Το παράδειγμα του Blade Runner
Πρώτες μέρες καραντίνας, οι δρόμοι είναι άδειοι. Μοιράσαμε πόρτα-πόρτα με τον fv την εφημερίδα. Όσο μοιράζαμε το φύλλο, το μυαλό μου τριγύριζε γύρω από ποια ταινία θα γράψουμε για το επόμενο τεύχος. Εκτός του πνεύματος των ημερών, σκεφτόμουν έντονα το Mandy· έτσι, περπατώντας για να βρω τον fv, στα ακουστικά μου έπαιζε το Starless των King Crimson, δηλαδή το soundtrack του Mandy. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με υποκίτρινα σύννεφα και φυσούσε ένας ζεστός αέρας που παρέσερνε τις από χθες μοιρασμένες εφημερίδες που δεν βρήκαν παραλήπτη. Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι το σκηνικό θυμίζει σίγουρα την ταινία, αλλά χάνω το γενικό πλαίσιο. Δεν είναι μόνο η απομόνωση και ο περιορισμός της μετακίνησης και ό,τι επιφέρουν αυτά: το πρόβλημα ξεκινάει από ψηλά, όπως ο πύργος της Tyrell Corporation στο Blade Runner του 1982. Έτσι, μετά από ολιγόλεπτη αφηρημένη σκέψη για το αν τα ανδροειδή ονειρεύονται ηλεκτρικά πρόβατα, το cyberpunk, το φάντασμα στο κέλυφος, την ψηφιακή επιτήρηση, τη βιοηθική και τη γενικευμένη στρατιωτικοποίηση και κατακερμάτιση των ζωών μας, ήμουν τελικά σίγουρος.
Το Blade Runner είναι ένα φιλμ σε σκηνοθεσία του Ridley Scott, βασισμένο στη νουβέλα του Philip K. Dick «Do androids dream of electric sheep?».1 Το φιλμ μας οδηγεί στο «αποκαλυπτικό» Los Angeles που έχει μετατραπεί σε «Neo Tokyo». Η πόλη λούζεται στα νέον φώτα, τις γιγάντιες διαφημίσεις, το σκοτάδι και την όξινη βροχή, επειδή λόγω της περιβαλλοντολογικής καταστροφής, στο φανταστικό μέλλον του Blade Runner ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα πυκνά σύννεφα και μόνο η ελίτ έχει πρόσβαση στα θεόρατα κτήρια που μπορούν να δουν λίγο ήλιο ή ορίζοντα. Η ιαπωνική κουλτούρα έχει εισχωρήσει βαθιά στο πολυπολιτισμικό Los Angeles, και στο φιλμ η εργατική τάξη σίγουρα δεν είναι λευκή. Είναι ξεκάθαρο πως λευκοί είναι οι μπάτσοι, οι CEO, οι επιστήμονες και τα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν replicants. Ο άνθρωπος έχει καταφέρει με την τεχνολογική του εξέλιξη να αποικίσει άλλους πλανήτες, οι οποίοι στην ταινία αποκαλούνται «off-world» ή «εξώκοσμος». Μόνο που όπου υπάρχει αποικιοκρατία, υπάρχουν και σκλάβοι, όπως μας έχει δείξει η ιστορία. Και στην περίπτωση αυτή, οι σκλάβοι είναι τα replicants.
Η καλλιτεχνική υπερπήδηση από το χαρτί στο σινεμά έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στο στιλιστικό όραμα του ρεύματος του cyberpunk, μέσα από το Blade Runner. Κατάφερε να ανατρέψει τη φαντεζί εικόνα της μητρόπολης με τους τεράστιους ουρανοξύστες και να την μετατρέψει σε ένα απέραντο slum με γιγάντιες φωτεινές και ολογραφικές διαφημίσεις. Κοινό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ιστορίας είναι o noir τόνος που αποπνέουν οι χαρακτήρες, τον οποίο συνθέτει και το punk στοιχείο. Κατατρεγμένοι, προβληματικοί, παράνομοι, με την ηθική τους είτε να βρίσκετε σε γκρίζα ζώνη, είτε να στρετσάρει τα συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά.
