Πιάνοντας το νήμα της καταστροφής

Τα γεγονότα των αλλεπάλληλων και καταστροφικών πυρκαγιών τον Αύγουστο του 2021 διακόπτουν το -όχι και τόσο- ανέμελο ελληνικό καλοκαίρι. Οι φωτιές καίνε για μέρες και μέσα στο διάστημα που ακολουθεί σημειώνεται καταστροφή που ξεπερνά τα 1.200.000 στρέμματα. Οι απώλειες κάθε μορφής σε όλες τις περιοχές είναι τεράστιες. Δάση γεμάτα ζωή έχουν αφανιστεί στις φλόγες και ολόκληρες περιοχές έχουν καταστραφεί. Κι ενώ η αυθόρμητη απόκριση μπροστά σε αυτό τον αφανισμό είναι η οργή και ο θρήνος -τόσο για τις μη ανθρώπινες ζωές, όσο και για το βιοπορισμό χιλιάδων κόσμου και κάθε είδους ανθρώπινη απώλεια- πλήθος ερωτημάτων αναδύονται. Οι φωτιές δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν απροσδόκητες: εκτυλίσσονται μέσα σε έναν από τους χειρότερους καύσωνες των τελευταίων ετών, ενώ ανάλογες πυρκαγιές παρατηρήθηκαν εξίσου σε πολλές από τις περιοχές ανά τον κόσμο που προηγήθηκε το κύμα ασυνήθιστου καύσωνα. Ούτε η εκδήλωση πυρκαγιών το καλοκαίρι στην ελλάδα είναι ασυνήθιστο ή απρόβλεπτο φαινόμενο. Τότε το βασικό ερώτημα είναι τι προκαλεί το μέγεθος της καταστροφής; Το τεράστιο αναδυόμενο “γιατί” αναζητά απαντήσεις ενεργοποιώντας αόρατες συνδέσεις στην αλυσίδα καταστροφών που μας έχει βρει το τελευταίο διάστημα. Τα σημεία που ακολουθούν επιχειρούν να φωτίσουν κάποιες από αυτές.

Α

Η παράδοση στις φλόγες κομματιών γης και ολόκληρων περιοχών συντελεί στη βίαιη και απότομη αλλαγή στη χρήση της γης εις βάρος των άγριων εκτάσεων και ζωής. Σήμερα αυτή η αλλαγή διεξάγεται με τους όρους που θέτουν οι επενδυτικές και το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα προκαλείται βίαιη και απότομη εκκαθάριση της βιοποικιλότητας των περιοχών, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για τον ανασχεδιασμό και την αναδιαμόρφωση τους, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα η προωθούμενη νέα χρήση.

Σε ένα σύντομο ταξίδι στο χρόνο θα ανακαλύψουμε ότι πολύ συχνά οι δασικές εκτάσεις καίγονται ανεξέλεγκτα ή αφήνονται να καούν, αρκεί οι πυρκαγιές να είναι ελεγχόμενες και να μην φτάνουν σε αστικές περιοχές. Η χρήση της φωτιάς έχει αποτελέσει σε πολλές περιόδους πρακτική τοπικής εκκαθάρισης των άγριων εκτάσεων προκειμένου να επεκταθούν τα βοσκοτόπια, οι καλλιέργειες και η ανθρώπινη δραστηριότητα εν γένει. Στο πρόσφατο παρελθόν ήταν οι εργολάβοι, τα οικόπεδα και τα αυθαίρετα εξοχικά και βίλες προοριζόμενα για ίδια χρήση ή προς πώληση/ ενοικίαση. Ήταν εκείνες οι “χρυσές εποχές” όπου τα όνειρα της (μικρο)μεσαίας τάξης μοιάζαν όλο και πιο κοντινά και η απόκτηση μιας μονοκατοικίας σε πρώην δασική έκταση ήταν ενδεικτική του νεοπλουτισμού και της κοινωνικής ανόδου1.

