνοψη των βασικών αξόνων του νομοσχεδίου

«Ευέλικτο» ωράριο και τηλε-εργασία

Ίσως η σημαντικότερη αλλαγή που φέρνει το νομοσχέδιο είναι η θεσμική κατάργηση του οκταώρου. Το οκτάωρο θεωρείται παρωχημένο στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, και η επικαιροποίησή του γίνεται με το πρόσχημα της ευελικτοποίησης του ωραρίου εργασίας.  Έτσι, οι εργαζόμενοι/ες θα επιτρέπεται να εργάζονται 10ωρες (συν πιθανές υπερωρίες) με την κατανόηση πως οι ώρες εργασίας ανά εξάμηνο θα είναι ορισμένες. Σε συνεννόηση με τον εργοδότη, αυτές οι αποκλίσεις θα ανταλλάσσονται με άδειες ή μειωμένο ωράριο. Φυσικά, αξίζει να σημειωθεί πως η υπόσχεση πως οι ώρες εργασίας ανά εξάμηνο δεν μεταβάλλονται είναι ύπουλη: για παράδειγμα, από την στιγμή που γενικά η ένταση της εργασίας που απαιτείται δεν είναι ισοκατανεμημένη στο εξάμηνο, οι εργοδότες δύνανται να εκμεταλλευτούν το παραπάνω πλαίσιο προκειμένου να δίνουν ρεπό ή άδειες σε μέρες  και περιόδους που εξαρχής θα απαιτούσαν πολύ πιο ήπια εργασία. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα μετά από «ατομική συμφωνία» να αυξηθούν οι ώρες υπερωρίας σε 150 ανά εξάμηνο σε όλους τους κλάδους, που σημαίνει τη μείωση του κόστους των υπερωριών για τους εργοδότες. Είναι σαφές πως κάθε νύξη σε ατομική συμφωνία πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, καθώς οι συσχετισμοί εξουσίας εργοδότη/τριας  και εργαζόμενου/ης φυσικά οδηγούν στον εξαναγκασμό των τελευταίων, αφού τα αφεντικά πάντα θα μπορούν να βρουν περισσότερο πειθήνιους εργαζόμενους (είτε από πεποίθηση, είτε από ανάγκη, είτε και από τα δύο), στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Τέλος, οι εργαζόμενοι θα μπορούν να εργάζονται έως και 50 ώρες την εβδομάδα σε πενθήμερη βάση, και το συγκεκριμένο πλαίσιο θα προωθείται με ατομικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες προβλέπουν την απευθείας συμφωνία εργαζόμενου/ης και εργοδότη/ριας, καθιστώντας τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους εντελώς ευάλωτες/ους στις πιέσεις της εργοδοσίας. Σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και υπογραφής θα έχουν μονάχα οι οργανώσεις εργαζομένων που έχουν εγγραφεί στα νομοθετημένα Ψηφιακά Μητρώα.

Στα πλαίσια της ευελικτοποίησης του ωραρίου εργασίας, καθιερώνεται θεσμικά και η τηλε-εργασία, η οποία αποτελεί ιδανικό τρόπο εκμετάλλευσης των εργαζομένων καθώς είναι δύσκολο (έως αδύνατο) να ποσοτικοποιηθούν αντικειμενικά οι ώρες εργασίας, δυσκολεύοντας έτσι τον εντοπισμό εργοδοτικών αυθαιρεσιών όπως οι απλήρωτες υπερωρίες. Οι ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες μάλιστα διαφημίζονται ως φιλεργατικές, δημιουργούν τα κατάλληλα παράθυρα προς την ακόμα μεγαλύτερη καταδυνάστευση των εργαζομένων από τα αφεντικά, πάντα με τις πλάτες του κράτους. Σημειώνεται πως το νομοσχέδιο προβλέπει τυπικά το δικαίωμα στην αποσύνδεση, το δικαίωμα της/του εργαζόμενης/εργαζόμενου να μην απαντά σε email και τηλεφωνήματα που σχετίζονται με την εργασία εκτός ωραρίου. Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, «απαγορεύεται κάθε δυσμενής διάκριση σε βάρος του/της τηλε-εργαζομένου/ης επειδή άσκησε το δικαίωμα αποσύνδεσης», ωστόσο όπως και σε αντίστοιχες περιπτώσεις που «απαγορεύεται η δυσμενής διάκριση», η διάταξη είναι κενή ουσίας καθώς οι πραγματικοί λόγοι άσκησης δυσμενούς διάκρισης σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν ούτως ή άλλως να ελεγχθούν θεσμικά. Η τηλε-εργασία θα μπορεί να είναι πλήρης, μερική ή εκ περιτροπής.

