Παιδί ακόμα, θαύμαζα τον σκαιό κατάδικο που πάντα έκλειναν πίσω από τις πόρτες της φυλακής. Έψαχνα τα πανδοχεία και τις νοικιασμένες κάμαρες τις αγιασμένες με την παρουσία του. Ατένιζα με το δικό του ιδανικό το μπλε του ουρανού και τον ανθισμένο μόχθο της εξοχής. Ερμήνευα το πεπρωμένο του στις πόλεις. Ήταν από έναν άγιο πιο αγέρωχος, από έναν ποντοπόρο πιο νουνεχής – αυτός! Μάρτυρας του λογισμού και του θριάμβου του. Πάνω σε δημοσιές, κάτω απ’ τη νύχτα του χειμώνα δίχως σκεπή, δίχως κουρέλι, δίχως ψωμί, ένας φθόγγος έσφιγγε την παγωμένη καρδιά μου.
«Τόλμη ή δειλία: τόλμη για σε. Δεν ξέρεις πού και γιατί τρέχεις. Έμπα παντού, αποκρίσου σ’ όλα. Αν γίνεται να σκοτώσουν ένα πτώμα, τότε να φοβάσαι μήπως σε σκοτώσουν».
Το πρωί το βλέμμα μου είχε χαθεί στο άπειρο κι η όψη μου είχε τόσο αδειάσει ώστε κι αν κάποιον αντάμωσα δεν θα με παρατηρούσε. Στις πόλεις, ο βόρβορος έλαμπε έξαφνα κόκκινος και μαύρος, πανόμοιος με καθρέφτη, αντανακλώντας τη φλόγα λάμπας από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν θησαυρός σε δάσος. Καλή τύχη, κραύγαζα γοερά κι αντίκριζα ένα πέλαγο γεμάτο καπνό και λάμψη στον ουρανό, και δεξιά κι αριστερά λαμπάδιαζαν τα πλούτη του κόσμου σαν ένα δισεκατομμύριο κεραυνοί. Αλλά το όργιο κι η συντροφιά των γυναικών μού ήσαν απαγορευμένα. Σύντροφος κανένας. Είδα τον εαυτό μου περικυκλωμένο από ένα λυσσασμένο πλήθος αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα να οδύρομαι από δυστυχία γιατί δεν μπορούσαν να με νιώσουν όμως συγχωρώντας τους – σαν την Ιωάννα Ντ’ Αρκ!
«Δάσκαλοι, παπάδες, αφεντάδες, κάνετε λάθος παραδίνοντάς με στις αρχές.
Βαστώ από ράτσα που τραγούδησε στα βασανιστήρια. Ποτέ δεν κατάλαβα τους νόμους. Δεν έχω συναίσθηση της ηθικής είμ’ ασύδοτος. Κάνετε λάθος». Το παραδέχομαι, σφάλησα τα μάτια μου στο φως σας. Είμαι χτήνος. Νέγρος. Όμως υπάρχει τρόπος να σωθώ. Μα σεις δεν είστε παρά ψευτονέγροι, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι. Έμπορα, είσαι νέγρος· δικαστή, είσαι νέγρος· στρατηγέ είσαι νέγρος· αυτοκράτορα, παλιά φαγούρα, είσαι νέγρος· έχεις πιει αφορολόγητο ποτό από το διυλιστήριο του Διαβόλου. Πυρετός και καρκίνος εμπνέουν τούτο ΤΟΝ λαό. Οι γέροι κι οι ανάπηροι είναι τόσο σεβαστοί ώστε δεν γίνονται αλλιώς παρά βραστοί. Προτιμότερα να αφήσεις την Ήπειρο αυτή που η παραφροσύνη δολοπλοκεί για να ταΐσει μ’ όμηρους αυτούς τους ελεεινούς.
Μπαίνω στο βασίλειο της Αφρικής. Μήπως γνωρίζω καν τη φύση; Μήπως γνωρίζω καν τον εαυτό μου; Όχι πια λέξεις, θάβω τους πεθαμένους στην κοιλιά μου. Ιαχές, τύμπανα, χορός, χορός, χορός, χορός. Δεν βλέπω την ώρα να πέσω στο κενό καθώς ξεμπαρκαίρνουν οι λευκοί. Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός. Ξεμπαρκαίρνουν οι λευκοί. Το κανόνι. Ανάγκη πάσα ν’ ανανήψουμε, να φορέσουμε ρούχα, να πιάσουμε δουλειά. Δέχτηκε το πλήγμα της θείας χάρης η καρδιά μου. Ω! Γιατί να μην το είχα μαντέψει! Δεν έκανα κακό κανένα.
