«Δεν είμαι η Κ.Γ., είμαι η Γκουλιώνη Κατερίνα, ΕΧΩ ΟΝΟΜΑ, ΑΥΤΗ ΕΙΜΑΙ κι έχω να πω πολλά», έγραφε η Κατερίνα Γκουλιώνη στο τελευταίο της γράμμα. Ο αδιευκρίνιστος θάνατός της, πέντε χρόνια πριν, κατά τη μεταγωγή της από τον Ελαιώνα της Θήβας στην Κρήτη, έχει αφήσει αναπάντητα ερωτήματα που εκθέτουν το εν τη γενέσει του εκτεθειμένο «σωφρονιστικό σύστημα».
Τα ζητήματα που αφορούν τη γυναικεία φυλάκιση δεν απασχολούν την επικαιρότητα σχεδόν ποτέ, παρά μόνο έπειτα από ακραίες περιπτώσεις καταγγελιών ή συμβάντων, όπως ήταν ο θάνατος της Κατερίνας Γκουλιώνη. Οι κολπικοί έλεγχοι, οι ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, ο υπερπληθυσμός, κυρίως στις πτέρυγες των τοξικομανών, η αθρόα χορήγηση ψυχοφαρμάκων ως «πανάκεια» για όλα τους τα προβλήματα, η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (παρά το γεγονός ότι πολλές γυναίκες πάσχουν από AIDS και ηπατίτιδα, ενώ άλλες αντιμετωπίζουν σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα) δεν συνίστανται σε κενά και ελλείψεις του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά στην ίδια την εξοντωτική του φύση.
Η ενασχόληση του ευρύτερου κινήματος με το ζήτημα των γυναικείων φυλακών, αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της γυναικείας φυλάκισης, είναι ελλιπής τόσο σε επίπεδο λόγου, όσο και στην πράξη. Στις δυναμικές κινήσεις αλληλεγγύης για τους φυλακισμένους δεν φαίνεται να αναδεικνύεται ότι ο πληθυσμός αυτός αποτελείται από άτομα και των δύο φύλων. Οι γυναίκες κρατούμενες αποτελούν μέχρι σήμερα «παράρτημα» του λόγου περί έγκλειστου πληθυσμού, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που οι γυναικείες φυλακές αποτελούν παράρτημα των ανδρικών.
Έμφυλες προεκτάσεις της ποινής
Η βάση του έμφυλου διαχωρισμού, ανάμεσα σε άντρες κρατουμένους και γυναίκες κρατούμενες, είναι αυτή των κυρίαρχων ρόλων που τους έχουν αποδοθεί, και αποτελεί βασικό λόγο εγκατάλειψης των γυναικών από το κοινωνικό περιβάλλον (οικογένεια, φίλοι, κ.λ.π), καθώς η ποινή τους εκτείνεται πέρα από τη φυλάκιση.
Δεκάδες συνεντεύξεις γυναικών κρατουμένων επιβεβαιώνουν τις συνθήκες εγκατάλειψης, μαζί με τη στέρηση της όποιας επαφής με τα παιδιά τους και την τιμωρία από το κοινωνικό σώμα με απομόνωση ως «προδότριες του γυναικείου κοινωνικού φύλου».
Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι η ευρύτερη ποινική αντιμετώπιση των υποκειμένων, εκτός από έντονα πολιτικά και ταξικά χαρακτηριστικά, έχει και έμφυλο χαρακτήρα. Τόσο ο επιστημονικός λόγος, όσο και το πλέγμα των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης θεμελιώνονται εξ ορισμού σε ανδροκεντρικά επιχειρήματα και δομές με γνώμονα την ανδρική «εγκληματικότητα».
Στη βάση του θετικιστικού συστήματος, η κυρίαρχη αντίληψη της γυναικείας εγκληματικότητας βασίζεται σε ντετερμινιστικού τύπου προσεγγίσεις με επίκεντρο τις βιολογικές και ψυχικές «ιδιαιτερότητες» των γυναικών (την παθητική, μητρική, καλή ή κακή τους «φύση»). Στο πλαίσιο της εγκληματολογικής θεωρίας, οι ερμηνείες της ανδρικής εγκληματικής συμπεριφοράς διαπνέονται από ταξικό και πολιτικό χαρακτήρα του «εγκλήματος», σε αντίθεση με τη γυναικεία εγκληματικότητα, για την οποία οι κοινωνικοταξικές αναλύσεις είναι περιορισμένες. Έτσι, η γυναίκα εγκληματίας προσλαμβάνεται ως «διπλά παρεκκλίνουσα», ως παραβάτης των ποινικών νόμων αλλά και ως αποκλίνουσα από τη «γυναικεία» –μη εγκληματική– της φύση. Σε περιπτώσεις όπου μια γυναίκα κι ένας άνδρας παραβιάζουν τον ίδιο κανόνα (είτε πρόκειται για τέλεση ποινικού αδικήματος είτε απλώς για παρέκκλιση από τις κοινωνικές νόρμες) η κοινωνία φαίνεται ότι αντιμετωπίζει και «τιμωρεί» τις γυναίκες αυστηρότερα, με κοινωνικό αποκλεισμό και διαπόμπευση.
