«Όμως ο μεταμοντερνισμός, με […] την επικέντρωσή του μάλλον στο κείμενο παρά στο έργο, την τάση του στην αποδόμηση που προσεγγίζει τον μηδενισμό, την προτίμησή του μάλλον για την αισθητική παρά για την ηθική, πάει πολύ μακριά. Προχωρά πέρα από το σημείο μέχρι το οποίο μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε συνεκτική πολιτική, ενώ η πλευρά του μεταμοντερνισμού που επιδιώκει την ξεδιάντροπη προσαρμογή στην αγορά, τον τοποθετεί σταθερά στην τροχιά μιας επιχειρηματικής κουλτούρας η οποία είναι γνώρισμα του αντιδραστικού νεοσυντηρητισμού.
Το χειρότερο απ όλα είναι ότι, ενώ ανοίγει μια ριζοσπαστική οπτική αναγνωρίζοντας την αυθεντικότητα των άλλων φωνών, η σκέψη του μεταμοντερνισμού αποκλείει αμέσως τις άλλες φωνές από την πρόσβαση σε καθολικές πηγές δύναμης, γκετοποιώντας τες εντός της αδιαφανούς ετερότητας, εντός της
ιδιαιτερότητας του ενός ή του άλλου γλωσσικού παιχνιδιού. Επομένως αποδυναμώνει αυτές τις φωνές […] σε έναν κόσμο ετεροβαρών συσχετισμών δύναμης. Το γλωσσικό παιχνίδι της κλίκας των διεθνών τραπεζιτών μπορεί να είναι αδιαπέραστο για εμάς, αλλά αυτό δεν το καθιστά ισότιμο υπό την οπτική των συσχετισμών δύναμης με την εξίσου αδιαπέραστη γλώσσα των μαύρων στα κέντρα των πόλεων.
~Harvey David, «Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας», εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.163-165
Ακόμα και τα μέσα από τα οποία έρχεται η «απομάγευση» του έργου τέχνης (ο διαχωρισμός του με τον αυθεντικό τόπο παράδοσής του, κινηματογράφος, εκτυπώσεις, ηχογραφήσεις μουσικών κ.λπ.) μπορεί να έχουν απελευθερωτικές δυνάμεις. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ανθρώπους για να εκφράσουν το εαυτό τους μέσα από την αποτύπωση της εμπειρίας τους, μέσα από τη δημοσίευση της δικής τους γλώσσας-γλωσσικού παιχνιδιού. Εδώ μοιάζει να επιβεβαιώνεται μια παλιά θεώρηση του Benjamin. [1]
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Harvey εστιάζει στον κατακερματισμό των αγωνιζόμενων ομάδων για τη διατήρηση της διαφορετικότητάς τους, και στην αδυναμία τους –στο τέλος– να αντισταθούν στο κυρίαρχο σύστημα. Εμείς δεδομένου των παραπάνω θα θέλαμε να σημειώσουμε την αφομοιωτική δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος στη βάση του αυθεντικού έργου τέχνης. Αυθεντικό με την έννοια του ότι παράγεται από τους ίδιους τους καταπιεσμένους με τους τρόπους τους, ή με τρόπους που προσάρμοσαν και ας μην κατάγονται άμεσα από αυτούς. [2]
Δυο νοοτροπίες πιστεύουμε πως είναι κυρίαρχες και επιτρέπουν αυτή τη διαδικασία αφομοίωσης. Η μία απελευθερώθηκε μέσα από την κυριαρχία του μεταμοντέρνου στην πολιτιστική σφαίρα. Η δεύτερη συνδέεται με την πρώτη, και έχει να κάνει με τον καπιταλιστικό κύκλο παραγωγής που όταν αρχίσει δεν μπορεί να σταματήσει, πρέπει συνεχώς να επεκτείνεται. Το κεφάλαιο πρέπει συνεχώς να αυξάνεται μέσα από την επανεπένδυση του κέρδους που προέκυψε μέσα από τον καπιταλιστικό κύκλο παραγωγής.