Στο σήμερα -μερικές δεκαετίες και μνημόνια πιο κάτω- ακόμα κι αν δε λέγεται σχεδιασμός για ΒΑΠΕ στην Εύβοια, επενδυτικά πλάνα για το Τατόι ή κάποιο γενικό πρότζεκτ που ενδεχομένως να ονομαστεί “ανάπλαση ανατολικής Αττικής” -ή εκάστοτε πυρόπληκτης περιοχής – αυτό που εξακολουθεί να σηματοδοτεί τις καμένες εκτάσεις είναι η βίαιη αλλαγή στη χρήση της γης, η απαλλοτρίωση δασικών και άγριων εκτάσεων, αλλά και φυσικών πόρων με σκοπό την οικονομική αξιοποίηση και την αύξηση των ευκαιριών για μπίζνες. Η καταστροφή βολεύει αυτούς που αποκομίζουν κέρδη από την οικονομική εκμετάλλευση, την ανάπτυξη -πράσινη και μη- και τις επενδύσεις. Δεν είναι απαραίτητο οι εμπρησμοί να ξεκινούν από την ίδια πλευρά, όμως αναντίρρητα το αποτέλεσμα ωφελεί άμεσα συγκεκριμένα συμφέροντα και ατζέντες.

Β

Άμεση συνέπεια της καταστροφής κατοικημένων περιοχών είναι η βίαιη και απότομη προλεταριοποίηση και φτωχοποίηση μεγάλης μερίδας κατοίκων. Η καταστροφή του δάσους και της ευρύτερης φυσικής περιοχής συνεπάγεται την καταστροφή των μέσων βιοπορισμού για πολύ κόσμο που η εργασία τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με το φυσικό περιβάλλον που κατοικούν (υλοτομία, παραγωγή ρητίνης, μελισσοκομία κ.α.). Η συρρίκνωση των μέσων επιβίωσης και η γενική υποβάθμιση των πόρων ενός μέρους, εξωθούν τον πληθυσμό στη μετακίνηση από την ύπαιθρο προς άλλες περιοχές, κυρίως αστικά κέντρα, προκειμένου να βρεθούν διέξοδοι. Η βίαιη προλεταριοποίηση δεν είναι η μόνη αλλαγή, παρότι ίσως είναι η πιο σημαντική, καθώς μακροπρόθεσμα αυτή η κίνηση σηματοδοτεί και την αλλαγή τρόπου ζωής για τους μετακινούμενους. Συνδέεται άμεσα με ευρύτερους κοινωνικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς, συντελώντας στη συρρίκνωση της παρουσίας ενός μη κυρίαρχου τρόπου ζωής, μιας ζωής σε συνάρτηση με τη φύση, οργανωμένης μέσα σε μικρές πληθυσμιακά κοινότητες, με ασχολίες που μοιάζουν να έχουν περισσότερα προνεωτερικά στοιχεία παρά κοινά με την εργασία σε πολυεθνικές. Η αλλοίωση της κοινωνικής σύνθεσης της υπαίθρου, φυσικά, πηγαίνει χέρι χέρι με την αλλαγή στη χρήση της γης, με χρήση της υπαίθρου αποκλειστικά ως πηγή εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο και ως χώρου “αναψυχής” και διακοπών. Αν και το πιο τραγικό είναι αναμφισβήτητα η καταστροφή της άγριας ζωής και της φύσης, σε μια μακροσκοπική ματιά ίσως το τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις να αποτυπώνει ψήγματα από το μέλλον της κλιματικής αλλαγής με πληθυσμούς να εξαναγκάζονται στη μετακίνηση λόγω των δυσβάσταχτων συνθηκών στις περιοχές τους.

