Η πρώτη ληστεία χρηματαποστολής στην Ελλάδα και οι Ρεντζαίοι

Η ληστεία της Πέτρας

Ξημερώματα της 13ης Ιουνίου του 1926 ένα αμάξι ξεκινάει από την Πρέβεζα με προορισμό τα Γιάννενα. Το ταξίδι αναμένεται να κρατήσει 7 ώρες. Εκτός από τον οδηγό, στο αμάξι βρίσκονται ο διευθυντής της Εθνικής τράπεζας της Πρέβεζας, 3 υπάλληλοι της τράπεζας, ένας φίλος τους επιχειρηματίας και 4 οπλισμένοι χωροφύλακες. Το αμάξι ακολουθείται από ένα δεύτερο με 5 χωροφύλακες. Κάτω από τα καθίσματα υπάρχουν σε βαλίτσες 15 εκατομμύρια δραχμές, ήτοι σε σημερινές τιμές 40 εκατομμύρια ευρώ. Αν και ελάχιστοι ξέρουν ακριβώς το ποσό, όλοι διαισθάνονται ότι είναι πολύ μεγάλο και συνεχίζουν αμίλητοι το ταξίδι. Λίγο πριν φτάσουν στο χωριό Λούρο, στη στροφή της Πέτρας, ακούν από μακριά έναν συνθηματικό πυροβολισμό. Μετά από λίγο θα δουν έναν κορμό να τους κόβει τον δρόμο. Πριν προλάβει ο οδηγός να ζητήσει οδηγίες ένας καταιγισμός πυρών θα πέσει πάνω στο αμάξι. Θα προλάβει μόνο να βγει βαριά τραυματισμένος ένας χωροφύλακας, και να κρυφτεί στα καλάμια του ποταμού Λούρου, και ο επιχειρηματίας να κρυφτεί ανάμεσα στους 8 νεκρούς. Οι 5 ληστές, ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα και με κουκούλες, θα πάρουν τις βαλίτσες με τα χρήματα και θα τρέξουν να κρυφτούν στον απόκρημνο βράχο (θέση Πέτρα). Το δεύτερο αμάξι θα κάνει αναστροφή και θα τρέξει να ειδοποιήσει στην Πρέβεζα. Η πρώτη ληστεία χρηματαποστολής είναι γεγονός. Και αφήνει πίσω της πολύ αίμα.

Οι Ρεντζαίοι

Τα αδέλφια Γιάννης και Θύμιος Ρέντζος γεννήθηκαν στο Ανώγειο Πρέβεζας, ένα ορεινό χωριό στο ξηροβούνι. Το 1909 τρεις ζωοκλέφτες σκότωσαν τον πατέρα τους όταν προσπάθησε να αποτρέψει την κλοπή. Τα αδέρφια ορκίστηκαν να πάρουν το αίμα τους πίσω. Η οικογένεια μεγάλωσε μέσα σε απόλυτη φτώχεια και είχε γίνει ο περίγελος του χωριού. Το 1916, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός, Γιάννης, υπηρετεί στον στρατό, μαθαίνει τυχαία το όνομα του ενός φονιά του πατέρα του. Θα λιποτακτήσει και μαζί με τον αδελφό του, Θύμιο, θα πάνε για τη «πρώτη βαφή», όπως έλεγαν τον πρώτο φόνο. Μετά τον φόνο αποφασίζουν να «βγούνε στο κλαρί». Θα ακολουθήσουν μέχρι τη σύλληψή τους ακόμη 84 φόνοι. Αρχίζουν να οργανώνουν μέσω των τσελιγκάτων ένα δίκτυο καταφυγίων και πληροφοριοδοτών, και με καλές και κακές πράξεις θα κατορθώσουν να ελέγχουν όλη την ύπαιθρο στους νομούς Ιωαννίνων και Πρέβεζας. Οι κάτοικοι τούς φοβούνται και τους αγαπούν, αλλά σίγουρα τους προτιμούν περισσότερο από τον χωροφύλακα, τον στρατονόμο και τον εφοριακό. Όπως λένε: «Καλύτερα με τον ληστή, παρά με τον σταυρωτή».