Στο δυστοπικό 2019, η «ανθρώπινη» πρόοδος βασίζεται στις πλάτες των γενετικά κατασκευασμένων ανθρωποειδών από την Tyrell Corporation. Μόνο που όταν φτιάχνεις κάτι φαινομενικά τόσο κοντά στον άνθρωπο, θα πρέπει να περιμένεις και την ανθρωπιά, δηλαδή την ανθρώπινη αρχετυπική αντίδραση στη σκλαβιά. Έτσι, στην αστυνομία του L.A. έχει συσταθεί μια επίλεκτη ομάδα με σκοπό την καταδίωξη και την «απόσυρση» (δηλαδή τη δολοφονία) των παρεκκλίνοντων replicants που ονομάζονται Blade Runners. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Rick Deckard, είναι ένας αλκοολικός πρώην Blade Runner που τον αναγκάζουν να επανέλθει στο σώμα για να κλείσει μια υπόθεση που αφορά την παράνομη είσοδο στη Γη προηγμένων replicants που έκαναν ανταρσία στον εξώκοσμο. Η πλοκή έχει την τυπική noir εξέλιξη: ο Deckard καταδιώκει, τρώει ξύλο, δίνει ξύλο, σκοτώνει εις το όνομα του νόμου και ερωτεύεται εν τέλει το έκτο προηγμένο replicant, τη Rachael.
Ο συναισθηματικός δεσμός του Deckard με τη Rachael δεν βρίσκεται στο σενάριο για να υπάρξει αίσθημα πληρότητας μεταξύ θεατή και πρωταγωνιστή, αλλά από την πρώτη στιγμή που γνωρίζονται μας θέτει τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές ανησυχίες της ιστορίας. Ξεκινώντας με το λεγόμενο τεστ Voight-Kampff2, ο Deckard κάνει παραπάνω ερωτήσεις από το συνηθισμένο στη Rachael, η οποία αρχίζει να τραβάει την προσοχή του, αλλά παρόλα αυτά καταλαβαίνει τη συνθετική της φύση. Μια φύση που η ίδια δεν γνωρίζει, γιατί οι μνήμες που κατέχει είναι εμφυτευμένες από τον δημιουργό της. Το παράδοξο είναι πως ούτε ο Deckard γνωρίζει πως είναι και ο ίδιος replicant, και παρότι η δουλειά του και η θεώρησή του είναι πως τα replicants είναι απλά μηχανές, καταλήγει να την ερωτευθεί. Αυτή η σύνδεση δημιουργεί την ανησυχία για την ύπαρξη και την αξία της, δηλαδή τι είναι αυτό που μας κάνει περισσότερο ή λιγότερο ανθρώπους; Κατά πόσο είναι ανθρώπινο να ζεις αποκομμένα από τη φύση, την ανθρώπινη διάδραση, την επαφή με τα μη ανθρώπινα ζώα, κάτω από τη σκιά των γιγάντιων κτηρίων που την δημιουργούν τα νέον φώτα; Είναι λιγότερο ανθρώπινο ον ένα κατασκευασμένο τεχνούργημα που, παρόλα αυτά, αλληλεπιδρά, σκέφτεται, αγωνιά, αισθάνεται και συναισθάνεται;
Η αποδόμηση του κυβερνητικού συστήματος γίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο. Ο κύριος ανταγωνιστής της ταινίας, ο Roy Batty, έρχεται σαν μια άλλη νέμεση στην ύβρη του δημιουργού του. Αποκαλύπτεται πως τα προηγμένα replicants γύρισαν στη Γη για να καταφέρουν να επιμηκύνουν το προσδόκιμο ζωής τους, που ήταν 4 χρόνια. Έτσι, όταν ο Roy καταφέρνει να μπει στο σπίτι του Tyrell και ανακαλύπτει πως η διάρκεια ζωής του δεν μπορεί να αλλάξει, σαν μονάδα πλέον σκοτώνει τον Tyrell και με τους ρόλους να αντιστρέφονται, καταδιώκει ο ίδιος τον Deckard. Μετά από πολύωρη μάχη μεταξύ τους, διαρρηγνύεται η διαλεκτική περί μη ανθρωπινότητας των μηχανών. Ο Roy, γνωρίζοντας πως θα πεθάνει, χαρίζει τη ζωή στον Deckard κλείνοντας τη σκηνή με τον εμπνευσμένο μονόλογο «Δάκρυα στη βροχή».
«Έχω δει πράγματα που εσείς οι άνθρωποι δεν θα πιστεύατε. Διαστημόπλοια να φλέγονται στον ώμο του Ωρίωνα. Είδα ακτίνες C να λάμπουν στο σκοτάδι κοντά στην πύλη του Tannhäuser. Αυτές οι στιγμές θα χαθούν για πάντα στον χρόνο, σαν δάκρυα στη βροχή. Καιρός να πεθάνω.»
