Η πανδημία του Covid-19 και οι επιπλοκές της σε συνδυασμό με την παγκόσμια οικονομική ύφεση δημιουργούν μία έκτακτη κατάσταση, μία κρίση παγκόσμιας κλίμακας. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, στο οποίο αλληλεπιδρούν δυναμικά το κοινωνικό και το πολιτικό με το βιολογικό πεδίο. Αυτό το φαινόμενο γίνεται καλύτερα αντιληπτό, αν εξεταστεί εντός του ευρύτερου κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου που λαμβάνει χώρα, και όχι σαν αποκομμένο συμβάν. Η εξάπλωση της επιδημίας, η απειλή του ιού και ο τρόπος διαχείρισης αυτών από τα κράτη, που σε μεγάλο βαθμό παίρνει τη μορφή της εντατικοποίησης της επιτήρησης και του στρατιωτικοποιημένου ελέγχου, της σημαντικής περιστολής ελευθεριών και της αυταρχικοποίησης δεν εμφανίστηκαν λόγω κάποιου κισμέτ ή τυχαία, αλλά βρίσκονται σε συνάρτηση με την -ταξική- δομή της σύγχρονης κοινωνίας και τον σύγχρονο πολιτισμό. Ο καπιταλισμός, το έθνος κράτος, η ανάπτυξη και εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας μέσα σε αυτά τα πλαίσια, και ο ρόλος τους εντός της άνισης και δομημένης πάνω σε σχέσεις εκμετάλλευσης κοινωνίας, αποτελούν κομβικούς παράγοντες χωρίς τους οποίους η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε δεν θα ήταν εφικτό να αποκρυσταλλωθεί στη μορφή που έχει σήμερα.
Ο νεωτερικός πολιτισμός και οι νεωτερικές μορφές οργάνωσης της εργασίας και της ζωής αποτελούν βάσεις επάνω στις οποίες αναπτύχθηκε ιστορικά ο σύγχρονος τρόπος ζωής και οργάνωσης της κοινωνίας, διαμορφώνοντας παράλληλα τις σύγχρονες επιστήμες (και τις επιστημονικές πρακτικές), την τεχνολογία (τα επιτεύγματα και τον τρόπο χρήσης τους), τη μορφή και τον τρόπο άσκησης εξουσίας του σύγχρονου κράτους (και τις πρακτικές της εξουσίας). Αυτά αποτελούν κάποια από τα στοιχεία που συνθέτουν την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» εντός της οποίας εξελίσσεται η πανδημία και η πολιτική της διαχείριση, επηρεάζοντας την υλική πραγματικότητα που βιώνουμε.
Διαφωτισμός και κράτος
Η προ-νεωτερική κοινωνία είναι δομημένη με κέντρο ένα θεοκρατικό σύστημα. Αυτό αποτελεί και τη βασική τεκμηρίωση της κρατικής-βασιλικής εξουσίας «ελέω θεού βασιλιάς». Βγαίνοντας από το Μεσαίωνα και περνώντας στην ανάδυση του Διαφωτισμού -που θέτει τις βάσεις του νεωτερικού πολιτισμού και καθιστά γόνιμο το έδαφος για τη σταδιακή εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού συστήματος- η τεκμηρίωση της εξουσίας στη βάση του Θεού δεν επαρκεί.
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά έχει μία υλική βάση. Σχετίζεται άμεσα με την ανάδυση της αστικής τάξης που ζητά μερίδιο από την πίτα της εξουσίας για να εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα, ερχόμενη έτσι αναπόφευκτα σε σύγκρουση με το παλαιό καθεστώς και τη φεουδαρχία, και καταλήγοντας στις μεγάλες εθνικές επαναστάσεις και τη συγκρότηση των πρώτων εθνών κρατών.
Γυρίζοντας στην τεκμηρίωση της κρατικής εξουσίας, πέρα από άλλα επιχειρήματα, ξεχωρίζει ένα με ιδιαίτερη συνάφεια με τη σημερινή συγκυρία. Δεν είναι άλλο από το επιχείρημα της παροχής ασφάλειας στους «Άγριους» ανθρώπους από το κράτος, όπου οι άνθρωποι για να είναι ασφαλείς από τις εσωτερικές τους ανταγωνιστικές σχέσεις (και να μην εξοκείλουν σε έναν χαώδη αιματηρό πόλεμο «όλων εναντίων όλων», Hobbes[1]) πρέπει να παρέχουν στο κράτος ένα κομμάτι της ελευθερίας τους (π.χ. κοινωνικό συμβόλαιο, Rousseau) ή να συμφωνήσουν μεταξύ τους για να ορίσουν έναν ανώτατο ρυθμιστή των μεταξύ τους σχέσεων. Έπειτα ο ρυθμιστής-κράτος έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις διενέξεις των πολιτών και να τις επιλύει και -βεβαίως- για να το πετύχει αυτό επεκτείνει το δικαίωμα παρέμβασης σε διάφορα πεδία της ζωής, κάτι που θα το δούμε και στη συνέχεια.