20885084_1774449869520042_484603412_n 20891560_1774452516186444_856747804_n

Η σφραγίδα των λήσταρχων Ρεντζαίων.

Οι αστοί

Το 1919 θα κατορθώσουν να αποκτήσουν και πρόσβαση στην υψηλή κοινωνία των Ιωαννίνων. Ένας πλούσιος ζωέμπορας από το Αργυρόκαστρο τους ζήτησε να τον βοηθήσουν να πάρει εκδίκηση για τον φόνο του αδελφού του στη νεοσύστατη Αλβανία, όπως και έγινε. Ο ίδιος είχε συμπορευθεί το 1912-13 με τον ελληνικό στρατό συγκροτώντας ένα σώμα ενόπλων, που με σημαία τα εθνικά δίκαια λεηλατούσε και έκλεβε τα χωριά του Αργυροκάστρου. Έτσι έφυγε κυνηγημένος από τους έλληνες και αλβανούς κάτοικους της περιοχής, που πρόλαβαν να εκτελέσουν τον αδελφό του. Αυτή η «χάρη» άνοιξε τη πόρτα της αστικής τάξης των Ιωαννίνων στους Ρεντζαίους. Ελέγχοντας τα χωριά και συνεννοούμενοι με τη πόλη, έγιναν οι βασιλείς της Ηπείρου.

Θα συνδεθούν με τους φιλελεύθερους του Βενιζέλου και ειδικότερα με τον τοπικό αρβανίτη πολιτευτή Μπότσαρη (δισέγγονο του αγωνιστή του 1821). Στις εκλογές θα αναγκάζουν τους χωρικούς να ψηφίζουν Βενιζέλο στα χωριά επιρροής τους, και σε αντάλλαγμα θα έχουν πληροφορίες για τις «δουλειές» τους αλλά και για τις κινήσεις της χωροφυλακής¹. Μέσω του δικτύου πληροφοριοδοτών των «φίλων» τους, αστών της πόλης των Ιωαννίνων, θα στραφούν στην κερδοφόρα επιχείρηση των απαγωγών. Στοχοποιούν μόνο τους πλούσιους που είναι εχθροί με τους φίλους τους, και βέβαια τους συνήθεις κυνηγημένους εβραίους που δεν ανήκουν σε κανένα δίκτυο επιρροής της πόλης. Το 1923 θα απαγάγουν τον 16χρονο Ελιά Μαραμένο (όπου και η σημερινή ομώνυμη στοά επί της Ανεξαρτησίας, παράλληλη της Κάλλαρη) και θα πάρουν το υπέρογκο ποσό του 1 εκατομμυρίου δραχμών. Μετά από έναν χρόνο, θα γυρίσουν στην πόλη ως άρχοντες και θα γίνουν και φίλοι με τον πατέρα του.

