Οι πύλες του ονείρου

Το editorial του φύλλου 12 της «Άπατρις» ξεκινούσε με τη φράση «οι αυταπάτες είναι φρούτα που ευδοκιμούν σε συνειδήσεις καθυστερημένες». Έναν χρόνο μετά, οι διεργασίες που λόγω «κρίσης»1 φαίνεται να λαμβάνουν χώρα μέσα στις συνειδήσεις μεγάλου μέρους της ελλαδικής κοινωνίας, δυστυχώς μας υποχρεώνουν να ασχοληθούμε επειγόντως με την περαιτέρω επεξήγηση της διαπίστωσης αυτής. Αυτό για δύο λόγους: πρώτον, γιατί οι «αυταπάτες» αυτές τείνουν πια επικίνδυνα να μετουσιώνονται σε τάσεις εκφασισμού της κοινωνίας.2 Δεύτερον, γιατί οι εν λόγω συνειδήσεις είναι ένας βασικός λόγος γι’ αυτήν την άκρως ανησυχητική εξέλιξη.

Πρέπει λοιπόν να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πώς και γιατί λειτουργούν έτσι οι συνειδήσεις αυτές, και πώς μπορούμε να βάλουμε φρένο σ’ αυτό το φαινόμενο. Αυτό μάλιστα γίνεται σήμερα μια επιτακτική ανάγκη που δεν αφορά μόνο όσους/ες κινούνται οργανωμένα μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό, αλλά και κάθε υγιώς σκεπτόμενο άνθρωπο.

Όσα ακολουθούν έχουν ξαναγραφτεί και ειπωθεί, 70 χρόνια τώρα, μετά τις τραγικές συνέπειες που είχε για την ανθρωπότητα μια τέτοια φασίζουσα, ανορθολογική τροπή στη σκέψη εκατομμυρίων ατόμων, όταν –ξανά μετά από μια «κρίση»– αποκρυσταλλώθηκε τελικά σε φασιστική ή ολοκληρωτική ιδεολογία. Οφείλουμε όμως να τα ξαναπούμε, γιατί η ελλαδική κοινωνία κατάντησε σήμερα να διεκδικεί την παγκόσμια πρωτοτυπία να είναι η μόνη όπου υπάρχει ένα ανοιχτά νεοναζιστικό κόμμα3 που φαίνεται να συγκεντρώνει ποσοστά τέτοια που να του επιτρέπουν να μπει στη βουλή. Τα πάντα βέβαια είναι ακόμα ρευστά, όμως η αυξημένη τα τελευταία χρόνια επιρροή της συμμορίας αυτής, αλλά και άλλων μορφωμάτων της ευρύτερης ακροδεξιάς, εδράζεται σε τάσεις, νοοτροπίες και αντιλήψεις πλατιά διαδεδομένες μέσα σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα. Και παρ’ ότι οι αντιλήψεις αυτές σοβούσαν πάντα σε όλες τις σύγχρονες ατομικιστικές κοινωνίες, είναι σε περιστάσεις όπως αυτές που λαμβάνουν χώρα στην ελλάδα σήμερα, που αν δεν συναντήσουν τις κατάλληλες αντιστάσεις, αποτελεί κανόνα να οξύνονται και να βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια, με πιθανότατα τρομακτικές συνέπειες.

«Καθυστερημένη» λοιπόν είναι μια συνείδηση που προσπαθεί να κατανοήσει μια νέα πραγματικότητα με παλιά εργαλεία, ακατάλληλα πια για τα νέα δεδομένα. Το αποτέλεσμα είναι να καταλήγει σε αναληθείς και αντιφατικές ερμηνείες Έτσι, αντί να καταλήξει σε μια λίγο πολύ λογική θεώρηση, κατασκευάζει κι ενστερνίζεται έναν Μύθο: μια ανορθολογική σύλληψη των εξελίξεων, των προβλημάτων και των αιτιών τους. Οι μάζες των αγανακτισμένων πατριωτών οποιασδήποτε απόχρωσης στην ελλάδα του σήμερα, ερμηνεύουν εσφαλμένα τη ραγδαία επιδείνωση της ζωής τους με όρους «προδοσίας» των πολιτικών «τους», γιατί πιστεύουν στον μύθο ότι οι τελευταίοι («κανονικά») υπάρχουν για να υπηρετούν τους ίδιους και το έθνος. Το πρόβλημα όμως αρχίζει να γίνεται τρομακτικό, όταν η προσκόλληση στο «μεγαλείο» του τελευταίου είναι ο μόνος τρόπος που βρίσκουν για να ξεπεράσουν την απογοήτευση και την ταπείνωση που νιώθουν. Γιατί τότε είναι που μπαίνει το πρώτο αγκωνάρι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κάθε λογής αποδιοπομπαίων τράγων (Εβραίων, μεταναστών…).