Το πέρασμα μιας πυρκαγιάς από κατοικημένη περιοχή, ενώ για τους περισσότερους μπορεί να είναι η ζωή τους ολάκερη που χάνεται, κόποι, αναμνήσεις και ασχολίες, για το κεφάλαιο δε συνιστά παρά παράπλευρες απώλειες, τις οποίες είναι σε θέση να διαχειριστεί δημιουργικά και αποδοτικά για το ίδιο. Από τις πρώτες μέρες ξεκινά κουβέντα για τις ασφαλιστικές, την παροχή αποζημιώσεων με τη μορφή δανείων (sic!) στους πληγέντες και άλλες επιμέρους “λύσεις” που δίνουν μια γεύση της διαχείρισης που επίκειται. Κάπου στη γωνία βρίσκονται και οι κατασκευαστικές που περιμένουν να αναλάβουν την αποκατάσταση εκάστοτε δημόσιων ή κοινοτικών υποδομών και πάσης φύσεως έργα που θα προκύψουν -προφανώς με το αζημίωτο, ενίοτε και με απευθείας αναθέσεις- και να αυξήσουν την μπάζα τους.

Δε χρειάζεται εκτεταμένη αναφορά για το ότι οι “πληγέντες” δεν αποτελούν ένα ενιαίο σώμα, ούτε είναι ίσοι μεταξύ τους. Άλλωστε αν η πανδημία Covid-19 διδάσκει άριστα ένα πράγμα, αυτό είναι πως ακόμα και στην καταστροφή η κοινωνία παραμένει ταξική. Οι φραγκάτοι ιδιοκτήτες είτε πλήττονται ελάχιστα γιατί έχουν τον μισό κρατικό μηχανισμό στη διάθεσή τους -όπως στην περίπτωση του Σκρέκα- και τη δυνατότητα να πληρώσουν οποιουδήποτε είδους μέσα (ιδιωτικές υδροφόρες, βυτία νερού κ.λπ.) είτε θα βρουν αφορμή για ανακαίνιση. Σε κάθε περίπτωση, η απώλεια ενός εξοχικού δε συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά, ούτε σηματοδοτεί δυσκολίες στο να ορθοποδήσει κανείς. Όμως η απώλεια της πρώτης (και μοναδικής) κατοικίας, συχνά συνοδευόμενη και από απώλεια της εργασίας, οδηγεί στη φτωχοποίηση. Σημαίνει την εξώθηση είτε στο νοίκι -με ποιους άραγε τρόπους και όρους;- είτε στη λήψη δανείων από τράπεζες -οι όροι αβέβαιοι, η εξέλιξη ευνόητη- είτε στην αστεγία. Μπροστά στην απόγνωση και την εξαθλίωση, πολύς κόσμος θα εξαναγκαστεί να δεχτεί τους οποιουσδήποτε όρους επιβίωσης προσφερθούν.

Γ

Το “Είμαστε μόνοι μας” στην καταστροφή, τελώντας ωστόσο υπό τη συνεχή επιτήρηση του κράτους, αναδεικνύει εμφατικά ότι το κοινωνικό πρόσωπο του κράτους έχει εκπνεύσει οριστικά: πέρα από την απώλεια των καθαυτών παροχών με την έννοια της πρόνοιας και της μέριμνας, η “προστασία” από καταστροφές και δεινά έχει αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου από την “ασφάλεια”. Το υφιστάμενο μοντέλο διαχείρισης περιλαμβάνει συνεχή αστυνομικό έλεγχο, επιτήρηση και έκτακτες απαγορεύσεις, μπατσοκρατία2, “προληπτικές” εκκενώσεις ολόκληρων χωριών, περιορισμούς στην πρόσβαση στις πυρόπληκτες περιοχές, φίμωση των κατοίκων, διατήρηση κλίματος τρομοκρατίας με τη διασπορά φημών για φανταστικές ή πραγματικές εμπρηστικές απόπειρες -ακόμα και σε κεντρικά αστικά σημεία πράσινου3, παραπληροφόρηση και έλεγχος της πληροφορίας. Η διαπίστωση ότι η κύρια μέθοδος αντιμετώπισης των πυρκαγιών από τον κρατικό μηχανισμό είναι να στείλει μπάτσους, δεν είναι απλά κάτι τραγελαφικό, αλλά μια αποτύπωση της κατεύθυνσης της κρατικής πολιτικής. Ύστερα από ενάμιση χρόνο πανδημίας ξεκαθαρίζει πια το τοπίο γύρω από την κατάσταση εξαίρεσης και τις προσφιλείς πρακτικές του κράτους στη διαχείριση “κρίσεων” που συστηματικά στοχεύουν στην αποσόβηση τυχόν μεγάλου πολιτικού κόστους και τη διατήρηση με κάθε μέσο της επιτήρησης και του ελέγχου του πληθυσμού, παρά στην όποια αντιμετώπιση. Ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνεται το κράτος στις ανάλογες συγκυρίες, δεν δείχνει αποτυχία διαχείρισης, κάθε άλλο, αλλά μεταστροφή διαχειριστικού μοντέλου: το μοντέλο διαχείρισης της Covid-19 πλασάρεται και εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις διαχείρισης κρίσης.