Έμφυλες πρακτικές και φυσικοποιημένα στερεότυπα, συγκροτημένα στη βάση της πατριαρχικής κοινωνίας, καθιστούν τη γυναίκα αντικείμενο ανδρικής ιδιοκτησίας (του συζύγου, του πατέρα, του αδελφού). Από τη φύση της οφείλει να είναι ευαίσθητη, μετριοπαθής, μη βίαιη, εύθραυστη, όπως πάντα, σωματικά και ψυχικά, διατηρώντας τις ισορροπίες.
Είναι σαφές ότι οι γυναίκες που «παρανομούν» δεν αμφισβητούν μόνο τον νόμο και την τάξη, αλλά και τους κοινωνικούς ρόλους που τους αποδίδονται, προδίδοντας με αυτόν τον τρόπο (συνειδητά ή μη) τις κυρίαρχες αξίες του πατριαρχικού συστήματος, μεταστρέφοντας συχνά τα στερεοτυπικά αποδιδόμενα γυναικεία χαρακτηριστικά σε πηγή δύναμης και έμπρακτης αντίστασης.
Όμως, ο εκδικητικός χαρακτήρας του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, απαντά σε αυτήν την αμφισβήτηση με απαξίωση, εξευτελισμούς, απομόνωση και άλλες κυρώσεις, επεκτείνοντας τα όρια της επιβληθείσας ποινής πολύ μετά το πέρας της έκτισής της αυτής καθεαυτής.
Η πολλαπλότητα των κοινωνικών εμπειριών και βιωμάτων σήμερα, καθώς και οι ευρύτερες σχέσεις καταπίεσης σε ταξικό και σε φυλετικό επίπεδο, τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών, είναι πιθανό με μια πρώτη ματιά να καθιστούν με έναν τρόπο απλουστευτική και επισφαλή την προσέγγιση των υποκειμένων με βάση τα έμφυλα χαρακτηριστικά τους.
Όμως, η έμφυλη καταπίεση διαπλέκεται με τις υπόλοιπες μορφές καταπίεσης, γεγονός που καθιστά αδύνατο να προσπεραστούν οι σημασίες, τα νοήματα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρει από τη μία η ανδρική κι από την άλλη η γυναικεία ταυτότητα. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά είναι που συγκροτούν διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες μεταξύ των υποκειμένων, πολλές φορές ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Στη βάση αυτής της ετερότητας, λοιπόν, είναι απαραίτητο να παραχθούν κρίσεις και αγωνιστικές στάσεις.
Ο κολπικός έλεγχος είναι βιασμός
Από το 2005 και μετά ξεκίνησε να λαμβάνει χώρα στις γυναικείες φυλακές το βασανιστήριο του κολπικού ελέγχου, με πρόφαση την αύξηση των θανατηφόρων περιστατικών από έγκλειστες τοξικομανείς. Σκοπός της υπηρεσίας δεν ήταν προφανώς η υπεράσπιση της ζωής του έγκλειστου πληθυσμού, αλλά η διασφάλιση του μονοπωλίου στη διακίνηση ουσιών, παράλληλα με την εφαρμογή ολοένα και πιο δυναμικών πρακτικών ελέγχου και επιβολής.
Η διαδικασία του κολπικού ελέγχου υποχρεώνει τις κρατούμενες να βγάλουν τα ρούχα τους και στη συνέχεια καλούνται να σκύψουν, ν’ ανοίξουν τους γλουτούς τους και να βήξουν κάποιες φορές, ενώ η δεσμοφύλακας παρατηρεί τον πρωκτό τους. Στη συνέχεια οδηγούνται στο φαρμακείο των φυλακών, όπου και πραγματοποιείται η κολπική εξέταση (βιασμός). Το προσωπικό που πραγματοποιεί τους ελέγχους είναι κατά κύριο λόγο ανειδίκευτο.