Συμπερασματικά η αυτορρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων παραγκωνίζεται, το κράτος διεισδύει σε αυτές και εγκαθιδρύεται ως ρυθμιστής τους. Εδώ μπορεί να διαπιστωθεί ένα πρώτο τεκμήριο για τη σχέση εξάρτησης πολιτών από το κράτος, αλλά και το «δικαίωμα» του κράτους να ρυθμίζει τις ζωές των πολιτών του π.χ. αποκλείοντας τους από την ιατρική γνώση.
Ταυτόχρονα με την ανάδυση της νέας μορφής κράτους, στην κατεύθυνση του πνεύματος του Διαφωτισμού, συντελείται στροφή προς τις θετικές επιστήμες και την ορθολογικότητα. Παράλληλα με τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης, η επιστήμη «ανεβαίνει στο βάθρο της θρησκείας», ανάγεται σε αυθεντία, ικανή να ρυθμίζει διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής, θεσπίζοντας κανόνες ή παρέχοντας κατευθυντήριες για τον τρόπο ζωής ή διεύθυνσης ποικίλλων δομών που μέλλει να εμφανιστούν σταδιακά στην πορεία της νεωτερικότητας – από το εργοστάσιο και το άσυλο μέχρι το ναζιστικό λάγκερ.
Βιομηχανοποίηση, ορθολογικότητα, Ιατρική
Μετά την εγκαθίδρυση της κρατικής εξουσίας στα πλαίσια του έθνους κράτους, και την παράλληλη ανάδυση του καπιταλιστικού συστήματος ως το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, τα όνειρα για τη βελτιστοποίηση του κυρίαρχου πλέον συστήματος δεν σταματούν.
Περνάμε λοιπόν στις προσπάθειες μεγιστοποίησης και βελτίωσης των τεχνικών, τόσο της παραγωγής, όσο και της διοίκησης και ελέγχου, πράγματα βέβαια αλληλένδετα.
Περνάμε από τη βιοτεχνία στη βιομηχανία· από τα αναγκαία για να ζήσουμε, στην παραγωγή για τις αγορές που σχετίζεται με τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Για χάρη συντομίας μπορούμε να συμπυκνώσουμε τη βασική αρχή του παραπάνω συστήματος σε ένα διάγραμμα. Ας φανταστούμε μία ζυγαριά που στη μία πλευρά έχει το κόστος και στην άλλη το όφελος-κέρδος. Ο απώτερος σκοπός του συστήματος είναι η μεγιστοποίηση ωφελειών και η ελαχιστοποίηση του κόστους. Το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης αναδεικνύει σαν βασικούς του άξονες τη γραφειοκρατία, την ιεραρχική οργάνωση και τον καταμερισμό (οριζόντιος και κάθετος), την εξειδίκευση και την επιστημονική διεύθυνση της εργασίας με βάση τις αρχές της ορθολογικότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε αδρά πως έτσι ξεκινά μια οργάνωση της κοινωνίας με πρότυπο το εργοστάσιο.
Η οργάνωση με αυτά τα πρότυπα περνά και σε άλλα πεδία, όπως είναι η κρατική διοίκηση, η εκπαίδευση, η παραγωγή της γνώσης κ.α. Η ιατρική δεν αποτελεί εξαίρεση. Η σύγχρονη δυτική ιατρική με τη μορφή της διακριτής επιστήμης, παίρνει σάρκα και οστά με το πέρασμα από τη φεουδαρχική κοινωνία στον καπιταλισμό. Κάτι το οποίο είναι άξιο να αναφερθεί, καθώς αυτή η μετάβαση της ιατρικής, από τη σφαίρα της καθημερινότητας στην επιστήμη, σηματοδοτεί την αποκοπή της κοινότητας από τη γνώση της φροντίδας και της περίθαλψης. Αυτή η διαδικασία μεταβιβάζει την εξουσία που είχαν οι άνθρωποι πάνω στο σώμα τους και την υγεία τους, στην ιατρική επιστήμη.