Πώς εξηγείται όμως αυτή η ροπή προς μια μυθική, δηλαδή ψευδή και εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας; Τόσο η εμπειρία όσο και η Ιστορία έχουν δείξει ότι δύο είναι κυρίως οι αιτίες: η πρώτη είναι ακριβώς αυτή η θεμελιώδης ασυγχρονία της συνείδησης πολλών ανθρώπων με τους καιρούς που ζουν και τις εξελίξεις εντός τους. Η δεύτερη –και δεν χρησιμοποιήσαμε τυχαία τη λέξη νωρίτερα– το γεγονός πως μιλάμε για μάζες. Ας μιλήσουμε όμως για την πρώτη.

1. Η σχετικότητα του Χρόνου…

Δεν ζουν όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο Τώρα. Βιολογικά, βέβαια, διαβιούν και κινούνται σ’ αυτό. Πάρα πολλοί όμως κουβαλούν στο μυαλό τους παρελθοντικά στοιχεία που παρεμβάλλονται ανάμεσα στη σκέψη και τη σημερινή αντικειμενική τους θέση, κάνοντάς τους να ζουν σε παρωχημένους χρόνους· ο μεσόκοπος και ο ηλικιωμένος, αλλά συχνά και ο αγρότης, ζει σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν. Το ίδιο και ο λόγω κρίσης ξεπεσμένος μικροαστός, που ονειρεύεται την επιστροφή στην πρότερη ευημερία, όπως και ο αριστερός, που αναπολεί το κράτος πρόνοιας και το προηγούμενο «κοινωνικό συμβόλαιο». Ο νέος, στο μέλλον. Έτσι, αξίες, πεποιθήσεις και νοοτροπίες παλιότερων κυρίως καιρών και γενεών, εξακολουθούν ν’ ασκούν καθοριστική επιρροή σε αναρίθμητα μυαλά του σήμερα: Πατρίς, Θρησκεία, Τιμή, Γη, Παράδοση, Προγονολατρεία, Αρχαίο Μεγαλείο και πολλά άλλα αποτελούν κανονιστικό πλαίσιο για τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων (και μ’ αυτή την έννοια είναι πολλά τα χρόνια που «χτυπούν» μέσα στο εκάστοτε τρέχον).

Δεν θα κρίνουμε εδώ αν αυτό είναι καλό ή κακό γενικότερα. Για το θέμα που πραγματευόμαστε όμως, μας ενδιαφέρει η πτυχή της προσήλωσης στις παραπάνω αξίες, που οδηγεί τη συνείδηση να ζει σε μια χρονικότητα ευρισκόμενη σε απόλυτη ασυμβατότητα με τη χρονικότητα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό γιατί οι κυρίαρχες αξίες της τελευταίας είναι εντελώς άλλης κατηγορίας: το κεφάλαιο, το κέρδος, η ιδιοτέλεια, ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός, η εκλογίκευση των πάντων κ.ο.κ., δεν γνωρίζουν ούτε θρησκείες, ούτε πατρίδες και σύνορα, ούτε παραδόσεις και μπέσα, Συντάγματα και νόμους. Αν το να προσανατολίζεις τη ζωή σου με οδηγό το άστρο της Θρησκείας και της Τιμής ήταν κάτι λογικό στις μεσαιωνικές κοινωνίες, όπου κυρίαρχη αξία γενικά δεν ήταν η οικονομία και το άτομο αλλά η αγιοσύνη, η ιπποσύνη, η κοινότητα, η αφοσίωση στον ευγενή-φεουδάρχη κ.λπ., στο σημερινό κοινωνικό μοντέλο η υποκειμενική υιοθέτηση αυτών των αξιών ως πυξίδα οδηγεί σε στάσεις αναντίστοιχες με κείνες που υπαγορεύουν οι νόμοι κίνησης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Έτσι, γεννά αδυναμία προσαρμογής, κρίσεις ταυτότητας, αντιφατικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές.