20863709_1774449872853375_2028739358_n

Το ρολόι του Ελιά Μαραμένου

Τα εθνικά δίκαια

Οι Ρεντζαίοι κινούμενοι στη γκρίζα περιοχή της παρανομίας μπορούν μυστικά να συνεργάζονται με τις αρχές του τόπου μπροστά στο ατομικό τους συμφέρον, που το έχουν συνδέσει με το εθνικό. Ας μην ξεχνάμε ότι σε Μακεδονία και Ήπειρο ο πόλεμος της διεκδίκησης εδαφών από την οθωμανική Αυτοκρατορία γίνεται κυρίως από ένοπλους παρακρατικούς, και λιγότερο από τον επίσημο στρατό. Το 1923, ο ιταλός στρατηγός Τελλίνι, υπεύθυνος για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων -και για την ελληνική διπλωματία φιλοαλβανός-, θα πέσει νεκρός από ενέδρα στην περιοχή της Κακαβιάς. Αν και ακούγεται ότι οργανωτής της δολοφονίας είναι ο βουλευτής Μπότσαρης και εκτελεστές οι Ρεντζαίοι, τελικά δεν θα βρεθούνε αποδείξεις. Οργισμένοι οι Ιταλοί θα διατάξουν τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας, αφού το ελληνικό κράτος αδυνατεί να βρει τους ενόχους. Το 1924, σε μία προσπάθεια του κράτους να περιοριστεί η ληστεία, που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις μαζί με την αύξηση της ανεργίας, εξαιτίας και της απόλυση χιλιάδων εφέδρων από τον στρατό που γυρνάνε από το μικρασιατικό μέτωπο, θα ψηφίσει τον νόμο αμνήστευσης των ληστών. Όποιος ληστής φέρνει το κεφάλι άλλου ληστή θα απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες. Θα αρχίσει μία τρομερή αλληλοσφαγή μεταξύ των ληστών. Οι Ρεντζαίοι θα κάνουν χρήση του νόμου και, κουβαλώντας τα κεφάλια δύο εχθρών τους ληστών, θα εγκατασταθούν ως ευυπόληπτοι πολίτες πια στο εγκαταλελειμμένο σήμερα σπίτι αριστερά από το άλσος των Ιωαννίνων (από τότε η ίδια περιοχή θα έχει στέκια ανομίας και θα στεγάζει ληστοσυμμορίτες όπως το F 451 και τις καταλήψεις Σαχίνη και Acta Verba…).

Μετά τη ληστεία

Το υπέρογκο ποσό της ληστείας, ο σύγχρονος τρόπος δράσης (από τότε δόθηκε εντολή οι χρηματαποστολές να μεταφέρουν συγκεκριμένες σειρές σε χαρτονομίσματα), η σίγουρη εμπλοκή ανθρώπων από τα μέσα, και κυρίως οι πολυάριθμοι νεκροί θα προκαλέσουν μεγάλες αντιδράσεις. Η υπόθεση θα φτάσει αμέσως στη βουλή και θα προκαλέσει κυβερνητική κρίση, με τους βασιλικούς να κατηγορούν τους βενιζελικούς, ότι στηρίζονται στους ληστές, και όλοι μαζί τούς πρωτοεμφανιζόμενους τότε κομμουνιστές, ότι τελικά αυτοί φταίνε για την ηθική σήψη και ανομία της χώρας, αφού δεν σέβονται την πατρίδα. Ο βουλευτής του ΚΚΕ Σεραφείμ Μάξιμος θα απαντήσει περήφανα ότι, αφού πατρίδα είναι τα συμφέροντα των πλούσιων αστών, και βέβαια θέλουν να την καταστρέψουν, και για πρώτη φορά οι βουλευτές όλων των κομμάτων ζητάνε επίσημα την απαγόρευση του ΚΚΕ (θα γίνει τέσσερα χρόνια αργότερα με το ιδιώνυμο). Ο βουλευτής Μπότσαρης υπερθεματίζει και για πρώτη φορά ζητάει την αναγκαστική εκκένωση των ληστοτρόφων χωριών (το μέτρο θα εφαρμοστεί μετά από προτροπή των Αμερικάνων 22 χρόνια αργότερα, για την αντιμετώπιση του αντάρτικου, όπου ο στρατός θα ερημώσει σχεδόν όλη την ορεινή Ελλάδα).