Σχετικά με τις γονεϊκές άδειες, για τους άνδρες θεσπίζεται 14ημερη άδεια τοκετού, και 6μηνη γονεϊκή έως ότου το παιδί γίνει 8 ετών. Ωστόσο, προβλέπονται και «διευκολύνσεις» για τους νέους γονείς μέσω τηλε-εργασίας, οι οποίες εγκυμονούν τις παθογένειες που αναλύθηκαν παραπάνω. Αυτά, και χωρίς ίχνος αυτοσαρκασμού, διαφημίζονται ως προσπάθεια καταπολέμησης των έμφυλων διακρίσεων εις βάρος των γυναικών στην εργασία.

Στοχοποίηση και ποινικοποίηση του συνδικαλισμού

Άλλος σημαντικός άξονας του νομοσχεδίου, πέρα από την εν τη πράξει κατάργηση του οκταώρου, και τη θέσπιση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, είναι η ενεργή στοχοποίηση του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού, και η καταπολέμηση κάθε δυνατότητας των εργαζόμενων για συλλογικές αντιστάσεις και διεκδικήσεις.

Εισάγεται, ως προϋπόθεση για την άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος, η δημιουργία ηλεκτρονικού αρχείου για όλα τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, με σκοπό την καταγραφή και στοχοποίηση των ατόμων που συνδικαλίζονται ενώ ταυτόχρονα, για κήρυξη νόμιμης απεργίας απαιτείται συμμετοχή μεγαλύτερη του 50%. Ο συνδυασμός στοχοποίησης του συνδικαλισμού και της απαίτησης συμμετοχής του 50%  για την κήρυξη απεργίας δείχνει στρατηγική επίθεση ενάντια στο δικαίωμα στην απεργία, περιορίζοντας σημαντικά τις δυνατότητες των σωματείων. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το ότι η Γενική Συνέλευση πρέπει να παρέχει δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και συμμετοχής, διευκολύνοντας τη συμμετοχή των αντιδραστικών στις ψηφοφορίες. Ακόμα, σύμφωνα με το ν/σ, το προσωπικό «ασφαλείας» που πρέπει να εξακολουθεί να εργάζεται σε περίπτωση απεργίας στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, ορίζεται σε τουλάχιστον 40%, και άρα σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στερούνται πλήρως το δικαίωμα στην απεργία. Στην περίπτωση, ωστόσο, που τα συνδικάτα δεν συμμορφώνονται στους παραπάνω όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας προβλέπονται ποινές, και εάν κηρυχθεί παράνομη η απεργία εξετάζεται το ενδεχόμενο η εργοδοσία να μπορεί να ζητήσει αποζημίωση.

Συνεχίζοντας την επίθεση στις συλλογικές δράσεις, το ν/σ αλλάζει τα όρια προστασίας των συνδικαλιστ(ρι)ών για την απόλυσή τους μετά τη λήξη της θητείας καθώς μειώνει και τον αριθμό των μελών της διοίκησης που προστατεύονται με βάση τον αριθμό των μελών της οργάνωσης. Ακόμα, μειώνονται οι μέρες αδικαιολόγητης απουσίας συνδικαλιστ(ρι)ών από την εργασία τους και στους λόγους απόλυσης περιλαμβάνεται η περίπτωση να υπάρχει ποινικό αδίκημα ή υποβολή μήνυσης, μια διάταξη που μπορεί πολύ εύκολα να καταχραστεί κατά το δοκούν από την εκάστοτε εργοδοσία, όπως επίσης εξετάζεται το να συμπεριληφθεί η παρεμπόδιση των απεργοσπαστών. Στο ίδιο πνεύμα, απαγορεύει τις καταλήψεις χώρων και εισόδων όπως και την «άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας» (sic), φράση της οποίας οι δυνατότητες για κατά περίπτωση σκόπιμη παρερμηνεία αφήνει τη φαντασία (και την καταστολή) να οργιάσει. Στο σύνολό του, το ν/σ επιχειρεί να αποδυναμώσει πλήρως κάθε μορφή ριζοσπαστικού συνδικαλισμού, ευνοώντας τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, που κατά κανόνα έχει διαταξικό χαρακτήρα και λειτουργεί συνεργατικά με την εξουσία της εργοδοσίας και του κράτους.