Όταν τώρα οι κυρίαρχες τάξεις κρίνουν πως ήρθε η ώρα να επιτεθούν σαρωτικά στα κεκτημένα, όπως συμβαίνει σήμερα, τότε ο ανθρωπάκος που ακόμα ζει και πορεύεται νομίζοντας πως κορωνίδα του κόσμου είναι π.χ. η Θρησκεία και η Πατρίδα, ο Νόμος και η Τάξη, η εντιμότητα στις συναλλαγές (αυτή όχι πάντα…), ο προγραμματισμός και η αποταμίευση, χάνει τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια του· αδυνατεί να κατανοήσει τους λόγους και τους μηχανισμούς εξαιτίας των οποίων ξαφνικά κατέρρευσε ο κόσμος του· επιπλέον, η ασυγχρονία (δηλαδή η καθυστέρηση) ανάμεσα στη συνείδησή του και τις ιλιγγιώδεις εξελίξεις, τον μπερδεύει ακόμα περισσότερο όταν ενισχυθεί από τις παράλογες χρονικότητες αυτού του συστήματος: δούλεψε 35 χρόνια για να πάρει μια αξιοπρεπή σύνταξη, αλλά έχασε σε 2 μέρες τις αποταμιεύσεις του, γιατί «κούρεψαν» τα ομόλογα που τις είχε επενδύσει. Οργίζεται κι αγανακτά, όμως και πάλι αυτές οι παλιές δυνάμεις που διαφεντεύουν το μυαλό του στέκονται ανάμεσα σ’ αυτόν και στο υπαίτιο σύστημα, σαν προπέτασμα καπνού. Είναι η στιγμή που, αν δεν βρεθεί ένας κοινωνικός πόλος, ένα κίνημα που θα του δώσει ένα νέο όραμα για το αύριο, θ’ αγκιστρωθεί με ακόμα μεγαλύτερο φανατισμό στα κατάλοιπα του παρελθόντος που διέπουν τη σκέψη του. Αυτά τα κατ’ ουσίαν προκαπιταλιστικά αποθέματα είναι τα μόνα που γνωρίζει για να στηριχτεί, και γι’ αυτό αναβιώνουν δυναμικά μέσα στη συνείδησή του – τη συνείδηση μιας ολόκληρης τάξης που βουλιάζει. Σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση, στην οποία ταυτόχρονα ονειροπολεί για την επάνοδο στην πρότερη, γαλήνια ομαλότητα, αν απ’ την άλλη βρεθεί ένας «Μακρυγιάννης», που θα είναι ταυτόχρονα οργισμένος και μέτριος, αντιφατικός και ρομαντικός όπως εκείνος, μα φλογερός κήρυκας της αναβίωσης ενός μεγαλειώδους παρελθόντος, τότε ο μέχρι σήμερα αφόρητα κοινότοπος ανθρωπάκος μας μπορεί κάλλιστα να γίνει φανατικός οπαδός του, άσχετα από τη μισαλλοδοξία και τον αγριανθρωπισμό που μπορεί να χαρακτηρίζουν τις ιδέες και τις προτάσεις του: Ο ανθρωπάκος θα εθελοτυφλεί μπροστά στο προφανές, για να ανακουφιστεί από το δυσβάσταχτο.

2. «Βλέπω γύρω μου παντού μικρούς ξεπεσμένους θεούς…»

Η δεύτερη αιτία της έφεσης ή της ευπιστίας των ανθρώπων απέναντι σε μύθους που συσκοτίζουν την πραγματικότητα είναι οι μετάπλασή τους σε μάζες. Σε σύνολα δηλαδή ανθρώπων χωρίς πραγματικούς ή με ελάχιστους κοινωνικούς δεσμούς, ομογενοποιημένα σε ένα εύπλαστο πολτό που προήλθε από τη διάλυση των ποικίλων κοινοτήτων (εργασιακών, χωροταξικών, πολιτιστικών), μέσα στις οποίες οι άνθρωποι αποκτούσαν αναγνωρίσιμη ταυτότητα ως ιδιαίτερα και διακριτά πρόσωπα, και ως εκ τούτου αυτοσεβασμό και προσανατολισμό.