Κάθε κρίση παράγει ευκαιρίες για το κεφάλαιο, κάνοντας τη διαχείριση καταστροφών δημιουργικά προσοδοφόρα συγκριτικά με το οικονομικό κόστος που δυνητικά προκύπτει από την πρόληψη τους. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι στραμμένη η κρατική πολιτική. Μια καταστροφή, όπως μια φωτιά -ακόμα και στην περίπτωση των περιοχών που δεν αποτελούν “φιλέτα” οικονομικής ανάπτυξης- αφήνεται να εκδηλωθεί4 και, αν στην πορεία της κάπου χαθεί ο έλεγχος, οι συνέπειες -είτε λέγονται καταστροφή δασικής έκτασης είτε λέγονται φτωχοποίηση των κατοίκων- αποτελούν αντικείμενα διαχείρισης ώστε να παραχθεί η μέγιστη δυνατή υπεραξία. Σχηματικά αυτή η διαχείριση βασίζεται σε δύο πυλώνες: ο ένας είναι η αδυσώπητη κίνηση της οικονομίας του κεφαλαίου, για την οποία η εκτέλεση κάθε βήματος προϋποθέτει την εκτίμηση του αποτελέσματος με βάση το ισοζύγιο κόστους/κέρδους5 και ο δεύτερος η άσκηση εξουσίας από το κράτος, που παρέχει εγγυήσεις για την απρόσκοπτη εκτέλεση κάθε βήματος και τη μέγιστη απόδοση κάθε επένδυσης. Η άσκηση εξουσίας δεν περιορίζεται στον ορατό έλεγχο και την πειθάρχηση, αλλά περιβάλλει τη ζωή, τη σχηματοποιεί και την τροποποιεί. Το μοντέλο αντιμετώπισης της Covid-19 έχει καταστήσει παραπάνω από σαφές ότι η άσκηση της βιοεξουσίας στρέφεται εντονότερα προς τις κοινωνικές κρίσεις και καταστροφές. Η καταστροφή γύρω μας δεν είναι απόρροια κρατικής ανικανότητας, προσώπων, κακών εκτιμήσεων, διαφθοράς, ανεπάρκειας ή ακόμα και “εγκληματικής” αμέλειας, ούτε ελλείμματος σε οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης, αλλά το ορατό, άμεσο αποτέλεσμα των λειτουργιών του κράτους.