Ο ορθολογισμός και η επιστημονικότητα που διέπουν την ιατρική σαφώς έχουν βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής μας, και προφανώς έχουν σώσει χιλιάδες ζωές. Σέρνουν όμως μαζί τους το στυγνό ισοζυγίου κέρδους-ζημίας, την αποδοτικότητα, την απανθρωπιά της στατιστικής, και τελικά τη διαχείριση της ζωής με σκοπό την παράγωγη και μορφοποίηση υποκείμενων ταιριαστών για το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και οργάνωσης, κάτι που θα αναλυθεί και παρακάτω.
Η επιστημονική «αντικειμενικότητα», η φαινομενικά αξιακή «ουδετερότητα» της ιατρικής επιτυγχάνεται με τον «εξορθολογισμό» της από ηθικά στοιχεία. Μέσω αυτού αποκρύπτεται ότι λειτουργεί εντός ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας -τις οποίες άκριτα αναπαράγει- επηρεάζεται από τη σχέση κεφάλαιο και είναι περιβλημένη από εξουσία. Αυτή ακριβώς είναι η βάση για την κριτική της σύγχρονης ιατρικής και γενικά της σύγχρονης επιστήμης, ότι συντελείται κυρίαρχα εντός του καπιταλιστικού συστήματος και συνεισφέρει σε αυτό με γνώμονα τα συμφέροντά του και την αναπαραγωγή του έμμεσα ή άμεσα.
Τα παραπάνω αποκαλύπτουν την ηθελημένη ή ίσως και αθέλητη συστράτευση της ιατρικής με το στρατόπεδο του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και οργάνωσης. Βάσει αυτών των χαρακτηριστικών τους, η σύγχρονη επιστήμη και η ιατρική, και τα επιτεύγματά τους είναι αξιοποιήσιμες ως βασικά εργαλεία από τις τεχνικές εξουσίας του σύγχρονου κράτους.
Σύγχρονη εξουσία και βιοπολιτική
Ετυμολογικά η βιοπολιτική (Βίος – Πολιτική) ουσιαστικά μιλά για την πολιτική διαχείριση της ζωής. Η σημείωση αυτή είναι σημαντική αφού βάση της πολιτικής γίνεται η ζωή αυτή καθ’ αυτή. Ο Michele Foucault διακρίνει μια μετατόπιση από την εξουσία του θανάτου που κυριαρχεί στο φεουδαρχικό σύστημα (το δικαίωμα του άρχοντα επί της ζωής των υποτελών του – δικαίωμα καταγόμενο από το Ρωμαϊκό Δίκαιο) σε μια εξουσία επί της ζωής που επικεντρώνεται στη διατήρηση και την προστασία της ζωής, στη διαχείριση της ζωής με «θετικό», «δημιουργικό» τρόπο. Η μετατόπιση αυτή ταυτίζεται με την εδραίωση του καπιταλισμού σαν κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής: Η καπιταλιστική μηχανή δεν σταματά στην κυριαρχία της ως σύστημα οργάνωσης· την επεκτείνει, ώστε να διοχετεύει εντός του συστήματός της τις διάφορες πτυχές της ζωής, προκειμένου οι τελευταίες να γίνονται περισσότερο αξιοποιήσιμες για τους σκοπούς της, μετατρεπόμενη τελικά σε σύστημα διαμόρφωσης υποκειμένων. Η εξουσία, λοιπόν, προεκτείνεται ώστε να αγκαλιάσει τις διάφορες πτυχές της ζωής, γίνεται βιοεξουσία, λαμβάνοντας δύο βασικές μορφές:
Η πρώτη αφορά σε κάθε μεμονωμένο σώμα, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως μηχανή που πρέπει να είναι αποδοτική, και για να γίνει όσο πιο αποδοτική μπορεί να είναι, πρέπει να βελτιώνεται, να επεκτείνεται, να πειθαρχεί και να πειθαρχείται. Πρόκειται για μια ανατομοπολιτική του ανθρώπινου σώματος, που βασίζεται στην αντίληψη των σωμάτων ως ξεχωριστά, που πρέπει συνεχώς να βελτιώνονται με γνώμονα τα συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος, ως εξαρτήματα της μηχανής. Σε αυτή την περίπτωση η πειθαρχική διάσταση της εξουσίας τείνει περισσότερο στην προτροπή, την τροποποίηση, την εκμάθηση, την εκγύμναση, και τελικά την παραγωγή και την κανονικοποίηση συμπεριφορών και υποκειμένων και λιγότερο στην απαγόρευση και την τιμωρητικότητα.