Για να μην αδικήσουμε το μεταμοντέρνο, αναγνωρίζουμε την αξία του στην κριτική που έκανε στο μεταπολεμικό μοντέρνο (συγκεκριμένα ένα μέρος του μοντέρνου έγινε εκφραστής των μεγάλων επιχειρήσεων, και αφιερώθηκε ως τα άκρα στη λειτουργιστική/αποδοτική νοοτροπία που είναι σαφές ότι εξυπηρετούσε το κυρίαρχο σύστημα). Το μεταμοντέρνο έδωσε τη δυνατότητα να εκφραστούν οι διαφορετικές ομάδες με διαφορετικές ταυτότητες με τον δικό τους αυθεντικό τρόπο. Όμως, καθώς αναπαράγουν τον εαυτό τους μέσα στην ετερότητά τους, αποδυναμώνονται ενισχύοντας την ταυτότητα τους, αφού τελικά δεν υπάρχει ένα πλάνο, μια μετά-αφήγηση που να τους συνενώσει για να χτυπήσουν το σύστημα που γεννά την καταπίεσή τους. Έτσι ή θα περιδινούνται εντός του γκέτο της διαφορετικότητάς τους, είτε θα αφομοιωθούν στην πλέον κυριάρχηση δύναμη, την καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία. Δραματικά το μόνο που θα τους μείνει είναι το κουρέλι της διαφορετικότητάς τους, ενώ πίσω τους θα οργιάζει η καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, είναι σαφές, όπως μπορούμε να δούμε και στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος, πως η κυριάρχηση της εικόνας χωρίς περιεχόμενο στο έργο τέχνης μπορεί να συνδεθεί με την καπιταλιστική «δίψα» για συνεχή κερδοφορία, η ημιζωή όλων των προϊόντων μετά τη νεοφιλελεύθερη επέλαση στα τέλη του 20ου αιώνα μίκρυνε, ο καπιταλιστικός κύκλος παραγωγής επιταχύνθηκε. Εκφρασμένο διαφορετικά, το μεταμοντέρνο παράγει περισσότερα και με μεγαλύτερη ευκολία έργα τέχνης προς πώληση, και ταυτόχρονα ενισχύει την καταναλωτική κουλτούρα μέσα από την εκλαΐκευση της τέχνης, και τη χρήση της για τη διάχυση της καπιταλιστικής νοοτροπίας στις μάζες.
Η απομάκρυνση του περιεχόμενου από την εικόνα έχει απελευθερωτικές δυνάμεις, όπως είπαμε, έφερε ταυτόχρονα και την κυριαρχία της αποτελεσματικότητας και της χρήσης, και αυτό έγινε αφού έριξε ένα γερό χτύπημα σε όλες τις υπόλοιπες μεγάλες αφηγήσεις, γεννήματα του διαφωτισμού. Το μεταμοντέρνο, θεωρώντας τον εαυτό του υπεράνω πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής (άρα απολιτικό), αφού δεν το ένοιαζε το περιεχόμενο παρά μόνο η εικόνα, απλά άφησε τον καπιταλισμό να κυριαρχήσει.
Αποδυνάμωσε την εξουσία του καλλιτέχνη πάνω στην ανάθεση σημασίας στο έργο τέχνης, έτσι ώστε ο καθένας να αναθέτει ό,τι θέλει στο έργο τέχνης, κάτι πολύ θετικό εκ πρώτης όψεως. Όμως αφού δεν έχουμε επιτύχει την ισοτιμία και έχουμε ανθρώπους δουλικούς, με την έννοια του εξαναγκασμού που υποβάλουν στον άνθρωπο οι βιολογικές του ανάγκες (ή αλλιώς η ανάγκη να πουλάμε τις δημιουργικές μας δυνάμεις, άρα να εξαρτόμαστε από τον εργοδότη μας), τότε δεν είμαστε ελεύθεροι να αποφασίζουμε ή να αναθέτουμε νοήματα στα έργα τέχνης ή και σε οτιδήποτε άλλο (ή τουλάχιστον η δική μας ανάθεση νοήματος θα είναι πολύ ασήμαντη). Αυτοί που κατέχουν τη εξουσία και τη δύναμη αναθέτουν νόημα στα έργα τέχνης (και σε όλα τα άλλα), αφού η αποτελεσματικότητα όπως είπαμε κυριαρχεί σε τούτο τον κόσμο.
Η χυδαιότητα του μεταμοντέρνου σχίζει από τον τόπο της παραγωγής του το έργο τέχνης για τα καλά πλέον, το απεκδύει από κάθε νόημα, και τραγικά μαζί με την αποδόμησή του, την εμφάνισή χιλιάδων μικρών θεωρήσεων και την παραγωγή τοπικών μικρών γλωσσικών παιχνιδιών, δίνει και νέα προϊόντα στη βιομηχανία της τέχνης. Και ο «ταπεινός» και «υπεράνω» μεταμοντέρνος καθώς νίβει τα χέρια του, παθαίνει ακριβώς αυτό που κατηγόρησε τον μεταπολεμικό μοντερνισμό, δηλαδή αφομοιώνεται υπηρετώντας το κυρίαρχο. Με έναν άλλο τρόπο ανοίγει δρόμο στον λαίμαργο καπιταλισμό να προσδώσει νόημα στο χωρίς περιεχόμενο έργο τέχνης, και αυτό το νόημα δεν είναι άλλο από το χρήμα.
Μιλτιάδης Πρέχτος
[1] Benjamin Walter, «Για το έργο τέχνης – τρία δοκίμια», εκδόσεις Πλέθρον [2] Δεν μπορούμε να πούμε πως οποιαδήποτε γνώση ή ανθρώπινο δημιούργημα είναι κτήμα ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αφού στηρίζεται πάνω στον κόπο ή την δημιουργία πολλών άλλων πριν από αυτούς.