Δ

Η καταστροφή που προκαλείται από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2021 και την κρατική διαχείρισή τους δεν αποτελεί τοπικό φαινόμενο: από τη Σιβηρία, στον Αμαζόνιο και από τον Καναδά στην Αυστραλία τεράστιες εκτάσεις μετατρέπονται κάθε φορά σε στάχτη. Ανοιχτές πληγές στον πλανήτη όπως η κλιματική αλλαγή, η λεηλασία και η υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων, η ανεξέλεγκτη επέκταση της βιομηχανίας και πολλά άλλα, προκύπτουν από την ίδια -καπιταλιστική- ρίζα, αλλά δεν αποτελούν τα αποκλειστικά γενεσιουργά αίτια των φυσικών καταστροφών που εκδηλώνονται συστηματικά σε παγκόσμια κλίμακα. Η ολοκληρωτική καταστροφή του τύπου που συντελείται στα αρχέγονα δάση της Σιβηρίας, στα κοντινά μας πευκόδαση της Βόρειας Εύβοιας ή σε κάθε άλλο μέρος, προϋποθέτει κάτι παραπάνω από την αδηφαγία του κεφαλαίου για να συμβεί. Οι προϋποθέσεις για καταστροφές τέτοιας κλίμακας βρίσκονται τόσο στην κυριαρχία του κεφαλαίου και στον τρόπο που λειτουργεί, όσο και στις μορφές εξουσίας και στον τρόπο άσκησης αυτών στο σύγχρονο κράτος. Όμως στην εγκαθίδρυση και των δύο αυτών πυλώνων συμβάλει εξίσου αποφασιστικά η εξέλιξη του ίδιου του νεωτερικού πολιτισμού.

Ε

Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει εξελιχθεί μέσα στις διεργασίες της νεωτερικότητας, παράλληλα με την ανάδυση του καπιταλισμού, με επίκεντρο τον “ορθό λόγο” και το ρόλο της επιστήμης για τη διευθέτηση του κόσμου, και τον ανθρώπινο έλεγχο επάνω στον φυσικό κόσμο. Όχι τυχαία, σε αυτές τις διαδικασίες γεννιέται σαν μορφή οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας το εργοστάσιο, η δομή του οποίου στηρίζεται στην επιστημονική διεύθυνση, στην ιεραρχική, αλλά και σειριακή οργάνωση, τον καταμερισμό και την εξειδίκευση, δίνοντας έμφαση στις έννοιες της ορθολογικότητας, της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της βελτιστοποίησης. Αυτό το μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας επεκτείνεται πέρα από τη βιομηχανία, σε τομείς της εργασίας, αλλά και της ζωής. Τα πάντα αναλύονται με όρους κόστους/κέρδους, καθορίζοντας την επίτευξη εκάστοτε σκοπού του με βάση αυτό το ισοζύγιο, ανεξαρτήτως του σκοπού.

Πρόκειται για την αντανάκλαση ενός πολιτισμού όπου τα πάντα μπορούν να μεταφραστούν και να υπολογιστούν με όρους εκμετάλλευσης και εργαλειακότητας. Η “εξορθολογισμένη” σκέψη απεμπολεί ηθικά και συναισθηματικά στοιχεία και αναφέρεται στα ζώντα υποκείμενα με απρόσωπους, αριθμητικούς όρους και στατιστικές6 υπολογίζοντας και μετρώντας τη ζωή με βάση τη χρησιμότητα της στην επίτευξη εκάστοτε στόχου. Μέσα σε αυτή τη σκέψη το σύνολο του φυσικού κόσμου γίνεται αντιληπτό σαν απέραντο εργοτάξιο, σαν κάτι που μπορεί να σχεδιαστεί, να επανασχεδιαστεί και να διαμορφωθεί ανάλογα με το πλάνο. Οι αρχές της μηχανικής, της αρχιτεκτονικής και του “gardening” εφαρμόζονται απολύτως στον φυσικό κόσμο7 : ένας γεωλογικός σχηματισμός που η θέση του δεν εξυπηρετεί το σχεδιασμό της καινούργιας εθνικής μπορεί να ισοπεδωθεί, το αριθμητικό μέγεθος μιας ομάδας ζώων που μπορεί να θεωρηθούν “επιβλαβή” ή απλά μη χρήσιμα για την κτηνοτροφική οικονομία εξοντώνεται χωρίς διασταγμό, ολόκληροι κάμποι με δέντρα μπορούν να ξεπατωθούν και στη θέση τους να μπουν άλλα πιο επικερδή για τη γεωργική οικονομία. Καθετί μη “παραγωγικό” ή μη βολικό αντιμετωπίζεται σαν ζιζάνιο που πρέπει ανεπιφύλακτα να αφαιρεθεί.