Κάποιος που θα ζούσε τη δεκαετία του ’80, θα έλεγε πως όλα αυτά είναι φουτουριστικές ανησυχίες, τότε που το ίντερνετ ήταν ακόμα στα σπάργανα και, στο μυαλό μας, οι κάμερες ήταν για να απαθανατίζουμε τις στιγμές που θεωρούμε σημαντικές. Όλα αυτά τα χρόνια, το προφητικό ρεύμα του cyberpunk μας έχει δημιουργήσει μια παράδοση από καταστάσεις που έχουν ευθυγραμμιστεί με την πραγματικότητα. Για να θεωρηθεί ένα έργο τέχνης cyberpunk, πρέπει να διακρίνεται από δυο βασικά στοιχεία: High Tech και Low Life. Μπορεί το Blade Runner να μην καταπιάστηκε με το κυβερνοπλέγμα, αλλά με τη γενετική μηχανική, παρόλα αυτά, τα παραπάνω στοιχεία της υψηλής τεχνολογίας και της εξαθλιωμένης ζωής βρίσκονται στο προσκήνιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘20, το ίντερνετ έχει ήδη αφομοιωθεί στη ζωή μας, οι περισσότερες πτυχές της οποίας είναι συνδεδεμένες με το «πλέγμα», όπως μας έμαθε το TRON. Το σύστημα κοινωνικής αξιολόγησης και το σύστημα αναγνώρισης προσώπου είναι ήδη σε λειτουργία στην Κίνα, οι τράπεζες ελέγχουν της αγορές μας και πουλάν τα δεδομένα μας σε διαφημιστικές, οι κάμερες υπάρχουν πλέον παντού, τις κουβαλάμε πάνω μας, τις χρησιμοποιεί ο «καλός» μας γείτονας, οι περισσότερες/οι περνάμε τα μάτια μας κάθε τόσο μπροστά από μια οθόνη, παρακολουθώντας τις ψηφιακές ζωές των άλλων. Τα social media αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα πεδία κοινωνικοποίησης και το Matrix μας φαίνεται ρετροφουτουριστικό.
Μέσα στην καραντίνα, το ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε διάφορα εργαλεία για τον έλεγχο της κοινωνικής μετακίνησης, από το περιβόητο SMS, την αστυνομική επιτήρηση σε νοσούντες και μη, μέχρι drones με θερμικές κάμερες. Σε άλλα κράτη ο τεχνολογικός πήχης επιτήρησης ανέβηκε πολύ ψηλότερα, χωρίς να σημαίνει πως στην Ελλάδα η περίοδος του περιορισμού μετακίνησης δεν ήταν ένα πολεμικό τοπίο ελέγχου, είτε με μπάτσους, είτε με ρουφιάνους γείτονες, είτε με στρατό. Η Google από της αρχές Απρίλη μαζεύει ανώνυμα [sic] στοιχεία με σκοπό την καταγραφή της κινητικότητας σε χρήστες που έχουν ενεργοποιημένη την τοποθεσία στα κινητά τους3. Στη Νότια Κορέα, για παράδειγμα, η παραπάνω διαχείριση έγινε κρατικά, με ιχνηλάτηση των κρουσμάτων σε πραγματικό χρόνο μέσω των κινητών συσκευών, κάτι που στην Ευρώπη λόγω του GDPR4 θα ήταν νομικά δύσκολο, πρακτικά πανεύκολο. Εφόσον κάτι τόσο απλό, τόσο παγιωμένο όσο η «ελεύθερη μετακίνηση»5 άρθηκε εν μία νυκτί υπό το βλέμμα της κρατικής διαχείρισης, άραγε πόσο εύκολα τις επόμενες φορές θα μπορεί να αρθεί το απόρρητο της πρόσβασης στα προσωπικά μας δεδομένα, για την «καταπολέμηση» μιας πανδημίας;
Δεν βρισκόμαστε προ των πυλών για μια τεχνοδυστοπία: είμαστε στην εποχή της σποράς της. Εάν αρχίσει το cyberpunk να μας φαίνεται παρωχημένο, τότε θα είναι πια αργά.
Sergei Kontovich
Υποσημειώσεις:
- Στα ελληνικά, ο πετσοκομμένος-βαρετός τίτλος του βιβλίου είναι: «Το ηλεκτρικό πρόβατο».
- Ένα εργαλείο ανάκρισης που βοηθά τους Blade Runners να καταλάβουν εάν κάποιος είναι άνθρωπος ή replicant.
- Τα στοιχεία από την Ελλάδα https://www.gstatic.com/covid19/mobility/2020-05-09_GR_Mobility_Report_en.pdf
- Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32016R0679&from=EL
- Από τις αρχές του χρόνου, εκατομμύρια μετανάστες/ριες παλεύουν να μετακινηθούν εντός της Ευρώπης, βρισκόμενοι αντιμέτωποι/ες με το ελληνικό κράτος και τις δυνάμεις καταστολής του.