Η διάλυση αυτή δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της εδραίωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας με όλους τους μέχρι σήμερα τροπισμούς της: την αποθέωση του ατόμου ως μεμονωμένης μονάδας με ξέχωρο, αδήριτα ανταγωνιστικό συμφέρον απέναντι σε όλα τα άλλα άτομα, θεού-κυρίαρχου πάνω στους άλλους και στο φυσικό περιβάλλον, πολίτη-ψηφοφόρου χωρίς συμμετοχή στις αποφάσεις, καταναλωτή και φετιχιστή της επιτυχίας, ψυχρού υπολογιστή με βάση την τεχνοεπιστημονική γνώση κ.λπ.

Μόνο που για όλους αυτούς τους λόγους η «μεμονωμένη μονάδα» έγινε ταυτόχρονα και…μοναχή. «Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, ηδονιστές χωρίς καρδιά…»4, τα άτομα της νέας κοινωνικής οργάνωσης έχασαν τις ρίζες που νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους, και συνδέθηκαν πια με τα υπόλοιπα άτομα μόνο μέσω του στυλ, της κατοχής πλούτου ή του θεάματος. Εφήμερα, επιφανειακά και εξ αποστάσεως. Μέσα τους άρχισε να χάσκει ένα πρωτόγνωρο κενό: Το κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου ανθρώπου της μάζας δεν είναι απαραίτητα η αποκτήνωση ή η πνευματική καθυστέρηση, όσο η απομόνωση και η έλλειψη αληθινών κοινωνικών σχέσεων. Μια αίσθηση ανασφάλειας και μετεωρισμού χωρίς έρμα τον κάνουν (ως εκ τούτου)… έρμαιο του φόβου και της χειραγώγησης – ειδικά σε συνθήκες όπως οι σημερινές, όπου χάνει ακόμα και τα λίγα υπάρχοντα στα οποία βάσισε τόσο την επιβίωση όσο και την καταξίωσή του, ή και τη δουλειά του, και συνεπώς αισθάνεται άχρηστος και ταπεινωμένος. Τίποτα δεν άλλαξε στον κόσμο, και συνεπώς και μέσα του, σε σχέση με τους «προγόνους» του της κρίσης του ’30, που για διάφορους λόγους έτυχε να ’ναι γερμανοί. Τηρουμένων των αναλογιών, «το Άουσβιτς μπορεί να ξανασυμβεί», όπως έγραφε κάποτε ο Πρίμο Λέβι. Ένα τέτοιο ανθρώπινο υποκείμενο είναι, υπό προϋποθέσεις, πάντα έτοιμο να βρει το χαμένο νόημα μέσα σε οποιαδήποτε μυθική αφήγηση (εθνοπατριωτική, φυλετική, θρησκευτική κ.λπ.) που θα του προσφέρει μια αίσθηση υπερηφάνειας, χρησιμότητας και κοινότητας, έστω κι απ’ τη διεστραμμένη όσο και αντεστραμμένη σκοπιά του να μισεί τους Διαφορετικούς ως μέρος κάποιων Άλλων: έλληνας, σουδανός ή χιλιανός εθνικιστής, ζηλωτής θρησκευτικής πίστης, «άριος» λευκός, οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας, μέλος συνοικιακής συμμορίας… ανικανοποίητος οικονομικά, συναισθηματικά και σεξουαλικά, μπορεί να μισεί χωρίς τελειωμό· δεν ανέχεται καμία χαλάρωση, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζει καμία εκπλήρωση.