Οι συλλήψεις

Την επόμενη της ληστείας δόθηκε εντολή στον στρατό να αποκλείσει όλες τις εισόδους στις μεγάλες πόλεις της Ηπείρου, και η κυκλοφορία στο επαρχιακό δίκτυο να γίνεται μόνο μετά από άδεια της μεραρχίας. Θα σταλεί (παρά τις αντιδράσεις πολλών βουλευτών -από όλες τις πτέρυγες των κομμάτων- που ζητούσαν τη σύλληψή του) ο μοίραρχος Μακρυγιάννης, διάσημος σαδιστής και βασανιστής, ως υπεύθυνος των ερευνών. Αρχικά θα δώσει εντολή να κρατηθούν όλοι οι αρχηγοί της χωροφυλακής σε Πρέβεζα και Γιάννενα, όλοι οι υπάλληλοι της Εθνικής τραπέζης των δύο πόλεων όπως και οι υπάλληλοι του τηλεγραφείου. Οι ανακρίσεις θα γίνονται στις φρικτές φυλακές Ακραίου (δίπλα από το ξενοδοχείο Du Lac), που μετά τις περιγραφές όσων απελευθερώθηκαν θα κλείσουν για να ξανανοίξουν από τους Ιταλούς το 1941. Μετά θα πάει στη θέση Πέτρα, θα μαζέψει και τους 7.000 κατοίκους από τα κοντινά χωριά και θα δώσει εντολή να βασανιστούν αλύπητα, γιατί όλο και κάτι θα γνωρίζουν. Προς μεγάλη του λύπη όμως, παρόλη τη βία και το τεράστιο ποσό της επικήρυξης (4 εκατομμύρια ευρώ) ούτε ένας δεν θα μιλήσει, γιατί όπως γράφει ο ανταποκριτής της Καθημερινής, υπάρχει μια λυσσαλέα άρνηση των χωρικών να συνεργαστούν με τις αρχές, που τις θεωρούν τους χειρότερους ληστές. Και συμπληρώνει ότι σε όλη την Ήπειρο οι μοναδικοί που δεν θέλουν τους λήσταρχους είναι οι πλούσιοι έμποροι των πόλεων. Τελικά, τυχαία θα βρεθούν στο καρτέρι των ληστών ψίχουλα από πρόσφορο, και οι έρευνες θα στραφούν αμέσως στο κοντινό μοναστήρι του προφήτη Ηλία. Ο ηγούμενος Παπαγιάννης, πρώην λήσταρχος και ο ίδιος στην περιοχή της Αλβανίας, και μετέπειτα εθνικός ήρωας αφού βοηθούσε τον ελληνικό στρατό σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, θα είναι ο πρώτος που θα συλληφθεί. Θα βασανιστεί πολύ άγρια παρουσία του πρωτοσύγκελου της μητρόπολης, που στα διαλείμματα τον παροτρύνει να μιλήσει. Θα βασανίσουν μπροστά του και τον πιτσιρικά παραγιό του, που είχε στη δούλεψή του στο μοναστήρι. Τελικά το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται. Οι Ρεντζαίοι θα εξαφανιστούν από την πόλη μαζί με τα 5 εκατομμύρια που ήταν το μερίδιό τους και, ακολουθώντας τη διαδρομή Αλβανία, Ιταλία, Σερβία, Ρουμανία, θα κρυφτούν με πλαστά αλβανικά διαβατήρια στη Βάρνα της Βουλγαρίας.

Το τέλος

Πριν τη σύλληψη των Ρεντζαίων θα εκτελεστούν οι ληστές που έκαναν τη ληστεία. Ο αρχηγός τους, Μερεμέτης, θα εκτελεστεί ακριβώς στο σημείο της Πέτρας, και θα δοθεί εντολή το πτώμα του να παραμείνει εκεί για 5 μέρες προς παραδειγματισμό των χωρικών. Το 1928, μετά τη δημοσιότητα της άρνησης των χωρικών να συνεργαστούν με τις αρχές, θα εκδοθεί διάταγμα που απαγορεύει τη δημοσίευση συγγραμμάτων ή εικόνων θετικά διακείμενων στη δράση των ληστών. Ταυτόχρονα, θα ανασταλεί το διάταγμα περί αμνήστευσης . Άνδρες της νεοσύστατης ασφάλειας Αθηνών θα σταλούν στη Βάρνα και μετά από παρακολούθηση θα συλλάβουν τους Ρεντζαίους (θα προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο για το ποιος θα πάρει τα χρήματα της επικήρυξης μεταξύ ρουμάνων, βούλγαρων και ελλήνων μπάτσων και τελικά θα χαθούν…). Θα φυλακιστούν στις φυλακές Κέρκυρας, αλλά περιμένοντας τη δίκη τους θα προσπαθήσουν να ενημερώσουν τον ιταλό πρόξενο ότι έχουν σημαντικές πληροφορίες για το ελληνικό παρακράτος (ευελπιστώντας σε μια πιο δίκαιη δίκη με τη παρουσία ιταλών). Τελικά όμως δεν θα μπορέσουν να ειδοποιήσουν τους Ιταλούς. Θα καταφέρουν όμως να αποδράσουν λίγο πριν τη δίκη, και λίγο πριν το ξημέρωμα θα φτάσουν στο λιμάνι. Θα αναγκάσουν έναν βαρκάρη να τους πάει απέναντι στην Αλβανία, αλλά ο πονηρός βαρκάρης βλέποντάς ότι πρώτη φορά μπαίνουν σε βάρκα θα αμολήσει την άγκυρα. Θα κάνουν μέχρι το ξημέρωμα κουπί αλλά θα είναι στο ίδιο σημείο και θα ξανασυλληφθούν. Το βράδυ της απόδρασής τους μια περίεργη πυρκαγιά θα κάψει στα Γιάννενα το διοικητήριο (όπου βρίσκεται το σημερινό δημαρχείο) και μαζί με αυτό και όλα τα μυστικά έγγραφα για το παρακράτος του «βορειοηπειρωτικού» αγώνα. Τελικά, ξημερώματα της 5ης Μαρτίου του 1930 θα εκτελεστούν. Ο Θύμιος θα φωνάξει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: «με μία σφαίρα σκότωνα εγώ και όχι με τριάντα» και ο αδελφός του Γιάννης: «Στη στήθος χτυπάτε παιδιά όχι στο πρόσωπο».