Οι κρατούμενες κάθονται στην γυναικολογική καρέκλα και «εξετάζονται» με βίαιη εισχώρηση των δακτύλων των γυναικών δεσμοφυλάκων εντός του κόλπου τους και με τη χρήση σκουριασμένων και μη αποστειρωμένων εργαλείων. Μετά από αυτό ακολουθεί το βασανιστήριο της απομόνωσης και της χορήγησης καθαρτικών. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται κάθε φορά που επιστρέφουν από όποια έξοδό τους.
Το βασανιστήριο του κολπικού ελέγχου αποτελεί ένα ακόμη μέσο της πειθαρχικής εξουσίας για τη διασφάλιση της επιβολής και της καθυπόταξης στην προσπάθειά της να ιδιοποιηθεί το σώμα της κρατούμενης, και να το καταστήσει προσβάσιμο, ελεγχόμενο και προβλέψιμο.
Δηλώνει ότι η φυλακή δεν είναι απλώς χώρος έκτισης της επιβληθείσας ποινής, και εμπλουτίζεται διαρκώς με πολλαπλές πρακτικές βασανισμού, τιμωρίας και ελέγχου.
Η δυνατότητα των ανθρωποφυλάκων να αξιώνουν τον έλεγχο της υλικότητας του σώματος της έγκλειστης εισχωρώντας εντός του, στερεί την όποια αυτονομία της. Το ίδιο το σώμα, ευτελίζεται, προσβάλλεται και γίνεται ένα ορατό και αδιάκοπα επιτηρούμενο πεδίο υπό το φως μιας αδιάλειπτης διαγνωστικής διαδικασίας, μέσω της οποίας το μάτι της εξουσίας παρακολουθεί και οργανώνει κανονιστικά πλαίσια.
Όσες κρατούμενες αρνούνται τον έλεγχο έρχονται αντιμέτωπες με πειθαρχικές ποινές, απομόνωση και εκδικητικές μεταγωγές. Αυτή είναι η απάντηση της υπηρεσίας, η οποία εφαρμόζει ένα σύστημα τιμωριών, που στοχεύει στον περιορισμό της ανυπακοής και στη διασφάλιση της τάξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανυπακοής εντός των τειχών η στάση της Κατερίνας Γκουλιώνη, ο θάνατος της οποίας έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του κολπικού ελέγχου και προκάλεσε ξεσηκωμό των κρατουμένων μαζί με δράσεις αλληλεγγύης που ακολούθησαν του τραγικού συμβάντος. Η συνέχιση του σκληρού αγώνα ενάντια στον κολπικό έλεγχο είχε ως αποτέλεσμα τη σχετική μείωση του αριθμού των εξετασθεισών γυναικών.
Μητέρες Κρατούμενες
Μαρτυρίες κρατουμένων αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η φυλάκιση σε συνάρτηση με την καθημερινότητά τους πριν από αυτήν, ως μετάβαση από την εξουσία του συζύγου στην εξουσία των ανθρωποφυλάκων. Μπορεί οι πρότερες συνθήκες ζωής τους να μην ήταν ίδιες, χαρακτηρίζονταν όμως από τα καταπιεστικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου ζωής στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας. Οι γυναίκες αυτές, πέρα από τη βάναυση εργασιακή εκμετάλλευση, ήταν αναγκασμένες να υφίστανται «κατ’ οίκον περιορισμό», εξάρτηση από τις οικογενειακές και μητρικές τους υποχρεώσεις, ή ενδεχομένως και ψυχολογική και σωματική βία/σεξουαλική βία.
Η κοινωνική αντιμετώπιση των γυναικών, για τις οποίες η δικαιοσύνη αποφαίνεται πως εγκληματούν, θεμελιώνεται, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, επάνω στην «παρέκκλισή τους από το σπίτι» και τη «στροφή τους στο έγκλημα». Οι ίδιες οι κρατούμενες αναφέρονται συχνά στην αυστηρότητα των καταδικαστικών ποινών που τους επιβάλλονται, αναλογικά με αυτές που επιβάλλονται στους άντρες όταν διαπράττουν τα ίδια αδικήματα.
Ο στιγματισμός αναφορικά με τη γονεϊκή ικανότητα της γυναίκας αποτελεί μια από τις ιδιαιτερότητες της γυναικείας φυλάκισης. Δεν συμβαίνει σε αυτόν τον βαθμό το ίδιο με τους άντρες κρατούμενους που θα στιγματιστούν μεν λόγω της φυλάκισης, ωστόσο δεν θα χαρακτηριστούν αυτόματα και απαραίτητα κακοί ή ανεπαρκείς πατέρες.