3. Μια απαραίτητη παρένθεση

Αν όλα τα παραπάνω παίρνουν σήμερα στην ελλάδα μια πολύ επικίνδυνη τροπή μέσα στο μυαλό του πανικόβλητου ανθρωπάκου, αυτή έχει δύο διαστάσεις. Η μία είναι ο πατριωτικός φανατισμός ενάντια σε ξένους και έλληνες «κατακτητές» και «δοσίλογους», που υποδεικνύει ως εχθρό το μνημόνιο και όχι το σύνολο του οικονομικού συστήματος που το παρήγαγε, τις εθνικότητες και τα πρόσωπα και όχι τις τάξεις και τις ιεραρχίες. Η άλλη είναι ο οξυμμένος ρατσισμός ενάντια στους μετανάστες, που θέλει να αγνοεί πως ΚΑΙ αυτοί όπως ΚΑΙ οι φτωχοί, ξεπεσμένοι έλληνες, είναι απόβλητα του ίδιου αυτού πολιτικοοικονομικού συστήματος.

Οι πολιτικοί έχουν όλα τα πανίσχυρα μέσα για να στρέψουν την προσοχή και την οργή στους μετανάστες (κι αν δεν υπήρχαν αυτοί, θα την έστρεφαν σε κάποια άλλη κοινωνική ομάδα, υποδεέστερη απέναντι στην κυρίαρχη, μα καταπιεσμένη εθνική).

Το ζήτημα εδώ είναι ότι, αν επιμείνουμε να επισημαίνουμε μόνο όσα αναφέρθηκαν στις ενότητες (1) και (2) ως αιτίες του αυξανόμενου ρατσισμού, θα δώσουμε μια μονοδιάστατη, αντιδιαλεκτική ερμηνεία του φαινομένου: Δεν είναι μόνο η άνοδος του άλογου στοιχείου του φόβου, που ευνοεί τη θυματοποίηση των μεταναστών. Είναι και οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες.

Στα προηγούμενα χρόνια, τ’ αφεντικά πριμοδοτούσαν τον πάντα υποβόσκοντα ρατσισμό, ώστε να εκδηλώνεται μ’ έναν ελεγχόμενο τρόπο σε ένα ωφέλιμο γι’ αυτά επίπεδο. Ήταν η εποχή που οι μετανάστες τούς βόλευαν όλους: Χονδρικά, τα μεγάλα αφεντικά έβρισκαν πάμφθηνο εργατικό δυναμικό, και ταυτόχρονα πίεζαν προς τα κάτω τους μισθούς αυξάνοντας τα κέρδη· τα δε μικρά, γίνονταν τέτοια αφήνοντας τις μέχρι τότε (χειρωνακτικές) εργασίες τους στους «κακομοίρηδες», για να γίνουν (υπ)εργολάβοι, να εισπράττουν επιδοτήσεις και ν’ αποφεύγουν τις ασφαλιστικές εισφορές. Εποχή της «ανάπτυξης», της δάνειας ευμάρειας, του ασφαλούς μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, των μεγάλων (ολυμπιακών) έργων, και της οικονομικής κατάκτησης των Βαλκανίων.

…Τώρα; τώρα οι μετανάστες δεν μπορούν πια να παίξουν τον ζωτικό ρόλο που έπαιζαν στην καπιταλιστική οικονομία. Τα μεγάλα αφεντικά αναδιπλώνονται και δεν επενδύουν, ενώ τη βρωμοδουλειά της υποτίμησης του εργατικού κόστους την κάνει απροσχημάτιστα πια ο εκτελεστικός τους βραχίονας, η κυβέρνηση, με τους νόμους, τους δικαστές και τους μπάτσους. Τα δε μικρά χρεοκοπούν και γυρνάνε (όσα έχουν) στις πρότερες «υποτιμητικές» εργασίες τους, κάνοντάς τες με τα δικά τους χέρια. Ένα κάποιο επίπεδο ανοχής που υπήρχε, και οι ανάλογες νομοθετικές θεσμίσεις (π.χ. για τη νομιμοποίηση ενός ποσοστού μεταναστών), έλαβαν χώρα γιατί εξυπηρετούσαν ως μέσα παραγωγικής αξιοποίησης του πλούτου για τα κάθε είδους αφεντικά. Τώρα που οι συνθήκες άλλαξαν άρδην, τυπικές θεσμίσεις και άτυπες ανεκτικές συμπεριφορές έχασαν των ωφελιμιστικό τους χαρακτήρα. Οι μετανάστες «περισσεύουν». Έγινε ό,τι και με τους Εβραίους στη Γερμανία του ’30: Όσο υπήρχαν οι συνθήκες της «ελεύθερης αγοράς» και των αυτοματισμών της χρηματικής οικονομίας, το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο και η κατοχή κεφαλαίου τους έκανε αποδεκτούς ως μοχλούς ανάπτυξης κι επέκτασης της οικονομίας. Όταν ξέσπασε η κρίση, ζόρισαν τα πράγματα, και η λύση δόθηκε μέσα από τον ολοκληρωτισμό, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η συγχώνευση κράτους και οικονομίας. Έχασαν τη δύναμή τους ως παράγοντες της εμπορευματικής κυκλοφορίας γιατί οι νέοι εξουσιαστές ανέλαβαν μόνοι τους να φέρουν εις πέρας αυτή τη λειτουργία.