Επίλυση συλλογικών διαφορών

Τέλος, αξίζει να γίνει μνεία στις διατάξεις του ν/σ που αφορούν την επίλυση των συλλογικών διαφορών. Αρχικά, υποβιβάζει την ισχύ της Επιθεώρησης Εργασίας κάνοντας την (ακόμα περισσότερο) διακοσμητική, και κάνει την διαδικασία καταγγελίας εργοδοτικών αυθαιρεσιών όσο το δυνατόν πιο χρονοβόρα: Καθιστά τις συγκρούσεις μεταξύ εργοδοτών-εργαζόμενων «ατομικές διαμάχες», που αρμόδια για την επίλυσή τους δεν θα είναι η Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Πριν την προσφυγή στον ΟΜΕΔ επιλύεται η αμφισβήτηση της συλλογικής αντιπροσωπευτικής ικανότητας, και θεσπίζεται, ως στάδιο προληπτικού ελέγχου, ειδική επιτροπή της πληρότητας των αιτήσεων μεσολάβησης και διαιτησίας. Είναι έκδηλη, λοιπόν, η μεθόδευση της κατάργησης οποιασδήποτε προστασίας των εργαζόμενων μέσω της γραφειοκρατίας, και της ανάθεσης διαμεσολαβητών που υπόκεινται στην πολιτική εξουσία.

Λίγα λόγια για την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη

Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι οικονομολόγος και καθηγητής στο London School of Economics (LSE). O ίδιος, και μια επιτροπή οικονομολόγων της οποίας ηγείται, συνέταξαν ένα κείμενο το οποίο παρουσίασαν στον Κ. Μητσοτάκη, με σκοπό να αλλάξει η εικόνα της ελληνικής οικονομίας μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, και συγκεκριμένα να επιτευχθεί αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3.5% μ.ο. Η έκθεση της επιτροπής συμβουλεύει την αποχώρηση του κράτους από τις προστατευτικές του υποχρεώσεις προς τους πολίτες, καθώς και τη συρρίκνωση της κοινωνικής ασφάλισης προς όφελος των ασφαλιστικών εταιρειών, την υποτίμηση του κόστους εργασίας και τη «μείωση των κοινωνικών δαπανών». Η σημασία της έκθεσης είναι μεγάλη, καθώς εκτός από την προφανή επιρροή στο ν/σ Χατζηδάκη, πιθανώς να προμηνύει και αλλαγές σε επερχόμενα ν/σ.

Αν και η έκθεση αφορά και εργασιακά αλλά και το ασφαλιστικό, οι προτάσεις σχετικές με τα εργασιακά που αποσκοπούν στην «ανάπτυξη», περιλαμβάνουν τη μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους στις εταιρείες, μέσω σταθεροποίησης των εισφορών υγείας, της απάλειψης της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση του κατώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος, και την εφαρμογή ενιαίας κλίμακας φορολογίας, δηλαδή, την με κάθε τρόπο ελαχιστοποίηση των υποχρεώσεων της εργοδοσίας απέναντι στους εργαζόμενους.

Είναι ξεκάθαρο πως η θατσερικής πνοής επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και τον συνδικαλισμό κλιμακώνεται στο ν/σ Χατζηδάκη. Αν και δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, καθώς ήταν γνωστό πως η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πολεμούσε κάθε εργασιακό κεκτημένο με σκοπό να ευνοήσει το κεφάλαιο και τα αφεντικά με όποιον τρόπο της είναι δυνατό. Ωστόσο, η αντίδραση δεν δύναται να μένει σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς η απειλή είναι εξαιρετικά ζοφερή και άμεση, και κινδυνεύουμε (και όχι μόνο στον τομέα των εργασιακών) μετά την πανδημία να επιστρέψουμε σε ζωές που δεν θα αναγνωρίζουμε. Στην τωρινή συγκυρία το εργατικό κίνημα καλείται να απαντήσει μαχητικά, και να δείξει πως κάθε αντίστοιχη προσπάθεια κατακρεούργησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων θα αντιμετωπίζεται μονάχα όπως της αρμόζει.

Το παρόν κείμενο βασίζεται στην αντίστοιχη παρουσίαση που έγινε στην κατάληψη Ευαγγελισμού από τη συντακτική ομάδα Ηρακλείου της εφημερίδας δρόμου Άπατρις στις 07/05/2021

Raskolnikov