Η απόλυτη αμφισβήτηση της μητρικής ταυτότητας αποτελεί μια άτυπη προέκταση της ποινής, η οποία είναι δυσβάσταχτη και επιβάλλεται, είτε μέσω της φυλάκισης και της απομάκρυνσης των γυναικών από τα παιδιά τους, είτε με τη μορφή αναγκαστικής φυλάκισης των ίδιων των παιδιών ώστε να βρίσκονται μαζί με τις μητέρες τους. Στην περίπτωση των μωρομανάδων (όπου υφίσταται το οξύμωρο της έκτισης ποινής από παιδιά που δεν έχουν καταδικαστεί) παρατηρείται η συνεχής αμφισβήτηση των μητρικών καθηκόντων των φυλακισμένων γυναικών, καθώς, με βάση την κυρίαρχη κοινωνική συνείδηση, η πυρηνική οικογένεια θεωρείται ο μοναδικός κατάλληλος «τόπος» για την ανατροφή και την κοινωνικοποίηση ενός παιδιού. Ιδανική μητέρα, σύμφωνα με τις στερεοτυπικές κοινωνικές επιταγές, είναι εκείνη που αποτελεί μέλος πυρηνικής οικογένειας, ζει με τον πατέρα του παιδιού της και είναι αξιόπιστη, στοργική, προστατευτική, γλυκιά και τρυφερή. Από την άλλη μια γυναίκα που εγκληματεί, δεν επιδεικνύει την κοινωνικά προσήκουσα συμπεριφορά και θεωρείται ανίκανη και ανεύθυνη μητέρα που παραμελεί και εγκαταλείπει τα παιδιά της.
Επίλογος
Στην παρούσα κοινωνική, οικονομική και πολιτική συγκυρία, σε μια συνθήκη συστημικής και θεσμικής αποδιάρθρωσης, κλιμακούμενης κοινωνικής υποδούλωσης και λεηλασίας, η εξουσία έχει ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, να αποβάλει τα ταξικά απόβλητα που η ίδια έχει παράγει. Η φυλακή, εκδικητικός τιμωρός για όσους δεν συμμορφώνονται και αποθήκη περιττών εργατικών χεριών, παίζει καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία. Μέσα από τον εγκλεισμό των υποκειμένων συμβάλλει στον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, την απομόνωση και την εξόντωση των απείθαρχων.
Στο άρθρο αυτό μας απασχόλησε το ζήτημα των εγκλείστων γυναικών, σε μια προσπάθεια διεκδίκησης της ορατότητάς τους σε μια κοινωνία που τις εγκαταλείπει στα χέρια βασανιστών ανθρωποφυλάκων, χωρίς καμία εκδήλωση ενδιαφέροντος και αλληλεγγύης.
Η ανεπίσημη προτροπή «πυροβολήστε πρώτα τις γυναίκες», αναφερόμενη στις αντάρτισσες της RAF, χαρακτήρισε το κυνήγι ενάντια στη τρομοκρατία στη Γερμανία. Όπως αναφέρει η Eileen MacDonald στο ομώνυμο βιβλίο, η αναγνωρισμένη από την κυριαρχία αγωνιστικότητα των γυναικών, που δεν διστάζουν να τοποθετήσουν βόμβες ή και να εκτελέσουν εν ψυχρώ για να προασπιστούν και να επιτύχουν τους πολιτικούς σκοπούς τους, συνεπάγετο παράλληλα την αναγνώριση της υπέρβασης των κυρίαρχων ρόλων που τους έχουν επιβληθεί στις έμφυλες σχέσεις, και δεν είναι άλλοι από αυτούς της πειθήνιας και ευαίσθητης γυναίκας, της καλής συζύγου, της νοικοκυράς, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού τους και της κατηγοριοποίησής τους ως αδύναμο φύλο σε αντίθεση με το δυνατό ανδρικό.
Θέλουμε λοιπόν να καταστεί σαφές ότι το κείμενο αυτό δεν στοχεύει στο να θυματοποιήσει τη γυναίκα-έγκλειστη ως υποκείμενο, πράγμα που θα σήμαινε την αναπαραγωγή της αντίληψης περί γυναικείου αδύναμου φύλου. Στόχος είναι η ανάδειξη μαχητικών προοπτικών αποδόμησης των έμφυλων ρόλων μέσα από την ανάδειξη χειραφετητικών δυνατοτήτων και την κατάργηση των διαχωρισμών.
Ελίζα Λου.
12/04/14