Στη δεύτερη μορφή της βιοεξουσίας τα σώματα γίνονται αντιληπτά ως σύνολο με κοινό χαρακτηριστικό τη βιολογία τους, δηλαδή ως υπόβαθρο βιολογικών διαδικασιών. Η άσκηση εξουσίας αφορά στη διαχείριση, τη ρύθμιση και τον έλεγχο που γίνονται στο επίπεδο των πληθυσμών. Πρόκειται για μια βιοπολιτική του πληθυσμού στην οποία εντάσσονται, για παράδειγμα, οι κρατικές πολιτικές για τον έλεγχο των γεννήσεων και της θνησιμότητας, τη φροντίδα για τη δημόσια υγεία κ.α..[2]
Αντί συμπερασμάτων
Η βιοεξουσία ως μορφή εξουσίας που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τη νεωτερικότητα, οργανωμένη γύρω από μια ανατομοπολιτική και μια βιοπολιτική τεχνολογία, αναδεικνύει μια εξατομικευτική και μια ολοποιητική διάσταση της νεωτερικής εξουσίας. Καλλιεργείται, έτσι, το κατάλληλο κλίμα για τη γέννηση και την ωρίμανση πάσης φύσεως «ειδικών», εξειδικευμένων κι εξατομικευμένων προσεγγίσεων και τεχνικών, σχεδιασμένων για την παρέμβαση ή τη βελτιστοποίηση σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, οι οποίες μπορούν να ενταχθούν ή να λειτουργούν στο πλαίσιο μηχανισμών ή δομών μεγαλύτερου εύρους, σχεδιασμένων και οργανωμένων ώστε να επιτελούν ρυθμιστικό ρόλο σε μεγάλη πληθυσμιακή κλίμακα.
Ταυτόχρονα, βασική προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση και την ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι η ελεγχόμενη ένταξη των ανθρώπων στην παραγωγική διαδικασία. Ο καπιταλισμός όμως δεν έμεινε μόνο σε αυτό αλλά ήθελε να τους αυξήσει, να τους ενισχύσει, χρειάστηκε την πειθάρχησή τους, τη μορφοποίησή τους. Η ανίχνευση ενός κοινού υπόβαθρου ανάπτυξης και μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στη σχέση κεφάλαιο και τις σύγχρονες μορφές εξουσίας σκιαγραφεί ένα σημείο συνάντησης της εκμετάλλευσης της εργασίας με τη βιοπολιτική, καθιστώντας τη σύνδεση βιολογικού και κοινωνικού από τις κρατικές πολιτικές -όπως συμβαίνει σήμερα- ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Άλλωστε αυτό το εγχείρημα του καπιταλισμού δεν σταματά στις αρχές του 19ου αιώνα, είναι ακόμα ενεργό και διεισδύει καθημερινά στις ζωές μας, για να τις κόψει και να τις ράψει ανάλογα με τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Οι κρίσεις είναι εμφανές ότι αποτελούν μια υπέροχη ευκαιρία για την ενίσχυση και εντατικοποίηση του παραπάνω εγχειρήματος.
Miltiadis Prechtos
Shoshana
[1] Η θεώρηση του Hobbes σε σχέση με την φύση των ανθρώπων ως άγριων και ανταγωνιστικών μεταξύ τους, τεκμηριώνει μεν το κράτος ή την εξουσία ενός ηγεμόνα να παρέχει ασφάλεια, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και τον πρόδρομο για τον κοινωνικό δαρβινισμό με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες της πραγμάτωσής του. Ταυτόχρονα αυτό αποτελεί μια θεώρηση αρκετά ασταθή, αφού κατά βάση ο Hobbes, συναισθηματικά φορτισμένος από τον αγγλικό εμφύλιο, βλέπει τη χώρα του να κυλά σε μία εμπόλεμη κατάσταση όλων εναντίων όλων. Έτσι με μίαν μεταθεώρηση προβάλλει κάποια από αυτά τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά στον πρωτόγονο άνθρωπο και φυσικοποιεί την ανταγωνιστική φύση του ανθρώπου. Απέναντι σε αυτή τη θεώρηση υπάρχουν τόσες άλλες όπως του Μαρξ ή του Κροπότκιν κ.α. που μιλούν για κοινωνίες πραγματικής αλληλεγγύης και συνεργασίας.
[2] Η ιστορία της σεξουαλικότητας η βούληση για γνώση, Φουκώ Μισελ, Πλέθρον σελ. 162-167