Ανάμεσα σε άλλους λόγους, ήταν ώρα για να τους ξεφορτωθούν… ήταν ώρα για στρατόπεδα συγκέντρωσης.

4. Ουτοπία ενάντια στην Πανούκλα

«Αν χάσαμε για ένα λόγο την ιδεολογική μάχη ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό,
ήταν γιατί αφήσαμε αφύλαχτες τις πύλες του ονείρου…»

~Ερνστ Μπλοχ

Με την παραπάνω αποστροφή, ο γερμανός αντιναζιστής φιλόσοφος προσπάθησε να εξηγήσει τη λαϊκή βάση του ναζισμού. Αν και απομένει ακόμα να δείξει, δυστυχώς η σκέψη του είναι πια επίκαιρη στην ελλάδα του σήμερα. Οι τάσεις εκφασισμού της κοινωνίας για τις οποίες έγινε λόγος στην αρχή αυτού του κειμένου, όπως εκφράζονται μέσα από την άνοδο της ακροδεξιάς, και ειδικά της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, είναι εμφανείς και πρέπει να δούμε τι ανάχωμα θα προβάλουμε.

Η ακροδεξιά ρητορεία και ιδεολογία, ανάμεσα σε άλλα, ήταν πάντα βασισμένη σ’ αυτές τις μυθικές κατασκευές στις οποίες ρέπει το μυαλό του ανθρωπάκου, ο οποίος δυνητικά μπορεί να στελεχώσει κινηματικά τα φασιστικά μορφώματα. Τόσο ο Μπλοχ όσο και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αντιτάχτηκαν στη στενά ορθολογική αντιμετώπιση των «επιχειρημάτων» των φασιστών. Σε αντίθεση με την καταστροφική μονολιθική θεώρηση της αριστεράς για τον φασισμό ως το «τελευταίο καταφύγιο του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού», οι δύο διανοητές διέκριναν, μέσα στο ακατάληπτο συνονθύλευμα των φασιστικών ή φασιζουσών πεποιθήσεων, ενότητες αντιθέτων που περιέχουν ταυτόχρονα κυνικά αλλά και ουτοπικά στοιχεία, ζοφερές χειραγωγήσεις αλλά και ανεκπλήρωτες προσδοκίες, ποταπότητα αλλά και άκρατη ονειροπόληση.

Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζουμε πως δεν αρκεί η επίκληση στατιστικών στοιχείων, φριχτών ιστορικών επιπτώσεων και λογικών επιχειρημάτων για την αντιμετώπιση της φασίζουσας σκέψης. Τα υγειονομικά και εγκληματολογικά στοιχεία που δείχνουν ανάγλυφα πως ο «κίνδυνος» των μεταναστών δεν είναι τόσο μεγάλος όσο τον παρουσιάζουν, οι εικόνες από το Άουσβιτς, το ότι το κράτος έφτιαξε το έθνος, γενικότερα ο υλισμός και η κυριολεξία είναι επιχειρήματα σκόπιμα μα ανεπαρκή, γιατί «για κάθε ανορθολογική, δηλαδή μυθική σκέψη, το πρόβλημα της αλήθειας δεν υφίσταται πια», όπως έλεγε ο Μπένγιαμιν. Ούτε η επίκληση αξιών είναι από μόνη της ικανή να εμποδίσει την πανούκλα: Αν πεις στον φασίστα «ντροπή σου που είσαι ρατσιστής», θα απαντήσει το γνωστό «αν η υπεράσπιση της πατρίδας μου είναι ρατσισμός, τότε τιμή μου που είμαι ρατσιστής» – λόγος που βρίσκει ευήκοα ώτα. Παράλληλα λοιπόν μ’ αυτά, ο ταξικός αγώνας πρέπει σε επίπεδο Λόγου να καταδυθεί και στον πυθμένα του πόθου, της επιθυμίας, της προσδοκίας και του ονείρου, και να οικειοποιηθεί τις έννοιες που αξιοποιούν οι φασίστες, δίνοντάς τους άλλο περιεχόμενο στο πλαίσιο της επίκλησης ενός οράματος. Αν το «αίμα» είναι αξία, είναι γιατί αδελφοποιεί τους λαούς – τ’ αδέλφια προέρχονται πάντα από τη μίξη του. Κι αν είναι κόκκινο, «κόκκινο» θα είναι και το μέλλον. Αν η «Λαϊκή Ενότητα» είναι αξία, μπορεί να έχει υπόσταση μόνο αν ως «λαός» θεωρηθεί όλη η ανθρωπότητα, υπό συνθήκες ισότητας, ελευθερίας και απόλαυσης για όλους/ες.