Ελαφρές οι μέρες μου θα’ ναι. Δίχως καμιά ανάγκη συγγνώμης. Δεν θα γνωρίσω τ’ άγχη της ψυχής παγερής στην έννοια του καλού, όπου σκαρφαλώνει με δριμύτητα το φως, σαν λαμπάδας νεκρικής. Η τύχη του γιου κάθε ενάρετης οικογένειας, πρώιμο φέρετρο πλημμυρισμένο με δάκρυα λαμπικαρισμένα. Η κραιπάλη, είναι βλακεία δίχως άλλο, βλακεία και διαφθορά: πρέπει να πεταχτεί η σαπίλα. Ας ήταν να σημάνει το ρολόι της ώρας της άδολης θλίψης.
Έτσι λοιπόν θα περιφέρομαι, σαν ανήλικο, παίζοντας στις πύλες του παραδείσου, λησμονώντας κάθε συμφορά; Γρήγορα! Άλλες ζωές υπάρχουν – Ύπνος μες στον πλούτο-αδύνατο. Ο πλούτος ήταν πάντα δημόσιο αγαθό. Τα κλειδιά της γνώσης μόνον εφαρμόζουνε στη θεία αγάπη. Προσβλέπω στη φύση σαν θεά καλοσύνης. Χίμαιρες, ιδανικά, πλάνες, σας αφήνω: Το δίκαιο άσμα των αγγέλων ανεβαίνει πάνω από το σωτήριο σκάφος: είναι ο θείος έρωτας. Δύο έρωτες. Μπορώ να πεθάνω από γήινο έρωτα, να πεθάνω από εγκαρτέρηση. Απαρνήθηκα ψυχές κι ο πόνος τους αύξησε την αναχώρησή μου.
Ανάμεσα στους ναυαγούς εμέ διαλέγεις· όσοι μένουν πίσω δεν είναι τάχα φίλοι μου; Σώσε τους! Η λογική γεννιέται μέσα μου. Ο κόσμος είναι καλός, θα ευλογώ τη ζωή. Θ’ αγαπώ τους αδελφούς μου. Δεν είναι παιδιάστικες υποσχέσεις, ούτε ελπίδες μάταιες να ξεφύγω από τα γηρατειά και τον θάνατο. Απ’ τον Θεό αντλώ τη δύναμη μου και δοξάζω το Θεό.
Η ανία δεν θα’ ναι πια ο ερωτάς μου. Λύσσες, τρέλες, ασωτείες -εγνώρισα κάθε ακμή και παρακμή τους- ολάκερο το φορτίο μου αφήνω χάμω. Ας αναμετρήσουμε, νηφάλιοι την έκταση της αθωότητάς μου. Δεν θέλω πια να εκλιπαρώ βίτσες για παρηγοριές. Μήτε κ’ έχω σκοπό να σαλπάρω για το ταξίδι του γάμου με τον Ιησού-Χριστό πεθερό μου. Δεν είμαι πια δέσμιος της λογικής μου. Είπα: Θεός. Θέλω ελευθερία μες στη σωτηρία. Πώς να τη βρω; Ρηχά γούστα τα παράτησα. Μήτε πλέον ανάγκη για αφοσίωση ή θεία αγάπη. Ούτε νοσταλγίες για την εποχή των τρυφερών υπάρξεων. Ο κάθε ένας με τη δική του λογική, ειρωνεία και συμπάθεια: κρατώ τη θέση μου στην κορυφή αυτής της αγγελικής κλίμακας του ορθολογισμού. Όσο για την καθιερωμένη ευτυχία, οικογενειακή είτε όχι, δεν αντέχω. Έχω οργιάσει πάρα πολύ, πάρα πολύ εξασθενίσει.
Με το μόχθο καρπίζει η ζωή, πλατειασμός της κακιάς ώρας! Εμένα η ζωή μου δεν είναι πεδικλωμένη, πετάει και πλέει μακριά, αντίπερα από κάθε πράξη, αυτή την αγαπητή βολή του κόσμου. Τι γεροντοκόρη είμαι να μου λείπει το θάρρος να αγαπήσω τον θάνατο. Αν ο Θεός με οδηγούσε στην άπειρη γαλήνη, στην παντοτινήν αιθρία, στην προσευχή -σαν τους Αγίους μιας εποχής αλλοτινής- Άγιοι, αυτοί είναι παντοδύναμοι! Αποδημητές και καλλιτέχνες έτσι καθώς είναι, κανείς δεν τους χρειάζεται.
Φάρσα δίχως τέλος; Με κάνει να κλαίω η αθωότητά μου. Φάρσα είναι η ζωή κι όλοι παίζουμε τον ρόλο του πρωταγωνιστή.
Απόσπασμα από το «Αίμα Κακό» του βιβλίου «Μια Εποχή Στην Κόλαση» του Arthur Rimbaud, γάλλου ποιητή του 19ου αιώνα…