Η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονται στο ίδιο πολιτισμικό πλαίσιο και τα θαυμάσια επιτεύγματά τους επιστρατεύονται ακολουθώντας αυτούς τους πολιτισμικούς κώδικες. Ακολουθώντας διαδικασίες που διέπονται από έλλειψη ηθικών φραγμών, μέσα στο πέρασμα της ιστορίας, οδηγούνται ενίοτε σε σκοτεινά μονοπάτια -τα οποία στη συνέχεια αποκηρύττονται- όπως στην περίπτωση του φυσιογνωμισμού, του ρατσισμού και της ευγονικής.

Μαζί με το φυσικό κόσμο τα μη ανθρώπινα ζώα γίνονται αντιληπτά σαν “πόροι” ή σαν “αναλώσιμα” και η αξία της ζωής τους ταυτίζεται με την υποκειμενική θέση που αποκτούν κάθε φορά για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Έτσι ο βασανιστικός θάνατος χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων, ζώων σε μια πυρκαγιά με επακόλουθο τον αργό θάνατο από δίψα και πείνα όσων επέζησαν, βαφτίζεται “ευτυχώς που δε θρηνήσαμε θύματα” ή “καταστροφή της πανίδας” αποκρύπτοντας τη μαζική δολοφονία που έχει συντελεστεί. Εφόσον το οικοσύστημα που πέθανε είναι εφικτό να επανασχεδιαστεί ελεγχόμενα στο εργαστήριο και στον υπολογιστή και να ανακατασκευαστεί, ρυθμιζόμενο με βάση και τις ανάγκες του προϋπολογισμού κόστους/κέρδους, ώστε να διαθέτει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, τότε οι απώλειες θεωρούνται αμελητέες από την κυριαρχία.

ΣΤ

Τη στιγμή που συμβαίνουν αυτές οι καταστροφές στην Ελλάδα βρισκόμαστε στο σημείο που οι παραπάνω πολιτισμικοί κώδικες και πρακτικές συναντούν μια μορφή κράτους όλο και πιο ολοκληρωτική, που θέτει σε εφαρμογή μια αναβαθμισμένη “μετά-covid” βιοπολιτική τεχνολογία της εξουσίας και σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιχειρούν μεταρρυθμίσεις στις διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής εξυπηρετώντας την ασύδοτη οικονομική εκμετάλλευση και υποτίμηση της κοινωνίας από το κεφάλαιο. Η δεξιά διακυβέρνηση προσδίδει σε όλα τα παραπάνω τη δική της “νότα” αρώματος διαφθοράς, λαμογιάς και πελατειακών σχέσεων. Πίσω από τις πυρκαγιές ενδεχομένως να βρίσκονται συμφέροντα ή πρόσωπα, ενδεχομένως και όχι. Όμως πίσω από το μέγεθος της καταστροφής δεν βρίσκεται κάποια ανεπάρκεια -όπως αναδείχτηκε προηγουμένως- ή η -υπαρκτή- διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, ούτε κρύβεται κάποιο διαβολικά ενορχηστρωμένο σχέδιο ή μια άγνωστη δυστοπική κατάσταση, αλλά είναι ακριβώς αυτή η συνάντηση υλικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών που αποτελεί τη συνταγή της καταστροφής.