Οι βασιλείς της Ηπείρου είναι νεκροί².

ΥΠΟΣΗΜ. 1: Το χωριό των Ρεντζαίων, όπως και η πλειοψηφία των γνωστών ληστοτροφικών χωριών της Ηπείρου, συνδέθηκαν μια εικοσαετία αργότερα με τον ΕΔΕΣ και τον βενιζελικό Ζέρβα, μέσα από μία περίεργη συμμαχία των παλιών θανάσιμων εχθρών (βασιλικών και φιλελευθέρων) ενάντια στην εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος και του ΕΑΜ. Δυστυχώς, η μελέτη για την πολιτική κατεύθυνση της υπαίθρου σε σχέση με την εξουσία της δεκαετίας του ’20, όπως και με τους τοπικούς τρόπους βιοπορισμού, περιμένει ακόμη το μελλοντικό μελετητή. Δειλά δειλά τουλάχιστον, άρχισαν να εμφανίζονται μελέτες για τα χωριά της δεκαετίας του ’40 και την πολιτική τους στράτευση με βάση τη μειονοτική τους ταυτότητα (αρβανίτες, σλαβομακεδόνες, τουρκόφωνοι, πόντιοι, ρουμανίζοντες, μουσουλμάνοι και καθολικοί.

ΥΠΟΣΗΜ 2: Για τη δράση των Ρεντζαίων θα γραφτούν πολλά δημοτικά τραγούδια. Το πιο ενδιαφέρον είναι το «μοιρολόι της μάνας» που προσπαθούσε να τους αποτρέψει να μην έχουν σχέσεις με τους αστούς των Ιωαννίνων, γιατί εκεί είναι ένας πολύ άγριος κόσμος που δεν ξέρουν πώς λειτουργεί:

Δε στο πα Θύμιο Γιάννη μου

Δε στο πα εγώ παιδιά μου

Στα Γιάννενα μην κατεβείς

Και φίλους να μην πιάσεις

Οι φίλοι φίδια γίνονται

Και οι κουμπάροι δράκοι

Το ίδιο μοτίβο στα δημοτικά της περιοχής συναντάμε το 19ο αιώνα για το Ζαγόρι. Οι πραματευτάδες του Ζαγορίου, η πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη τότε, έφεραν τον λήσταρχο Αλή και τον έκαναν πασά στα Γιάννενα, οδηγώντας τον αργότερα στην εξόντωσή του, αλλά πιο χαρακτηριστικό είναι του Ταχίρ Μπέη που συνεργαζόταν μαζί τους, μέχρι που ζήτησαν από την Ιστανμπούλ να εξοντωθεί:

Δε στο πα Ταχίρ μπέη μου

Μη μπαίνεις στο Ζαγόρι

Οι ζαγορίσιοι είναι κακοί

Και γράφουνε στην Πόλη.