Κι αν η δικιά μας Ουτοπία μπορεί να πάρει έναν επιδραστικό χαρακτήρα μέσα στα ανορθολογικά μυαλά, μπορεί να το κάνει μόνο με την υπόδειξη πρακτικών παραγωγής, διανομής, διαβίωσης, αλληλεγγύης, και γενικά λύσεων καθημερινών προβλημάτων που ήδη υφίστανται διάχυτα, σπερματικά αλλά χειροπιαστά μέσα στη σημερινή ιστορική κίνηση, και αναδίδουν το άρωμα ενός άλλου, ευτυχέστερου κόσμου. «Η αντίσταση στις ακροδεξιές δυνάμεις μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν φαίνεται εφικτή μια γνήσια πολιτική εναλλακτική λύση», όπως γράφει ο Saoul Newman.5 Μια λύση που μεταξύ άλλων θα αναδεικνύει μέσα από όλες τις λειτουργίες της τη δυνατότητα μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, που θα βρίσκεται κάτω από τον συνειδητό έλεγχο των ανθρώπων, θα εκφράζει λογικές σχέσεις έμπλεες νοήματος ανάμεσα στους ανθρώπους και τη Φύση, και θα ‘χει τη μορφή μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας ελεύθερων και ίσων.

Το αντίθετο του μύθου δεν είναι τόσο ένα λογικό επιχείρημα, αλλά η οικοδόμηση στο Σήμερα των θεσμών και των σχέσεων ενός τέτοιου απελευθερωμένου, Ωραίου κόσμου. Γιατί όταν το δυσβάσταχτο και άσχημο μετατρέπεται σε Ωραίο, τότε ο μύθος ραγίζει: Πρώτη φθορά του, είναι το Κάλλος.

Ανέστιος

Σημειώσεις:

1 «Κρίση» αποκαλούμε τη γενικευμένη επίθεση των κυρίαρχων τάξεων ενάντια στο σύνολο της ζωής μας (κεκτημένα, δικαιώματα, ελευθερίες κ.λπ.) ως καταπιεσμένων, με στόχο να αντισταθμίσουν τις ζημιές από τις πολιτικές τους, και να επωφεληθούν για να επεκτείνουν τα κέρδη και τα προνόμιά τους.

2 Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το πρόσωπο του οποίου τα λόγια βάλαμε στην προμετωπίδα του editorial 12 (ο γνωστός «λαϊκός» στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος), ενδεικτικό παράδειγμα μιας καθυστερημένης συνείδησης, σήμερα εκφέρει ανοιχτά ρατσιστικό λόγο ενάντια στους μετανάστες, ζητώντας στρατόπεδα συγκέντρωσης παρέα με όλο τον ακροδεξιό συρφετό.

3 Εννοούμε βέβαια τη Χρυσή Αυγή.

4 Ο χαρακτηρισμός του Μαξ Βέμπερ για τον αναδυόμενο τύπο Ανθρώπου της νεωτερικής αστικής κοινωνίας.

5 «Ευτοπία», τεύχος 20, Οκτώβριος 2011