Αντί επιλόγου: Τι θα μπορούσε να γίνει αυτή τη στιγμή

Αν είναι κάτι που μπορεί να αναστρέψει αυτή τη συνταγή, είναι ο αγώνας ενάντια σε κάθε πτυχή της. Αυτό ξεκινά από το δυνάμωμα της πραγματικής από τα κάτω αλληλεγγύης που εμπεριέχει τις σχέσεις ισοτιμίας, την αμεσότητα και την αλληλοβοήθεια, προκειμένου να μην επικρατήσει η κουλτούρα του ανθρωπισμού και του εθελοντισμού που απλώς εξισορροπεί την απουσία κοινωνικής στήριξης από το κράτος χωρίς να συνιστά κάτι ανταγωνιστικό προς αυτό. Επεκτείνεται στο να μην αφήνεται το κράτος ανενόχλητο να ρυθμίζει τις καταστάσεις που προκαλούνται από τις δικές του πολιτικές, ενώ ο πληθυσμός πειθαρχείται και εκπαιδεύεται στην πράξη στην εξατομίκευση της ευθύνης. Η απουσία κοινωνικού κράτους σημαίνει ότι στην πράξη είμαστε μόνοι μας, αν αρρωστήσουμε, αν προσπαθήσουμε να σώσουμε το σπίτι από τη φωτιά, αν πάθουμε ατύχημα σε ένα ακριτικό μέρος.8 Η εμπέδωση αυτής της ισοπεδωτικής συνθήκης και η απόγνωση που προκαλεί επιχειρείται να βρει έκφραση στην ακροδεξιά και την αντεπανάσταση. Να ενισχύσουμε τις κοινωνικές αντιστάσεις διαλύοντας τις αυταπάτες και τα επίπλαστα διλήμματα που παράγει το κράτος για τον αποπροσανατολισμό και την εκτόνωση της κατάστασης. Και μαζί με αυτά, κάθε προοδευτικό κομμάτι του κινήματος οφείλει να απεμπολήσει τα στοιχεία της κυνικής, υπολογιστικής, εργαλειακής αντίληψης για καθετί μη ανθρώπινο και του στενού, αλαζονικού ανθρωποκεντρισμού. Αν επιθυμούμε την αλλαγή, οφείλουμε να αφήνουμε συνειδητά πίσω τα στοιχεία του πολιτισμού που έχουν αποτύχει, ακόμα κι αν προέρχονται από την κληρονομιά του Διαφωτισμού, και να συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός νέου.

1. Η σειρά των ‘90s “οι Αυθαίρετοι” αποτυπώνει άριστα εκείνη την κοινωνική πραγματικότητα των “χρυσών εποχών”.

2. Συμπεριλαμβανόμενου και του εκφοβισμού, ακόμα και κατοίκων στις πληγείσες περιοχές, καθώς ουκ ολίγες αναφορές τέτοιων περιστατικών έρχονται στη δημοσιότητα.

3. Η κυκλοφορία τέτοιων φημολογούμενων περιστατικών μέσα σε ένα βράδυ σε αναρτήσεις των social media ήταν τόσο έντονη και διάχυτη, που από τη μία υπήρχε δυσκολία διάκρισης του πραγματικού από το ψευδές, από την άλλη καλλιεργούταν η εντύπωση ότι στα άλση και στις περιοχές με δέντρα λαμβάνει χώρα κάποια μορφή είτε συντονισμένης αόρατης επίθεσης είτε μαζικής παράνοιας από πυρομανείς. Παρόλο που συνέβησαν κάποια πραγματικά περιστατικά, πολλές από αυτές τις “ειδήσεις” αποδείχτηκαν ψευδείς, η διασπορά των οποίων εξυπηρετεί την πρόκληση σύγχυσης, την τρομοκράτηση και τη δημιουργία γενικευμένου αισθήματος “απειλής” και συνωμοσιολογικού τύπου αφηγημάτων.

4. Παρόλο που σε πολλούς τομείς της κρατικής πολιτικής η “πρόληψη” έχει γίνει σημαία, από τον κρατικό μηχανισμό σήμερα απουσιάζουν πλήρως τα στοιχεία που θα συντελούσαν στην ουσιαστική πρόληψη καταστροφών ή διακινδύνευσης των πολιτών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αξίζει μια αναφορά στην κατάργηση της Δασικής Υπηρεσίας το 1998 και τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων της στην Πυροσβεστική -δηλαδή την αρμόδια για τις αστικές φωτιές- με όσα αυτό συνεπάγεται (διαφορετική στελέχωση, εκπαίδευση, οργάνωση, πρωτόκολλα, σχέδια δράσης κλπ). Επιπρόσθετα, μπορεί να σημειωθεί η απουσία αντιπυρικού σχεδιασμού, η μη αξιοποίηση εθελοντών δασοπυροσβεστών κλπ. Ο σχεδιασμός ως μέρος της κρατικής πολιτικής είναι ενδεικτικός της βούλησης από πλευράς κράτους και καθόλου τυχαίος. Εμφανώς η προστασία των δασών δεν αποτελεί προτεραιότητα της κρατικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που μάλλον υποστηρίζεται και από τις γνωστές λειτουργίες των δασικών πυρκαγιών που προαναφέρθηκαν.

5. Λειτουργώντας με τεχνοκρατικούς και οικονομικούς όρους, όπου όλες οι επιμέρους συνθήκες είναι δυνατό να μεταφραστούν σε μετρήσιμα -άρα και διαχειρίσιμα- μεγέθη, ο προϋπολογισμός των πιθανών ζημιών είναι πάντα εφικτός.

6. Η στατιστική αναπτύσσεται επίσης κατά την ίδια περίοδο.

7. Οι εφαρμογές τους βρίσκονται και στην ανθρώπινη κοινωνία, υποστηριζόμενες από ανάλογες ιδεολογίες. Μια τέτοια ιστορική εφαρμογή υπήρξε ο επανασχεδιασμός της Ευρώπης “χωρίς Εβραίους” από τους Ναζί που εξαπέλυσε τη φρίκη του Άουσβιτς στον κόσμο. Ο Z. Bauman εντοπίζει τις προϋποθέσεις υλοποίησης αυτής της φρίκης μεταξύ άλλων και στο νεωτερικό πολιτισμό στο έργο του “Modernity and the Holocaust” (1989). Σε αυτή την ιστορικά απαράμιλλη καταστροφή συνέβαλλε και μια πλειάδα άλλων παραγόντων, όμως η κοινωνική μηχανική και εν γένει η επιστημονική διεύθυνση της κοινωνίας βαδίζει στα μονοπάτια, αν όχι της γενοκτονίας, σίγουρα του ρατσισμού και των κοινωνικών αποκλεισμών.

Shosanna

8. Αν ο κόσμος τελευταία μοιάζει συχνότερα με κάποιο πολύ σκοτεινό μέρος, που δυσάρεστα περιστατικά συμβαίνουν κάθε μέρα, θάνατοι, τραγικά ατυχήματα, αρρώστιες και αυτοκτονίες είναι εξαιτίας αυτού. Οι περικοπές στην πρόνοια και τη μέριμνα προκαλούν δεινά και δυσκολίες που σε άλλη περίπτωση θα είχαν αποφευχθεί. Η κρίση στην κοινωνική αναπαραγωγή προκαλεί συντρίμμια του κοινωνικού ιστού που καταρρέει να πέφτουν ολόγυρα οξύνοντας την καταπίεση των υποτιμημένων κοινωνικών ομάδων και αυξάνοντας τον κοινωνικό κανιβαλισμό.

*Ενδεικτική βιβλιογραφία

Agamben, G. (2018). Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή.

Bauman, Z. (1989). Modernity and the Holocaust.

Foucault, M. (2011). Ιστορία της Σεξουαλικότητας. Ι. Η βούληση για γνώση.

Foucault, M. (1982). Το υποκείμενο και η εξουσία.

*Ενδιαφέροντα λίνκς

– Φ45 της Άπατρις, “Στοιχεία για την κατανόηση της κρίσης του Covid-19: Νεωτερικότητα, Εξουσία, Καπιταλισμός”

– Βίντεο εκπομπής της κρατικής τηλεόρασης (2011) με συζήτηση για τη διαχείριση κρίσεων από το κράτος και το κεφάλαιο. Συμμετέχουν G. Agamben, M. Postone κ.α.